summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/39764-0.txt
diff options
context:
space:
mode:
Diffstat (limited to '39764-0.txt')
-rw-r--r--39764-0.txt7521
1 files changed, 7521 insertions, 0 deletions
diff --git a/39764-0.txt b/39764-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..0f62aab
--- /dev/null
+++ b/39764-0.txt
@@ -0,0 +1,7521 @@
+The Project Gutenberg EBook of Anabasis Volume 1, by Xenophon
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+
+Title: Anabasis Volume 1
+
+Author: Xenophon
+
+Translator: Dimitrios Anastasopoulos
+
+Release Date: May 22, 2012 [EBook #39764]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANABASIS VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. A table of corrections has been taken into account.
+otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold
+words are included in &, words in italics in _. I have inserted
+three notes included in {}. Footnotes have been converted to
+endnotes.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
+Ένας πίνακας διορθώσεων έχει ενσωματωθεί στο κείμενο. Κατά τα
+άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+έντονους χαρακτήρες έχουν σημειωθεί με &, ενώ λέξεις με
+πλαγίους με _. Έχω προσθέσει τρεις σημειώσεις, εντός {}. Οι
+υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
+
+ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+ -----
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
+
+ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
+ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+ΒΙΒΛΙΑ Α'. — Δ'.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+1911
+
+
+ ----
+ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΙΩΤΗ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4
+ ----
+
+
+Όταν ο Ξενοφών εκστρατεύη με τους Μυρίους προς τα Κούναξα,
+είναι μόλις ετών τριάκοντα. Είναι πλούσιος. Είναι ωραίος. Και
+ανήκει εις μίαν των αριστοκρατικωτέρων των Αθηναίων τάξεων, την
+τάξιν των «ιππέων». Η ωραιότης του έχει αρμονίαν ως η σκέψις
+του. Ο διαβάζων τα συγγράμματά του, ιδίως την «Κύρου Παιδείαν»
+και «Ανάβασιν», αντιλαμβάνεται όλον το ύψος της ωραιότητός του
+αυτής. Ωραιότητος ευρύθμου αριστοκράτου Αθηναίου.
+
+Είναι ο λεπτός μεν, αλλ' εν αρμονία προς αρρενωπότητα ψυχής και
+ήθους. Ο αβρός, ο μημουακτικός, ίσως και ο χαϊδεμμένος, αλλ' εξ
+εκείνων οίτινες με τας ομαλότητας αυτάς περιβάλλουν χαλύβδινον
+ψυχήν και πλαισιούν με όλον το σφρίγος του καθήκοντος κάθε της
+ζωής των πράξιν.
+
+Εάν ανήκη εις τους αριστοκρατικούς, η αριστοκρατικότης του
+γαληνιά και έλκει. Δεν ερεθίζει, δεν τρομάζει. Είναι — ως θα
+ελέγαμεν σήμερα — από τους «μετριοπαθείς», δηλ. από τους
+σκορπίζοντας γύρω των ένα ωραίον και ευγενέστατον γαλήνης και
+ηρεμίας πνεύμα. Και αυτή η ορμή του ως στρατιώτου εις τον
+πόλεμον υπολανθάνει μέσα του. Η ενεργητικότης του είναι
+εσωτερική. Και ομοιάζει με την αόρατον ορμήν ποταμού, που
+τρέχει μεν και τρέχει πάντοτε, αλλ' όταν τον βλέπης εις την
+κοίτην του νομίζεις ότι ονειροπολεί ή κοιμάται . . . Που
+αισθάνεσαι την ορμήν του, μόνον όταν εισέλθης στα νερά του και
+αφεθής με υπακοήν εις την Μοίραν του . . .
+
+Ο Ξενοφών είναι ο μαθητής του Σωκράτους, αλλ' όχι όπως ο
+Πλάτων, υψηλός και θείος. Δεν ανέρχεται αυτός, αλλά βαδίζει.
+Και είναι τόσον καλόν και τόσον δυνατόν το βάδισμά του! Είναι
+«ο ισχυρός» χωρίς να φαίνεται. Ο Διογένης ο Λαέρτιος τον λέγει
+ντροπαλόν. Φαντασθήτε τον Ξενοφώντα «ντροπαλόν» δια μέσου της
+εποποιίας των Μυρίων! Και όμως ήτο. Είχεν όλην των τοιούτου
+είδους ντροπαλών την ασφάλειαν εις την χείρα και το μέτωπον.
+
+Οκτώ ολόκληρα έτη διατριβής με τον Σωκράτην του είχαν το
+φρόνημα ατσαλώση. Η διαλεκτική εκείνου εισήλθεν εις κάθε πτυχήν
+του πνεύματός του. Ακόμη και αυτή η σοφιστεία δεν του ήτο ξένη,
+διδαχθείσα αυτώ υπό του ωφελιμωτέρου των Αθηναίων σοφιστών της
+εποχής του, του Προδίκου.
+
+Εις τον Ξενοφώντα εχρειάζετο, όταν ανέτρεπε λόγους και πράξεις
+αντιπάλων, έπρεπε δε ν' ανατρέψη αυτάς όχι εκ του συνήθους εν
+Ελλάδι της αντιδράσεως και της αντιλογίας πνεύματος ορμώμενος,
+αλλ' εκ του καθήκοντος και εκ της ισχύος και επιβολής των
+περιστάσεων, εχρειάζετο, λέγω, ουχί σπανίως ως όπλον
+μαχιμώτατον και η Σοφιστική.
+
+Ουχ ήττον ήτο και τότε, όπως πάντοτε, ηθικός. Με ωραιότητα
+ηθικός. Ανέτρεπε πάλλων την σοφιστικήν του σπάθην προς όλα τα
+σημεία. Δεν ήτο ο άνθρωπος του «νόμω καλόν, νόμω κακόν». Δεν
+ήτον ο άνθρωπος «ο ποιών τον ήττονα λόγον κρείττω», δια να
+ωφεληθή αυτός και διά να επιβληθή και δεσπόση και νικήση, απλώς
+από χαιρέκακον εις τούτο ορμήν ωθούμενος.
+
+Και όταν εσοφιστεύετο, η σοφιστεία του είχεν ως σκοπόν την
+ανωτέραν εκείνην ωφέλειαν, την, είτε υπέρ της προσωπικής του
+αξιοπρεπείας και ηθικής ακεραιότητος της ψυχής του, είτε υπέρ
+του γενικού καλού και γοήτρου εκείνων ους διώκει,
+επιδιωκομένην.
+
+Είναι περίεργον ότι η ζωή του Ξενοφώντος είναι: σταθμοί εδώ και
+σταθμοί εκεί. Όχι συνέχεια ζωής. Ο έρρυθμος αυτός ήτο πλέον
+ξένος δια πολιτείαν έκρυθμον, ως η των Αθηνών. Το περιβάλλον
+των ήτο ξένον προς την αριστοκρατικότητά του. Η Δημοκρατία είχε
+πέση υπό τον Λύσανδρον. Και είχεν η Ολιγαρχία των Τριάκοντα
+δαμάση κάθε έκδοτον ροπήν του Δήμου. Μεθ' ό ανέστησαν και πάλιν
+όσα είχαν απομείνη λείψανα δημοκρατικά, των αρχαίων
+συντηρητικών μεταβληθέντων εις ποιητικούς πλάνητας ή
+επαγγελματικούς τυχοδιώκτας της ζωής.
+
+Ο Ξενοφών ήτον από τους τελευταίους. Η αρμονία έχουσα
+αντιμέτωπον το χάος. Χάος δε ήσαν τα του Άστεως. Ο ωραίος
+ιππεύς, ο ευγενής ευπατρίδης, ο κομψός και στωμύλος αυτός
+έφηβος φεύγει εξ Αθηνών, ως έφυγαν όχι ολίγοι αριστοκρατικοί
+αρχαίοι οίκοι της Γαλλίας μετά την επικράτησιν των Δημοκρατικών
+της.
+
+Ο Ξενοφών αισθάνεται τας Αθήνας, αι οποίαι όμως δεν δύνανται να
+τον αισθανθώσι πλέον. Τας αγαπά. Είναι η πατρίς του. Αλλ' η
+Τύχη του τείνει τον δάκτυλον αυτής ή προς την Ασίαν με τον
+Κύρον ή προς την Σπάρτην με τον Αγησίλαον, παντού αλλού πλέον
+εκτός των Αθηνών. Και ο Ξενοφών ακολουθεί την οδόν, ην του
+δεικνύει η Τύχη του.
+
+* * *
+
+Εγνώρισα ένα — μέγα και εις το ύψος του μοναδικόν — παράδειγμα
+στρατηγού εγκολπωθέντος τους εχθρούς της πόλεως που τον
+γέννησε, διά να φανερώση όλον το προς την Πολιτείαν της μέχρι
+θανάτου μίσος του, τον Κοριολάνον. Και εγνώρισα εραστάς που
+αγαπούν με φρίκην, με μίσος την αγαπημένην των. Που την
+αποστρέφονται μεν ως αναξίαν των, και όμως, διότι επήραν άπαξ
+μίαν φόραν έρωτος, την αγαπούν, την θέλουν.
+
+Το ιδανικόν των Αθηνών εις την διάνοιαν του Ξενοφώντος ήτο πολύ
+ανώτερον των Αθηνών των χρόνων του. Ηγάπα το ιδανικόν των
+Αθηνών εκείνων και, αν δεν εμίσει, δεν προσηρμόζετο όμως η ψυχή
+του προς τας Αθήνας ταύτας, τας γεμάτας από δημαγωγίαν και
+παράλυσιν.
+
+Προσκληθείς ίνα μεταβή εις τας Σάρδεις από τον φίλον του
+Πρόξενον ανεχώρησεν εξ Αθηνών βέβαια με άφατον πίκρα στην
+καρδία του. Αυτός ανήκεν εις τους Άρχοντας. Και οι Άρχοντες
+είχαν απολέση όλην την παλαιάν των γοητείαν. Και έφευγε με το
+μυστικόν δάκρυ του ισχυρού που δύναται μεν να αποχωρισθή, αλλά
+χωρίς ποτέ να λησμονήση την αποχωριζομένην του.
+
+Τας αναλογίας της ψυχής του Ξενοφώντος αισθάνομαι εγώ, που έχω
+την Αθηναίαν μητέρα μου όλην εις τα στήθη μου και αγαπώ τας
+διεφθαρμένας και ακαλλιτέχνους και οχλοκρατικάς της σήμερον
+Αθήνας με το μίσος εκείνο του εραστού που εσημείωσα άνω. Που
+φεύγω με μίσος προς αυτάς, διά να τας ποθήσω, επανερχόμενος,
+περισσότερον. Απόδημος κ' εγώ, ως ο Ξενοφών, ακολουθώ την
+ωραίαν τυχοδιωκτικήν ζωήν αυτού, κρατών, αντί όπως εκείνος
+σπάθην, κάλαμον. Και αντί, όπως εκείνος γράφων κατά τύχην,
+γράφων κατ' ανάγκην και . . . κλαίων με το μειδίαμα πάντοτε στα
+χείλη.
+
+Ο οργασμός του Ξενοφώντος, με τα τριάντα χρόνια του, με την
+αγάπην του, με το μίσος του, με τας φιλοδοξίας του, με την
+εξωσθείσαν εκ της πατρίδος του αρχαίαν αριστοκρατικήν φυήν του,
+ο οργασμός αυτός εκδηλώνεται εν όλω αυτού τω μεγαλείω με 10
+χιλιάδας Έλληνας τυχοδιώκτας εις χώραν μακρυνήν, ξένων και
+βαρβάρων, εις την Ασίαν.
+
+Φθάνει εκεί χωρίς να γνωρίζη τι θα κάμη ή τι θα γείνη. Η τύχη
+του δουλεύει όμως. Η Ασία γεννά μίαν ωραίαν ψυχήν φιλόδοξον,
+την ψυχήν του Κύρου. Που αγαπά και ευνοεί τους Έλληνας. Αλλά
+και θέλει να εκθρονίση τον αδελφόν του, διά να βασιλεύσω αυτός
+δυνάμει της αγάπης ταύτης.
+
+Ο Αρταξέρξης, ο αδελφός του, είναι ο πρεσβύτερος. Και η φύσις
+αναγνωρίζει εις τον πρεσβύτερον αυτόν, ως εις κάθε πρεσβύτερον,
+πρωτεία. Αλλ' ο Κύρος είναι ο διανοητικώτερος, ο ευγενέστερος.
+Και το πνεύμα και η ευγένεια, ως φύσις και αυτά, διεκδικούν τα
+δικαιώματά των επ' εκείνου. Η κτηνώδης κληρονομική βία
+ετοιμάζεται προς πάλην κατά της αυθαιρέτου μεν, αλλ' εκ της
+λεπτότητος και της διανοήσεως αντλούσης την ισχύν της, φύσεως
+του Κύρου.
+
+Η πάλη γίνεται εις τα Κούναξα, παρά την Βαβυλώνα. Και, ως
+συνήθως συμβαίνει εις τον κόσμον τούτον, η βία ενίκησε το
+Πνεύμα. Τον στρατόν ακολουθεί και ο Ξενοφών, ως εθελοντής
+φέρων, μαζή με την μετριόφρονα αυτήν του ιδιότητα, και την
+μεγαλοφυίαν του.
+
+Εις τας Αθήνας ήτον ο κατ' εξοχήν σπόρτσμαν. Οπλομάχος,
+φιλόστρατος, φίλαθλος, ιππεύς. Αυτά διά τους μυς, αφ' ενός, και
+διά την ευρυθμίαν της ψυχής του, αφ' ετέρου. Είπομεν, ήτο και
+μαθητής του Σωκράτους, μαθών τον τρόπον του πείθειν εις το
+τέλειον. Αι δύο του αύται ιδιότητες, λέγει ο Πανταζίδης,
+εξηγούν το στρατηγικόν αυτού δαιμόνιον κατά την Ανάβασιν και
+Κατάβασιν εκείνην των Μυρίων.
+
+Πεζή, πεζοτάτη η εξήγησις. Οιονδήποτε Δαιμόνιον είναι
+ανεπίδεκτον οιασδήποτε ερμηνείας συμφώνως προς καθεστώτας
+νόμους, είτε κοινωνικούς τοιούτους είτε φυσικούς. Το
+στρατιωτικόν δαιμόνιον του Ξενοφώντος ηδύνατο να υπάρχη και
+άνευ των σπoρτ εκείνων, και άνευ της Σωκρατικής πειθούς αυτής.
+Δεν επλάσθη δι' αυτών. Εξωραΐσθη μόνον και ερρυθμίσθη. Εζήτει
+μίαν τινά διέξοδον εις την ζωήν. Αι Αθήναι δεν ήτο δυνατόν να
+του την δώσουν πλέον. Και του την έδωκεν ο Κύρος στην Ασίαν.
+
+* * *
+
+Μέχρι της δολοφονίας των στρατηγών, ο Ξενοφών ήτον και αυτός
+ένας από τους κάποιους του στρατεύματος. Και θα ήτον ακόμη
+περισσότερον από τους κάποιους τούτους, εάν δεν κατέβαινε του
+Κύρου να εκθρονίση τον αδελφόν του διά της βίας. Η Τύχη λοιπόν
+ειργάζετο υπό την μορφήν της αποφάσεως της εκστρατείας ταύτης
+και υπό την μορφήν της δολοφονίας των στρατηγών εκείνης, διά να
+έλθη ένα ωραίον φαινόμενον Στρατηγικής στον κόσμον, ο Ξενοφών
+αυτός, να έλθη δε ούτω υπέροχον και ούτω μοναδικόν, ώστε να
+καταπλήξη, ως και κατέπληξε πράγματι, τον κόσμον.
+
+Ο συγγραφεύς των «Απομνημονευμάτων» και της «Κύρου Παιδείας»
+δεν θα ήτο ικανός να τον δοξάση. Η ζωή του, άνευ της μοιραίας
+Αναβάσεως αυτής, θα περιωρίζετο ίσως εις ένα άκαρπον
+λακωνισμόν. βεβαίως εις μίαν μονότονον διέλευσιν των πεζοτέρων
+κύκλων της, χωρίς ούτε τα «Απομνημονεύματα» ούτε η «Κύρου
+Παιδεία» ούτε οιανδήποτε άλλο έργον του να δυνηθούν να τον
+ανυψώσουν μέχρι του θαυμασμού του κόσμου όλου, ως τον ανύψωσε
+μόνη η «Ανάβασις».
+
+Η Ανάβασις αυτή είναι ένα μεγαλούργημα. Αναπηδά «ο στρατηγός ο
+δαιμόνιος» εκ του μέσου. Και αναπηδά με τόσην λιτότητα και
+τόσην ηρεμίαν, ώστε νομίζεις ότι η Τακτική του, παρ' όλα τα,
+άτινα διήλθε, βάσανα, δεν είναι παρά ένα ωραίον χάιδι του
+ρυθμού και της συμμετρίας και της αρμονικότητος της καθολικής
+του Σύμπαντος.
+
+Προσκαλούμενος εις τον στρατόν του Κύρου, ούτε εγνώριζε κατά
+τίνος θα βαδίση αύριον. Εισήλθεν ως ένα άγνωστον νούμερο εις
+αυτόν. Και τίποτε άλλο. Ο Κύρος και αυτόν και τους περί αυτόν,
+εκτός του Κλεάρχου, είχε πείσει ότι θα βαδίσουν κατά των
+Πισιδών, ενώ αυτοί εβάδιζαν κατά της μεγαλειοτέρας Ειμαρμένης,
+την οποίαν ήτο δυνατόν ποτε να συναντήσουν άνδρες Έλληνες.
+
+Μία ορμή ήτο και μία ορμή εφέρετο εις τον στρατόν αυτόν. Αλλά
+με γλύκα, με μυστικότητα, με ταπεινότητα. Και η ορμή αυτή ήτον
+ο υιός του Γρύλλου. Όταν επεφάνη πλέον κατ' ανάγκην ως Ισχύς
+και ως Μεγαλείον η ορμή αυτή, μετά την ήτταν του Κύρου παρά την
+Βαβυλώνα, ήλλαξεν ο ρυθμός δέκα χιλιάδων Ελλήνων τότε
+αυτοστιγμεί. Ο Ξενοφών είναι τότε η Πρόνοια. Είναι ο άγνωστος,
+που έλκεται από την αφάνειαν υπό του θεού, διά να εκτελέση τα
+προστάγματά του.
+
+Και πώς, αλήθεια, τα εκτελεί! Όχι ως Ζευς υψιβρεμέτης, αλλ' ως
+ωραία χαμογελώσα Μοίρα, η οποία μόνον ένα «Εμπρός!» αιώνιον και
+σταθερόν και αναλλοίωτον και ακατάβλητον έχει πάντοτε προ
+οφθαλμών της . . .
+
+Ιδού η Ανάβασις αύτη, διά να ίδη ο αναγνώστης πώς βαδίζει ο
+Ξενοφών και πώς μάχεται και πώς νικά και πώς αγορεύει και πώς
+πείθει. Ένα πράγμα μόνον θα εξάρω εδώ. Ότι η Τέχνη είναι τόσον
+ευρεία εις τους πόθους της, ώστε περιέλαβε και την Ανάβασιν
+αυτήν ως ένα εκ των θαυμαστοτέρων εις τον κόσμον φαινομένων
+της. Δεν ομιλώ περί του έργου αυτού ως συγγραφής. Αλλά περί της
+Αναβάσεως ως εκστρατείας. Εις χείρας του Ξενοφώντος αποτελεί
+αύτη καλλιτέχνημα. Τόσον ωραία βαδίζει, διατάσσει, αντιπαλαίει,
+υπερπηδά, καταβάλλει, κατευνάζει, σαγηνεύει, συγχωρεί, επιτιμά,
+οργίζεται, ώστε όλαι αι διαθέσεις αύται αποτελούν ένα υπέρτατον
+καλλιτεχνικόν σύμπλεγμα κινήσεων διά μέσου των ορέων και των
+ποταμών και των ερήμων και των αγρίων της Ασίας, τόσον
+αρμονικόν ως όλον, τόσω συμμετρικόν εις τα μέρη του, ωσάν να
+ήτο κάποιο τέλειον μεγάλου της Αρχαιότητος τεχνίτου άγαλμα.
+
+Ο Ξενοφών «έγραψε» την Ανάβασιν, πριν ή την γράψη πράγματι. Αι
+αναλογίαι των καθ' έκαστα μερών του έργου τούτου, ασχέτως προς
+τον μέγαν ή μικρόν βαθμόν της ωραιότητός των, νομίζει τις ότι
+έπρεπε προηγουμένως να υπάρξουν εις τα καθ' έκαστον μέρη της
+εκστρατείας ταύτης διά να συντεθούν κατόπιν εις σελίδας. Η
+Ανάβασις λοιπόν δεν υπάρχει ως Έργον μόνον, αλλά και ως Ζωή. Η
+τέχνη του είναι η τέχνη των βημάτων, των επιθέσεων, των
+λογχισμών, των πηδημάτων, των φορών, των καταλήψεων, των νικών.
+
+Ο Ξενοφών λοιπόν είναι ο καλλιτέχνης στρατηγός εις τας μεγάλας
+της εκστρατείας του γραμμάς. Και τόσον μάλιστα, ώστε να
+κατορθώνη να διοχετεύη την καλλίτεχνον στρατηγικήν του ταύτην
+και εις την περιγραφήν της. Είναι ο καλλιτέχνης στρατηγός,
+ούτινος η τέχνη από των μαχών σύρεται και ξεχειλίζει μέχρι των
+περγαμηνών και των παπύρων, όπου έγραφεν.
+
+* * *
+
+Επιστρέφει, και ο νόστος τον κατέχει ολόκληρον. Πατεί το πόδι
+του εις το Βυζάντιον. Αλλά και εντεύθεν ο νόστος προς τας
+Αθήνας παραμένει πάντοτε ακέραιος. Το ότι είδε «θάλατταν» επί
+τέλους, θάλατταν Ελληνικήν, και ότι ευρίσκετο από της
+Τραπεζούντος μέχρι του Βυζαντίου πάντοτε μεταξύ Ελλήνων, δεν
+τον ικανοποίει.
+
+Εφιλοδόξει Αθήνας. Αλλ' αι Αθήναι του τον φυγαδεύουν διά
+ψηφίσματος, κατ' άλλους μεν διά τον λακωνισμόν του, κατ' άλλους
+δε διότι εξεστράτευσε μετά του εχθρού των Αθηναίων Κύρου. Το
+πολυθρύλητον ζήτημα αυτό δεν θα εξακριβώσω εδώ. Το βέβαιον
+είναι τούτο: ότι ο Ξενοφών ήτο φιλολάκων. Και ότι ο λακωνισμός
+του αυτός ένα εκ των χαρακτηριστικωτέρων του αποτελεσμάτων έσχε
+την μετά του χαρακτηριστικώτατα λακωνίζοντας επίσης Κύρου
+εκστρατείαν του.
+
+Και λοιπόν, αφού ο Ξενοφών είναι φιλολάκων, είναι μισαθηναίος,
+άρα! Άρα ο Ξενοφών είναι ένας επαίσχυντος, είναι ένας προδότης!
+Έτι περισσότερον είναι, αφού φθάνει μέχρι του σημείου: εις την
+εν Κορώνεια μάχην να είναι εν τω στρατοπέδω των Σπαρτιατών
+παράπλευρος του Αγησιλάου!
+
+Όχι! μυριάκις όχι! Μία ψυχή ως η του Ξενοφώντος δεν κρίνεται
+ποτέ εκ των έργων της, αλλ' εκ των προθέσεών της. Ο Ξενοφών ήτο
+φιλολάκων! Και είθε, μετά τον θάνατον του Περικλέους, ότε
+ενέσκηψαν εις τας Αθήνας τα ανεμοφορητότερα των τριόδων
+πνεύματα, διά να διευθύνουν τας τύχας του ήδη παρημελημένου
+Δήμου, είθε να εγίνοντο όλοι οι Αθηναίοι τότε φιλολάκωνες.
+Πολιτικώς — εννοώ — να εφρόνουν τα των Λακώνων.
+
+Το εύχαρι και διαυγές και ακτινοβόλον πνεύμα των βεβαίως δεν
+ήτο δυνατόν να μεταβαπτισθή εις Σπαρτιατικόν ώμον και
+σκληροτράχηλον. Αλλά το πνεύμα αυτό, του οποίου και μίαν εγώ
+ακτίνα δεν αντιζυγίζω προς όλον το διανοητικόν και
+καλλιτεχνικόν (!) της Σπάρτης παρελθόν, το πνεύμα αυτό,
+μαντεύον την κατωφέρειαν, εις ην εφέροντο τα πολιτικά των
+Αθηναίων πράγματα, ηδύνατο πράγματι δι' επιδεξίας τινός χειρός
+να οιακοστροφήση ταύτα προς την ομολογουμένην στιβαρότητα των
+πολιτικών Σπαρτιατικών ηθών, προς μίμησιν εξ αυτών και
+παραδειγματισμόν.
+
+Ο Ξενοφών ως πνεύμα ήτον Αθηναίος. Αλλ' ως χαρακτήρ
+εσπαρτιάτιζε. Και θα εσπαρτιάτιζε, και εάν ακόμη δεν ανήκεν εις
+τους Αριστοκρατικούς, την τάξιν την βλέπουσαν ομαλώς μεν, αλλά
+και ισχυρώς, λιτώς μεν, αλλά και τετραγωνικά σωφρόνως, τα
+πράγματα της ζωής του κόσμου. Ήθος άλλως τε σωκρατικώς
+συγκεκροτημένον, χαρακτήρ δράσεως μεν, αλλά μετά λογικής,
+συμμετρία απόλυτος όλων των ψυχικών και διανοητικών αυτού
+δυνάμεων — χρήσιμα πάντα ταύτα, εάν δεν κατηυθύνοντο προς την
+Στρατηγικήν, αλλά προς την Τέχνην, να ανεγείρουν νέον Παρθενώνα
+εις τον κόσμον — όλα αυτά βεβαίως έκλιναν την πλάστιγγα της
+ψυχής του προς την Σπάρτην.
+
+Ο Ξενοφών ήθελε τότε ό,τι ζητούμεν ημείς σήμερον. Κράτος δηλ.
+και πάλιν Κράτος και μόνον Κράτος. Το πνεύμα, όπως και σήμερον,
+έρρεε διά των οδών. Αλλ' η Πολιτεία κατέρρεε διά των τριόδων.
+Και εθύμωνε και ηθύμει και ηγανάκτει βέβαια μέσα του. Όχι κατά
+της Πατρίδος του. Αλλά κατά των Αθηναίων, θαπτόντων την ευγενή
+Πατρίδα του.
+
+Υπάρχουν προδόται που γίνονται τοιούτοι εξ αγάπης ανυπερβλήτου,
+ασυγκρίτου, ιδανικής προς τα πατρώα εδάφη. Προδόται που
+εξαγνίζουν και εξωραΐζουν και εξιδανικεύουν την εις άλλα εδάφη
+δράσεως ζοφεράν της προδοσίας έννοιαν. Όταν οι την πατρίδα μου
+κατοικούντες Έλληνες είναι ανάξιοι αυτής και του παρελθόντος
+της, εγώ δε θεωρούμαι πλέον υπ' αυτών ως άχρηστος και
+απροσάρμοστος εις τα κατ' οίκον και δημοσία αίσχη των, και τους
+Έλληνάς της τούτους εώ χαίρειν εις τας ατιμίας των και τα όργιά
+των, έστω και διά παντός, και συμφιλιούμαι ακόμη προς τους
+εχθρούς αυτής, ων η πολιτεία όμως και η προς τους νόμους
+υποταγή και ευπείθεια, μεταβιβαζόμενα εις «τη δόλια» εκείνη, θα
+την ανίστων εκ του τάφου ένδοξον, χωρίς εν τούτοις να υπάρχη
+καμμία εκείθεν ελπίς μεταβιβάσεως• τοιαύτην, λέγω, πατρίδα,
+όταν ανεπανορθώτως και ανεκκλήτως βλέπω φερομένην προς την
+παρακμήν, τις μωρός θα με ονομάση προδότην, εάν, μη δυνάμενος
+πλέον να την ωφελήσω διά της αγάπης μου, την αγαπώ πλέον διά
+του μίσους μου ή της αδιαφορίας μου ή και της περιφρονήσεώς μου
+;
+
+Όχι μόνον διότι ηκολούθησε τον φιλολάκωνα Κύρον εις την Ασίαν,
+ή διότι η συντηρητικότης του, ήτις δεν ήτο τίποτε άλλο παρά
+αρμονία, όχι σχολαστικισμός και όχι νοικοκυροσύνη άνοστη,
+εστράφη προς την Σπάρτην, ης την πολιτείαν εζήλευε και εφθόνει,
+αλλ' ακόμη και εάν ύψωνε χείρα εκδικητικήν εν Κορωνεία κατά των
+συμπολιτών του, ων η συμπολιτοσύνη όμως έβλεπεν ότι ωδήγει τας
+Αθήνας εις τον εν Χαιρωνεία όλεθρον, ακόμη, λέγω, και εάν τούτο
+έπραττεν, όχι! μυριάκις όχι! ο Ξενοφών δεν είναι δυνατόν να
+ονομασθή προδότης. Απέναντι των μεγάλων εκρήξεων ψυχής δικαίας
+η υψίστη δικαιοσύνη βέβαια φθάνει πολλάκις εις αδικίαν. Αδικίαν
+όμως που δεν ατιμάζει, αφού προέρχεται από την εξαιρετικήν, εξ
+εξαιρετικής ψυχής, αντίληψιν αυτής και στάθμην.
+
+***
+
+Φυγάς πλέον ο Ξενοφών. Και φυγάς διά παντός. Εις δωρηθέν αυτώ,
+τιμής ένεκα, υπό της Σπάρτης κτήμα, τον Σκιλλούντα, ιδιωτεύει
+ήδη έχων απέραντον υποστατικόν, ναούς, οικίας, τεμένη, κυνήγια,
+δάση, ό,τι θα ηδύνατο να εμφανίση τον Ξενοφώντα τέλειον διά την
+εποχήν εκείνην Άρχοντα, υπό την Νεοελληνικήν της λέξεως
+σημασίαν.
+
+Ο Ξενοφών εκεί δεν είναι παρά μία νότα της Φύσεως ευγενεστάτη.
+Αι αρμονίαι της ευρίσκουν τόσην ηχώ εις την ψυχήν του! Ο τίμιος
+αυτός άνθρωπος, ο τίμιος άνευ μεταφυσικών ως ο Πλάτων
+ιδεολογιών, την μεγαλοφυίαν του οποίου δεν είχε μεν ούτε το
+ύφος ούτε την λεπτότητα ούτε την τέχνην, ον υπερτερεί όμως εις
+την «τιμιωτέραν» διατύπωσιν των νοημάτων και διδασκαλιών του
+μεγάλου Αθηναίου διδασκάλου των, ο τίμιος, λέγω, αυτός
+άνθρωπος, έγεινεν εκεί εις το κτήμα του, όπου και συνέγραψεν
+ό,τι υπό το όνομά του φέρεται, ένα κομμάτι Φύσεως τόσω ωραίον
+και τόσω αρμονικόν, ώστε &μόνον& διά την ευγένειαν της ζωής του
+αυτής να δικαιολογήται όλη η προς τους Σπαρτιάτας πολιτεία του.
+
+Ο Ξενοφών είναι ήθος, είναι πνεύμα, είναι κρίσις, είναι
+χαρακτήρ. Είναι αυτή η υγεία της ζωής η φυσιολογικωτέρα.
+Καμμίαν ανωμαλίαν δεν επήρεν από την Αττικήν Φύσιν. Και τίποτε
+από το ευμετάβολον αυτής. Και τίποτε από το πτητικόν και
+αερινόν και αιθέριον αυτής.
+
+Αλλ' η Αττική φύσις έρχονται ημέραι — και είναι όχι ολίγαι αι
+ημέραι αυταί — καθ' ας είναι όλω και αρμονία. Άνθησις, ουρανός,
+ατμόσφαιρα, φως, χρώμα, τα πάντα είναι εν αναλογία. Γύρω δε
+γαλήνη και ηρεμία και ιερότης έξοχος. Μία ευσέβεια επιτάσσεται
+τότε αοράτως προς το εκπάγλου κάλλους αυτό όραμα, ευσέβεια, υπό
+την οποίαν γονατίζει η ψυχή και στρέφονται τα βλέμματα Άνω,
+προς το Κυανούν, με την θειοτέραν μέσα των αναλαμπήν εκστάσεως
+και λατρείας.
+
+Ο Ξενοφών λοιπόν είναι η ωραία υγεία της στιγμής αυτής. Ης έχει
+την ευσέβειαν εκείνην όλην αναρπάση, και ης το μυστικόν ρέει
+δι' όλης της ζωής του ως νάμα. Ο Ξενοφών είναι η μουσική η
+προσγειοτέρα, που δεν έχει μεν τίποτε Μπετόβειον, έχει όμως
+όλους τους ρυθμούς εντός της, παιάνος αρχαϊκού προς μάχην και
+προς θρίαμβον. Το σώμα του ορθούται ακέραιον, ευθυτενές, σαν
+σώμα ωραίου Έλληνος ανδρός, με ένα υπέρτατον αριστείον εις τα
+στήθη του, το αριστείον της τιμής και της συνεπείας εις εαυτόν
+εις κάθε λόγον του ή πράξιν.
+
+Εκεί, εις την Σκιλλούντα, τα έργα του που γράφει, γίνονται ένα
+με την πέριξ υγείαν της Φύσεως και της Ζωής. Δεν ανέρχεται εις
+τας μεταφυσικότητάς των. Αλλά τας παρατηρεί τιμίως και ασφαλώς.
+Ο Ξενοφών είναι ο τύπος του &καλού καγαθού& υπό την αρχαίαν
+έννοιαν των λέξεων. Είναι ο τύπος του χρηστού και του δικαίου.
+Όλη η «Ανάβασις» θάλλει και ανθίζει και καρποφορεί αδρότατα την
+χρηστότητα αυτήν, το δίκαιον αυτό, εις κάθε αυτής κύκλον.
+
+Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται και ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται».
+Το του Ευαγγελίου Θείον αυτό ρήμα, η φύσει προφητική, αλλ' εκ
+&των γεγονότων& προφητική κ' εκ των πραγμάτων, ψυχή του
+προμαντεύει ούτω: «και ο Θεός (ο Θεός! η γενική του και
+παγκόσμιος έννοια δεν διαφεύγει την Σωκρατίζουσαν μεν,
+θυμόσοφον δε διάνοιαν του Ξενοφώντος) και ο Θεός ίσως άγει
+ούτως, ος τους μεγαληγορήσαντας ως πλέον φρονούντας ταπεινώσαι
+βούλεται, ημάς δε τους από των Θεών αρχομένους εντιμοτέρους
+εκείνων καταστήσαι».
+
+Τίποτε το υπερφίαλον δεν έχει. Ντρίτος εις όλα. Ευθύς. Και με
+κρίσιν, υπό το φως της οποίας ίσως θα ηδύνασο κάποτε ν'
+αναμνησθής την εν τω Ευαγγελίω, με την οποίαν θα εκρίνοντο «οι
+τα αγαθά ποιήσαντες» και «οι τα φαύλα πράξαντες». Τόσην ισχύν
+έχει και τόσην κρυσταλλώδη διαφάνειαν εις το θέτειν τα
+ζητήματα, εις το ερευνάν αυτά, εις το αποδεικνύειν, εις το
+συνδυάζειν, εις το σταθμίζειν, εις το συμπεραίνειν.
+
+Η δε ευσέβειά του έχει και αυτή προαναπόλησίν τινα
+χριστιανικήν, όταν λέγη ότι εν καιρώ κινδύνων και αποριών περί
+του πρακτέου και επιβουλών και πολέμων και αγνοιών το «συν Θεώ
+πράττειν» είναι θεσμός της ψυχής υπέρτατος.
+
+Ο «αριστοκράτης» Αθηναίος δεν ήτο δυνατόν ή να είναι ο
+«ευσεβής» της Αναβάσεως υφ' όλας αυτού τας ποικιλίας. Όταν λέγη
+«Θεόν» μόνον και ουχί «Θεούς», βεβαίως προφοιβάζεται την
+Ευαγγελικήν του Ναζωραίου δόξαν. Και βεβαιότερον η τελευταία
+αυτή, διά των λόγων του, διά των του Πλάτωνος. 400 έτη πριν
+λάμψη εις τον κόσμον, ενωράθη επί του διανοητικού ουρανού του
+Άστεως ως Λόγος.
+
+Η ευσέβεια αύτη είναι &η μόνη δυνατή φιλοσοφία& εις τον
+Ξενοφώντα. Η μέχρι προλήψεων εδώ, η μέχρι καθολικότητος εκεί.
+Εκεί φωνάζει εις την ψυχήν του η Παράδοσις και το Καθεστώς. Εδώ
+φωνάζει η μεγάλη φωνή του Παύλου εμφαίνοντος τον «Άγνωστον
+Θεόν».
+
+Ο άνθρωπος που διαρκώς μαντεύεται και σπλαγχνοσκοπεί και
+οιωνοσκοπεί και θυσιάζει και ονειρεύεται απέκτησε καθ' έξιν,
+γενομένην πλέον εις την ψυχήν του &ένστικτον&, μίαν σταθεράν
+ψυχικήν ανάτασιν, από την οποίαν, εάν δεν εκπορεύεται πάντοτε ο
+ενιαίος και μοναδικός Θεός, πάντοτε όμως εκπορεύεται ο αιώνιος
+προς το Θείον σεβασμός, έστω και όταν ούτος φθάνη μέχρις
+αίματος . . .
+
+***
+
+Ο Πανταζίδης γράφων περί του Ξενοφώντος ως συγγραφέως λέγει —
+υπό τινα βεβαίως τύπον μειώσεως της συγγραφικής του αξίας — ότι
+«έγινε συγγραφεύς εκ τύχης και περιστάσεων, ουχί δε
+συναισθανόμενος τοιαύτην εν εαυτώ αποστολήν». Τούτο είναι
+αληθέστατον. Αλλ' — ερωτάται — τι θα 'πή «γράφειν εκ τύχης» και
+«γράφειν εξ αποστολής»; Το γράφειν είναι απλούστατα ένστικτον,
+το οποίον, από &δυναμικόν& που είναι, το κάνει &ενεργητικόν&
+πότε η ανάγκη και πότε η περίστασις.
+
+Δύναται να υπάρχη «αποστολή συγγραφική» και όμως να μην υπάρχη
+καμμία εις την συγγραφήν αξία. Και δύναται να γράψη κανείς «εκ
+τύχης» και η τύχη να βγάλη εις το μέσον αριστούργημα.
+Επαναλαμβάνω: αρκεί να υπάρχη το ένστικτον της πέννας. Και
+ελησμόνησα να προσθέσω: αρκεί το ένστικτον αυτό να έχη
+εξευγενισθή ή κληρονομικώς, από προγόνου εις απόγονον, ή διά
+των εντυπώσεων και της πείρας ή από μίαν μεγάλην μεν, αλλ'
+ωραίαν της ζωής σφοδρότητα.
+
+Την τέχνην θα την δώση ο όλος του συγγραφέως χαρακτήρ. Το ήθος
+του, η περιπέτειά του, ο σκοπός του, η ευθύτης του, αι σπουδαί
+του, το περιβάλλον όπου ζη και η ευγένεια. Ο Πλάτων είχεν
+αποστολήν, ουδείς βέβαια αντιλέγει. Αλλ' εκ τούτου δεν έπεται
+ότι η αφέλεια, η απλότης και η σαφήνεια, αι κυριώτεραι των
+συγγραφών του Ξενοφώντος αρεταί, δεν δύνανται να φθάσουν το
+ύψος της καλλιτεχνικής μορφής, εις το οποίον έφθασαν εξ άλλων
+αρετών συγγραφικών τα έργα του εξ αποστολής γράψαντος ιδεολόγου
+Πλάτωνος.
+
+Τάχα ο Δαυίδ, γράφων τους δαιμονίους του Ψαλμούς, είχεν
+αποστολήν συγγραφικήν; Ή όλοι οι αρχαίοι Εβραίοι συγγραφείς,
+Σολομών, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Ιώβ, όλοι εξ Εβραϊκής απόψεως
+αριστοτέχναι του Θείου Ιερογράφοι, τάχα είναι κατώτεροι των εξ
+αποστολής γραφόντων συγγραφέων, διότι ο μεν εξ αυτών έγραψεν
+υπό την πίεσιν της Μετανοίας ή ο άλλος υπό την πίεσιν της
+Ματαιότητος ή ο τρίτος υπό την πίεσιν των αγρίων της Πατρίδος
+του δυστυχιών;
+
+Ένα είναι θετικόν, ότι ο Ξενοφών είναι «συγγραφεύς». Αλλ' εκεί
+όπου φρονούν τινες ότι είναι έξοχος, εις την περιγραφήν, εγώ
+φρονώ ότι είναι μετριώτατος. Είναι δε πράγματι έξοχος, όπου τον
+εμπνέει η στρατιωτική του μεγαλοφυία, διά να πείση ή διά να
+παρορμήση ή διά να ενθουσιάση, εις τας δημηγορίας του.
+
+Η παρατήρησις εν αυτώ είναι μοναδική και οξυτάτη και
+λεπτομερής. Η σύνθεσίς της όμως χαλαρά ή αδεξία. Ήτον ο
+Σωκράτης περιγραφικός; Παν άλλο. Ως διαλεκτικός, ως
+ερωτηματικός, ως συνθετιστής ή αναλυτικός της ανθρωπίνης
+σκέψεως ήτον αληθώς δαιμόνιος. Και ο Ξενοφών, εκεί όπου η
+διαφάνεια του Αττικού αιθέρος επιτρέπει δι' αυτής να φαίνεται
+και η ελαχίστη πτυχή του εγκεφάλου του, όπου γίνεται ένα με
+αυτόν, όπου όλος ο Σωκρατικός αέρας διέρχεται ως απαλή θωπεία
+ευγενεστάτη δι' όλων των πτυχών της διανοίας του, ο Ξενοφών
+είναι αντάξιος μαθητής του διδασκάλου, και η δημηγορία του με
+ό+λας τας ποικιλίας των γλωσσικών μορίων, αποτελούντων τους
+στερεωτέρους της αρμούς, εγγίζει τότε όλα του «αριστουργήματος»
+τα ύψη ανάερος, χαριτωμένη, ελαφρά, ευγενική, ωραία. Ως
+ιστορικός δε, με την απλότητα, ην έχει, σε ξαφνίζει με τους
+προσανατολισμούς της τους σεμνούς πολλάκις προς τα Ιερά των
+Εβραίων Γράμματα.
+
+Ο Ξενοφών έχει δι' όλου του έργου του την επιβολήν δεμένην με
+τον χαρακτήρα. Πλουτάρχειον χαρακτήρα με χρώματα Ρεμπράν.
+Επιβολήν επί Αρκάδας και Λακεδαιμονίους και Μαντινείς και
+Αχαιούς, επί πάντας, ων κατά την Ανάβασιν προέστη. Επιβολήν
+ούτε εκ τραχύτητος, ούτε εκ σκαιότητος, ούτε εκ συνοφρυώσεων,
+ούτε εκ θυμών, ούτε εξ εξοργίσεων.
+
+Είναι ο θηριοδαμαστής εκείνου του στρατεύματος, ο με πειθώ και
+διαλεκτικήν και χάριν. Εάν δεν υπήρχεν αυτός μετά την
+δολοφονίαν των στρατηγών, το στράτευμα εκείνο θα εγίνετο βορά
+των βαρβάρων ή των θηρίων• θα εχάνετο μία δόξα, η της
+Αναβάσεως. Και το ωραίον όνειρον που επέρασε διά των βαρβαρικών
+χωρών εκείνων ως όνειρον Ελληνισμού υπέροχον, θα έσβυνε σαν
+σαπουνόφουσκα στο χάος. Τώρα μένει. Η Τραπεζούς, η οποία πρώτη
+είδε τα αρήια εκείνα σώματα, είναι τουλάχιστον εκεί ακόμη το
+τέρμα της επί θάλατταν εποποιιακής εκείνης εκστρατείας. Και
+είναι ο Ξενοφών η δύναμις του ονείρου αυτού, το φως του.
+
+
+Ολίγας λέξεις ακόμη περί της μεταφράσεως. Εις αυτήν λέγω ότι
+ηρνήθην σχεδόν εντελώς την ατομικότητά μου. Το ύφος μου εις
+ελάχιστα σημεία μόνον έχω. Ηθέλησα να σεβασθώ τον συγγραφέα
+καθ' ολοκληρίαν. Πιστώς δε μέχρι του ελαχίστου του, μέχρι του
+επουσιωδεστάτου του μορίου. Ο σκοπός μου ήτο μόνον «τι θέλει να
+'πή ο Ξενοφών». Τίποτε άλλο. Πώς θα το έλεγα εγώ, με το ιδικόν
+μου ύφος, ούτε εσκέφθην.
+
+Περιέπεσα επίτηδες εις το «δυστύχημα» να μην έχη σχεδόν κανένα
+ύφος η μετάφρασίς μου. Και εθυσίασα κάθε εγώ επί των σελίδων
+του. Έως εκεί ενόμισα ότι έπρεπε να φθάση η ευλάβειά μου. Εάν η
+Νεοελληνική γλώσσα, ακολουθούσα το ύφος και την ομαλότητα
+οιουδήποτε αρχαίου συγγραφέως, χωρίς καμμίαν παρεμβολήν ούτε
+του γούστου, ούτε του ύφους του μεταφραστού εις την μετάφρασιν,
+παρουσιάζη αυτήν μετάφρασιν διά την σύγχρονων καλαισθησίαν και
+μουσικήν σύνθεσιν της φράσεως άτονον και λιτήν και ήρεμον, έστω
+και χαλαράν ακόμη, αδιαφόρησα. Είπα: ηρνήθην τον εαυτόν μου
+εντελώς. Κ' επρόσεξα μόνον εις την ευσυνειδητοτέραν της φράσεως
+απόδοσιν. Διά να είναι δε η απόδοσις αυτής τελειοτέρα, εντός
+παρενθέσεως, όπου μεν επρόκειτο ν' αποδοθή σαφέστερον, ενέθεσα
+και άλλην μετάφρασιν αυτής αναλυτικωτέραν, όπου δε ζωηρότερον
+και παραστατικώτερον, και δημοτικήν. Με δύο λέξεις: Ο
+αναγινώσκων την πολύμοχθον, την απ' ευθείας εκ του κλασικού
+κειμένου μετάφρασίν μου αυτήν, φρονώ, ότι θα ηδύνατο να είπη
+απεριφράστως, αρκεί μόνον ολίγον να προσέξη: την κατάλαβα!
+
+ &_Δημήτριος Αναστασόπουλος
+ Ο Αθηναίος_&
+
+
+
+ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
+
+
+ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
+
+
+
+
+Κεφάλαιον πρώτον.
+
+
+
+Υπό του Δαρείου και της Παρυσάτιδος εγεννήθησαν δύο υιοί, των
+οποίων ο μεγαλείτερος μεν ωνομάζετο Αρταξέρξης, ο νεώτερος δε
+Κύρος. Επειδή δε ησθένει ο Δαρείος και προεμάντευε τον θάνατόν
+του, επεθύμει να είναι πλησίον του και οι δύο υιοί του.
+
+Και ο μεγαλείτερος μεν ήτο παρών. Τον δε Κύρον προσεκάλεσε να
+έλθη από την έδραν της διοικήσεώς του, της οποίας τον είχεν
+αναδείξη σατράπην και στρατηγόν όλων των εν τη περιφερεία του
+Καστωλού αθροιζομένων στρατευμάτων. Αναβαίνει λοιπόν ο Κύρος
+παραλαβών μαζή του και τον ως φίλον υπ' αυτού θεωρούμενον
+Τισσαφέρνην, προς τούτοις δε και τριακοσίους Έλληνας οπλίτας
+υπό στρατηγόν τον Ξενίαν Παρράσιον.
+
+Αφού δε απέθανεν ο Δαρείος και κατέλαβε τον βασιλικόν θρόνον ο
+Αρταξέρξης, ο Τισσαφέρνης συκοφαντεί τον Κύρον προς τον αδελφόν
+του, ότι τάχα τον επιβουλεύεται. Ούτος δε πείθεται και
+συλλαμβάνει τον Κύρον με τον σκοπόν να τον φονεύση. Η δε μήτηρ,
+παρακαλέσασα αυτόν να τον αφήση ελεύθερον, τον αποστέλλει πάλιν
+εις την έδραν του.
+
+Ο δε Κύρος, άμα ως απηλλάγη του κινδύνου και της γενομένης εις
+αυτόν προσβολής, σκέπτεται να απελευθερωθή πλέον της εξουσίας
+του αδελφού του και, αν το κατορθώση, να βασιλεύση αυτός αντ'
+εκείνου. Προς τούτο, η μεν Παρύσατις, η μήτηρ του, υπεβοήθει
+τον Κύρον παραμένουσα πλησίον του, αγαπώσα δε περισσότερον
+αυτόν ή τον βασιλεύοντα υιόν της Αρταξέρξην.
+
+Οιοσδήποτε δε ήρχετο προς αυτόν παρά του βασιλέως (ως
+απεσταλμένος), τοιούτων ηξιούτο υπό του Κύρου περιποιήσεων,
+ώστε, επιστρέφων, να είναι μάλλον φίλος αυτού ή του βασιλέως.
+Επεριποιείτο δε πάντας όσοι εκ των Περσών ήσαν πλησίον του,
+ώστε και ικανοί να είναι προς πόλεμον εν καιρώ και ευνοϊκώς να
+είναι διατεθειμένοι υπέρ αυτού.
+
+Τας δε Ελληνικάς στρατιωτικάς δυνάμεις συνήθροιζεν όσον του ήτο
+δυνατόν κρυφίως, επί τω σκοπώ να καταλάβη εντελώς
+απροετοίμαστον προς πόλεμον τον βασιλέα. Κατά τον εξής λοιπόν
+τρόπον συνέλεγε τα στρατεύματα. Παρήγγειλεν εις έκαστον των
+φρουράρχων των πόλεων, εις τας οποίας είχε προς φύλαξιν αυτών
+φρουράς, να λαμβάνουν στρατιώτας Πελοποννησίους όσον το δυνατόν
+περισσοτέρους και γενναιοτέρους, προφασιζόμενος ότι ο
+Τισσαφέρνης επιβουλεύει τας πόλεις. Αληθώς δε αι Ιωνικαί πόλεις
+ανήκον εις παλαιοτέραν εποχήν εις τον Τισσαφέρνην, δωρηθείσαι
+εις αυτόν υπό του βασιλέως. Ήδη δε όλαι, εκτός της Μιλήτου,
+είχαν αποστατήση προς τον Κύρον.
+
+Προβλέπων λοιπόν ο Τισσαφέρνης ότι και οι κάτοικοι της Μιλήτου
+σκέπτονται επίσης ν' αποστατήσουν προς τον Κύρον, άλλους μεν εξ
+αυτών εφόνευσεν, άλλους δε εξεδίωξεν. Ο δε Κύρος δεχθείς τους
+φυγάδας και συγκροτήσας στράτευμα επολιόρκει κατά γην και κατά
+θάλασσαν την Μίλητον και προσεπάθει παντί τρόπω να επαναφέρη
+τους εκδιωχθέντας εις την πατρίδα των. Και το γεγονός αυτό του
+εχρησίμευσεν ως νέα πρόφασις και πάλιν προς συλλογήν
+στρατευμάτων.
+
+Προς δε τον βασιλέα Αρταξέρξην παρήγγειλε να δοθούν μάλλον εις
+αυτόν, ως αδελφόν του, αι περί ων ο λόγος πόλεις, παρά να είναι
+άρχων αυτών ο Τισσαφέρνης. Προς επιτυχίαν δε του σκοπού του
+αυτού συνέπραττε και η μήτηρ του. Ούτω ο βασιλεύς την εναντίον
+μεν αυτού επιβουλήν του Κύρου δεν ηννόει, ενόμιζε δε ότι ούτος
+δαπανά διά τον στρατόν, επειδή ευρίσκετο εις πόλεμον με τον
+Τισσαφέρνην. Ώστε δεν εδυσφόρει διόλου, βλέπων ότι αυτοί
+επολέμουν κατ' αλλήλων. Άλλως τε ο Κύρος απέστελλε τακτικά εις
+τον βασιλέα τους εκ των πόλεων εκείνων εισπραττομένους φόρους,
+αι οποίαι έτυχε να υπάγωνταί ποτε υπό τον Τισσαφέρνην.
+
+Νέον δε στρατόν συνέλεγεν εν τη απέναντι της Αβύδου κειμένη
+Χερρονήσω κατά τον εξής τρόπον. Ο Λακεδαιμόνιος Κλέαρχος ήτο
+μεταξύ των φυγάδων. Τούτον γνωρίσας εκ του πλησίον ο Κύρος
+εξετίμησε και του έδωκε δέκα χιλιάδας δαρεικών (1). Αυτός δε,
+παραλαβών τα χρήματα, συνέλεξε δι' αυτών στράτευμα και, εκ της
+Χερρονήσου ορμώμενος, επολέμει προς τους Θράκας τους υπεράνω
+του Ελλησπόντου κατοικούντας, γενόμενος ούτω ωφέλιμος εις τους
+Έλληνας. Ώστε και χρήματα εκουσίως συνεισέφερον αι
+Ελλησποντιακαί πόλεις προς συντήρησιν των στρατιωτών του.
+Τοιουτοτρόπως δε και τούτο το στράτευμα συνετηρείτο υπ' αυτού
+κρυφίως.
+
+Ο δε Αρίστιππος ο Θεσσαλός, όστις είχε ποτε φιλοξενηθή υπό του
+Κύρου, πιεζόμενος υπό των εν τη πατρίδι του στασιωτών του
+αντιθέτου κόμματος, έρχεται προς τον Κύρον και του ζητεί ως δύο
+χιλιάδας στρατιώτας και τον προς διατροφήν αυτών επί τρεις
+μήνας ανάλογον μισθόν, νομίζων ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον
+θα ηδύνατο να κατισχύση των αντιπάλων του. Ο δε Κύρος δίδει εις
+αυτόν τέσσαρας χιλιάδας στρατιώτας και μισθόν δι' έξ μήνας και
+τον παρακαλεί να μη συνδιαλλαγή μετ' αυτών, πριν ή συνεννοηθή
+μαζή του. Ούτω δε και πάλιν ετρέφετο υπ' αυτού κρυφίως και το
+εν Θεσσαλία στράτευμα.
+
+Προς τον επίσης δε φιλοξενηθέντα ποτέ υπ' αυτού Πρόξενον τον εκ
+Βοιωτίας παρήγγειλεν, αφού λάβη όσον το δυνατόν περισσοτέρους
+άνδρας, να σπεύση προς αυτόν, επειδή σκοπεύει να εκστρατεύση
+κατά των Πισιδών (2) διότι οι Πισίδαι ούτοι ενοχλούν την χώραν
+του. Προς δε τον εκ Στυμφαλίας Σοφαίνετον και τον εξ Αχαΐας
+Σωκράτην, επίσης και τούτους φιλοξενηθέντας άλλοτε υπ' αυτού,
+παρήγγειλε να λάβουν όσον το δυνατόν περισσοτέρους άνδρας και
+να έλθουν προς αυτόν, επειδή σκέπτεται να πολεμήση μετά των
+φυγάδων της Μιλήτου κατά του Τισσαφέρνους. Όλοι δε αυτοί
+συνεμορφούντο προς τας παραγγελίας του.
+
+
+
+Κεφάλαιον δεύτερον.
+
+
+
+Όταν δε πλέον ενόμισεν ότι είναι κατάλληλος ο καιρός να
+εκστρατεύση (να βαδίση προς τα μεσόγεια), επροφασίσθη κατ'
+αρχάς ότι θέλει να εκδιώξη εντελώς από την χώραν των τους
+Πισίδας. Συναθροίζει λοιπόν τα Περσικά και Ελληνικά στρατεύματα
+ως εάν επρόκειτο να πολεμήση εναντίον των. Συγχρόνως δε
+παραγγέλλει και εις τον Κλέαρχον να έλθη, αφού παραλάβη όσον
+είχε μαζή του στράτευμα, και εις τον Αρίστιππον, αφού
+συμφιλιωθή προς τους εν τη πατρίδι του αντιπάλους του, να του
+αποστείλη όσον είχε πλησίον του στρατόν. Επίσης και εις τον
+Ξενίαν τον εξ Αρκαδίας, όστις ήτο στρατηγός του εις τας πόλεις
+υπάρχοντος ξενικού (μισθοφορικού) στρατού, παρήγγειλε να έλθη,
+αφού παραλάβη όλους τους στρατιώτας, εκτός εκείνων, οίτινες
+ήσαν επιτήδειοι προς υπεράσπισιν των φρουρίων (ακροπόλεων).
+
+Προσεκάλεσε δε και τους πολιορκούντας την Μίλητον και διέταξεν
+όλους τους φυγάδας της να εκστρατεύσουν μετ' αυτού, υποσχόμενος
+εις αυτούς, εάν ήθελον πολεμήση και συμπεριφερθή καλώς εις τον
+πόλεμον, να μη τους στερήση της προστασίας του, πριν ή
+επαναφέρη αυτούς εις την πατρίδα των. Ούτοι δε ευχαρίστως
+επείθοντο. Διότι έδιδον ιδιαιτέραν πίστιν εις τους λόγους του.
+Και παραλαβόντες τα όπλα ήλθον (ο είς μετά τον άλλον) εις τας
+Σάρδεις.
+
+Και ο μεν Ξενίας ήλθεν, αφού παρέλαβεν εκ των ευρισκομένων εις
+τας πόλεις στρατευμάτων περί τας τέσσαρας χιλιάδας οπλίτας. Ο
+δε Πρόξενος ήλθε φέρων μαζή του οπλίτας μεν μέχρι χιλίων
+πεντακοσίων, γυμνήτας δε (ευζώνους — ελαφρούς) μέχρι
+πεντακοσίων. Ο δε εκ Στυμφαλίας Σοφαίνετος ήλθε φέρων χιλίους
+οπλίτας, ο δε εξ Αχαΐας Σωκράτης έως πεντακοσίους οπλίτας, ο δε
+εκ Μεγάρων Πασίων τριακοσίους μεν οπλίτας, τριακοσίους δε
+πελταστάς. Ούτος δε, καθώς και ο Σωκράτης, ήτον εξ εκείνων,
+οίτινες επολιόρκουν την Μίλητον.
+
+Και αυτοί μεν έφθασαν εις τας Σάρδεις, όπου ήτον ο Κύρος. Ο δέ
+Τισσαφέρνης, εννοήσας καλώς όλα αυτά τα τεχνάσματα και
+αντιληφθείς ότι όλη η πολεμική προπαρασκευή αυτή ήτο πολύ
+μεγαλειτέρα παρ' όσον εχρειάζετο διά να εκστρατεύση τις κατά
+των Πισιδών, μεταβαίνει εις τον βασιλέα Αρταξέρξην όσον ηδύνατο
+ταχύτερον, φέρων μαζή του έως πεντακοσίους ιππείς.
+
+Και λοιπόν ο μεν βασιλεύς, αφού ήκουσε τα καθ' έκαστα από τον
+Τισσαφέρνην περί της τοιαύτης, προπαρασκευής του Κύρου,
+αντιπαρεσκευάζετο επίσης και αυτός προς πόλεμον. Ο δε Κύρος,
+έχων μαζή του πάντα τα στρατεύματα, τα οποία ανέφερα ανωτέρω,
+εξεκίνησεν από τας Σάρδεις. Και, προχωρών διά μέσου της Λυδίας
+σταθμούς τρεις, παρασάγγας (3) είκοσι δύο, φθάνει εις τον
+Μαίανδρον ποταμόν, έχοντα πλάτος δύο πλέθρα (4). Επ' αυτού
+υπήρχε γέφυρα αποτελούμενη από επτά συνεχόμενα μεταξύ των
+πλοία. Διαβάς τον ποταμόν αυτόν προχωρεί διά μέσου της Φρυγίας
+σταθμόν ένα, παρασάγγας οκτώ και φθάνει εις Κολοσσάς, πόλιν
+κατοικουμένην, πλουσίαν και μεγάλην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας
+επτά. Και κατά το διάστημα τούτο ήλθεν εις την πόλιν αυτήν προς
+συνάντησίν του ο εκ Θεσσαλίας Μένων, φέρων μαζή του χιλίους
+οπλίτας και πεντακοσίους πελταστάς, Δόλοπας και Αινιάνας και
+Ολυνθίους.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας είκοσι και φθάνει
+εις Κελαινάς, πόλιν της Φρυγίας, κατοικουμένην επίσης, μεγάλην
+και πλουσίαν. Ενταύθα υπήρχον ανάκτορα του Κύρου και κήπος
+απέραντος, πλήρης αγρίων θηρίων, τα οποία εθήρευεν εκείνος
+έφιππος, οσάκις ήθελε να γυμνάση και τον εαυτόν του και τους
+ίππους του. Διά μέσου δε του κήπου τούτου ρέει ο Μαίανδρος
+ποταμός, πηγάζων πλησίον των ανακτόρων, διερχόμενος δε και διά
+μέσου της πόλεως των Κελαινών.
+
+Υπάρχουν δε και οχυρώτατα ανάκτορα του μεγάλου βασιλέως εις τας
+Κελαινάς, πλησίον των πηγών του Μαρσύου ποταμού, κάτωθεν της
+ακροπόλεως. Ρέει δε και ούτος διά μέσου της πόλεως και χύνεται
+εις τον Μαίανδρον, έχων πλάτος είκοσι πέντε ποδών. Ενταύθα
+λέγεται ότι ο Απόλλων έγδαρε τον Μαρσύαν, αφού τον ενίκησε
+διαφιλονεικούντα από αυτόν τα πρωτεία της περί την μουσικήν
+ικανότητος και τέχνης, ότι δε εκρέμασε το δέρμα του εις το
+άντρον, από το οποίον πηγάζει ο ποταμός. Διά τούτο, δε και
+καλείται έκτοτε ο ποταμός: Μαρσύας.
+
+Ενταύθα και ο Ξέρξης, ότε επέστρεφεν εκ της Ελλάδος, μετά την
+μεγάλην εκείνην εν Σαλαμίνι ήτταν του, λέγεται ότι οικοδόμησε
+τα ανάκτορα ταύτα και την ακρόπολιν των Κελαινών. Όπου και
+έμεινεν ο Κύρος ημέρας τριάκοντα. Ήλθε δε εν τω μεταξύ ο
+Λακεδαιμόνιος Κλέαρχος, φυγάς εκ της πατρίδος του, φέρων
+χιλίους οπλίτας και οκτακοσίους πελταστάς Θράκας, και τοξότας
+Κρήτας διακοσίους. Ταυτοχρόνως δε έφθασε και Σώσις ο
+Συρακούσιος, φέρων τριακοσίους οπλίτας, και Σοφαίνετος ο Αρκάς,
+φέρων χιλίους οπλίτας. Ενταύθα, εν τη μεγάλη περιοχή του κήπου,
+επεθεώρησε και αρίθμησεν ο Κύρος τα Ελληνικά στρατεύματα, εύρε
+δε ότι ανήρχοντο εις ένδεκα χιλιάδας οπλίτας και εις δύο
+χιλιάδας περίπου πελταστάς.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις
+Πέλτας, πόλιν οικουμένην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας τρεις, κατά
+τας οποίας ο εξ Αρκαδίας Ξενίας εώρτασε την εορτήν των Λυκίων,
+θύσας εις τους θεούς και συστήσας αγώνας, των οποίων βραβεία
+ήσαν χρυσαί στλεγγίδες &(ξύστραι)&. Εθεάτο δε τους αγώνας
+τούτους και ο Κύρος. Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας
+δώδεκα και φθάνει εις την αγοράν των Κεράμων, πόλιν
+κατοικουμένην, κειμένην δε εις τα έσχατα μεθόρια της Μυσίας.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας τριάκοντα και
+φθάνει εις την πεδιάδα του Καΰστρου, πόλεως κατοικουμένης.
+Ενταύθα έμεινεν ημέρας πέντε. Και εις τους στρατιώτας ωφείλοντο
+μισθοί πλέον των τριών μηνών, πολλάκις δε ούτοι ήρχοντο εις την
+μεγάλην θύραν της αυλής του Κύρου, ζητούντες επιμόνως τους
+μισθούς των. Ο δε Κύρος τους έλεγε να περιμένουν, αν και
+προφανώς εστενοχωρείτο διά την έλλειψιν χρημάτων. Διότι δεν ήτο
+ίδιον του Κύρου να έχη χρήματα εις χείρας του και να μη
+πληρώνη.
+
+Ενταύθα έρχεται εις τον Κύρον η Επύαξα, σύζυγος του Συεννέσιος,
+βασιλέως της Κιλικίας. Διεδίδετο δε ότι του έδωκε πολλά
+χρήματα. Το βέβαιον εν τούτοις είναι ότι επλήρωσε τότε ο Κύρος
+εις τον στρατόν μισθούς τεσσάρων μηνών. Συνωδεύετο δε η
+βασίλισσα και υπό φρουράς εκ στρατιωτών Κιλίκων και Ασπενδίων.
+Και ελέγετο ότι εσυγγένευε με τον Κύρον. Εντεύθεν προχωρεί
+σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις το Θύμβριον, πάλιν
+κατοικουμένην. Ενταύθα, παρά την οδόν την άγουσαν εις την
+πόλιν, ήτο κρήνη, η ονομαζομένη κρήνη του Μίδου, του βασιλέως
+των Φρυγών, παρ' αυτήν δ' ελέγετο ότι ο Μίδας ούτος συνέλαβε
+τον Σάτυρον ενώ έπινεν, αφού πρώτον ανέμιξε τα ύδατα αυτής με
+οίνον.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις
+το Τυριάειον, πόλιν κατοικουμένην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας
+τρεις, κατά τας οποίας λέγεται ότι η βασίλισσα της Κιλικίας
+παρεκάλεσε τον Κύρον να της παρουσιάση τα στρατεύματα. Επιθυμών
+λοιπόν ο Κύρος να συμμορφωθή προς την παράκλησίν της ταύτην
+επιθεωρεί εις ανοικτήν πεδιάδα πάντα τα στρατεύματα Ελλήνων και
+Περσών.
+
+Διέταξε δε τους Έλληνας να παραταχθούν, ως εάν ήσαν έτοιμοι
+προς μάχην, να παρατάξη δ' έκαστος στρατηγός ξεχωριστά τους
+ιδικούς του. Παρετάχθησαν λοιπόν εις φάλαγγα βάθους τεσσάρων
+ανδρών. Και του μεν δεξιού κέρατος στρατηγός ήτον ο Μένων και
+οι υπ' αυτόν αξιωματικοί• του δε αριστερού ο Κλέαρχος και οι
+αξιωματικοί του. Οι επίλοιποι δε των στρατηγών διηύθυναν το
+μέσον του στρατεύματος.
+
+Επεθεώρει λοιπόν ο Κύρος πρώτον μεν τους βαρβάρους (τους
+Πέρσας) παρελαύνοντας ενώπιόν του, το μεν ιππικόν κατ' ίλας, το
+δε πεζικόν κατά λόχους. Μετ' αυτούς δ' επεθεώρει τους Έλληνας,
+αυτός μεν ο ίδιος παρελαύνων επί πολεμικού άρματος, η δε
+βασίλισσα της Κιλικίας επί τεθρίππου αμάξης εις ένδειξιν τιμής.
+Έφεραν δε όλοι χαλκίνας περικεφαλαίας και χιτώνας κοκκίνους και
+περικνημίδας και ασπίδας γυμνάς.
+
+Αφού δε επεθεώρησε πάντας, εσταμάτησε το άρμα του προ του μέσου
+του φάλαγγος και, αποστείλας εις τους Έλληνας στρατηγούς τον
+διερμηνέα του Πίγρητα, διέταξε να εφορμήση τροχάδην όλη η
+φάλαγξ με προτεταμένα τα όπλα (τας ασπίδας και τα δόρατα). Οι
+στρατηγοί ανήγγειλαν ευθύς ενώπιον όλου του στρατεύματος τας
+διαταγάς του Κύρου και, σαλπίσαντος του σαλπιγκτού, όλη η
+φάλαγξ με τα όπλα προτεταμένα εφώρμησε προς τα εμπρός. Οι
+στρατιώται εφ' όσον επροχώρουν, εκσπώντες όλοι εις τον δρόμον
+των εις αλαλαγμούς ακρατήτους, εφέροντο δρομαίοι προς τας
+σκηνάς (το μέρος όπου εστρατοπέδευαν), ως εκ τούτου δε κατέλαβε
+μέγας φόβος τους Πέρσας, και η βασίλισσα της Κιλικίας,
+ηναγκάσθη να φύγη και αυτή επί της αρμαμάξης της, και οι
+πωληταί ωνίων επίσης μετ' αυτής, εγκαταλείψαντες τα ώνια, ενώ
+οι Έλληνες, μόλις συγκρατούντες τους γέλωτας, είχον ήδη φθάση
+προ του στρατοπέδου των.
+
+Η βασίλισσα, ιδούσα την λαμπρότητα και την εν γένει τάξιν του
+στρατεύματος, εξέφρασε τον θαυμασμόν της προς τον Κύρον, όστις
+εξ άλλου λίαν ηυχαριστήθη ιδών τον εις τους Πέρσας υπό των
+Ελλήνων προξενηθέντα φόβον.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας είκοσι και φθάνει
+εις το Ικόνιον, πόλιν κειμένην εις τα έσχατα όρια της Φρυγίας,
+όπου και έμεινεν ημέρας τρεις. Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της
+Λυκαονίας σταθμούς πέντε, παρασάγγας τριάκοντα. Την χώραν όμως
+ταύτην ως εχθράν της σατραπείας του επέτρεψεν εις τους Έλληνας
+να την διαρπάσουν &(πλιάτσικο)&.
+
+Ενταύθα ο Κύρος αποστέλλει διά της συντομωτέρας οδού την
+βασίλισσαν εις την πατρίδα της (την Κιλικίαν), ως τιμητικήν δε
+συνοδίαν της ορίζει τον στρατηγόν Μένωνα με όλους του τους
+άνδρας. Ο δε Κύρος με το επίλοιπον στράτευμα προχωρεί διά μέσου
+της Καππαδοκίας σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσι πέντε και
+φθάνει εις Δάνα, πόλιν κατοικουμένην, μεγάλην και πλουσίαν,
+όπου και έμεινεν ημέρας τρεις και όπου εθανάτωσε κάποιον Πέρσην
+ονομαζόμενον Μεγαφέρνην, αξιωματικόν της Περσικής αυλής, όστις
+εφρόντιζε περί της παρασκευής της πορφύρας, και κάποιον άλλον
+προϊστάμενον των υπάρχων, επί τω λόγω ότι ούτοι επεβουλεύοντο
+την ζωήν του.
+
+Από του μέρους τούτου προσεπάθουν να εισβάλουν εις την
+Κιλικίαν, της οποίας το μόνον πέρασμα ήτον αμαξιτός δρόμος,
+τόσον όμως απόκρημνος, ώστε ήτον απολύτως αδύνατον να διέλθουν
+δι' αυτού τα στρατεύματα, εάν τις αιφνιδίως ήθελε τα εμποδίση.
+Προς τούτοις ελέγετο ότι και ο Συέννεσις ευρίσκετο επί των
+εκατέρωθεν κορυφών των ορέων, φυλάττων τα στενά. Διά τον λόγον
+δε τούτον και έμεινεν ο Κύρος μίαν ημέραν εις την πεδιάδα.
+
+Την επομένην όμως έφθασεν εις το στράτευμα απεσταλμένος λέγων
+ότι είχεν εγκαταλείψη ο Συέννεσις τας κορυφάς, επειδή έμαθεν
+ότι ο στρατός του Μένωνος ευρίσκετο ήδη εντός της Κιλικίας
+διαβάς τα όρη, και ότι ο Ταμώς, κυβερνών τα πλοία των
+Λακεδαιμονίων και του Κύρου, περιέπλεε τα από Ιωνίας εις
+Κιλικίαν παράλια, απειλών απόβασιν.
+
+Ο Κύρος λοιπόν ανέβη τα όρη, χωρίς ουδείς να του εμποδίση την
+διάβασιν, εντεύθεν δε είδε και το μέρος, όπου οι Κίλικες
+εφύλαττον. Κατόπιν καταβαίνει εις πεδιάδα μεγάλην και εύφορον,
+γεμάτην από νερά και διάφορα καρποφόρα δένδρα και αμπέλους,
+παράγουσαν δε αφθόνους δημητριακούς καρπούς, σουσάμι, κεχρί,
+αραβόσιτον, κριθήν και σίτον, περιβαλλομένην δε από του ενός
+άκρου της θαλάσσης εις το άλλο από όρη μεγάλα και υψηλά.
+
+Κατελθών διά της πεδιάδος ταύτης διήνυσε σταθμούς τέσσαρας,
+παρασάγγας είκοσι πέντε και φθάνει εις Ταρσόν, πόλιν της
+Κιλικίας μεγάλην και πλουσίαν, όπου και ήσαν τα ανάκτορα του
+βασιλέως των Κιλίκων Συεννέσιος, και όπου, διά μέσου της
+πόλεως, ρέει ποταμός, ονομαζόμενος Κύδνος, έχων πλάτος δύο
+πλέθρων.
+
+Την πόλιν ταύτην εγκατέλιπον οι κάτοικοι με τον βασιλέα των
+Συέννεσιν, καταφυγόντες επί των ορέων εις τόπον οχυρόν, έμειναν
+δε μόνον οι έχοντες καπηλεία καθώς και οι πλησίον της θαλάσσης
+εις Σόλους και εις Ισσούς κατοικούντες.
+
+Η δε Επύαξα, η σύζυγος του Συεννέσιος, είχεν ήδη φθάση εις
+Ταρσούς πέντε ημέρας πριν ή φθάση ακόμη ο Κύρος. Κατά δε την
+διάβασιν των ορέων, προς το μέρος της πεδιάδος, κατεστράφησαν
+δύο λόχοι του Μένωνος. Και ως αιτία της καταστροφής αυτής
+φέρεται: κατ' άλλους μεν ότι κατεσφάγησαν, ενώ κάπου εκεί επάνω
+διήρπαζον, υπό των Κιλίκων, κατ' άλλους δε ότι, μείναντες οπίσω
+και μη δυνάμενοι ν' ανεύρουν το υπόλοιπον στράτευμα ουδέ την
+οδόν, εχάθησαν, περιπλανηθέντες, εις τα όρη. Ήσαν δ' εν όλω
+ούτοι οπλίται περί τους εκατόν.
+
+Οι δε άλλοι Έλληνες, εξωργισμένοι διά την καταστροφήν αυτήν των
+συστρατιωτών των, μόλις έφθασαν εις την πόλιν, αμέσως και την
+διήρπασαν, καθώς και τα εν αυτή ανάκτορα του βασιλέως. Ο Κύρος
+δ' εξ άλλου, μετά την εις Ταρσούς είσοδόν του, έστειλεν αμέσως
+και προσεκάλεσε τον Συέννεσιν, όστις όμως απήντησεν ότι ούτε
+πρωτήτερα είχεν έλθη ποτέ εις ρήξιν με κανένα ανώτερόν του,
+ούτε τώρα επεθύμει να συγκρουσθή με τον Κύρον, έως ου επί
+τέλους επείσθη από την γυναίκα του να προσέλθη, αφού πρώτον
+έλαβε παρά του Κύρου υπόσχεσιν περί της ασφαλείας της ζωής του.
+
+Κατόπιν τούτων, αφού συνηντήθησαν, ο μεν Συέννεσις εδώρησεν εις
+τον Κύρον άφθονα χρήματα διά το στράτευμα, ο δε Κύρος εδώρησεν
+εις τον Συέννεσιν δώρα, τα οποία οι της Περσίας βασιλείς
+θεωρούν άξια να τιμήσουν ένα βασιλέα, δηλαδή ίππον φέροντα
+χρυσούς χαλινούς και περιδέραιον χρυσούν και βραχιόλια χρυσά
+και ακινάκην (μάχαιραν καμπύλην) χρυσούν και στολήν Περσικήν,
+υποσχεθείς συγχρόνως εις αυτόν ότι δεν θα διαρπαγή πλέον εν τω
+μέλλοντι η χώρα του, τους δε αιχμαλωτισθέντας εκ των υπηκόων
+του, ότι δύναται να τους παραλάβη οπίσω, οπουδήποτε και εις
+οιουδήποτε χείρας ήθελε τους συναντήση.
+
+
+
+Κεφάλαιον τρίτον.
+
+
+
+Ενταύθα (εις την Κιλικίαν) έμεινεν ο Κύρος και ο στρατός του
+είκοσιν ημέρας. Διότι οι στρατιώται του δεν ήθελαν να
+προχωρήσουν πλέον, επειδή ήρχισαν ήδη να υποπτεύωνται ότι
+βαδίζουν εναντίον του μεγάλου βασιλέως. Έλεγαν δε ότι δεν είχαν
+προς τον σκοπόν τούτον μισθωθή. Πρώτος δε ο Κλέαρχος εβίαζε
+τους στρατιώτας του να προχωρούν. Ούτοι όμως, ότε ηναγκάσθησαν
+να βαδίσουν διά της βίας, και αυτόν τούτον τον Κλέαρχον
+ελιθοβόλησαν και τα υποζύγια του.
+
+Ο Κλέαρχος τότε μεν μόλις διέφυγε τον εκ λιθοβολισμού θάνατον,
+κατόπιν δε, αφού ενόησεν ότι δεν θα ημπορέση να τους
+εξαναγκάση, προσεκάλεσεν εις γενικήν συνέλευσιν τους στρατιώτας
+του. Και κατ' αρχάς μεν επί αρκετήν ώραν εδάκρυεν ιστάμενος
+σιωπηλός ενώπιόν των οι δε στρατιώται, βλέποντες αυτόν ούτω
+δακρύοντα, εθαύμαζαν και αυτοί σιωπώντες. Μετ' ολίγον δε
+ωμίλησε προς αυτούς ως εξής:
+
+«Άνδρες στρατιώται, μην απορήτε ότι με μεγάλην μου στενοχωρίαν
+φέρω την τοιαύτην των πραγμάτων κατάστασιν. Διότι ο Κύρος και
+φίλος καλός προς εμέ υπήρξε, και, διωκόμενον εκ της πατρίδος
+μου, με περιέβαλε διά πλείστων τιμών, και δέκα χιλιάδας
+δαρεικών μου έδωκε. Τους οποίους και παραλαβών δεν εκράτησα διά
+τον εαυτόν μου, ουδέ διά διασκεδάσεις μου εξώδευσα. αλλά πάντας
+προς χάριν σας κατεδαπάνησα.
+
+Και πρώτον μεν επολέμησα κατά των Θρακών και μαζή σας τους
+ετιμώρουν υπέρ της Ελλάδος, εκδιώκων αυτούς από την Χερρόνησον,
+επειδή ήθελαν ν' αρπάσουν από τους ενοικούντας Έλληνας την γην
+των. Επειδή δε κατόπιν με προσεκάλεσε πλησίον του ο Κύρος,
+μετέβην και πάλιν μαζή σας προς αυτόν, όπως, εάν τυχόν ήθελε με
+χρειασθή, του φανώ χρήσιμος αντί των τόσων ευεργεσιών, τας
+οποίας παρ' αυτού έλαβον.
+
+»Αλλά σεις τώρα δεν θέλετε πλέον να με ακολουθήσετε. Είμαι
+λοιπόν ηναγκασμένος ή να προδώσω σας, γενόμενος φίλος του
+Κύρου, ή να φανώ ψεύστης προς εκείνον, μένων με σας. Εάν λοιπόν
+θα πράξω πράξιν δικαίαν ή όχι δεν γνωρίζω, αποφασίζων να
+προτιμήσω σας και μαζή σας να υποστώ εκ καθήκοντος παν ό,τι
+ήθελον φέρη αι περιστάσεις. Κανείς δε δεν θα είπη ποτέ ότι εγώ,
+οδηγήσας Έλληνας εις βαρβαρικάς χώρας, επρόδωσα τα ελληνικά
+συμφέροντα, προτιμήσας την φιλίαν των βαρβάρων.
+
+»Και αφού σεις δεν θέλετε να πεισθήτε εις εμέ, αρνούμενοι να με
+ακολουθήσετε, θ' ακολουθήσω τότε εγώ σας και ας γείνη ό,τι
+γείνη. Διότι δι' εμέ σεις είσθε και πατρίς και φίλοι και
+σύμμαχοι, με σας δε, όπου και αν ευρεθώ, νομίζω ότι θα είμαι
+πάντοτε σεβαστός και άξιος τιμών, ενώ μακράν σας νομίζω ότι
+ποτέ δεν θα ημπορέσω ούτε προς οιονδήποτε φίλον να φανώ
+ωφέλιμος, ούτε οιονδήποτε εχθρόν να αποκρούσω. Λοιπόν έχετε
+πεποίθησιν όλοι ότι εγώ θα σας ακολουθήσω όπου σεις θελήσετε».
+
+Αφού είπε ταύτα, τόσον οι στρατιώται αυτού του ιδίου, όσον και
+οι άλλοι όλοι, ακούοντες ότι συμφώνως προς την επιθυμίαν των
+δεν επέμενε πλέον να βαδίση κατά του βασιλέως, επεδοκίμασαν
+τους λόγους του. Περισσότεροι δε των δύο χιλιάδων ανδρών εκ του
+στρατού του διοικουμένου υπό του Ξενίου και του Πασίωνος,
+λαβόντες τα όπλα και τας σκευοφόρους αμάξας εστρατοπέδευσαν
+παρά τον Κλέαρχον.
+
+Ο δε Κύρος, δι' όλα αυτά απορών και λυπούμενος, έστειλε και
+προσεκάλεσε τον Κλέαρχον, αλλ' ούτος εν τω φανερώ μεν ηρνείτο
+να μεταβή, κρυφά όμως από τους στρατιώτας του παρήγγελλε να έχη
+θάρρος, επειδή εφρόνει ότι τα πράγματα θέλουν ησυχάση. Τον
+συνεβούλευε δε να στέλλη συχνά να τον προσκαλή. Αλλ' ούτος
+ηρνείτο πάντοτε να υπάγη προς συνάντησίν του.
+
+Μετά ταύτα συναθροίσας και τους στρατιώτας του και όσους είχαν
+ήδη προσέλθη εις αυτόν και οιονδήποτε άλλον θέλοντα να τον
+ακούση, είπε τα εξής: «Άνδρες στρατιώται, είναι φανερόν πλέον
+ότι αι σχέσεις του Κύρου προς ημάς είναι τοιαύται, οποίαι είναι
+και αι ιδικαί μας προς αυτόν. Διότι ούτε ημείς είμεθα ήδη
+στρατιώται του, αφού δεν τον ακολουθούμεν, ούτε εκείνος μας
+δίδει πλέον μισθούς. Ότι όμως είναι της γνώμης πως τον
+αδικούμεν, το γνωρίζω πολύ καλά. Ώστε, αν και με προσκαλεί,
+όπως είδατε, αρνούμαι να υπάγω προς αυτόν, προ πάντων μεν διότι
+εντρέπομαι, αναγνωρίζων ότι εντελώς διέψευσα τας υποσχέσεις,
+τας οποίας του έδωκα (τον εξηπάτησα), έπειτα δε και διότι
+φοβούμαι μήπως, αφού με συλλάβη, με καταδικάση δι' όσα νομίζει
+ότι τον ηδίκησα.
+
+»Εγώ λοιπόν φρονώ ότι δεν είναι ώρα πλέον να απρακτώμεν ούτε ν'
+αδιαφορούμεν διά τα συμφέροντά μας, αλλά να σκεφθώμεν τι πρέπει
+να αποφασίσωμεν διά το μέλλον. Και εφ' όσον μεν διαμένομεν
+ενταύθα, μου φαίνεται ότι πρέπει να σκεφθώμεν πώς όσον το
+δυνατόν να διαμείνωμεν ασφαλέστερον, ή, εάν μας φανή καλόν ν'
+απέλθωμεν τώρα, πώς όσον το δυνατόν ασφαλέστερον ν' απέλθωμεν,
+και πώς τα προς συντήρησίν μας αναγκαία να προμηθευθώμεν. Διότι
+χωρίς αυτά βεβαίως τίποτε δεν αξίζει ούτε ο στρατηγός ούτε ο
+στρατιώτης.
+
+» Ο Κύρος δε είναι μεν έξοχος φίλος εις εκείνον, εις τον οποίον
+είναι όντως φίλος, εχθρός δε θανάσιμος εκείνου, εις τον οποίον
+εκήρυξε τον πόλεμον. Έχει δε υπό τας διαταγάς του δύναμιν και
+πεζικήν και ιππικήν και ναυτικήν, την οποίαν όλοι ανεξαιρέτως
+και βλέπομεν ενώπιόν μας και καλώς γνωρίζομεν. Διότι, άλλως τε,
+νομίζω ότι δεν είμεθα και πολύ μακράν αυτού. Ώστε είναι καιρός
+πλέον να λέγη τις παν ό,τι νομίζει ότι είναι καλλίτερον». Αφού
+είπε ταύτα, εσιώπησε.
+
+Μετά ταύτα δε εσηκώνοντο άλλοι μεν μόνοι των, διά να ειπούν όσα
+ενόμιζαν ότι έπρεπε να είπουν, άλλοι δε εγκάθετοι &(βαλτοί)&
+από τον Κύρον, επιδεικτικώς εκφραζόμενοι εις ποίαν αμηχανίαν θα
+περιήρχοντο, εάν έμεναν ή ανεχώρουν χωρίς την συγκατάθεσίν του.
+Ένας μάλιστα εξ αυτών, προσποιούμενος ότι βιάζεται να επιστρέψη
+όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την Ελλάδα, είπε να εκλέξουν όσον
+δύνανται τάχιστα άλλους στρατηγούς, εάν δεν θέλη να τους
+οδηγήση εις τας πατρίδας των ο Κλέαρχος. Ν' αρχίσουν δε ν'
+αγοράζουν τα προς συντήρησίν των αναγκαία — ήτο δε η αγορά
+εντός του βαρβαρικού στρατεύματος — και να ετοιμάζουν τας
+αποσκευάς των. Να έλθουν δε προς τον Κύρον και να του ζητήσουν
+πλοία προς αναχώρησιν. Εάν δε ηρνείτο να τους δώση τοιαύτα, να
+του ζητήσουν αρχηγόν (οδηγόν), ο οποίος να τους οδηγήση ως
+φίλος διά της χώρας του. Εάν δε και οδηγόν ακόμη αρνηθή να τους
+δώση, να προετοιμασθούν όσον δύνανται τάχιστα ως προς μάχην, να
+αποστείλουν δε ταυτοχρόνως άνδρας να προκαταλάβουν τας κορυφάς
+των ορέων, διά να μη προφθάσουν να τας καταλάβουν ούτε ο Κύρος,
+ούτε οι Κίλικες, από τους οποίους και πολλούς άνδρας και πολλά
+πράγματα έχομεν αρπάση. Και αυτός μεν τοιαύτα είπε περίπου.
+Μετά τούτον δε ο Κλέαρχος ωμίλησεν ως εξής:
+
+«Κανείς από σας δεν πρέπει να προτείνη να γείνω εγώ ο στρατηγός
+της εκστρατείας ταύτης. Διότι πολλοί λόγοι υπάρχουν, διά τους
+οποίους δεν πρέπει να δεχθώ, θα υπακούσω όμως, όσον μου είναι
+δυνατόν, εις τον άνδρα εκείνον, τον οποίον ηθέλετε εκλέξη ως
+αρχηγόν, διά να μάθετε ότι γνωρίζω και να υποτάσσωμαι,
+περισσότερον από κάθε άλλον άνθρωπον».
+
+Μετά τον Κλέαρχον εσηκώθη άλλος, καταδείξας μεν την ανοησίαν
+εκείνου, όστις συνεβούλευσε να ζητήσουν πλοία από τον Κύρον,
+σαν να εσκόπευεν ούτος να κάμη ανάποδα την εκστρατείαν του
+(προς τας Σάρδεις), ειπών δε ότι «είναι εντελώς ανόητον να
+ζητούμεν οδηγόν από τον Κύρον, του οποίου τόσον πολύ
+εζημιώσαμεν την επιχείρησιν. Εάν δε δώσωμεν πίστιν και εις τον
+οδηγόν, τον οποίον ήθελε μας δώση, τι θα ημπόδιζε τούτον να
+διατάξη τον στρατόν να προκαταλάβη τας κορυφάς των ορέων, προς
+ζημίαν μας;
+
+» Διότι εγώ αφ' ενός μεν θα εδίσταζα να εισέλθω εις τα πλοία,
+τα οποία θα μας έδιδε, και τούτο μήπως μαζή με τα πλοία μας
+καταβυθίση, εξ άλλου δε θα εφοβούμην να ακολουθήσω τον οδηγόν
+που θα μας ώριζεν, υποπτευόμενος μήπως μας οδηγήση εις μέρος,
+από το οποίον θα μας ήτον εντελώς αδύνατον πλέον να εξέλθωμεν.
+Θα επροτίμων μάλλον, αν επρόκειτο να φύγω παρά την θέλησιν του
+Κύρου, να φύγω χωρίς να με ίδη, το οποίον όμως δεν είναι
+δυνατόν.
+
+» Αλλ' εγώ όσα μεν είπαμεν έως τώρα τα κρίνω ως φλυαρίας.
+Εκείνο δε το οποίον μοι φαίνεται ορθόν είναι να υπάγουν προς
+τον Κύρον οι καταλληλότεροι από ημάς μ' επί κεφαλής αυτών τον
+Κλέαρχον, και να τον ερωτήσουν πώς σκέπτεται να μας
+χρησιμοποιήση. Και εάν πρόκειται να μας χρησιμοποιήση καθ' ον
+τρόπον εχρησιμοποίει μέχρι προ ολίγου τους μισθοφόρους
+στρατιώτας του, να τον ακολουθήσωμεν και να φιλοτιμηθώμεν να μη
+φανώμεν χειρότεροι εκείνων, οι οποίοι ανέβησαν με αυτόν
+πρωτήτερα (5).
+
+» Εάν δε πρόκηται να υποβληθώμεν εις κόπους περισσοτέρους,
+μεγαλειτέρους και επικινδυνοτέρους εκείνων, τους οποίους μέχρι
+τούδε εδοκιμάσαμεν, ν' αξιώσωμεν από αυτόν ή να μας παραλάβη
+και πάλιν μαζή του, αφού, εννοείται, μας πείση περί τούτου, ή
+να μας επιτρέψη να αναχωρήσωμεν, αφού συγκατανεύση και πεισθή
+εις τους λόγους μας ως φίλος. Τοιουτοτρόπως, εάν μεν τον
+ακολουθήσωμεν, θα τον ακολουθήσωμεν προθυμότατα και ως φίλοι
+του. Εάν δε επιστρέψωμεν, να επιστρέψωμεν ασφαλώς εις την
+πατρίδα μας. Οιανδήποτε δε απάντησιν μας δώση, ν' αναγγελθή
+αύτη εδώ ενώπιον όλων. Και ημείς, αφού την ακούσωμεν, να
+εκφέρωμεν επ' αυτής την γνώμην μας με φρόνησιν».
+
+Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν καλοί εις όλους, και εκλέξαντες τους
+καλλιτέρους άνδρας τους αποστέλλουν μαζή με τον Κλέαρχον προς
+τον Κύρον. Ούτος δε, αφού του εζήτησαν την γνώμην περί των
+αποφασισθέντων εις το στράτευμα, τους απήντησεν ότι έμαθεν ότι
+ο εχθρός του Αβροκόμας είναι ήδη πλησίον του Ευφράτου ποταμού,
+εις απόστασιν δώδεκα σταθμών από του στρατοπέδου του. Εναντίον
+αυτού λοιπόν τους είπεν ότι θέλει να βαδίση. Και, εάν μεν
+πραγματικώς ευρίσκεται εκεί, είναι απόλυτος ανάγκη να τον
+τιμωρήση. Εάν δε έχει φύγη, τότε θα αποφασίσωμεν πλέον εκεί επί
+τόπου τι πρέπει να κάμωμεν.
+
+Αφού δε ήκουσαν ταύτα οι εκλεχθέντες, επέστρεψαν και τα
+ανήγγειλαν εις τους στρατιώτας. Ούτοι δε, αν και υπωπτεύθησαν
+ότι ο Κύρος σκοπεύει να τους οδηγήση κατά του βασιλέως, εν
+τούτοις απεφάσισαν να τον ακολουθήσουν. Αλλά προ τούτου ζητούν
+να τους αυξήση τον μισθόν ο Κύρος, όστις και τους υπόσχεται να
+δώση εις όλους μισθόν κατά το ήμισυ μεγαλείτερον εκείνου, τον
+οποίον ελάμβανον πρωτήτερα. Δηλαδή εις έκαστον στρατιώτην
+ενάμισυ δαρικόν, αντί ενός, κατά μήνα. Ότι δε είχε σκοπόν να
+τους οδηγήση κατά του βασιλέως, περί τούτου, τουλάχιστον εν τω
+φανερώ, ούτε εδώ τίποτε από κανένα δεν ηκούσθη.
+
+
+
+Κεφάλαιον τέταρτον.
+
+
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις
+τον Ψάρον ποταμόν, του οποίου το πλάτος ήτο τρία πλέθρα.
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμόν ένα, παρασάγγας πέντε και φθάνει εις
+τον Πύραμον ποταμόν, του οποίου το πλάτος ήτο έν στάδιον.
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο παρασάγγας δέκα πέντε και φθάνει
+εις Ισσούς, πόλιν κειμένην εις τα έσχατα όρια της Κιλικίας,
+παρά την θάλασσαν, κατοικουμένην δε, μεγάλην και πλουσίαν.
+
+Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις. Και ήλθαν προς τον Κύρον τα εκ
+Πελοποννήσου προερχόμενα τριάκοντα πέντε πλοία με ναύαρχον τον
+Πυθαγόραν τον Λακεδαιμόνιον. Ωδήγει δε ταύτα εκ της Εφέσου ο
+Αιγύπτιος Ταμώς, έχων υπό τας διαταγάς του άλλα είκοσι πέντε
+πλοία του Κύρου, διά των οποίων επολιόρκει την Μίλητον, ότε
+ήτον ακόμη αύτη φίλη του Τισσαφέρνους, και επολέμει μετά του
+Κύρου εναντίον του.
+
+Ήλθε δε μαζή με τα πλοία, προσκληθείς από τον Κύρον, και ο
+Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος, φέρων επτακοσίους οπλίτας, των
+οποίων ήτο στρατηγός, διατελών υπό τας διαταγάς του Κύρου. Τα
+πλοία προσωρμίσθησαν πλησίον της σκηνής του. Τότε δε και οι υπό
+τον στρατηγόν Αδροκόμαν υπηρετούντες μισθοφόροι Έλληνες, περί
+τους τετρακοσίους περίπου οπλίτας, αποσκιρτήσαντες ήλθαν προς
+τον Κύρον και συνεξεστράτευαν μαζή του κατά του βασιλέως.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμόν ένα, παρασάγγας πέντε και φθάνει εις
+τας πύλας της Κιλικίας και της Συρίας. Ήσαν δε αι πύλαι αύται
+δύο τείχη, των οποίων το εσωτερικόν μεν, το προς τα μεθόρια της
+Κιλικίας, κατείχεν ο Συέννεσις και φρουρά εκ Κιλίκων, το
+εξωτερικόν δε, το προ της Συρίας, ελέγετο ότι εφυλάσσετο από
+φρουράν του βασιλέως. Διά μέσου δε των δύο αυτών τειχών ρέει
+ποταμός ονομαζόμενος Κάρσος, έχων πλάτος ενός πλέθρου. Το
+μεταξύ των τειχών διάστημα ήτο τριών σταδίων. Δεν ήτο δε
+δυνατόν να το διέλθη τις διά της βίας. Διότι η πάροδος ήτο
+στενή και τα εκατέρωθεν τείχη έφθαναν έως την θάλασσαν, άνωθεν
+δε ήσαν βράχοι απότομοι. Επί των δύο λοιπόν τειχών αυτών ήσαν
+αι πύλαι.
+
+Σκοπεύων ο Κύρος να περάση διά μέσου αυτών έστειλε και
+προσεκάλεσε τον στόλον, διά να αποβιβάση έσω και έξω των πυλών
+στρατόν, όστις θα εξεβίαζε τους πολεμίους, εάν τυχόν παρά τας
+πύλας της Συρίας παρεμόνευαν τοιούτοι, πράγμα το οποίον
+υπωπτεύετο ο Κύρος ότι ήθελε πράξη ο Αβροκόμας, φέρων μαζή του
+πολύν στρατόν. Ο Αβροκόμας όμως απέφυγε να πράξη τούτο, αφού δε
+έμαθεν ότι ο Κύρος ευρίσκεται εν Κιλικία, στρέψας προς τα οπίσω
+εβάδιζεν εκ της Φοινίκης προς τον βασιλέα με στρατόν, ως
+ελέγετο, τριακοσίων χιλιάδων.
+
+Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Συρίας σταθμόν ένα, παρασάγγας
+πέντε και φθάνει εις Μυρίανδον, πόλιν κατοικουμένην υπό των
+Φοινίκων και κειμένην παρά την θάλασσαν. Ήτο δε αύτη εμπορικός
+λιμήν και ήσαν εν αυτώ προσωρμισμένα πολλά εμπορικά πλοία.
+
+Ενταύθα έμειναν ημέρας επτά. Και Ξενίας ο Αρκάς, στρατηγός, και
+Πασίων ο Μεγαρεύς εισελθόντες εις πλοίον και θέσαντες εντός
+αυτού τα πολυτιμότερα αυτών πράγματα απέπλευσαν κατά την γνώμην
+μεν των περισσοτέρων προσβληθέντες εις την φιλοτιμίαν των,
+διότι ο Κύρος επέτρεπεν εις τον Κλέαρχον να έχη υπό τας
+διαταγάς αυτού τους στρατιώτας των, οι οποίοι εντούτοις ήλθαν
+προς αυτόν (τον Κλέαρχον) νομίζοντες ότι θα επιστρέψουν εις την
+Ελλάδα, όχι δε ότι θα εκστρατεύσουν εναντίον του βασιλέως.
+Επειδή δε ουδαμού οι στρατηγοί ούτοι εφαίνοντο, διεδόθη ότι
+τους καταδιώκει ο Κύρος με τα πλοία του. Και άλλοι μεν ηύχοντο
+να συλληφθούν, αφού τόσον δειλοί εδείχθησαν, άλλοι δε τους
+ώκτειρον, εάν τυχόν συνελαμβάνοντο.
+
+Ο Κύρος όμως συγκαλέσας τους στρατηγούς είπε: «Μας εγκατέλειψαν
+οι στρατηγοί Ξενίας και Πασίων. Ας μάθουν όμως ότι ούτε να
+κρυφθούν είναι δυνατόν, διότι γνωρίζω πολύ καλά πού
+ευρίσκονται, ούτε να μου διαφύγουν, διότι δύναμαι όποτε θέλω να
+συλλάβω το πλοίον των με τα πλοία μου. Σας ορκίζομαι, εν
+τούτοις, εις τους θεούς ότι δεν θα τους καταδιώξω, ούτε θα είπη
+κανείς ότι, εφ' όσον μεν ευρίσκεταί τις εκ των στρατιωτών μου
+εις τον στρατόν, τον χρησιμοποιώ εις τας ανάγκας μου, όταν δε
+θελήση να απέλθη, ότι τον συλλαμβάνω και τον κακομεταχειρίζομαι
+και του παίρνω οπίσω τα χρήματά του. Ας υπάγουν όπου θέλουν,
+συναισθανόμενοι ότι αυτοί μάλλον εφάνησαν κακοί προς ημάς ή
+ημείς προς εκείνους. Αν και έχω δε υπό την εξουσίαν μου και τα
+τέκνα των και τας γυναίκας των, φυλασσομένας εις τας Τράλλεις,
+εν τούτοις ούτε αυτών θέλω τους στερήση, αλλά θα τους επιτρέψω
+να τας παραλάβουν και πάλιν, ένεκα της προ της φυγής αυτών
+αρίστης προς εμέ διαγωγής των».
+
+Και ο μεν Κύρος είπε ταύτα. Εκ των Ελλήνων δε, εάν τις ήτο
+ακόμη όχι και πολύ πρόθυμος διά την ανάβασιν, βλέπων την προς
+τους αποστατήσαντας τοιαύτην μεγαλοψυχίαν του Κύρου,
+συνεξεστράτευε μαζή του έτι ευχαριστότερον και προθυμότερον.
+
+Μετά ταύτα ο Κύρος προχωρεί σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας
+είκοσι και φθάνει εις τον Χάλον ποταμόν, όστις είχε πλάτος ενός
+πλέθρου και ήτο πλήρης μεγάλων και ημέρων ιχθύων, τους οποίους
+οι Σύροι ελάτρευαν ως θεούς και δεν επέτρεπαν εις κανένα να
+τους βλάπτη, όπως επίσης και τας περιστεράς. Αι δε κώμαι, εις
+τας οποίας είχαν τας σκηνάς των, ήσαν ιδιοκτησία της
+Παρυσάτιδος, προωρισμέναι εις το να εισφέρουν ωρισμένον φόρον
+διά τας δαπάνας της ζώνης {;} της.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς πέντε, παρασσάγγας τριάκοντα και
+φθάνει εις τας πηγάς του ποταμού Δάρδατος, του οποίου το πλάτος
+ήτο ενός πλέθρου. Ενταύθα ήσαν τα ανάκτορα του Βελέσυος, άλλοτε
+άρχοντος της Συρίας, και κήπος εκτεταμένος και ωραίος, εις τον
+οποίον ευρίσκοντο καρποφόρα δένδρα και των τεσσάρων εποχών του
+έτους. Εκ τούτων ο Κύρος τον μεν κήπον κατέκοψε, τα δε ανάκτορα
+κατέκαυσεν.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και
+φθάνει εις τον Ευφράτην ποταμόν, έχοντα πλάτος τεσσάρων
+σταδίων. Και πόλις εκεί υπήρχε μεγάλη και πλουσία, ονομαζομένη
+Θάψακος. Ενταύθα έμεινε πέντε ημέρας. Και ο Κύρος, αφού έστειλε
+και προσεκάλεσε τους Έλληνας στρατηγούς, τους ανήγγειλεν ότι η
+εκστρατεία γίνεται εναντίον του μεγάλου βασιλέως και ότι ο
+δρόμος των είναι προς την Βαβυλώνα. Τους λέγει δε να
+αναγγείλουν ταύτα εις τους στρατιώτας και να τους πείσουν με
+κάθε τρόπον να τον ακολουθήσουν.
+
+Οι στρατηγοί συγκαλέσαντες τους στρατιώτας ανήγγειλαν τους
+λόγους του Κύρου. Οι δε στρατιώται δυσηρεστούντο κατά των
+στρατηγών και τους έλεγαν ότι, αν και εγνώριζαν ταύτα προ
+πολλού, τους τα απέκρυπτον. Ηρνούντο δε να προχωρήσουν, εάν δεν
+τους επλήρωναν, όπως άλλοτε επλήρωσαν και εκείνους, οίτινες
+είχαν αναβή μαζή με τον Κύρον προς τον πατέρα του. Αν και τότε
+δεν μετέβαιναν διά να πολεμήσουν, αλλ' απλώς και μόνον διότι
+είχε προσκαλέση τον Κύρον ο πατήρ του.
+
+Οι στρατηγοί ανήγγειλαν ταύτα εις τον Κύρον. Ούτος δε υπεσχέθη
+να δώση εις έκαστον στρατιώτην πέντε αργυράς μνας, άμα ως
+φθάσουν εις την Βαβυλώνα, ολόκληρον δε τον μισθόν από της
+Βαβυλώνος μέχρις ου επαναφέρη τους Έλληνας εις την Ιωνίαν. Και
+οι περισσότεροι μεν εκ των Ελλήνων επείσθησαν, κατόπιν των
+υποσχέσεων αυτών. Αλλ' ο στρατηγός Μένων, πριν ή ακόμη γείνη
+γνωστόν τι θ' αποφασίσουν οι άλλοι στρατιώται (οι μη
+πεισθέντες), δηλ. αν θ' ακολουθήσουν ή όχι τον Κύρον,
+συνήθροισε ξεχωριστά από αυτούς το στράτευμά του και είπε προς
+αυτό τα εξής:
+
+«Ω άνδρες, εάν πεισθήτε εις εμέ, θα προτιμηθήτε από τον Κύρον
+πολύ περισσότερον από τους άλλους στρατιώτας, χωρίς ούτε να
+κινδυνεύσετε, ούτε να κοπιάσετε. Τι πρέπει, λοιπόν, να σας
+συμβουλεύσω να κάμετε; Τώρα ο Κύρος έχει ανάγκην να τον
+ακολουθήσουν οι Έλληνες βαδίζοντα κατά του βασιλέως. Η γνώμη
+μου λοιπόν είναι ότι πρέπει να διαβήτε τον Ευφράτην ποταμόν,
+πριν ακόμη γείνη γνωστόν ποίαν απάντησιν θα δώσουν οι άλλοι
+Έλληνες εις τον Κύρον.
+
+»Διότι, εάν μεν αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, θα φανήτε ότι
+σεις εγείνατε η αφορμή τούτου, διότι και πρώτοι σεις αρχίσατε
+να διαβαίνετε τον ποταμόν. Διά την προθυμίαν σας δε ταύτην ο
+Κύρος θα σας γνωρίζη χάριν, διά την οποίαν και θέλει εν καιρώ
+σας ανταμείψη. Αναγνωρίζει δε περισσότερον από κάθε άλλον ο
+Κύρος την χάριν την οποίαν του κάμνει τις. Εάν δε αρνηθούν να
+τον ακολουθήσουν οι άλλοι Έλληνες, τότε επιστρέφομεν μεν όλοι
+μαζή, σεις όμως, ως οι μόνοι εις τους λόγους του υπακούσαντες,
+(ως οι μόνοι εις αυτόν πιστοί) θέλετε χρησιμοποιηθή από τον
+Κύρον και εις φρούρια και εις αρχηγίας λόχων, οιουδήποτε δε
+πράγματος θέλετε λάβη ανάγκην, είμαι εις θέσιν να σας βεβαιώσω
+ότι, ως φίλοι του Κύρου, θα το έχετε».
+
+Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται επείσθησαν και διέβησαν τον
+Ευφράτην, πριν ή ακόμη οι άλλοι απαντήσουν. Ο δε Κύρος, αφού
+έμαθεν ότι είχαν διαβή ήδη τον ποταμόν, ηυχαριστήθη και διά του
+(Αιγυπτίου) Γλου διεβίβασε τα εξής εις τον στρατόν: «Εγώ μεν, ω
+άνδρες, επί του παρόντος σας ευχαριστώ. Θα προσπαθήσω δε με
+κάθε τρόπον πώς και σεις εν καιρώ να μ' ευχαριστήσετε, άλλως να
+χάσετε κάθε ιδέαν περί εμού ως Κύρου (άλλως &να μη με λένε
+Κύρον&)».
+
+Οι μεν στρατιώται λοιπόν, πολλά ελπίζοντες, ηύχοντο ν' αποβή
+ευτυχής η εκστρατεία του, εις τον Μένωνα δε ελέγετο ότι και
+πλούσια δώρα του απέστειλε μετά μεγαλοπρεπείας και τιμών. Αφού
+δε έπραξε ταύτα, ήρχισε να διαβαίνη τον ποταμόν• τον ηκολούθει
+δε και όλον το άλλο στράτευμα. Εξ όσων δε τον διέβησαν, ουδείς
+εβράχη υπεράνω των μαστών.
+
+Οι δε κάτοικοι της Θαψάκου έλεγαν ότι ουδείς ποτε άλλοτε διέβη
+τον ποταμόν αυτόν πεζή, παρά μόνον τότε. Πάντοτε δε μόνον διά
+πλοίων ήτο διαβατός, τα οποία όμως τότε προχωρών ο Αβροκόμας
+κατέκαυσε, διά να μη διαβή ο Κύρος. Ενόμιζε δε (ο Κύρος) ότι εκ
+θείας προνοίας συνέβαινε τούτο και ότι φανερώς υπεχώρει εις
+αυτόν ο ποταμός ως μέλλοντα ποτέ να βασιλεύση.
+
+Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Συρίας σταθμούς εννέα,
+παρασάγγας πεντήκοντα. Και φθάνει εις τον ποταμόν Αράξην.
+Ενταύθα ήσαν κώμαι πολλαί πλούσιοι εις σίτον και οίνον. Όπου
+και έμεινεν ο στρατός τρεις ημέρας, διά να προμηθευθή τροφάς.
+
+
+
+Κεφάλαιον πέμπτον
+
+
+
+Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Αραβίας σταθμούς ερήμους πέντε,
+παρασάγγας τριάκοντα πέντε, έχων από τα δεξιά του τον Ευφράτην
+ποταμόν. Εις την χώραν δ' αυτήν όλη μεν η γη ήτο πεδιάς ομαλή
+ως θάλασσα, πλήρης δε αψίνθου. Εάν δε εις αυτήν εφύετο και
+κανέν άλλο είδος θαμνώδους φυτού ή καλάμου, ευωδίαζαν όλα ως
+αρώματα.
+
+Ουδέν υπήρχε δένδρον, αλλά θηρία παντός είδους, πλείστοι άγριοι
+όνοι και πολλαί στρουθοκάμηλοι. Υπήρχον ακόμη και αγριόγαλλοι
+και δορκάδες. Όλα δε αυτά τα θηρία κάποτε οι ιππείς τα
+κατεδίωκον. Και οι μεν όνοι, καταδιωκόμενοι, εις τας αρχάς μεν
+προέτρεχον, κατόπιν όμως εσταμάτων. Διότι έτρεχαν πολύ
+ταχύτερον των ίππων. Μόλις δε ούτοι τους επλησίαζαν, πάλιν
+ήρχιζαν να τρέχουν. Και δεν θα ήτο δυνατόν να τους συλλάβουν,
+εάν δεν τους κατεδίωκον ο είς μετά τον άλλον οι ιππείς, κατ'
+αποστάσεις. Τα δε κρέατά των ωμοίαζαν με το της ελάφου, ήσαν
+όμως τρυφερώτερα.
+
+Στρουθοκάμηλον δε κανείς δεν κατώρθωσε να συλλάβη. Όσοι δε εκ
+των ιππέων απεπειράθησαν να τας καταδιώξουν, πολύ ταχέως
+έπαυσαν την καταδίωξιν. Διότι αμέσως απεμακρύνοντο φεύγουσαι,
+τους μεν πόδας μεταχειριζόμεναι προς δρόμον, ανοίγουσαι δε τας
+πτέρυγας ως ιστία. Τους δε αγριογάλλους, αν δυνηθή τις να τους
+σηκώση ταχέως από την κοίτην των, τους συλλαμβάνει ευκόλως.
+Διότι πετούν ολίγον μόνον, καθώς αι πέρδικες, και ευκόλως
+κουράζονται. Το δε κρέας των είναι γλυκύτατον.
+
+Πορευόμενοι δε διά της χώρας ταύτης φθάνουν εις τον Μάσκαν
+ποταμόν, έχοντα πλάτος ενός πλέθρου. Ενταύθα ήτο πόλις μεγάλη,
+ονομαζομένη Κορσωτή, εγκαταλελειμμένη όμως υπό των κατοίκων,
+περιεβρέχετο δε γύρω υπό του Μάσκα, όπου και έμειναν ημέρας
+τρεις, διά να προμηθευθούν τροφάς.
+
+Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς ερήμους δέκα τρεις, παρασάγγας
+ενενήκοντα, έχων πάντοτε από τα δεξιά τον Ευφράτην ποταμόν, και
+φθάνει εις τας Πύλας. Εις τους σταθμούς αυτούς πολλά εκ των
+ζώων απωλέσθησαν εκ πείνης. Διότι ούτε χόρτον υπήρχεν ουδαμού,
+ούτε κανέν άλλο δένδρον, όλη δε η χώρα ήτο γυμνή βλαστήσεως. Οι
+δε κάτοικοι αυτής, εξορύσσοντες και κατασκευάζοντες παρά τας
+όχθας του ποταμού μυλοπέτρας, τας μετέφερον εις την Βαβυλώνα,
+όπου τας επώλουν, διά του εκ της πωλήσεως δε χρήματος
+αγοράζοντες σίτον έζων.
+
+Ετελείωσε δε πλέον ο σίτος του στρατεύματος και εις κανέν άλλο
+μέρος δεν εύρισκαν να αγοράσουν παρά εις την Λυδίαν αγοράν,
+εντός του βαρβαρικού στρατού του Κύρου. Αλλά και εδώ
+ακριβώτατα, αντί τεσσάρων σίγλων (6) εκάστην καπίθην (7) σίτου
+ή κριθής. Έκαστος δε σίγλος ισοδυναμεί προς επτάμισυ Αττικούς
+οβολούς. Εκάστη δε καπίθη εχώρει δύο χοίνικας (8) Αττικάς. Οι
+στρατιώται λοιπόν έζων &(επερνούσαν)& τρώγοντες κρέατα.
+
+Τινές δε εκ των σταθμών, τους οποίους διήρχετο ο Κύρος, εις
+τους οποίους όμως έπρεπε να παραμείνη προς προμήθειαν ύδατος ή
+χόρτου ξηρού διά τους ίππους (σανού), ήσαν εις μεγάλας απ'
+αλλήλων αποστάσεις. Όταν δε κάποτε παρέστη ανάγκη να διέλθη ο
+στρατός λασπώδη και στενήν οδόν, δυσκολοδιάβατον ένεκα τούτου
+υπό των αμαξών, παρουσιάσθη αίφνης ο Κύρος με τα καλλίτερα και
+πλουσιώτερον στολισμένα μέλη του επιτελείου του και διέταξε τον
+Γλουν και τον Πίγρητα, αφού λάβουν απόσπασμα του Περσικού
+στρατού, να εξαγάγουν εκ του πηλού τας αμάξας. Επειδή όμως του
+εφάνησαν ότι ειργάζοντο με βραδύτητα, διέταξεν ωργισμένος τους
+περί αυτόν κρατίστους εκ των Περσών να συμβοηθήσουν εις την
+ταχυτέραν εξαγωγήν των αμαξών.
+
+Τότε θα ηδύνατό τις να λάβη μικράν τινα ιδέαν της στρατιωτικής
+πειθαρχίας του Περσικού στρατού. Διότι, αφού έρριψαν τα πορφυρά
+των ιμάτια (επανωφόρια), όπου έτυχε να ίσταται έκαστος, έτρεχαν
+σαν να επρόκειτο περί σπουδαίας τινός νίκης, και μάλιστα εις
+κατήφορον λόφου, φορούντες εκείνους τους πολυτελείς χιτώνας και
+τας πλουσίως κεντητάς περισκελίδας, τινές δε εξ αυτών και
+περιδέραια εις τον λαιμόν και βραχιόλια εις τας χείρας. Μαζή
+λοιπόν μ' αυτά όλα αμέσως πηδήσαντες εις τον πηλόν έβγαλαν τας
+αμάξας σηκωτάς ταχύτερον παρ' όσον κανείς θα εφαντάζετο.
+
+Εν γένει δε ο Κύρος εφαίνετο εις όλους ως άνθρωπος, όστις
+εβιάζετο εις τον δρόμον του και όστις δεν έχανε τον καιρόν του
+παντού όπου δεν ήτον ηναγκασμένος να χρονοτριβή προς προμήθειαν
+τροφών ή άλλου τινός αναγκαίου διά τον στρατόν, νομίζων ότι
+όσον ταχύτερον έφθανε, τόσω περισσότερον απροετοίμαστον προς
+μάχην θα συνήντα τον βασιλέα, όσω δε βραδύτερον, τόσω
+περισσότερον στρατόν ήθελε συναθροίση κατ' αυτού ο βασιλεύς.
+Εις τον προσεκτικώς δε εξετάζοντα τα πράγματα ήτο φανερόν ότι
+το Κράτος του βασιλέως ήτο μεν ισχυρόν κατά την έκτασιν της
+χώρας και τον πληθυσμόν, ως εκ του μήκους όμως των αποστάσεων
+και του διασκορπισμού των στρατιωτικών του δυνάμεων ήτον
+ασθενέστατον, εάν τις επολέμει τον βασιλέα όσον το δυνατόν
+ταχύτερον.
+
+Πέραν δε του Ευφράτου ποταμού, κατά τους ερήμους σταθμούς, ήτο
+πόλις πλουσία και μεγάλη, ονομαζομένη Χαρμάνδη. Από αυτήν οι
+στρατιώται ηγόραζον τα προς τροφήν αναγκαία, διαβαίνοντες με
+σχεδίας τον ποταμόν κατά τον εξής τρόπον: Αφού πρώτον εγέμιζαν
+με ξηρόν χόρτον τα δέρματα, με τα οποία εστεγάζοντο αι σκηναί,
+τα συνεμάζευαν κατόπιν από τας τέσσαρας άκρας των και τα
+συνέσφιγγαν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε από κανέν μέρος να μη
+βρέχεται το χόρτον από το ύδωρ. Επ' αυτών λοιπόν επιβαίνοντες
+διέβαινον τον ποταμόν και ελάμβανον τας τροφάς, δηλαδή οίνον
+κατασκευασμένον από φοίνικας, και άρτον από αραβόσιτον, από τον
+οποίον η χώρα ήτο γεμάτη.
+
+Επειδή δ' ενταύθα εμάλωσαν &(ελογόφεραν)& στρατιώται του
+Μένωνος και του Κλεάρχου, ο Κλέαρχος, νομίσας ότι είχεν άδικον
+ο στρατιώτης του Μένωνος, τον έδειρεν. Ούτος δε ελθών εις τον
+λόχον του κατήγγειλε την πράξιν. Οι δε συστρατιώται του
+ακούσαντες αυτόν ηγανάκτουν και ωργίζοντο εις βαθμόν μέγαν κατά
+του Κλεάρχου.
+
+Την αυτήν δε ημέραν ο Κλέαρχος, αφού ήλθεν εις ο σημείον διέβη
+ο στρατός τον ποταμόν και αφού επεσκέφθη την αγοράν (επεθεώρησε
+τα αγορασθέντα τρόφιμα), απέρχεται έφιππος με ολίγους μόνον εκ
+των στρατιωτών του εις την σκηνήν του διά μέσου του
+στρατεύματος του Μένωνος. Ο Κύρος δεν είχεν ακόμη φθάση,
+ευρισκόμενος έτι καθ' οδόν. Ενώ λοιπόν διήρχετο (ο Κλέαρχος),
+κάποιος εκ των στρατιωτών του Μένωνος, σχίζων κάπου εκεί ξύλα,
+μόλις τον είδε ρίπτει κατ' αυτού την αξίνην του. Και αυτός μεν
+δεν τον επέτυχεν. Ευθύς αμέσως όμως άλλος τον κτυπά με λίθον
+και κατόπιν άλλος και άλλος και έπειτα πολλοί, επειδή είχεν
+εγερθή ήδη μεγάλη βοή (κατακραυγή) εις το στράτευμα.
+
+Ο Κλέαρχος λοιπόν αμέσως καταφεύγει εις τους ιδικούς του και
+τους διατάσσει ευθύς να λάβουν τα όπλα των. Και τους μεν
+οπλίτας του διέταξε να μείνουν επί τόπου εκεί, κρατούντες τας
+ασπίδας επί των γονάτων. Αυτός δε παραλαβών τους Θράκας και
+τους ιππείς, οι οποίοι ήσαν εις το στράτευμά του υπέρ τους
+τεσσαράκοντα, και εξ αυτών δε οι πλείστοι επίσης Θράκες,
+εβάδιζε κατά των στρατιωτών του Μένωνος, ώστε ούτος να εκπλαγή
+και να τρέξη και αυτός ευθύς να λάβη με τους στρατιώτας του τα
+όπλα. Όχι ολίγοι δε και εστάθησαν απορούντες περί του ποίαν
+έκβασιν θα ελάμβανε το πράγμα.
+
+Ο δε Πρόξενος, ο οποίος έτυχε να έρχεται κατόπιν,
+ακολουθούμενος από τάγμα οπλιτών, αφού ωδήγησεν αυτό ευθύς εις
+το μέσον των διαμαχομένων, κατέθεοεν (ως προς ανάπαυσιν) κατά
+γης τα όπλα και παρεκάλει τον Κλέαρχον να μην επιτεθή κατά του
+Μένωνος. Ούτος όμως (ο Κλέαρχος) ηγανάκτει, διότι, ενώ αυτός
+ολίγον έλειψε να φονευθή από τους λιθοβολισμούς, ο Πρόξενος του
+συνίστα ήδη γαλήνην εις το πάθημά του. Του είπε λοιπόν να
+απομακρυνθή από το μέσον (&να φύγη από τη μέση&) Εν τω μεταξύ
+δε τούτω, ιδού έρχεται και ο Κύρος και μανθάνει τα γενόμενα.
+Ευθύς αμέσως δε έλαβε τα μικρά ακόντια εις τας χείρας και με
+τους πλησιεστέρους των πιστών του τρέχων ήλθεν εις το μέσον και
+λέγει προς αμφοτέρους τους αντιπάλους τα εξής: «Κλέαρχε και
+Πρόξενε και όσοι άλλοι Έλληνες είσθε παρόντες, δεν γνωρίζετε τι
+κάμνετε. Διότι, εάν σκέπτεσθε να συνάψετε μάχην τινά προς
+αλλήλους, πιστεύσατε ότι την ημέραν αυτήν και εμέ θα
+καταστρέψετε και σας μετ' ου πολύ. Διότι εάν τα ημέτερα
+πράγματα ευρίσκωνται εις κακήν κατάστασιν, τότε όλοι αυτοί,
+τους οποίους βλέπετε τριγύρω σας, θα είναι δι' ημάς
+εχθρικώτεροι βάρβαροι εκείνων, οίτινες είναι πλησίον του
+βασιλέως (του βαρβαρικού στρατού του βασιλέως)».
+
+Ακούσας ταύτα ο Κλέαρχος ήλθεν εις τον εαυτόν του (συνήλθε).
+Και ούτω, αφού κατέπαυσε και από τα δύο μέρη η φιλονεικία,
+κατέθεσαν τα όπλα.
+
+
+
+Κεφάλαιον έκτον
+
+
+
+Ενώ δε επροχώρουν εντεύθεν, εφάνησαν ίχνη ίππων και κόπρος. Από
+τα πατήματά των δε συνεπέραινε κανείς ότι θα ήσαν ίχνη ιππέων
+ως δύο χιλιάδων. Ούτοι, εφ' όσον επροχώρουν, έκαιον και χόρτον
+και ό,τι άλλο διά τον στρατόν χρήσιμον συνήντων εις τον δρόμον
+των. Ο Ορόντας δε, Πέρσης ανήρ, εκ βασιλικού γένους καταγόμενος
+και φημιζόμενος εις τα πολεμικά μεταξύ των αρίστων εκ των
+Περσών, επιβουλεύει τον Κύρον και, ενώ πρότερον τον επολέμει,
+ήδη υποκρίνεται φιλίαν προς αυτόν.
+
+Ούτος λοιπόν λέγει εις τον Κύρον ότι, εάν ήθελε του δώση
+χιλίους ιππείς, ή θα εφόνευε δι' ενέδρας τους προκατακαίοντας
+ιππείς, ή θα συνελάμβανε πολλούς εξ αυτών ζώντας, εμποδίζων
+αυτούς από του να καίουν πλέον εφ' όσον προχωρούν, ότι θα
+κατώρθωνε δε, ώστε να μην ημπορέσουν ποτέ, εάν τυχόν που
+έβλεπαν το στράτευμα του Κύρου, να το αναγγείλουν εις τον
+βασιλέα.
+
+Ο δε Κύρος, αφού ήκουσε ταύτα, τα ηύρεν επωφελή εις τον σκοπόν
+του, και διέταξε να λάβη από έκαστον των στρατηγών μίαν ίλην
+ιππικού.
+
+Ο δε Ορόντας, όταν είδεν ότι ήσαν έτοιμοι οι ιππείς, τους
+οποίους ήθελε, γράφει επιστολήν προς τον βασιλέα, δι' ης του
+αναγγέλλει ότι όσον ούπω φθάνει με ιππικόν όσον δύναται
+περισσότερον. Του παρήγγειλεν όμως να διατάξη το ιππικόν του να
+τον υποδεχθή ως φίλον. Προσθέτως δε του υπενθύμιζεν εις την
+επιστολήν του και την προτέραν προς αυτόν φιλίαν και αφοσίωσιν.
+Την επιστολήν λοιπόν αυτήν δίδει εις στρατιώτην, τον οποίον
+αυτός ενόμιζε πιστόν. Αλλ' ούτος, λαβών αυτήν, την παραδίδει
+εις τον Κύρον.
+
+Ο Κύρος δε, αφού την ανέγνωσε, συλλαμβάνει τον Ορόνταν και
+συγκαλεί εις την σκηνήν του επτά εκ των περί αυτόν αρίστων
+Περσών, διατάσσει δε και τους Έλληνας στρατηγούς να φέρουν
+στρατιώτας, οι οποίοι να τοποθετηθούν περί την σκηνήν του με
+προτεταμένα τα όπλα. Οι δε στρατηγοί, συμφώνως προς τας
+διαταγές του ταύτας ενεργήσαντες, έφεραν ως τρεις χιλιάδας
+στρατιώτας.
+
+Τον δε Κλέαρχον, τον οποίον τόσον αυτός, όσον και το λοιπόν
+στράτευμα ενόμιζεν άξιον προτιμήσεως μεταξύ πάντων των άλλων
+Ελλήνων, προσεκάλεσε και να εισέλθη εις την σκηνήν και λάβη
+μέρος εις το συμβούλιον. Άμα δε, μετά το πέρας του συμβουλίου,
+εξήλθεν, ανήγγειλεν εις τους φίλους του την κατά του Ορόντα
+κρίσιν, όπως έγεινε. Διότι δεν ήτο το πράγμα μυστικόν. Διηγήθη
+λοιπόν, ότι ο Κύρος ωμίλησεν ως εξής: «Σας εκάλεσα εδώ, φίλοι
+μου, όπως διασκεφθώμεν μαζή, παν ό,τι είναι δίκαιον ενώπιον
+Θεών και ανθρώπων, τούτο και να αποφασίσω περί του Ορόντα
+τούτου. Τον άνθρωπον αυτόν, εις τας αρχάς, ο πατήρ μου διέταξε
+να είναι υπήκοός μου. Κατόπιν, επειδή, όπως έλεγε, διετάχθη από
+τον αδελφόν μου, μ' επολέμησε κατέχων την ακρόπολιν των
+Σάρδεων. Αλλά κ' εγώ αντιπολεμών αυτόν βήμα προς βήμα κατώρθωσα
+ώστε να νομίση ούτος ότι θα ήτο προτιμότερον να παύση τον κατ'
+εμού πόλεμον, ούτω δε και εδώκαμεν ο είς προς τον άλλον χείρα
+φιλίας (συνδιηλλάγημεν)».
+
+Μετά τους λόγους τούτους ο Κύρος, αποτεινόμενος προς τον
+Ορόνταν, είπεν: «Ειπέ μου, ω Ορόντα, σε ηδίκησα ως τώρα εις
+τίποτε;». «Όχι» απήντησεν αυτός. Και πάλιν ο Κύρος τον
+ηρώτησεν: «Αν και, κατά την ομολογίαν σου, εις τίποτε ως τώρα
+δεν σ' ηδίκησα, δεν είσαι συ, εν τούτοις, όστις απεστάτησες
+κατόπιν εις τους Μυσούς, βλάπτων όσον σου ήτο δυνατόν την χώραν
+μου;» «Μάλιστα» είπεν ο Ορόντας. «Όταν δε πάλιν ησθάνθης την
+αδυναμίαν σου, δεν είσαι συ όστις ήλθες εις τον βωμόν της
+Εφεσίας Αρτέμιδος και ωμολόγεις εκεί την μετάνοιάν σου, και,
+αφού με κατέπεισες, δεν είσαι συ όστις ενόρκως με διεβεβαίωσες
+και πάλιν περί της φιλίας σου και προς τον οποίον κ' εγώ
+παρομοίαν έδωκα διαβεβαίωσιν;». «Μάλιστα» απήντησεν ο Ορόντας.
+
+«Εις τι λοιπόν σε ηδίκησα, ώστε να φωραθής ήδη διά τρίτην φοράν
+επιβουλευόμενος την ζωήν μου;». «Εις τίποτε» απεκρίθη ο
+Ορόντας. «Ομολογείς, λοιπόν» τον ηρώτησεν ο Κύρος ότι με
+ηδίκησες;». «Δεν δύναμαι παρά να το ομολογήσω» είπεν ο Ορόντας.
+Και πάλιν τον ηρώτησεν ο Κύρος: «θα ηδύνασο αρά γε να γείνης
+εις το εξής εχθρός μεν του αδελφού μου, εις εμέ δε πιστός και
+αφωσιωμένος φίλος;». Και ο Ορόντας απήντησε: «Και εάν εγενόμην,
+ω Κύρε, φίλος σου, δεν θα ήτο δυνατόν ποτε να με πιστεύσης
+πλέον ως τοιούτον».
+
+Απαντών εις ταύτα ο Κύρος, είπεν εις τους παρισταμένους: «Ο μεν
+ανήρ τοιαύτα μεν έχει πράξη, τοιαύτα δε λέγει. Εξ υμών δε συ
+πρώτος, ω Κλέαρχε, ειπέ την γνώμην σου, ό,τι κρίνεις εύλογον».
+Ο δε Κλέαρχος είπε τα εξής: «Η γνώμη μου είναι, τον άνθρωπον
+αυτόν να φονεύσωμεν &(να βγάλουμε από πάνω μας),& όσω το
+δυνατόν ταχύτερον, διά να μην ευρισκώμεθα πλέον εις την ανάγκην
+να προφυλαττώμεθα από αυτόν, τον καιρόν δε, τον οποίον θα
+διεθέτομεν προς φύλαξίν του, να χρησιμοποιήσωμεν προς
+περιποίησιν εκείνων, οι οποίοι είναι πάντοτε πρόθυμοι φίλοι
+μας». Την γνώμην μου ταύτην, είπεν (ο Κλέαρχος), επεδοκίμασαν
+και όλοι οι άλλοι.
+
+Μετά ταύτα δε, κατά διαταγήν του Κύρου, εγερθέντες όλοι, και
+αυτοί ακόμη οι συγγενείς του, έπιασαν από την ζώνην τον
+Ορόνταν, φανερώνοντες διά της πράξεώς των ταύτης την εις
+θάνατον καταδίκην του. Κατόπιν εξήγαγον αυτόν της σκηνής
+εκείνοι, οι οποίοι είχαν επί τούτω διαταχθή. Ότε δε, ούτω
+απαγόμενον, τον είδαν όσοι και πρότερον τον είχαν ήδη
+προσκυνήση, τον προσεκύνησαν και τότε, αν και εγνώριζαν ότι
+απάγεται προς θάνατον.
+
+Αφού δε εισήχθη εις την σκηνήν του Αρταπάτου, του μάλλον πιστού
+εκ των σκηπτούχων του Κύρου, κατόπιν κανείς δεν είδε πλέον τον
+Ορόνταν, ούτε ζώντα, ούτε αποθανόντα. Όπως επίσης κανείς δεν
+εβεβαίωσεν έκτοτε τον τρόπον με τον οποίον εθανατώθη, αλλ'
+έκαστος εφαντάζετο αυτόν κατά συμπερασμόν. Ουδέ καν εφάνη ποτέ
+εις κανέν μέρος ο τάφος του.
+
+
+
+Κεφάλαιον έβδομον
+
+
+
+Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Βαβυλωνίας σταθμούς τρεις,
+παρασάγγας δώδεκα. Εις δε τον τρίτον σταθμόν περί το
+μεσονύκτιον περίπου επιθεωρεί ο Κύρος εις την πεδιάδα τον
+Ελληνικόν και Περσικόν στρατόν. Διότι ενόμιζεν ότι την επομένην
+πρωίαν θα έλθη ο βασιλεύς με τον στρατόν του να πολεμήση.
+Διέταξε λοιπόν τον μεν Κλέαρχον να διοική το δεξιόν μέρος του
+στρατού, τον δε Μένωνα τον Θεσσαλόν το αριστερόν, αυτός δε ο
+ίδιος έβαλεν εις γραμμήν τους ιδικούς του.
+
+Μετά δε την επιθεώρησιν, μόλις εξημέρωσεν, ελθόντες στρατιώται
+τινες αυτομολήσαντες από τον στρατόν του μεγάλου βασιλέως,
+έφεραν εις τον Κύρον ειδήσεις περί του στρατού του. Ούτος δε,
+συγκαλέσας τους στρατηγούς και λοχαγούς των Ελλήνων, εζήτει την
+γνώμην των περί του πώς θα κάμη την μάχην, και ο ίδιος τους
+συνεβούλευεν ενθαρρύνων αυτούς ως εξής:
+
+«Ω άνδρες Έλληνες, αν και δεν εστερούμην βαρβάρων στρατιωτών,
+εζήτησα εν τούτοις την βοήθειάν σας, και σας προσέλαβα εις τον
+στρατόν μου ως συμμάχους μου, επειδή φρονώ ότι είσθε
+ανδρειότεροι και δυνατώτεροι πολλών βαρβάρων. Προσπαθήσατε
+λοιπόν να φανήτε άνδρες άξιοι της ελευθερίας, την οποίαν έχετε,
+και διά την οποίαν εγώ σας μακαρίζω. Την ελευθερίαν ταύτην
+μάθετε ότι εγώ θα επροτίμων αντί όλων των αγαθών τα οποία έχω,
+ακόμη και αντί απείρως περισσοτέρων τούτων.
+
+»Επειδή δε γνωρίζω καλώς τα πράγματα, θα σας είπω εις ποίον
+αποδύεσθε αγώνα. Ο μεν στρατός του βασιλέως είναι μέγας και
+εφορμά με αλαλαγμούς πολλούς. Και αν δεν δειλιάσετε ως προς
+τούτο, κατά τα άλλα όλα νομίζω ότι πρέπει και να εντραπώ να σας
+είπω από τώρα ποίοι είναι οι άνθρωποι της χώρας ταύτης, τους
+οποίους μετ' ολίγον θέλετε γνωρίση. Εάν εμφανήτε γενναίοι και
+ευτυχήσωμεν εις τον αγώνα μας (νικήσωμεν), πάντα μεν, όστις θα
+ήθελε να επιστρέψη εις την πατρίδα του, θα καταβάλω πάσαν
+προσπάθειαν να επιστρέψη όσον το δυνατόν επίφθονος από τους
+συμπατριώτας του, πολλοί δε από σας νομίζω ότι θα προτιμήσουν
+να μείνουν πλησίον μου παρά να επιστρέψουν εις την πατρίδα
+των».
+
+Παρών εκεί κατά τύχην ο εκ Σάμου φυγάς Γαυλίτης, πιστός του
+Κύρου φίλος, απαντών εις ταύτα είπε τα εξής: «Και εν τούτοις, ω
+Κύρε, λέγουν τινες ότι τώρα υπόσχεσαι πολλά ως εκ των
+περιστάσεων, υπό τας οποίας ευρίσκεσαι, βαθμηδόν του κινδύνου
+πλησιάζοντος. Εάν όμως τα πράγματα λάβουν καλήν έκβασιν,
+λέγουσιν ότι θα λησμονήσης ό,τι υπεσχέθης. Τινές δε ότι, και
+εάν ενεθυμείσο τας υποσχέσεις σου και είχες όλην την καλήν
+θέλησιν να τας εκπληρώσης, δεν θα είχες την δύναμιν».
+
+Ακούσας ταύτα ο Κύρος είπεν: «Αλλά σας είναι γνωστόν, ω άνδρες,
+ότι η εξουσία του πατρός μου εκτείνεται προς μεσημβρίαν μεν
+τόσον ώστε να μη δύνανται να κατοικούν οι άνθρωποι ως εκ της
+θερμότητος, προς βορράν δε τόσον, ώστε να μη δύνανται να
+κατοικούν ως εκ του ψύχους. Ότι δε τας εν τω μεταξύ χώρας
+διοικούν οι φίλοι του αδελφού μου.
+
+»Εάν δε νικήσωμεν, έχομεν την υποχρέωσιν να καταστήσωμεν σας,
+τους φίλους μας, κυρίως των χωρών αυτών. Ώστε δεν φοβούμαι
+μήπως δεν έχω επαρκή δώρα, διά να αμείψω έκαστον των φίλων μου,
+εάν τυχόν νικήσω, αλλά μήπως δεν έχω αρκετούς φίλους τότε, διά
+να τους τα δώσω. Εις έκαστον δ' εξ υμών των Ελλήνων θα προσφέρω
+προσθέτως και στέφανον χρυσούν.
+
+Ακούσαντες ταύτα ούτοι και προθυμότεροι εφάνησαν προς δράσιν
+και εις τους άλλους έσπευσαν να τα αναγγείλουν. Παρά τους
+στρατηγούς δε, εφ' όσον ωμίλει εκείνος, είχαν εισχωρήση εις την
+συνέλευσιν και άλλοι Έλληνες αξιωματικοί, αξιούντες να μάθουν
+ποίαν αμοιβήν θα λάβουν, εάν νικήσουν.
+
+Ο δε Κύρος, αφού ικανοποίησε την περιέργειαν όλων, τους
+απέλυσε. Τον παρώτρυναν δε όλοι, όσοι συνωμίλουν με αυτόν, να
+μη πολεμήση, αλλά να ταχθή όπισθέν των Ελλήνων. Τότε ο Κλέαρχος
+ηρώτησε τον Κύρον: «Φρονείς, ω Κύρε, ότι ο αδελφός σου θα
+πολεμήση μαζή σου (ατομικώς);» «Μα τον Δία, απήντησεν ο Κύρος,
+εάν είναι αληθώς υιός του Δαρείου και της Παρυσάτιδος, γνήσιος
+δε αδελφός μου, ποτέ δεν θα καταδεχθώ εγώ να λάβω όσα ανωτέρω
+ανέφερα, χωρίς να τον πολεμήσω (ως Κύρος)».
+
+Κατά την επιθεώρησιν λοιπόν των στρατευμάτων ευρέθησαν οπλίται
+μεν Έλληνες δέκα χιλιάδες τετρακόσιοι και πελτασταί δύο
+χιλιάδες πεντακόσιοι, βάρβαροι δε υπό τας διαταγάς του Κύρου
+εκατόν χιλιάδες και άρματα δρεπανηφόρα είκοσιν. Ο δε στρατός
+του βασιλέως (μετά του ακολουθούντος αυτόν όχλου) ελέγετο ότι
+ανήρχετο εις ένα εκατομμύριον διακοσίας χιλιάδας και εις
+δρεπανηφόρα άρματα διακόσια. Εκτός αυτών δε ηκολούθουν και έξ
+χιλιάδες ιππέων, οίτινες ήσαν παρατεταγμένοι προ του βασιλέως
+και των οποίων στρατηγός ήτον ο Αρταγέρσης.
+
+Ολοκλήρου του βασιλικού αυτού στρατεύματος άρχοντες και
+στρατηγοί και ηγεμόνες ήσαν τέσσαρες, έκαστος τριακοσίας οδηγών
+χιλιάδας, ο Αβροκόμας, ο Τισσαφέρνης, ο Γωβρύας και ο Αρβάκης.
+Εξ όλων όμως τούτων έφθασαν εις τον τόπον της μάχης εννεακόσιαι
+χιλιάδες και άρματα δρεπανηφόρα εκατόν πεντήκοντα. Ο δε
+Αβροκόμας ήλθε πέντε ημέρας μετά την μάχην εκ Φοινίκης
+ορμώμενος.
+
+Τας πληροφορίας ταύτας έδωκαν εις τον Κύρον όσοι εκ των εχθρών
+είχαν αυτομολήση προ της μάχης και όσοι, μετά την μάχην, είχαν
+συλληφθή αιχμάλωτοι του Κύρου.
+
+Εντεύθεν προχωρεί ούτος σταθμόν ένα, παρασάγγας τρεις, έχων
+συντεταγμένον ως προς μάχην όλον τον στρατόν του, Ελληνικόν και
+Περσικόν. Διότι ενόμιζεν ότι την ημέραν αυτήν θα του επιτεθή ο
+βασιλεύς. Τα σημεία, άλλως τε, τούτο εφανέρωναν. Διότι εν τω
+μέσω του σταθμού τούτου ήτον εσκαμμένη βαθεία τάφρος, έχουσα
+πλάτος μεν πέντε οργυιάς, βάθος δε τρεις.
+
+Εξετείνετο δε η τάφρος αύτη προς τ' άνω διά της πεδιάδος, εις
+έκτασιν δώδεκα παρασαγγών, μέχρι του τείχους της Μηδίας. Εδώ δε
+πλησίον ήσαν αι διώρυγες, αι οποίαι ελάμβανον το ύδωρ από τον
+Τίγρητα ποταμόν. Ήσαν δε τέσσαρες τον αριθμόν, έχουσαι εκάστη
+πλάτος ενός πλέθρου, τόσον δε βαθείαι, ώστε να πλέουν εντός
+αυτών σιταγωγά πλοία. Όλαι αυταί χύνονται εις τον Ευφράτην
+ποταμόν, απέχουσαι η μία της άλλης παρασάγγην, επ' αυτών δε
+είναι στημέναι γέφυραι. Παρά τον Ευφράτην δε ήτο πάροδος στενή
+μεταξύ του ποταμού και της τάφρου, έχουσα πλάτος είκοσι ποδών.
+
+Την εν λόγω τάφρον κατεσκεύασεν ο βασιλεύς ως προφυλακτικόν
+οχύρωμα κατά του Κύρου, ότε έμαθεν ότι ούτος επλησίαζε. Λοιπόν
+την πάροδον εκείνην διελθόντες ο Κύρος μαζή με τον στρατόν του
+ευρέθησαν εντός της τάφρου.
+
+Την ημέραν λοιπόν αυτήν δεν επολέμησεν ο βασιλεύς. Ήσαν όμως
+φανερά πολλά ίχνη ίππων και ανθρώπων του υποχωρούντος βασιλικού
+στρατού.
+
+Ενταύθα καλέσας ο Κύρος τον εξ Αμπρακίας Σιλανόν του έδωκε
+τρεις χιλιάδας δαρεικούς, διότι ούτος, ένδεκα ημέρας πρωτήτερα,
+ότε προσέφερεν εις τους θεούς θυσίας, του είπεν ότι επί δέκα
+ημέρας δεν θα συγκροτήση μάχην ο βασιλεύς. Ο Κύρος δε του είχεν
+είπη τότε ότι, εάν την μάχην ταύτην δεν συνάψη ο βασιλεύς κατά
+το διάστημα των δέκα ημερών αυτών, δεν θα συνάψη μάχην πλέον.
+Ότι δε, «εάν αποδειχθούν αληθείς οι λόγοι σου, υπόσχομαι να σου
+δώσω δέκα τάλαντα». Τα χρήματα λοιπόν αυτά του έδιδε τώρα,
+επειδή είχαν ήδη παρέλθη αι δέκα ημέραι.
+
+Επειδή δε ο βασιλεύς δεν ημπόδισε το στράτευμα του Κύρου να
+διαβαίνη επί της τάφρου, ο Κύρος και οι περί αυτόν ενόμισαν ότι
+έπρεπε ν' απελπισθούν πλέον περί συγκροτήσεως μάχης μετά του
+βασιλέως. Διά τούτο δε ο Κύρος την επομένην εβάδιζε με
+ολιγωτέραν προσοχήν.
+
+Την δε τρίτην ημέραν επορεύετο καθήμενος επί του άρματος και
+ολίγους μόνον στρατιώτας έχων προτεταγμένους προ αυτού. Το δε
+μέγα μέρος του στρατεύματος επορεύετο με ταραχήν και ατάκτως,
+οι δε στρατιώται είχαν τα περισσότερα όπλα των επί των αμαξών
+και των υποζυγίων.
+
+
+
+Κεφάλαιον όγδοον
+
+
+
+Και ήδη ήτο η ώρα, καθ’ ήν η αγορά ήτο γεμάτη από πλήθη,
+πλησίον δ' εκεί που ήτον ο σταθμός, εις τον οποίον έμελλεν ο
+στρατός να καταλύση, ότε ο Πατηγύας, ανήρ Πέρσης, εκ των πιστών
+φίλων του Κύρου, παρουσιάζεται αίφνης τρέχων με καλπάζοντα
+ιδρωμένον ίππον, εις πάντας δε όσους καθ' όσον συνήντα
+εκραύγαζεν εις Περσικήν και Ελληνικήν γλώσσαν ότι ο βασιλεύς
+έρχεται με μέγα στράτευμα, παρασκευασμένος ως προς μάχην.
+
+Ηγέρθη λοιπόν μεγάλη ταραχή. Διότι αμέσως όλος ο στρατός
+ενόμισεν ότι ο βασιλεύς θα επιπέση εναντίον του, εις μεγάλην
+ευρισκομένου αταξίαν.
+
+Και ο Κύρος, αφού επήδησε από το άρμα, ενεδύθη τον θώρακα και,
+αφού ανέβη εις τον ίππον του, έλαβεν εις χείρας τα παλτά (όπλα.
+Δηλ. την λόγχην και το ακόντιον) και εις όλους τους άλλους
+παρήγγελλε να εξοπλίζωνται, έκαστος δε να τοποθετήται εις το
+τάγμα του.
+
+Τότε λοιπόν όλοι, υπακούοντες εις τας παραγγελίας του αυτάς, με
+μεγάλην ταχύτητα ελάμβανον τας θέσεις των, ο μεν Κλέαρχος
+πλησίον του Ευφράτου ποταμού, ταχθείς εις τα δεξιά του υπ'
+αυτόν στρατού, ο δε Πρόξενος πλησίον του Κλεάρχου, και οι
+άλλοι, μετά τον Πρόξενον, ο δε Μένων και ο στρατός του κατέλαβε
+το αριστερόν κέρας του όλου Ελληνικού στρατεύματος.
+
+Εκ δε του Περσικού στρατού, Παφλαγόνες μεν ιππείς, περί τους
+χιλίους, παρετάχθησαν πλησίον του Κλεάρχου, εις τα δεξιά του,
+μετά τούτων δε και οι Έλληνες πελτασταί. Εις δε το αριστερόν ο
+ύπαρχος του Κύρου Αριαίος και οι λοιποί Πέρσαι.
+
+Ο δε Κύρος και οι ιππείς του, περί τους εξακοσίους, [εις το
+μέσον], ωπλισμένοι όλοι, εκτός του Κύρου, με θώρακας και
+παραμηρίδια (9) και κράνη. Ο Κύρος όμως, μαχόμενος, είχε σχεδόν
+γυμνήν την κεφαλήν [λέγεται δε ότι και άλλοι Πέρσαι
+διεκινδύνευαν μαζή του, χωρίς κράνος πολεμούντες].
+
+Ολόκληρον δε το ιππικόν του Κύρου έφερε προμετωπίδια και
+προστερνίδια (10), οι δε ιππείς εκράτουν προς τοις άλλοις και
+Ελληνικάς μαχαίρας.
+
+Και ήτο λοιπόν ήδη μεσημβρία και ακόμη δεν είχαν φανή οι
+πολέμιοι. Ότε δε ήρχιζεν η δείλη &(να βραδυάζη)&, εφάνη από
+μακράν κονιορτός, λευκός ως νέφος, επί πολύν δε χρόνον κατόπιν
+σαν κάποια ανά την πεδιάδα μαυρίλα εις έκτασιν μεγάλην. Όταν δε
+έφθασαν πλησιέστερον, τότε ήρχιζε πλέον ν' απαστράπτη εδώ κ'
+εκεί ο χαλκός και αι λόγχαι και να γίνωνται καταφανή τα
+τάγματα.
+
+Και επί του αριστερού μεν κέρατος των πολεμίων εφάνησαν ιππείς
+λευκοθώρακες, των οποίων ελέγετο ότι στρατηγός ήτον ο
+Τισσαφέρνης. Μετά τούτους ήρχοντο οι φέροντες πλεκτάς από
+κλάδους ιτέας ασπίδας. Μετ' αυτούς δε οπλίται, φέροντες
+τοιαύτας εκ ξύλου, αι οποίαι έφθαναν μέχρι των ποδών. Οι
+τελευταίοι δε ούτοι ελέγετο ότι ήσαν Αιγύπτιοι. Κατόπιν ήρχοντο
+και άλλοι ιππείς. Κατόπιν και άλλοι τοξόται. Πάντες δε ούτοι
+επορεύοντο κατά έθνη, έκαστον δε έθνος απετέλει ξεχωριστόν
+τετράγωνον πλήρες ανθρώπων.
+
+Προηγούντο δε αυτών όλων άρματα εις αραιάς μεταξύ των
+αποστάσεις, τα ονομαζόμενα δρεπανηφόρα, φέροντα υπό τα
+καθίσματα των ηνιόχων δρέπανα, εκτεινόμενα εκ των αξόνων προς
+τα πλάγια, όλα δε προς την γην βλέποντα, ώστε να διαμελίζουν
+οιονδήποτε συνήντων εις τον δρόμον των. Ο σκοπός των δε ήτο:
+επερχόμενα κατά των Ελληνικών ταγμάτων, να τα κατακόψουν.
+
+Αλλ' ο Κύρος, όσον αφορά την ην είχε δώση προηγουμένως
+συμβουλήν, ότε συγκαλέσας τους Έλληνας τους παρεκίνει να μη
+φοβηθούν διόλου τας βαρβαρικάς κραυγάς, τελείως ηπατήθη. Διότι
+οι βάρβαροι επλησίαζαν ουχί με κραυγάς, αλλά, εφ' όσον ήτο
+κατορθωτόν εις τόσω μέγα πλήθος, με ησυχίαν και σιγήν, με το
+βήμα δε ίσον και αργόν.
+
+Και εν τω μεταξύ τούτω ο Κύρος, διερχόμενος έφιππος με τον
+διερμηνέα του Πίγρητα και με τρεις ή τέσσαρας άλλους, εφώναζε
+δυνατά εις τον Κλέαρχον να οδηγήση το στράτευμα προς το κέντρον
+του εχθρού, διότι εκεί ήτον ο βασιλεύς. «Και εάν νικήσωμεν το
+κέντρον» είπεν «η νίκη θα είναι υπέρ ημών».
+
+Βλέπων όμως ο Κλέαρχος το μέγα στίφος των ιππέων και ακούων τον
+Κύρον να λέγη ότι ο βασιλεύς ήτο πέραν του αριστερού κέρατος
+των Ελλήνων — διότι τόσον πολύ υπερτέρει ο βασιλεύς κατά το
+πλήθος, ώστε, ενώ κατείχε το κέντρον του στρατού του, ευρίσκετο
+πέραν του αριστερού κέρατος του Κύρου — ο Κλέαρχος όμως, βλέπων
+και ακούων ταύτα, δεν ήθελε να αποσπάση από του ποταμού το
+δεξιόν του κέρας, φοβούμενος μήπως περικυκλωθή και από τα δύο
+μέρη. Εις δε τον Κύρον απεκρίθη ότι αυτός θα λάβη τα μέτρα του
+να κανονισθή το πράγμα όπως πρέπει.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω ο μεν Περσικός στρατός επροχώρει ομαλώς, ο
+δε Ελληνικός, εξακολουθών ακόμη να τηρή την θέσιν του,
+συνετάσσετο δεχόμενος τους προσερχομένους ακόμη εις τας τάξεις
+του. Και ο Κύρος παρελαύνων ουχί πολύ μακράν του στρατεύματος
+εθεάτο βλέπων και προς τα δύο μέρη, προς τον στρατόν του και
+προς τους πολεμίους του.
+
+Ιδών δε αυτόν από του Ελληνικού στρατού Ξενοφών ο Αθηναίος και
+κατευθύνας τον ίππον του πλαγίως αυτού, διά να τον συναντήση,
+τον ηρώτα αν ήθελε να παραγγείλη τι. Ούτος δε σταματήσας είπε
+και διέταξε να αναγγείλη εις όλους ότι και αι προς τους Θεούς
+θυσίαι και τα σφάγια (όσα εις αυτούς προσεφέρθησαν) ήσαν
+ευοίωνα.
+
+Ενώ δε έλεγε ταύτα, ήκουσε να διέρχεται τας τάξεις του στρατού
+θόρυβος και ηρώτα τις και πόθεν προήρχετο ο θόρυβος ούτος. Ο δε
+Ξενοφών είπεν ότι το σύνθημα δευτέραν ήδη φοράν διαβιβάζεται
+δι' όλων των τάξεων του στρατού. Ο Κύρος ηπόρησε ποίος το έδωκε
+πρώτος και ηρώτα οποίον ήτο το σύνθημα. Ο δε Ξενοφών απεκρίθη
+«Ζευς σωτήρ» και «νίκη».
+
+Ο Κύρος, ακούσας τούτο, είπε: «Μάλιστα! Το δέχομαι ευχαρίστως,
+εύχομαι δε να πραγματοποιηθή». Ταύτα δε ειπών επέστρεψεν εις
+την θέσιν του. Και δεν απείχον ακόμη παρά τρία ή τέσσαρα στάδια
+απ' αλλήλων αι δύο φάλαγγες (η του Κύρου και η του βασιλέως),
+ότε οι Έλληνες ηκούσθησαν ψάλλοντες θούριον πολεμικόν άσμα, ενώ
+ήδη ήρχιζαν να βαδίζουν κατά των πολεμίων.
+
+Ενώ δε επορεύοντο ούτω κατ' αυτών, κάποιο μέρος της φάλαγγος
+εξέσπασε πέραν της γραμμής του ως κύμα, το δε όπισθεν
+εναπομείναν στράτευμα ήρχισε να τρέχη τότε, διά να το προφθάση.
+Και ταυτοχρόνως όλοι εκραύγασαν καθ' ον τρόπον κραυγάζουν οι εν
+ώρα μάχης αλαλάζοντες προς τον Θεόν του πολέμου Άρην, ούτω δε
+όλοι ομού εν αλαλαγμοίς έτρεχαν. Λέγουν δέ τινες, ότι εκτύπησαν
+και τα δόρατά των εις τας ασπίδας των, προξενούντες φόβον εις
+τους ίππους.
+
+Πριν ή δε ακόμη φθάσουν εις απόστασιν βολής τόξου, στρέφουν τα
+νώτα οι βάρβαροι και φεύγουν. Και λοιπόν τότε τους κατεδίωκον
+κατά κράτος οι Έλληνες και εφώναζαν προς αλλήλους να μη τρέχουν
+τόσον &(να μη παίρνουν δρόμο)&, αλλά ν' ακολουθούν κατά πόδας
+τον εχθρόν.
+
+Εκ των αρμάτων δε τούτου άλλα μεν εφέροντο διά μέσου αυτών των
+πολεμίων, άλλα δε και διά μέσου των Ελλήνων χωρίς ηνιόχους.
+Ούτοι δε (οι Έλληνες), οσάκις τα έβλεπαν ερχόμενα, έκαμαν
+αμέσως τόπον, διά να περάσουν. Ένας δε και μόνος κατελήφθη
+(ανετράπη) υπό άρματος, καταπλαγείς, όπως κάποτε συμβαίνει από
+τους τρέχοντας ιππείς εις τα ιπποδρόμια. Και όμως ούτε καν
+αυτός έπαθε τίποτε, όπως λέγουν, ούτε άλλος κανείς εκ των
+Ελλήνων, εις την μάχην ταύτην, πλην ένας κατά το αριστερόν
+κέρας, όστις και μόνος, ως ελέγετο, εκτυπήθη από τόξον.
+
+Ο δε Κύρος, βλέπων να νικά ο Ελληνικός στρατός και να καταδιώκη
+ούτω τον πολέμιον, ευχαριστημένος πλέον και ανευφημούμενος υπό
+των περί αυτόν ως βασιλεύς, δεν απεμακρύνθη, εν τούτοις, της
+θέσεώς του προς καταδίωξίν του, αλλ' έχων περί εαυτόν
+συγκεντρωμένην την εξ εξακοσίων ιππέων δύναμίν του εφρόντιζε να
+παρακολουθή τας κινήσεις του βασιλέως. Διότι εγνώριζεν ήδη ότι
+ούτος κατέχει το κέντρον του Περσικού στρατεύματος.
+
+Επίσης και όλοι οι στρατηγοί των βαρβάρων, οσάκις οδηγούν προς
+μάχην πολεμικόν στρατόν, κατέχουν έκαστος το κέντρον του,
+νομίζοντες ότι τοιουτοτρόπως και εν μεγαλειτέρα ασφαλεία είναι,
+όταν η δύναμίς των υπάρχη εξ ίσου και από τα δύο μέρη, και ότι,
+εάν ελάμβανον ανάγκην να διατάξουν τι, η διαταγή θα ηκούετο από
+τον στρατόν εις το ήμισυ του προς τούτο απαιτουμένου χρόνου.
+
+Και ο βασιλεύς λοιπόν τότε, ει και κατείχε το κέντρον του
+στρατεύματός του, ήτον όμως έξω του αριστερού κέρατος του
+Κύρου. Επειδή δε κανείς εκ του στρατού του Κύρου δεν εμάχετο
+κατ' αυτού, ουδέ καν με τους έμπροσθεν αυτού παρατεταγμένους
+(ιππείς του), έστρεψε το κέρας του στρατού του προς τα εμπρός,
+διά να περιζώση τον εχθρόν (τους Έλληνας).
+
+Οπότε ο Κύρος, φοβηθείς μήπως ο βασιλεύς εκ των όπισθεν
+ερχόμενος κατακόψη τον Ελληνικόν στρατόν, τρέχει εναντίον του.
+Και ορμών με τους εξακοσίους του νικά τους προ του βασιλέως
+τεταγμένους, τρέπει εις φυγήν τους εξακισχιλίους ιππείς, και,
+ως λέγεται, αυτός ο ίδιος &(με το χέρι του)& φονεύει τον
+στρατηγόν αυτών Αρταγέρσην.
+
+Ευθύς δε ως ετράπησαν εκείνοι εις φυγήν, διασκορπίζονται καθ'
+όλας τας διευθύνσεις και οι εξακόσιοι του Κύρου, ορμήσαντες
+προς καταδίωξίν των, εκτός ολίγων, οίτινες έμειναν περί τον
+Κύρον, σχεδόν μόνοι οι ονομαζόμενοι: ομοτράπεζοι.
+
+Ενώ δ' ευρίσκετο μ' αυτούς, βλέπει αίφνης τον βασιλέα και την
+περί αυτόν σωματοφυλακήν του. Αμέσως δε μη συγκρατούμενος και
+ειπών μόνον: ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ εφορμά εναντίον του και τον κτυπά
+εις το στήθος και τον πληγώνει διά του θώρακος, καθώς βεβαιοί ο
+ιατρός Κτησίας, όστις και εθεράπευσε το τραύμα του. Ενώ δε ο
+Κύρος εκτύπα ούτω τον βασιλέα, κάποιος εκ του βασιλικού στρατού
+ρίπτει εναντίον του ακόντιον με ορμήν υπό τον οφθαλμόν του.
+
+Ενταύθα λοιπόν μαχόμενοι και ο βασιλεύς και ο Κύρος και οι περί
+αυτούς υπέρ της σωτηρίας εκατέρου των αδελφών εφονεύθησαν εκ
+μεν των περί τον βασιλέα όσοι υπό του Κτησίου αναφέρονται.
+Διότι ούτος ήτο πλησίον του. Και αυτός δε ο Κύρος εφονεύθη και
+οκτώ εκ των περί αυτόν οι καλλίτεροι, ων τα σώματα είχαν πέση
+&(σωριασθή)& επί του ιδικού του.
+
+Ο δε Αρταπάτης, ο εκ των σκηπτούχων πιστότατος εις αυτόν
+θεράπων, λέγεται ότι, μόλις είδε να πίπτη ο Κύρος, επήδησεν από
+του ίππου του και τον ενηγκαλίσθη.
+
+Και άλλοι μεν λέγουν ότι ο βασιλεύς διέταξέ τινα να τον σφάξη
+επί του πτώματος του Κύρου, άλλοι δε ότι ηυτοκτόνησεν επ'
+αυτού, διατρυπήσας εαυτόν διά της λόγχης του. Έφερε δε χρυσήν
+τοιαύτην και περιδέραιον και βραχιόλια και όλα όσα συνηθίζουν
+να φέρουν οι ευγενείς Πέρσαι. Διότι ο Κύρος τον είχε περιβάλη
+με μεγάλας τιμάς διά την προς αυτόν αγάπην και αφοσίωσίν του.
+
+
+
+Κεφάλαιον ένατον
+
+
+
+Ο μεν λοιπόν Κύρος ούτως απέθανεν. Ανήρ εξ όλων όσοι
+διεδέχθησαν τον παλαιόν εκείνον Κύρον ικανώτατος εις το
+βασιλεύειν και αξιώτατος εις το άρχειν, καθώς ομολογείται παρά
+πάντων όσοι έλαβαν πείραν των πραγμάτων της διοικήσεως του
+Κύρου.
+
+Διότι πρώτον μεν, ότε ακόμη ήτο παις, εκπαιδευόμενος με τον
+αδελφόν του και με τους άλλους των μεγιστάνων παίδας, εθεωρείτο
+παρ' όλων και εις όλα ικανώτατος.
+
+Διότι όλοι οι των καλλιτέρων Περσών παίδες ανατρέφονται εις την
+αυλήν του βασιλέως. Όπου θα ηδύνατό τις να διδαχθή πολλήν μεν
+(περί τον βίον) φρόνησιν, ουδέν δε το αισχρόν ούτε να ίδη ούτε
+ν' ακούση.
+
+Εις την αυλήν, προς τούτοις, και βλέπουν και ακούουν τόσον τους
+τιμωμένους υπό του βασιλέως, όσον και τους ατιμαζομένους υπ'
+αυτού. Ώστε από της παιδικής των ακόμη ηλικίας μανθάνουν να
+άρχουν των άλλων και να άρχωνται.
+
+Εκεί ο Κύρος εφαίνετο ότι ήτον ο ντροπαλώτερος όλων των
+ομηλίκων του και ότι υπήκουε περισσότερον από τους κατωτέρους
+του εις τους μεγαλειτέρους αυτού την ηλικίαν. Έπειτα δε ηγάπα
+πάρα πολύ τους ίππους, γνωρίζων την τέχνην να τους
+μεταχειρίζεται μετά δεξιότητος. Πάντες δε τον έκριναν και εις
+τας πολεμικάς ακόμη ασχολίας, εις το να ρίπτη το τόξον και το
+ακόντιον, ότι και φιλομαθέστατος ήτο και μελετηρότατος.
+
+Όταν δ' έγεινεν έφηβος &(εμεγάλωσεν)&, έδειξε μεγάλην κλίσιν
+εις το κυνήγιον, εις τας επιθέσεις του δε κατά των θηρίων ήτο
+λίαν ριψοκίνδυνος. Όταν δέ ποτε ώρμησεν άρκτος εναντίον του,
+δεν την εφοβήθη, αλλά συμπλακείς μαζή της έπεσε κάτω από τον
+ίππον. Και όσα μεν υπέστη εκ της συμπλοκής τα εφανέρωναν αι
+επουλωμέναι έκτοτε πληγαί του. Την εφόνευσεν όμως επί τέλους.
+Εκείνος δε, όστις πρώτος έτρεξεν εις βοήθειάν του, εμακαρίζετο
+παρ' όλων κατόπιν διά τα δώρα που έλαβεν.
+
+Αφού δε απεστάλη από τον πατέρα του σατράπης της Λυδίας και της
+μεγάλης Φρυγίας και της Καππαδοκίας, και απεδείχθη εκεί
+στρατηγός όλων των στρατευμάτων όσα είχαν διαταγάς να
+συναθροίζωνται εις την πεδιάδα του Καστωλού, πρώτον μεν εφάνη
+ότι εξαιρετικήν κατέβαλε φροντίδα να μη ψεύδεται ούτε προς
+εκείνον με τον οποίον έκαμε σπονδάς ειρήνης ή ανακωχής, ούτε
+προς εκείνον με τον οποίον ήρχετο εις συμφωνίας δι' οιανδήποτε
+υπόθεσιν, ούτε προς εκείνον εις τον οποίον υπεσχέθη τι.
+
+Διά τούτο βεβαίως και τον ενεπιστεύοντο όσαι πόλεις εκήρυττον
+αυτόν επίτροπόν των. Επίσης και όλος ο στρατός. Και εάν τις
+εγίνετο εχθρός του, ήτο βέβαιος ότι, εις ενδεχομένας περί
+ειρήνης σπονδάς μετά του Κύρου, δεν θα υφίστατο καμμίαν από
+αυτόν ενόχλησιν παρά τας σπονδάς.
+
+Και τω όντι, ότε εκήρυξεν άλλοτε τον πόλεμον κατά του
+Τισσαφέρνους, όλαι αι πόλεις εκουσίως των είχον προτιμήση αντί
+του Τισσαφέρνους τον Κύρον, εκτός των Μιλησίων. Ούτοι δε
+εφοβούντο αυτόν, μόνον και μόνον διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψη
+τους φυγάδας (εις την τύχην των).
+
+Διότι και εμπράκτως και διά λόγου εβεβαίωνεν ότι δεν θα ήθελέ
+ποτε να τους εγκαταλείψη, αφού άπαξ έγινε φίλος των, ούτε εάν
+ακόμη μείνουν ολιγώτεροι, ούτε εάν ακόμη περισσότερον
+δυστυχήσουν.
+
+Εφαίνετο δε πάντοτε καταβάλλων προσπαθείας να υπερτερήση πάντα
+όστις ήθελε τον ωφελήση ή τον βλάψη. Τινές δε εκ των φίλων του
+διηγούντο περί αυτού κάποτε κάποιαν του ευχήν, ότι δηλαδή είχε
+ποτε ευχηθή εις τους Θεούς, τόσον μόνον χρόνον να ζήση, έως
+ότου κατώρθωνε να υπερτερήση εις το ευεργετείν μεν πάντα
+ευεργετούντα, εις το βλάπτειν δε πάντα κακουργούντα.
+
+Διά τούτο λοιπόν και πλείστοι όσοι εκ των συγχρόνων μας
+ενεπιστεύθησαν εις αυτόν (άφησαν εις την διάκρισίν του) ως εις
+τον μόνον άξιον πάσης εμπιστοσύνης άνδρα και τας περιουσίας των
+και τας πόλεις των και τα σώματά των (την ασφάλειαν της ζωής
+των). Παρά πάντα ταύτα όμως, δεν θα ηδύνατό τις βέβαια να είπη
+ότι άφηνε να τον ξεγελούν οι αδικούντες και οι κακούργοι, αλλ'
+αμειλίκτως πάντας ετιμώρει. Πολλάκις δε έβλεπέ τις εις τας
+μάλλον πολυσυχνάστους οδούς των πόλεων ανθρώπους στερουμένους
+και ποδών και χειρών και οφθαλμών. Ούτω λοιπόν εις τας επαρχίας
+τας διοικουμένας από τον Κύρον ηδύνατο αφόβως να βαδίζη
+οιοσδήποτε Έλλην ή βάρβαρος, ήρκει μόνον να μην είχε βλάψη
+ουδένα, να μεταβαίνη δε όπου ήθελε, φέρων μαζή του ό,τι του ήτο
+δυνατόν ή εύκολον.
+
+Πάντα δε γενναίον και χρήσιμον προς πόλεμον υπό πάντων
+ωμολογείτο ότι εξαιρετικώς ετίμα. Και εις τας αρχάς μεν
+επολέμησε προς τους Πισίδας και τους Μυσσούς. Λοιπόν, ότε αυτός
+ο ίδιος είχεν εκστρατεύση ποτέ κατά των χωρών αυτών, όλους
+εκείνους, τους οποίους έβλεπε ριψοκινδυνεύοντας, εκήρυττεν
+άρχοντας της χώρας την οποίαν εκυρίευε, κατόπιν δε και με άλλα
+δώρα τους ετίμα. Ώστε εφαίνετο αξιών οι μεν ανδρείοι να είναι
+ευτυχέστατοι, οι δε δειλοί και άνανδροι, σκλάβοι των. Διά τούτο
+και ήσαν πάντοτε αφθονώτατοι εκείνοι οίτινες ήθελαν να
+κινδυνεύουν υπέρ αυτού παντού όπου τυχόν εφαντάζοντο ότι θα το
+εμάνθανεν ο Κύρος.
+
+Εάν δέ τις εγίνετο γνωστόν ότι εφιλοδόξει να αναδεικνύεται εις
+δικαιοσύνην (ως φιλοδίκαιος), κάθε τρόπον κατέβαλλε να
+αποκαθιστά τούτον πλουσιώτερον εκείνου όστις ήντλει τα κέρδη
+του από τας αδικίας. Αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων δικαίως
+εγίνετο υπέρ αυτού η διαχείρισις και ένεκα πάντων τούτων
+αληθινόν στρατόν είχεν αποκτήση. Πράγματι δε. Διότι και οι
+στρατηγοί και οι λοχαγοί, όσοι ένεκα κέρδους έπλευσαν προς
+αυτόν (κατετάχθησαν εις τον στρατόν του), επείσθησαν ότι είναι
+επικερδέστερον δι' αυτούς να πειθαρχούν τελείως εις τον Κύρον,
+παρά ν' αποβλέπουν εις το κατά μήνα ωρισμένον κέρδος των (τον
+μισθόν των).
+
+Αλλά και ο Κύρος πάλιν, εάν τις ήθελε πιστώς τον υπηρετήση, δεν
+άφηνε ποτε άνευ ανταμοιβής τον ζήλον του. Αυτή δε είναι και η
+αιτία, διά την οποίαν, καθώς λέγουν, απέκτησεν ο Κύρος εις κάθε
+έργον του ικανωτάτους υπαλλήλους.
+
+Εάν δε έβλεπε κανένα να ήναι δεινός οικονομολόγος μετά
+δικαιοσύνης, να καλλιεργή δε την χώραν, της οποίας ήτον ο
+αρχηγός και να αυξάνη μετ' επιμελείας τας προσόδους της, από
+αυτόν όχι μόνον δεν αφήρει τίποτε, αλλά και με περισσότερα
+(μέσα) πάντοτε τον εφωδίαζε. Τοιουτοτρόπως όλοι και ευχαρίστως
+ειργάζοντο και παρρησία, ενώπιον όλων, απέκτων περιουσίας,
+οσαδήποτε δε και αν απέκτα τις δεν τα απέκρυπτεν από τον Κύρον.
+Διότι προς πάντας τους ούτω φανερώς πλουτούντας, ούτος δεν
+εδοκίμαζε κανένα φθόνον, προσεπάθει δε μόνον να χρησιμοποιή δι'
+εαυτόν τα χρήματα εκείνων οι οποίοι τα έκρυπτον.
+
+Όσους δε ήθελε κάμη φίλους και ήτο βέβαιος ότι πραγματικώς τον
+αγαπούν, τους έκρινε δε ότι θα ήσαν ικανοί συνεργάται του εις
+παν ό,τι ήθελε να φέρη εις πέρας, τούτους ομολογείται παρά
+πάντων ότι με μεγάλην προθυμίαν επεριποιείτο.
+
+Και λοιπόν, δι' ον λόγον αυτός ενόμιζεν ότι έχει ανάγκην φίλων,
+όπως έχη τούτους συνεργάτας του, διά τον αυτόν λόγον και αυτός
+φρόντιζε να είναι συνεργάτης των (βοηθός) όσον του ήτο δυνατόν
+περισσότερον, εις κάθε τι που εκαταλάβαινεν ότι έκαστος εξ
+αυτών είχεν ανάγκην.
+
+Ήτο δε ο μόνος εις το Κράτος ανήρ, κατά την γνώμην μου, ο
+οποίος ελάμβανε τόσα πολλά δώρα διά τόσον πολλάς αιτίας. Τα
+δώρα δε ταύτα ουδείς γενναιότερον αυτού εσκόρπιζεν (εδώρει εις
+τους φίλους του, αποβλέπων κυρίως εις τους τρόπους εκάστου και
+εις ό,τι έκαστος εξ αυτών εστερείτο περισσότερον.
+
+Και ως προς εκείνα, τα οποία του απεστέλλοντο πανταχόθεν προς
+στολισμόν του σώματός του, είτε εν πολέμω στολισμόν, είτε εν
+ειρήνη, και ως προς αυτά ακόμη λέγεται ότι κάποτε είπεν ότι το
+σώμα του δεν θα ήτο δυνατόν ποτε με όλα αυτά να στολισθή,
+επίστευεν όμως στολισμόν του μέγιστον να βλέπη όλους τους
+φίλους του καλώς εστολισμένους.
+
+Και το να υπερτερή μεν τους φίλους του εις τας ευεργεσίας δεν
+ήτο διόλου παράδοξον, επειδή ήτο βέβαια πλουσιώτερός των. Το να
+τους υπερτερή όμως εις το να φροντίζη υπέρ των αναγκών των και
+εις το να ευχαριστήται να ήναι προθυμότατος εις όλα, τούτο, εις
+εμέ τουλάχιστον, φαίνεται εξαιρετικώς θαυμασμού άξιον.
+
+Διότι πολλάκις ο Κύρος, οπότε θα ελάμβανεν οίνον παρά πολύ
+γλυκύν, απέστελλεν εξ αυτού εις τους φίλους του ημίκενα αγγεία,
+λέγων εις αυτούς ότι από μακρού ήδη χρόνου δεν έχει λάβη τόσον
+γλυκύν οίνον. Τούτον, λοιπόν, σου αποστέλλει και σε παρακαλεί
+να τον πίης σήμερον με τους μάλλον αγαπητούς σου φίλους.
+
+Ημιφαγωμένας δε χήνας επίσης απέστελλε πολλάκις και ημίσεις
+άρτους και άλλα τοιαύτα, διατάσσων τον υπηρέτην του να λέγη εις
+εκείνους εις τους οποίους τα απέστελλεν: Από αυτά έφαγεν ο
+Κύρος και ευχαριστήθη. Επιθυμεί, λοιπόν, να τα δοκιμάσετε και
+σεις. Οσάκις δε (ένεκα ανομβρίας) ο σανός ήτο σπανιώτατος,
+αυτός δε, διότι είχε πολλούς φροντιστάς και υπηρέτας, ηδύνατο
+να προμηθευθή τοιούτον, απέστελλεν εξ αυτού και εις τους φίλους
+του, παραγγέλλων εις αυτούς να τον δώσουν εις τους προς
+ιππασίαν προωρισμένους ίππους των, διά να μη φέρουν ούτοι τους
+φίλους του πεινώντες.
+
+Εάν δέ ποτε εξήρχετο εις περίπατον και επρόκειτο πλείστοι να
+τον ίδουν καθ' οδόν, προσκαλών ενώπιόν των τους φίλους του,
+συνομίλει με σοβαρότητα μαζή των, διά να δείξη φανερά εις όλους
+εκείνους τους οποίους νομίζει αξίους της εκτιμήσεώς του. Ώστε
+εγώ τουλάχιστον, εξ όσον ακούω, νομίζω ότι ουδείς ηγαπήθη υπό
+περισσοτέρων Ελλήνων ή Περσών όσον ο Κύρος.
+
+Απόδειξις τούτου είναι και το εξής γεγονός. Από μεν τον Κύρον,
+εφ' όσον ήτον υπό τον αδελφόν του, ουδείς έφυγε, διά να γείνη
+οπαδός του βασιλέως, εκτός του Ορόντα εκείνου (ως είδομεν
+ανωτέρω). Και αυτός δα ο Ορόντας δεν το κατώρθωσε, διότι
+εκείνον τον οποίον ενόμιζε πιστότατόν του υπηρέτην, πολύ
+γρήγορα τον ηύρε να αγαπά περισσότερον τον Κύρον ή αυτόν. Από
+δε τον βασιλέα, πολλοί προς τον Κύρον απεσκίρτησαν, αφ' ότου οι
+δύο αδελφοί έγειναν πολέμιοι προς αλλήλους, και μάλιστα εκείνοι
+οι οποίοι ηγαπώντο από τον βασιλέα περισσότερον. Τούτο δε,
+διότι ενόμιζαν ότι, εάν ήσαν καλοί (πιστοί) παρά τον Κύρον, θα
+ηξιούντο περισσοτέρων τιμών υπ' αυτού ή υπό του βασιλέως.
+
+Έτι δε μεγαλειτέρα απόδειξις της αγαθότητός του και της
+κρίσεως, με την οποίαν ορθώς εστάθμιζε τους εύνους και
+σταθερούς και αφωσιωμένους φίλους του, είναι και εκείνο το
+οποίον συνέβη κατά τον θάνατόν του.
+
+Ενώ δηλαδή αυτός απέθνησκεν, όλοι οι περί αυτόν φίλοι και
+ομοτράπεζοι απέθαναν μαχόμενοι υπέρ του Κύρου εκτός του
+Αριαίου, όστις έτυχε να ήναι τεταγμένος εις το αριστερόν κέρας,
+ως αρχηγός του ιππικού. Αλλά και αυτός, μόλις έμαθε τον θάνατον
+του Κύρου, έφυγε μαζή με όλον το στράτευμα, του οποίου ήτον
+ηγεμών.
+
+
+
+Κεφάλαιον δέκατον
+
+
+
+Ενταύθα, λοιπόν, αποκόπτεται η κεφαλή και η δεξιά χειρ του
+Κύρου. Ο βασιλεύς δε και οι περί αυτόν, διώκοντες τους
+πολεμίους, επιπίπτουν εις το στρατόπεδον του Κύρου. Και ο μεν
+μετά του Αριαίου στρατός δεν μένει εκεί πλέον, αλλά φεύγει διά
+μέσου του στρατοπέδου του εις τον σταθμόν, από τον οποίον είχεν
+ορμηθή. Ελέγετο δε ότι το διάστημα της μέχρι του σταθμού οδού
+ήτο παρασάγγαι τέσσαρες.
+
+Ο βασιλεύς δε και οι περί αυτόν πλείστα όσα τότε διαρπάζουν
+πράγματα, λαμβάνει δε (υπό την κατοχήν αυτού και κυριότητα) και
+την Φωκαΐδα, παλλακίδα του Κύρου, γυναίκα συνετήν, περί ης
+ελέγετο ότι ήτον ωραιοτάτη.
+
+Η δε Μιλησία, ήτις ήτο νεωτέρα, αρπαγείσα εις τας αρχάς υπό των
+περί τον βασιλέα, τους ξεφεύγει κατόπιν, φέρουσα μόνον τον
+χιτώνα της, και τρέχει προς όσους Έλληνας έτυχε να είναι την
+στιγμήν εκείνην εις τας σκευοφόρους των αμάξας ωπλισμένοι, οι
+οποίοι και αντιταχθέντες, πολλούς μεν εκ των διαρπαζόντων
+εφόνευσαν, τινές δε εξ αυτών και εφονεύθησαν. Δεν ετράπησαν
+πράγματι εις φυγήν (εγκαταλείποντες την Μιλησίαν εις την τύχην
+της), αλλά και ταύτην έσωσαν και όσα άλλα πράγματα και
+ανθρώπους έτυχε να ευρίσκωνται εις τας αμάξας των (καταφυγόντας
+κατά την ώραν του διωγμού εκεί).
+
+Ενταύθα βασιλεύς και Έλληνες απεμακρύνθησαν αλλήλων έως
+τριάκοντα στάδια. Αλλ' οι μεν Έλληνες εδίωκον τους προς το
+μέρος των βαρβάρους, νομίζοντες ότι ενίκων πάντας. Οι δε
+βάρβαροι ετρέποντο εις διαρπαγάς, νομίζοντες ότι ήσαν ήδη και
+αυτοί πάντες νικηταί.
+
+Αφού δε οι μεν Έλληνες έμαθαν ότι ο βασιλεύς με όλον του το
+στράτευμα είχε φθάση μέχρι των αποσκευών, ο δε βασιλεύς, εξ
+άλλου, εμάνθανεν από τον Τισσαφέρνην ότι οι Έλληνες το καθ'
+εαυτούς νικούν και προχωρούν προς τα εμπρός διώκοντες, τότε ο
+μεν βασιλεύς συναθροίζει τον στρατόν του και παρατάσσεται, ο δε
+Κλέαρχος, καλέσας τον Πρόξενον, διότι αυτός ήτον ο πλησιέστερός
+του, συνεσκέπτετο μαζή του αν πρέπει ν' αποστείλουν μόνον
+μερικούς ή όλοι μαζή να σπεύσουν εις βοήθειαν του στρατοπέδου.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω οι Έλληνες ενόμισαν ότι ο βασιλεύς εφαίνετο
+(εκ των κινήσεών του) ότι έμελλε να τους επιτεθή και πάλιν εκ
+των όπισθεν. Και οι μεν Έλληνες, στραφέντες, ητοιμάζοντο να τον
+υποδεχθούν ούτω (εκ των όπισθεν) ερχόμενον. Ο δε βασιλεύς
+(μετανοήσας ίσως) ήλλαξε διεύθυνσιν, δι' ου δε δρόμου είχε
+προηγουμένως προσπεράση, ότε ήτο πέραν του αριστερού κέρατος
+των Ελλήνων, διά του αυτού και επέστρεψεν (απεμακρύνθη των
+Ελλήνων), αναλαβών και τους εν καιρώ της μάχης προς τους
+Έλληνας λιποτακτήσαντας και τον Τισσαφέρνην με τους περί αυτόν.
+
+Διότι ο Τισσαφέρνης κατά την πρώτην σύρραξιν δεν είχε φύγη,
+αλλά διήλθεν έφιππος πλησίον του ποταμού, εις ο μέρος ήσαν
+παρατεταγμένοι οι Έλληνες πελτασταί. Διερχόμενος δ' εκείθεν
+ουδένα μεν εφόνευσεν, οι Έλληνες όμως, απομακρυνθέντες, τους
+εκτύπων και τους ηκόντιζον.
+
+Των πελταστών δε αρχηγός ήτον ο εξ Αμφιπόλεως Επισθένης, περί
+ου ελέγετο ό,τι ενήργησε κατά την περίστασιν ταύτην συνετώτατα.
+
+Ο Τισσαφέρνης, λοιπόν, μόλις απηλλάγη των ακοντισμών,
+μειονεκτήσας ούτω, δεν επιστρέφει μεν και πάλιν οπίσω, αλλά,
+φθάσας εις το στρατόπεδον των Ελλήνων, συναντά εκεί τον βασιλέα
+και, μαζή ανασυντάξαντες πάλιν τας δυνάμεις των, επορεύοντο.
+
+Ότε δ' έφθασαν κατά το αριστερόν κέρας των Ελλήνων, εφοβήθησαν
+ούτοι, μήπως ο εχθρός πλησιάζων τον στρατόν του προς το κέρας
+των και περικυκλώνων και από τα δύο μέρη αυτούς, τους κατακόψη.
+Ενόμισαν δε καλόν ν' αναπτύξουν το κέρας του στρατού των κατά
+μέτωπον και να βάλουν όπισθεν αυτών τον ποταμόν.
+
+Ενώ δε εσκέπτοντο ταύτα, ο βασιλεύς, αντιπαρελθών (το αριστερόν
+κέρας των Ελλήνων), παρέταξε τον στρατόν του απέναντί των, εις
+ο σχήμα τον είχε παρατάξη, ότε το πρώτον επήρχετο ίνα συνάψη
+μάχην. Μόλις δε είδαν οι Έλληνες ότι οι Πέρσαι τους επλησίασαν
+και ότι ήσαν ήδη παρατεταγμένοι προς μάχην, ευθύς, αφού έψαλαν
+το πολεμικόν των άσμα, ώρμησαν κατ' αυτών με πολύ μεγαλητέραν ή
+πρότερον προθυμίαν.
+
+Οι βάρβαροι όμως δεν εδέχθησαν την επίθεσίν των, αλλ' έφευγαν
+πολύ πλέον μακρύτερα ή πρότερον. Οι Έλληνες δε τους κατεδίωκον
+μέχρι κώμης τινός, όπου και εστάθησαν.
+
+Διότι άνωθεν της κώμης ήτο λόφος, επί του οποίου, αίφνης
+επιστρέψαντες εκ της φυγής, εσταμάτησαν οι περί τον βασιλέα,
+όχι οι πεζοί, αλλ' οι ιππείς του, από τους οποίους και εγέμισεν
+ο λόφος τόσον, ώστε, ως εκ του πλήθους των, να μη γνωρίζουν οι
+Έλληνες ποίαν απόφασιν πρόκειται να λάβουν κατ' αυτών οι
+βάρβαροι. Έλεγαν δε τότε ότι έβλεπαν το βασιλικόν σημείον,
+χρυσούν τινα δηλαδή αετόν ανυψωμένον επί ξυλίνου ακοντίου.
+
+Επειδή δε και προς τον λόφον επροχώρουν οι Έλληνες, τον
+εγκαταλείπουν τότε οι ιππείς, όχι όμως πλέον όλοι μαζή, αλλά
+καθ' ομάδας και προς διαφόρους διευθύνσεις. &(Άλλοι από 'δω και
+άλλοι από 'κεί)&. Ούτω δε κατ' ολίγον απεγυμνώθη ο λόφος από
+τους ιππείς, έως ότου όλοι εκείθεν απεχώρησαν.
+
+Ο Κλέαρχος, λοιπόν, δεν ανεβίβαζε τον στρατόν του εις τον
+λόφον, αλλά, στρατοπεδεύσας κάτωθεν αυτού, αποστέλλει Λύκιον
+τον Συρακούσιον με κάποιον άλλον (εις τον λόφον) με την
+διαταγήν, αφού κατοπτεύσουν τι είναι υπέρ αυτόν, να τον
+ειδοποιήσουν.
+
+Και ο Λύκιος, αφού τον διέτρεξεν έφιππος και παρετήρησε παντού,
+του αναγγέλλει ότι οι εχθροί φεύγουν κατά κράτος.
+
+Ότε δε συνέβαιναν ταύτα, ο ήλιος ήτο περί την δύσιν του σχεδόν.
+Ενταύθα, λοιπόν, εσταμάτησαν οι Έλληνες και, θέσαντες κατά γης
+τα όπλα, ανεπαύοντο. Συγχρόνως δε ηπόρουν ότι ο Κύρος ουδαμού
+εφαίνετο, ούτε κανείς άλλος παρουσιάσθη εκ μέρους του
+ερχόμενος. Διότι δεν εγνώριζαν ακόμη ότι εφονεύθη, αλλ'
+ενόμιζαν ή ότι είναι μακράν ήδη καταδιώκων τους εχθρούς, ή ότι
+επροχώρησε προς τα εμπρός (προς βορράν), διά να καταλάβη κανένα
+τόπον (μέρος εύθετον προς υπεράσπισίν του).
+
+Και εσκέπτοντο αν πρέπει, μείναντες εκεί, να μεταφέρουν ενταύθα
+και τας αποσκευάς των, ή αν πρέπει ν' απέλθουν εις το
+στρατόπεδόν των. Ενόμισαν, λοιπόν, καλλίτερον να απέλθουν και
+φθάνουν σχεδόν κατά την ώραν του δείπνου εις τας σκηνάς των.
+
+Και ούτω μεν ετελείωσεν η ημέρα αυτή. Ευρίσκουν δε τα
+περισσότερα πράγματά των διαρπαγέντα, ακόμη και ό,τι τρόφιμον
+και ποτόν υπήρχε. Τας δε αμάξας, αι οποίαι ήσαν γεμάται άλευρα
+και οίνον, προετοιμασθείσαι ούτω επίτηδες από τον Κύρον, ίνα,
+εάν ποτε παρουσιασθή εις τον στρατόν μεγάλη έλλειψις τροφίμων,
+διανεμηθούν εις τους Έλληνας — ελέγετο δε ότι ήσαν τοιαύται
+αμάξας περί τας τετρακοσίας — και ταύτας ακόμη (τας αμάξας)
+είχαν ήδη διαρπάση οι περί τον βασιλέα.
+
+Ώστε οι πλείστοι εκ των Ελλήνων έμειναν την εσπέραν εκείνην
+χωρίς δείπνον. Είχαν δε μείνη και την μεσημβρίαν χωρίς γεύμα.
+Διότι πριν ή καταλύση ο στρατός, διά να γευματίση, ανεφάνη ο
+βασιλεύς. Ούτω λοιπόν επέρασαν την νύκτα ταύτην.
+
+
+
+
+ΒIΒΛIΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
+
+
+
+
+Κεφάλαιον πρώτον
+
+
+
+Κατά ποίον, λοιπόν, τρόπον συνήθροισε τον Ελληνικόν στρατόν ο
+Κύρος, ότε εξεστράτευσε κατά του αδελφού του Αρταξέρξου, και
+όσα κατά την ανάβασιν του στρατού αυτού επράχθησαν και πώς
+έγεινεν η μάχη, και πώς απέθανεν ο Κύρος, και πώς, ελθόντες εις
+το στρατόπεδον οι Έλληνες, εκοιμήθησαν, νομίζοντες ότι καθ'
+όλην την γραμμήν ενίκων και ότι ο Κύρος έζη, — πάντα ταύτα
+έγειναν γνωστά δι' όσων μέχρι τούδε είπομεν.
+
+Άμα δε εξημέρωσε, συνελθόντες οι στρατηγοί ηπόρουν ότι ο Κύρος
+ούτε άλλον τινά αποστέλλει, διά να τους ειδοποιήση τι πρέπει να
+κάμουν, ούτε ο ίδιος πουθενά εφαίνετο. Απεφάσισαν, λοιπόν, αφού
+προετοιμάσουν τα πράγματά των, όσα τους είχαν μείνη από την
+διαρπαγήν, και εξοπλισθούν, να βαδίσουν προς τα εμπρός, έως ου
+συναντηθούν με τον Κύρον.
+
+Ενώ δε ήρχιζαν να βαδίζουν, καθ’ ήν στιγμήν ανέτελλεν ο ήλιος,
+ήλθεν ο άρχων της Τευθρανίας Προκλής, καταγόμενος από τον
+Λάκωνα Δημάρατον (βασιλέα της Σπάρτης), και Γλους ο υιός του
+Ταμώ, οίτινες έλεγαν ότι ο μεν Κύρος εφονεύθη, ο δε Αριαίος ότι
+έχει ήδη φύγη, ευρισκόμενος με τους λοιπούς βαρβάρους εις τον
+σταθμόν, από τον οποίον την προηγουμένην ημέραν είχαν ξεκινήση,
+ότι δε τους ειδοποίει ότι καθ' όλην εκείνην την ημέραν θα τους
+επερίμενεν, εάν εσκόπευαν να έλθουν (πλησίον του), την επομένην
+όμως ότι εμελέτα ν' αναχωρήση διά την Ιωνίαν, από την οποίαν
+ήλθεν.
+
+Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί και οι άλλοι Έλληνες ελυπούντο
+κατάκαρδα. Ο δε Κλέαρχος τους είπε τα εξής: «Είθε ο Κύρος να
+έζη! Επειδή όμως απέθανεν, αναγγείλατε εις τον Αριαίον ότι και
+τον βασιλέα νικώμεν και, όπως βλέπετε, ουδείς πλέον μάχεται
+εναντίον μας, και, εάν δεν ήρχεσθε σεις, θα εβαδίζαμεν ήδη
+ημείς κατά του βασιλέως. Υποσχόμεθα δε εις τον Αριαίον, εάν
+έλθη εδώ, να τον ανακηρύξωμεν βασιλέα. Διότι εις τους κατόπιν
+μάχης νικητάς (καθώς γνωρίζετε) ανήκει και η Αρχή.
+
+Αφού είπε ταύτα, αποστέλλει (προς τον Αριαίον) τους
+αγγελιοφόρους και μαζή με αυτούς τον Λάκωνα Χειρίσοφον και τον
+Θεσσαλόν Μένωνα. Όστις και αφ' εαυτού ήθελε (μόνος του
+επρότεινε) να υπάγη. Διότι και φίλος του Αριαίου ήτο και είχε
+ποτε φιλοξενηθεί υπ' αυτού. Και αυτοί μεν ανεχώρησαν, ο
+Κλέαρχος δ' επερίμενε (την απάντησιν).
+
+Το δε στράτευμα επρομηθεύετο τροφήν και ύδωρ, όπως ηδύνατο,
+σφάζον εκ των φορτηγών του ζώων τους βους και τους όνους.
+Απομακρυνόμενοι δε ολίγον από του μέρους, εις το οποίον έγεινεν
+η μάχη, επρομηθεύοντο ξύλα συλλέγοντες τα βέλη, τα οποία ήσαν
+εκεί αφθονώτατα και τα οποία οι Έλληνες ηνάγκαζον τους
+λιποτακτούντας από τον στρατόν του βασιλέως να ρίπτουν κατά
+γης, καθώς και τας πλεκτάς και από ξύλον ασπίδας, τας οποίας
+μετεχειρίζοντο οι Αιγύπτιοι. Ήσαν δε εν αχρηστία και περιτταί
+δι' έλλειψιν ζώων και πολλαί άμαξαι, ακόμη δε και πολλά δόρατα
+και ακόντια. Με όλα, λοιπόν, τα ξύλα αυτά αφού έβρασαν όσα
+ήθελαν κρέατα, έφαγαν την ημέραν εκείνην.
+
+Και ήτον ήδη η ώρα (η προ μεσημβρίας δεκάτη), καθ’ ήν η αγορά
+ήτο πλήρης ανθρώπων, ότε έρχονται εκ μέρους του βασιλέως και
+του Τισσαφέρνους κήρυκες, εξ ων όλοι μεν οι άλλοι ήσαν Πέρσαι,
+είς δε και μόνον Έλλην, ονομαζόμενος Φαλίνος, όστις έτυχε να
+ευρίσκεται πλησίον του Τισσαφέρνους, ιδιαιτέρως παρ' αυτού
+τιμώμενος. Διότι επροσποιείτο ότι εγνώριζε καλώς την
+στρατιωτικήν τακτικήν και οπλομαχίαν.
+
+Ούτοι, λοιπόν, προσελθόντες και καλέσαντες τους στρατηγούς των
+Ελλήνων λέγουν ότι ο βασιλεύς, επειδή είναι (αυτός) ο νικητής
+και επειδή (αυτός) εφόνευσε τον Κύρον, προστάζει τους Έλληνας,
+αφού του παραδώσουν τα όπλα, να έλθουν εις την αυλήν του
+βασιλέως, και εκεί, αν ημπορούν, να επιτύχουν παρ' αυτού κανέν
+καλόν (να τον καταφέρουν να τους φανή καλός).
+
+Και ταύτα μεν είπαν οι κήρυκες του βασιλέως. Οι δ' Έλληνες με
+αγανάκτησιν ήκουσαν τους λόγους των. Ο δε Κλέαρχος ταύτην και
+μόνην την απάντησιν τους έδωκεν: ότι δεν είναι ίδιον των
+νικητών να παραδίδουν τα όπλα των. (Απευθυνόμενος δε προς τους
+στρατηγούς είπεν:) «Σεις όμως, ω άνδρες στρατηγοί, αποκριθήτε
+εις αυτούς εδώ ό,τι σεις ευστοχώτερον και καλλίτερον (διά την
+περίστασιν) νομίσετε. Εγώ δε θα επιστρέψω αμέσως. Διότι τον
+είχε καλέση κάποιος εκ των υπηρετών του, διά να ίδη βγαλμένα
+εκεί κάπου τα σπλάγχνα των σφαγίων, επειδή κατά την στιγμήν
+εκείνην ετύχαινε να προσφέρη εις τους Θεούς θυσίαν.
+
+Τότε, λοιπόν, απεκρίθη Κλεάνωρ ο Αρκάς, ο μεγαλήτερος όλων
+(σεβαστότερος), ότι είναι αποφασισμένοι όλοι ν' αποθάνουν πριν
+ή παραδώσουν τα όπλα. Ο δε Πρόξενος ο Θηβαίος προσέθηκεν: «Αλλ'
+εγώ, ω Φαλίνε, απορώ διά ποίον εκ των δύο λόγων ζητεί ο
+βασιλεύς τα όπλα; ως νικητής ή ως δώρα, λόγω φιλίας; Εάν μεν τα
+ζητή ως νικητής, τις η ανάγκη να τα ζητή ούτω δι' απεσταλμένων,
+και δεν έρχεται να τα λάβη μόνος του; Εάν δε θέλη να τα λάβη
+διά της πειθούς (φιλικώς), ας μας είπη τι θα δώση εις τους
+στρατιώτας, εάν ούτοι του τα παραδώσουν χάριν φιλίας (ως εις
+φίλον)».
+
+Εις ταύτα ο Φαλίνος απήντησεν: «Ο βασιλεύς φρονεί ότι είναι
+νικητής, αφού εφόνευσε τον Κύρον. Διότι τις άλλος πλέον του
+διαφιλονικεί την βασιλείαν; Νομίζει δε ότι και σεις είσθε υπό
+την εξουσίαν του, αφού σας έχει εις το μέσον της χώρας του και
+εντός αδιαβάτων ποταμών, και τόσον πλήθος ανθρώπων δύναται να
+οδηγήση εναντίον σας, ώστε, και εάν ακόμη τους παρέδιδεν εις
+χείρας σας, δεν θα ηδύνασθέ ποτε να τους φονεύσετε».
+
+Μετ' αυτόν Θεόπομπος ο Αθηναίος είπεν: «Ω Φαλίνε, τώρα, όπως
+βλέπεις και συ, κανέν άλλο καλόν πλέον δεν μας έμεινεν παρά τα
+όπλα και η ανδρεία. Εάν μεν λοιπόν έχωμεν &(στα χέρια μας)& τα
+όπλα, νομίζομεν ότι δυνάμεθα να χρησιμοποιήσωμεν και την
+ανδρείαν μας. Εάν όμως τα παραδώσωμεν, θα χάσωμεν και την ζωήν
+μας. Μη φαντάζεσαι, λοιπόν, ότι τα μόνα αγαθά, τα οποία μας
+έμειναν, θα σας τα παραδώσωμεν, αλλά με αυτά, ακόμη και υπέρ
+των ιδικών σας αγαθών θα πολεμήσωμεν».
+
+Ακούσας δε ταύτα ο Φαλίνος εγέλασε και είπεν: «Αλλ' (ομιλών
+ούτω) ομοιάζεις, ω νεανίσκε, με φιλόσοφον και αληθώς χαριέστατα
+μας λέγεις πράγματα! Μάθε όμως ότι είσαι ανόητος φανταζόμενος
+ότι η ανδρεία σας θα νικήση την στρατιωτικήν δύναμιν του
+βασιλέως».
+
+Άλλοι δέ τινες ωμίλησαν με ολιγώτερον θάρρος, ειπόντες ότι όπως
+και εις τον Κύρον εφάνησαν πιστοί, ούτω και εις τον βασιλέα θα
+εφαίνοντο πάρα πολύ χρήσιμοι, εάν ήθελε να γείνη φίλος των. Και
+είτε εις άλλο τι, οιονδήποτε, θέλει να τους χρησιμοποιήση, είτε
+διά να εκστρατεύση εις την Αίγυπτον, είναι προθυμότατοι να τον
+βοηθήσουν να την υποτάξη.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω επανήλθεν ο Κλέαρχος και ηρώτησεν αν έδωσαν
+ήδη την απάντησιν. Ο δε Φαλίνος, διακόψας, είπεν: «Πάντες μεν
+οι προλαλήσαντες, ω Κλέαρχε, έχουν έκαστος ιδιαιτέραν (περί του
+πρακτέου) γνώμην. Συ δε ειπέ μας τι φρονείς».
+
+Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Όσον αφορά εμέ, ω Φαλίνε, μ'
+ευχαρίστησίν μου σε είδα εδώ, νομίζω δε και όλοι οι άλλοι.
+Διότι και συ είσαι Έλλην και όλοι ημείς επίσης, όσους ενώπιόν
+σου βλέπεις. Επειδή δε ευρισκόμεθα εις τοιαύτας κρισίμους
+περιστάσεις, ζητούμεν να μας συμβουλεύσης τι πρέπει να πράξωμεν
+εις όσα μας προτείνεις.
+
+»Συ, λοιπόν, εν ονόματι των Θεών, συμβούλευσέ μας ό,τι νομίζεις
+ότι είναι έντιμον και ωφέλιμον και ό,τι θα σου περιποιήση τιμήν
+εν τω μέλλοντι, πάντοτε μνημονευόμενον υπό των μεταγενεστέρων,
+ότι δηλαδή ο Φαλίνος, σταλείς ποτε υπό του βασιλέως, διά να
+είπη εις τους Έλληνας να παραδώσουν τα όπλα, τους συνεβούλευσε,
+ζητούντας την συμβουλήν του, τα εξής. Γνωρίζεις δε πολύ καλά
+ότι εξ άπαντος θα γείνη γνωστόν εις την Ελλάδα παν ό,τι ήθελες
+μας συμβουλεύση».
+
+Ο Κλέαρχος διά των λόγων τούτων ήθελε να παρασύρη ανεπαισθήτως
+προς τους σκοπούς του τον Φαλίνον, επιθυμών και αυτός ακόμη ο
+πρεσβευτής του βασιλέως να τους συμβουλεύση να μη παραδώσουν τα
+όπλα, και τούτο, διά να γείνουν περισσότερον ευέλπιδες οι
+Έλληνες.
+
+Ο Φαλίνος όμως, στρέψας τον λόγον επιτηδείως, παρά πάσαν
+προσδοκίαν του Κλεάρχου είπε τα εξής: «Όσον μεν αφορά εμέ, ω
+Κλέαρχε, εάν μία και μόνη εκ των απείρων (περί σωτηρίας)
+ελπίδων, (ας έχετε), ήναι: το να σωθήτε πολεμούντες τον
+βασιλέα, θα σας συνεβούλευον να μη παραδώσετε τα όπλα. Εάν όμως
+δεν υπάρχη καμμία ελπίς σωτηρίας άνευ της θελήσεως του
+βασιλέως, σας συμβουλεύω να σωθήτε δι' ου τρόπου νομίζετε σεις
+ευκολώτερον».
+
+Εις τους λόγους τούτους ο Κλέαρχος απήντησε: «Και αύτη μεν
+είναι η γνώμη σου. Όσον όμως αφορά ημάς, ειπέ εις τον βασιλέα
+τα εξής: ότι ημείς φρονούμεν ότι, εάν μεν ήναι ανάγκη να
+γείνωμεν φίλοι του βασιλέως, θα του είμεθα επωφελέστεροι φίλοι,
+έχοντες τα όπλα μας ή παραδίδοντες αυτά εις άλλον. Εάν δε ήναι
+ανάγκη να γείνωμεν εχθροί του, θα ηδυνάμεθα καλλίτερα να τον
+πολεμώμεν με τα όπλα εις χείρας μας ή να τα παραδώσωμεν εις
+χείρας τρίτου».
+
+Ο δε Φαλίνος είπεν: «Όσα μεν μας είπατε θα τα αναγγείλωμεν εις
+τον βασιλέα. Αλλά, προς τούτοις, και τα εξής ακόμη μας διέταξεν
+ούτος να σας είπωμεν: «ότι, εάν μεν μείνετε εις ην θέσιν
+ευρίσκεσθε, θα κηρυχθή ειρήνη (μεταξύ μας). Εάν δε βαδίσετε
+προς τα εμπρός ή επιστρέψετε (εις τας πατρίδας σας), θα
+συνεχισθή ο πόλεμος. Ειπέτε, λοιπόν, ποίον εκ των δύο
+προτιμάτε: να μείνετε και να γείνη ειρήνη ή ν' αναγγείλω εις
+τον βασιλέα ότι θα συνεχίσετε τον κατ' αυτού πόλεμον;».
+
+Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Ανάγγειλε, λοιπόν, και ως προς το
+ερώτημά σου τούτο, ότι και ημείς την αυτήν γνώμην έχομεν οίαν
+και ο βασιλεύς». «Και ποία είναι η γνώμη αύτη;» ηρώτησεν ο
+Φαλίνος. Και ο Κλέαρχος απήντησεν: «Εάν μεν μείνωμεν ενταύθα,
+κηρύττομεν ειρήνην, εάν δε προχωρήσωμεν ή επιστρέψωμεν,
+πόλεμον».
+
+Ο δε Φαλίνος ηρώτησε και πάλιν: «Ειρήνην ή πόλεμον ν'
+αναγγείλω;». Και ο Κλέαρχος την αυτήν και πάλιν έδωκεν
+απάντησιν: «Ειρήνην μεν, εάν μείνωμεν, πόλεμον δε, εάν
+προχωρήσωμεν ή επιστρέψωμεν». Ποίον δε εκ των δύο επροτίμα, δεν
+το εφανέρωσεν.
+
+
+
+Κεφάλαιον δεύτερον
+
+
+
+Και ο μεν Φαλίνος, λοιπόν, και οι μετ' αυτού ανεχώρησαν. Οι δε
+αποσταλέντες ήδη εις τον Αριαίον Προκλής και Χειρίσοφος
+επέστρεψαν, εκτός του Μένωνος, όστις έμεινε πλησίον του. Ούτοι,
+λοιπόν, κατ' εντολήν του Αριαίου, είπαν ότι υπάρχουν πολλοί
+Πέρσαι καλλίτεροι αυτού, οι οποίοι δεν θα τον ηνείχοντο ως
+βασιλέα. «Αλλ' εάν θέλετε όλοι μαζή ν' αναχωρήσετε, σας
+παραγγέλλει να έλθετε αυτήν την νύκτα αμέσως. Ειδεμή, θ'
+αναχωρήση την πρωίαν μόνος του».
+
+Ο δε Κλέαρχος είπεν: «Εάν μεν έλθωμεν, βεβαίως ούτω πρέπει να
+πράξωμεν, καθώς λέγετε. Ειδεμή, πράξατε ό,τι σεις νομίσετε
+συμφερώτερον». Τι δ' εσκόπευεν αυτός να πράξη, ούτε εις αυτούς
+το ανεκοίνωσεν.
+
+Μετά ταύτα, ενώ ήδη έδυεν ο ήλιος, συγκαλέσας τους στρατηγούς
+και λοχαγούς, τους είπε τα εξής: «Ενώ, ω άνδρες, προσέφερον εις
+τους Θεούς θυσίαν, διερωτών αυτούς να μάθω αν πρέπει να
+βαδίσωμεν κατά του βασιλέως, είδα ότι δεν έδειξαν τα
+(εκβληθέντα) σπλάγχνα ευοίωνα σημεία. Επόμενον δε ήτο να μη
+δείξουν. Διότι, όπως προ ολίγου έμαθα, εν μέσω ημών και του
+βασιλέως υπάρχει ο Τίγρης ποταμός, με πλοία μόνον διαπλεόμενος,
+τον οποίον ημείς όμως, μη έχοντες τοιαύτα, δεν θα δυνηθώμεν να
+διαβώμεν (να περάσωμεν). Αλλ' ούτε ενταύθα είναι δυνατόν να
+μένωμεν. Διότι δεν δυνάμεθα να έχωμεν τα προς τροφήν αναγκαία.
+Όσον αφορά όμως: το να υπάγωμεν εις τους φίλους του Κύρου, τα
+σπλάγχνα μας έδειξαν πολύ ευοίωνα σημεία.
+
+Κατά τον εξής λοιπόν τρόπον πρέπει να ενεργήσωμεν: Πηγαίνετε
+πρώτον να δειπνήσετε με ό,τι έκαστος από σας έχει. Όταν δε
+σαλπίση η σάλπιγξ σιωπητήριον [όταν δε δοθή διά του κέρατος
+(νυκτερινής σάλπιγγος) το προς ανάπαυσιν σημείον], αρχίσατε
+τότε να ετοιμάζετε τα πράγματά σας. Όταν δε σαλπίση το
+δεύτερον, φορτώσατέ τα εις τα ζώα. Όταν δε τέλος σαλπίση και το
+τρίτον, ακολουθήσατε τότε τον αρχηγόν σας, τα μεν ζώα έχοντες
+προς το μέρος του ποταμού, τους δε οπλίτας προς τα έξω».
+Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί και λοχαγοί ανεχώρησαν και
+ενήργουν συμφώνως προς τας παραγγελίας του. Του λοιπού δε, ο
+μεν Κλέαρχος ήτον ο γενικός αρχηγός του στρατού
+(αρχιστράτηγος), εκ των περί αυτόν δε οι μεν επείσθησαν εις
+αυτόν, όχι διότι τον είχαν αναγνωρίση ως τοιούτον, αλλά διότι
+έβλεπαν ότι μόνος αυτός εξ όλων εσκέπτετο όπως θα έπρεπε να
+σκέπτεται ένας αρχηγός, οι δε λοιποί ήσαν εντελώς άπειροι.
+
+[Ο από Εφέσου της Ιωνίας μέχρι του τόπου της μάχης αριθμός των
+σταθμών και παρασαγγών, τους οποίους διέτρεξαν οι Έλληνες, ήσαν
+ενενήκοντα τρεις σταθμοί ή πεντακόσιοι τριάκοντα πέντε
+παρασάγγαι ή δέκα εξ χιλιάδες και πεντήκοντα στάδια. Από δε του
+τόπου της μάχης μέχρι της Βαβυλώνος η απόστασις ελέγετο ότι ήτο
+τριακοσίων εξήκοντα σταδίων].
+
+Κατόπιν, αφού ήδη ενύκτωσε, Μιλτοκύθης μεν ο Θραξ, έχων και
+τους ιππείς του, ανερχομένους εις τεσσαράκοντα, και έως
+τριακοσίους εκ των πεζών Θρακών, ελιποτάκτησε προς τον βασιλέα.
+
+Ο δε Κλέαρχος προηγείτο των άλλων, συμφώνως προς όσα είχεν
+υποδείξη, ούτοι δε ηκολούθουν. Φθάνουν δε εις τον πρώτον
+σταθμόν, όπου ήτον ο Αριαίος με τον στρατόν του, περί το
+μεσονύκτιον. Και αφού (οι στρατιώται) έθεσαν εν τάξει κατά γης
+τα όπλα, συνήλθον οι στρατηγοί και λοχαγοί των Ελλήνων περί τον
+Αριαίον. Και Έλληνες και Αριαίος μετά των περί αυτόν αρίστων
+ωρκίσθησαν να μη προδώσουν ποτέ αλλήλους, αλλά να ήναι πάντοτε
+μεταξύ των σύμμαχοι. Οι δε Πέρσαι ωρκίσθησαν προς τούτοις και
+να οδηγούν χωρίς κανένα δόλον τον στρατόν κατά την πορείαν του.
+
+Ωρκίσθησαν δε πάντα ταύτα, αφού επί ασπίδος έσφαξαν και ταύρον
+και κάπρον και κριόν, εις το αίμα των οποίων οι μεν Έλληνες
+έβαπτον ξίφος, οι δε βάρβαροι λόγχην. Αφού δε εδόθησαν ούτω
+αμοιβαίως λόγοι πίστεως, είπεν ο Κλέαρχος: «Εμπρός, λοιπόν,
+τώρα, ω Αριαίε, επειδή και σεις και ημείς την αυτήν πορείαν
+πρόκειται να κάμωμεν, ειπέ μας ποίαν γνώμην έχεις περί αυτής,
+να επιστρέψωμεν δι' ης ήλθομεν οδού, ή άλλην τινά καλλιτέραν
+ταύτης έχεις κατά νουν;
+
+»Εάν μεν επιστρέψωμεν δι' ης ήλθομεν, θα καταστραφώμεν εντελώς
+από την πείναν. Διότι μας εσώθησαν πλέον αι τροφαί. (Ενθυμείσαι
+δε ότι) εις απόστασιν δέκα επτά σταθμών εκ των πλησιεστέρων,
+ούτε όταν ηρχόμεθα εδώ επρομηθεύθημεν, έστω και το ελάχιστον,
+από την χώραν ταύτην. Όπου δε (της χώρας) υπήρχε κάτι τι,
+διερχόμενοι δι' αυτής το απετελειώναμεν. Σκεπτόμεθα, λοιπόν,
+τώρα (σκοπεύομεν) να βαδίσωμεν μακροτέραν οδόν, ώστε να μη
+στερηθώμεν των προς τροφήν αναγκαίων.
+
+»Νομίζω δε ότι πρέπει τους πρώτους σταθμούς να πορευώμεθα όσω
+το δυνατόν μακροτάτους, και τούτο διά να απομακρυνθώμεν όσω το
+δυνατόν περισσότερον του βασιλικού στρατού. Διότι, εάν εφάπαξ
+απομακρυνθώμεν αυτού δρόμον δύο ή τριών ημερών, δεν θα υπάρχη
+πλέον κανείς φόβος να μας φθάση ο βασιλεύς. Διότι με ολίγον μεν
+στρατόν δεν θα τολμήση να μας ακολουθήση &(να μας πάρη το
+κατόπιν)&, με πολύν δε, δεν θα δυνηθή ταχέως να βαδίση. Ίσως δε
+στερηθή και των τροφίμων. Αυτή είναι η γνώμη μου».
+
+Το στρατήγημα τούτο &(κόλπο)& του Κλεάρχου ουδέν άλλο επεδίωκεν
+ή να δραπετεύσωμεν εν ανάγκη ή να φύγωμεν. Αλλ' η τύχη εφάνη
+στρατηγικωτέρα ημών. Διότι, αφού εξημέρωσεν, ήρχισαν να
+βαδίζουν έχοντες προς τα δεξιά τον ήλιον, υπολογίζοντες δε ότι
+κατά την δύσιν του ακριβώς, θα φθάσουν εις χωρία της Βαβυλωνίας
+χώρας. Και εις τούτο μεν δεν ηπατήθησαν.
+
+Περί το δειλινόν όμως τους εφάνη ότι είδαν ιππείς του εχθρικού
+στρατού. Και όσοι εκ των Ελλήνων έτυχε να μην ήναι εις τας
+τάξεις των, έτρεξαν αμέσως εις αυτάς. Και ο Αριαίος, όστις
+μέχρις εκείνης της στιγμής εφέρετο εφ' αμάξης, διότι ήτο
+πληγωμένος, καταβάς αυτής ενεδύετο τον θώρακά του. Μετ' αυτού
+δε και οι στρατιώται του. Ενώ δε ούτω εξωπλίζοντο, ήλθαν οι
+προαποσταλέντες ήδη προς ανίχνευσιν σκοποί λέγοντες ότι δεν
+ήσαν ιππείς, αλλά φορτηγά ζώα κάπου εκεί βόσκοντα. Ευθύς δε
+τότε ενόησαν όλοι ότι εκεί που πλησίον ήτο στρατοπεδευμένος ο
+βασιλεύς. Άλλως τε ουχί πολύ μακράν εφαίνετο εις τα εν λόγω
+χωρία και καπνός.
+
+Ο Κλέαρχος, εν τούτοις, δεν ωδήγησε τον στρατόν του κατά των
+πολεμίων, γνωρίζων ότι ούτος και κουρασμένος ήδη ήτο εκ της
+πορείας και νήστις. Είχε δε και εντελώς βραδυάση πλέον. Αλλ'
+ούτε και εξέκλινε του δρόμου του (δεν ήλλαξε διεύθυνσιν),
+προσέχων μήπως νομισθή (από τον βασιλέα) ότι φεύγει. Αλλά κατ'
+ευθείαν προχωρών με την εμπροσθοφυλακήν του, κατεσκήνωσεν, ενώ
+ήδη ο ήλιος εβασίλευεν, εις τα πλησιέστερον κείμενα χωρία, από
+τα οποία είχαν διαρπαγή υπό του βασιλικού στρατού και αυτά
+ακόμη τα ξύλα των οικιών.
+
+Η μεν εμπροσθοφυλακή, λοιπόν, οπωσδήποτε εστρατοπέδευσεν. Οι δε
+ερχόμενοι κατόπιν, εν μέσω σκότους προχωρούντες, κατέλυον όπως
+ηδύνατο έκαστος, τόσον δε πολύ εθορύβουν, καλούντες αλλήλους,
+ώστε αι φωναί των ν' ακούωνται ακόμη και εις το εχθρικόν
+στρατόπεδον. Από το οποίον μάλιστα οι πληρέστεροι και
+εγκατέλειψαν (φοβηθέντες) τας σκηνάς των.
+
+Τούτο δε έγεινε φανερόν την επομένην. Διότι τίποτε πλέον δεν
+εφαίνετο εις τα πέριξ, ούτε φορτηγόν ζώον, ούτε στρατόπεδον,
+ούτε καπνός. Ως φαίνεται δε και αυτός ο βασιλεύς ακόμη είχε
+τρομάξη διά την έφοδον εκείνην του στρατεύματος. Εφανέρωσε δε
+τον τρόμον του αυτόν με όσα ενήργει (έπραττε) την ακόλουθον
+ημέραν.
+
+Αλλ' ενώ ήτο νυξ ακόμη, αίφνης καταλαμβάνονται από φόβον οι
+Έλληνες, κρότος δε και θόρυβος εγείρεται, όπως συμβαίνει όταν
+καταληφθή από φόβον αιφνίδιον, στρατόπεδον.
+
+(Εις το άκουσμα του θορύβου τούτου) ο Κλέαρχος διέταξε Τολμίδην
+τον Ηλείον, όστις ήτον ο καλλίτερος των εν τω Ελληνικώ στρατώ
+κηρύκων, και τον οποίον τυχαίως είχε την στιγμήν εκείνην
+πλησίον του, να επιβάλη εις τους θορυβούντας σιωπήν, κηρύττων
+εις όλον το στράτευμα ότι οι αρχηγοί του υπόσχονται εις
+εκείνον, όστις θα καταγγείλη τον απολύσαντα τον όνον εις τα
+όπλα (εις το στρατόπεδον), ως αμοιβήν του έν τάλαντον.
+
+Αφού όμως ταύτα εκηρύχθησαν, ενόησαν οι στρατιώται ότι μάταιος
+ήτον ο φόβος των και ότι οι στρατηγοί των τίποτε δεν έπαθαν.
+Ευθύς δε άμα εξημέρωσε, διέταξεν ο Κλέαρχος τους Έλληνας να
+εξοπλισθούν όλοι ως εις μάχην.
+
+
+
+Κεφάλαιον τρίτον
+
+
+
+Εκείνο, λοιπόν, το οποίον είχα προηγουμένως γράψη, ότι
+ετρόμαξεν ο βασιλεύς διά την έφοδον, εφάνη εκ του γεγονότος
+τούτου: Ότι την μεν προηγουμένην ημέραν, αποστέλλων
+αγγελιοφόρους του εις τους Έλληνας, τους διέτασσε να παραδώσουν
+τα όπλα. Τότε δε, μόλις ανέτειλεν ο ήλιος, τους απέστειλε
+κήρυκας, διά να κλείσουν ειρήνην μεταξύ των.
+
+Ούτοι, λοιπόν, αφού ήλθαν εις τας προφυλακάς, εζήτουν να ίδουν
+τους στρατηγούς. Και αφού ανήγγειλαν την έλευσίν των οι
+προφυλακές, ο Κλέαρχος, όστις έτυχε την ώραν εκείνην να
+επιθεωρή το στράτευμα, παρήγγειλεν εις τους προφύλακας να
+είπουν εις τους κήρυκας να περιμένουν, μέχρις ότου ευκαιρήση
+(τελειώση την επιθεώρησιν).
+
+Αφού δε παρέταξε τον στρατόν, ώστε να ήναι η όλη φάλαγξ καθ'
+όλην την έκτασιν πυκνή και θεαματικωτάτη, εκ δε των αόπλων
+κανείς να μην ήναι θεατός, προσεκάλεσε τους αγγελιοφόρους,
+αυτός ο ίδιος προϋπαντήσας αυτούς με τους μάλλον καλώς
+ωπλισμένους και ωραιοτέρους εκ των στρατιωτών του, αφού
+προηγουμένως παρήγγειλε και εις τους άλλους στρατηγούς κατά τον
+αυτόν (επιδεικτικόν) τρόπον να προσέλθουν.
+
+Ότε δε τους επλησίασε, τους ηρώτα τι θέλουν. Ούτοι δε απήντησαν
+ότι ήλθαν να διαπραγματευθούν περί ειρήνης, έχοντες εντολήν να
+διαβιβάσουν εις τους Έλληνας τους λόγους του βασιλέως και τους
+των Ελλήνων εις τον βασιλέα.
+
+Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Αναγγείλατε λοιπόν εις αυτόν ότι εν
+πρώτοις παρίσταται ανάγκη μάχης. Διότι δεν έχομεν τι να
+φάγωμεν, ούτε θα ετόλμα κανείς να διαπραγματευθή με τους
+Έλληνας περί ειρήνης, εάν δεν τους επρομήθευε πρωτήτερα
+τροφάς».
+
+Ακούσαντες ταύτα οι αγγελιοφόροι άμέσως ανεχώρησαν και
+επανήλθον πάλιν ταχέως. Τούτο δ' εφανέρωνεν ότι ο βασιλεύς ήτον
+εκεί που πλησίον, ή άλλος τις, όστις ενήργει κατ' εντολήν του
+τας διαπραγματεύσεις. Απήντησαν, λοιπόν, ότι ο βασιλεύς φρονεί
+ότι έχει δίκαιον ο Κλέαρχος και ότι ήλθαν φέροντες μαζή των
+οδηγούς, οίτινες, εάν κλεισθή ειρήνη μεταξύ των, θα τους
+οδηγήσουν εις μέρη, όθεν θα προμηθευθούν τα προς τροφήν των
+αναγκαία.
+
+Ο δε Κλέαρχος ηρώτα αν με μόνους τους ελθόντας και
+επιστρέψαντας (εις τον βασιλέα) άνδρας θα συνθηκολογήση ή και
+με τους άλλους (ή και με όλον τον στρατόν του βασιλέως) (11).
+
+Εκείνοι δε απήντησαν ότι «η ειρήνη κλείνεται με όλους, μέχρι
+της στιγμής καθ’ ήν θ' αναγγελθούν οι λόγοι σας εις τον
+βασιλέα».
+
+Αφού δε είπαν ταύτα, ο Κλέαρχος, απομακρύνας αυτούς ολίγον,
+συνεσκέπτετο με τους στρατηγούς (περί του πρακτέου). Και εφάνη
+λοιπόν (εις τους στρατηγούς) καλόν ότι πρέπει να γείνη η ειρήνη
+όσον το δυνατόν ταχύτερον, εν ησυχία δε και ανενόχλητοι να
+έλθουν εις ο μέρος ήσαν αι τροφαί, διά να προμηθευθούν εξ
+αυτών.
+
+Εις ταύτα ο Κλέαρχος απήντησε: «Και εγώ την αυτήν έχω γνώμην.
+Δεν θα την είπω όμως αμέσως (εις τους απεσταλμένους του
+βασιλέως), αλλά θα χρονοτριβήσω ολίγον, έως ότου φοβηθούν μήπως
+απεφασίσαμεν να μη γείνη ειρήνη. Νομίζω δε, προσέθηκεν, ότι από
+τον αυτόν φόβον θέλουν καταληφθή και οι στρατιώται μας». Όταν
+δε ενόμισεν ότι ήτο πλέον καιρός να επιστρέψη, είπεν εις αυτούς
+ότι δέχεται την ειρήνην, και ευθύς διέταξε να τους οδηγήσουν
+εις ο μέρος ήσαν αι τροφαί.
+
+Και αυτοί μεν προηγούντο• ο δε Κλέαρχος επορεύετο,
+συνθηκολογήσας μεν ήδη, αλλ' έχων και τον στρατόν ως προς μάχην
+έτοιμον, εις την οπισθοφυλακήν του οποίου και ευρίσκετο.
+Συνήντων δε καθ' οδόν τάφρους και χάνδακας πλήρεις ύδατος, ώστε
+να μη τους ήναι δυνατόν να διέλθουν άνευ γεφυρών. Κατεσκεύαζαν
+λοιπόν τοιαύτας από φοίνικας ερριμμένους κατά γης ή από αυτούς
+τους ιδίους κοπτομένους.
+
+Τότε δε ήτο ευκαιρία να γνωρίση τις κάλλιστα τον Κλέαρχον πώς
+επεστάτει, διά μεν της δεξιάς χειρός κρατών το δόρυ, διά δε της
+αριστεράς ράβδον. Ούτω, εάν του εφαίνετο κανείς των διά την
+εργασίαν ταύτην προωρισμένων οκνηρός, εκλέγων τον περισσότερον
+τιμωρίας άξιον τον εκτύπα (διά της ράβδου του) και συγχρόνως
+αυτός ο ίδιος ήρχετο εις βοήθειάν του, εισερχόμενος μέσα εις
+την λάσπην. Ώστε όλοι να εντρέπωνται μήπως δεν εκτελούν όπως
+αυτός την εργασίαν των.
+
+Και ετάχθησαν πλησίον του οι μέχρι τριάκοντα ετών (στρατιώται).
+Επειδή δε έβλεπαν οι πρεσβύτεροι ακόμη και τον Κλέαρχον με
+σπουδήν και προθυμίαν εργαζόμενον, ήρχοντο εις βοήθειάν του και
+αυτοί.
+
+Πολύ περισσότερον όμως των άλλων εβιάζετο ο Κλέαρχος, επειδή
+υπώπτευεν ότι αι τάφροι δεν ήσαν πάντοτε ούτω πλήρεις ύδατος
+[διότι η ώρα του έτους (Οκτώβριος μην) δεν ήτο κατάλληλος προς
+άρδευσιν της πεδιάδος], αλλ' ότι ο βασιλεύς, θέλων ήδη να
+παρεμβάλη πολλά προσκόμματα εις την πορείαν των Ελλήνων, είχεν
+απολύση το ύδωρ εις την πεδιάδα.
+
+Πορευόμενοι δε έφθασαν εις τα χωρία, από τα οποία υπέδειξαν οι
+οδηγοί ότι ηδύναντο να λάβουν τροφάς, και εις τα οποία υπήρχε
+πολύς σίτος και οίνος εκ φοινίκων, από τους αυτούς καρπούς δε
+και όξος βρασμένον.
+
+Εκ των καρπών δ' αυτών οι μεν κατωτέρας ποιότητος, όμοιοι προς
+εκείνους τους οποίους ανευρίσκει τις και εις την Ελλάδα, ήσαν
+προωρισμένοι διά τους υπηρέτας, οι δε εκλεκτοί διά τους κυρίους
+των, θαυμάσιοι κατά το κάλλος και το μέγεθος, χρώματος δε ως το
+του ηλέκτρου. Εκ των οποίων και ουκ ολίγοι ξηραινόμενοι
+εχρησίμευαν ως τραγήματα (ξηροί καρποί) μετά το φαγητόν. Είτε
+δε μόνοι των είτε συνοδευόμενοι και από οίνον οι ξηροί αυτοί
+καρποί, αν και γλυκύτατοι την γεύσιν, επροξένουν πάντοτε,
+τρωγόμενοι, κεφαλαλγίαν.
+
+Ενταύθα πρώτην φοράν έφαγαν οι στρατιώται από τον μυελόν
+&(μελούδι)& του φοίνικος, εθαύμασαν δε οι περισσότεροι εξ αυτών
+το είδος και την εντελώς ξεχωριστήν αυτού γλυκύτητα. Ως οι
+ξηροί καρποί δε και ούτος επροξένει κεφαλαλγίαν εις τον
+τρώγοντα. Ο δε φοίνιξ εκείνος, από του οποίου ήθελεν αφαιρεθή ο
+μυελός, όλος εξηραίνετο.
+
+Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις. Και εκ μέρους του μεγάλου
+βασιλέως ήλθεν ο Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως
+και άλλοι τρεις Πέρσαι. Ηκολούθουν δε και δούλοι πολλοί. Αφού
+δε τους προϋπάντησαν οι στρατηγοί των Ελλήνων, πρώτος ο
+Τισσαφέρνης έλεγε διά διερμηνέως τα εξής:
+
+«Εγώ, ω άνδρες Έλληνες, γειτονεύω με την Ελλάδα (ως γνωρίζετε),
+και επειδή σας είδα να περιέλθετε εις πολλάς αμηχανίας, ενόμισα
+ότι μου παρουσιάζετο ήδη μοναδική ευκαιρία να καταβάλω πάσαν
+δυνατήν προσπάθειαν όπως ζητήσω και λάβω παρά του βασιλέως την
+άδειαν να σας επαναφέρω και πάλιν σώους εις την πατρίδα σας,
+φρονών ότι ηθέλετε μ' ευγνωμονή διά τούτο τόσον σεις, όσον και
+πάσα η άλλη Ελλάς.
+
+»Τοιαύτα λοιπόν φρονών παρεκάλουν τον βασιλέα λέγων ότι
+εδικαιούμην να λάβω παρ' αυτού τοιαύτην χάριν, διότι εγώ ήμην
+εκείνος, όστις τον ειδοποίησα πρώτος ότι εκστρατεύει ο Κύρος
+εναντίον του, και εγώ ήμην επίσης εκείνος, όστις, ευθύς ως τον
+ειδοποίησα περί της εκστρατείας, πρώτος του παρέσχον την
+βοήθειάν μου, εκ των απέναντι δε των Ελλήνων παραταχθέντων κατά
+την μάχην μόνος εγώ δεν έφυγα, αλλά τρέξας ηνώθην με τον
+στρατόν του βασιλέως εις το στρατόπεδόν σας, όπου ούτος ήλθεν,
+αφού εφόνευσε τον Κύρον και αφού τους μετά του Κύρου
+πολεμούντας Πέρσας έτρεψεν εις φυγήν με αυτούς εδώ, τους
+οποίους τώρα βλέπετε πλησίον μου και οίτινες είναι πιστότατοι
+και αφωσιωμένοι καθ' όλα εις αυτόν.
+
+»Και περί όλων μεν αυτών μου υπέσχετο ότι θα σκεφθή. Με
+διέτασσε δε, αφού έλθω προς σας, να σας ερωτήσω διά ποίον λόγον
+εκστρατεύσατε εναντίον του. Σας συμβουλεύω, λοιπόν, να του
+απαντήσετε μετριοπαθώς, και τούτο, διά να ημπορέσω ευκολώτερον
+να επιτύχω καλόν τι παρ' αυτού υπέρ της υποθέσεώς σας».
+
+Αφού είπε ταύτα, οι Έλληνες παραμερίσαντες ολίγον
+συνεσκέπτοντο. Επ' ονόματι δε αυτών απήντησεν ο Κλέαρχος ως
+εξής: «Ημείς ούτε συνήλθομέν ποτε επί τω σκοπώ να πολεμήσωμεν
+τον βασιλέα, ούτε καν εφαντάσθημεν ότι εκστρατεύοντες με τον
+Κύρον εβαδίζαμεν κατά του βασιλέως. Διότι, όπως και συ πολύ
+καλά γνωρίζεις, πολλάς προφάσεις εύρισκεν ούτος (ο Κύρος) καθ'
+οδόν, ίνα και υμάς καταλάβη απροετοιμάστους (προς μάχην) και
+ημάς οδηγήση εις τούτο εδώ το μέρος.
+
+»Όταν όμως, επί τέλους, είδαμεν να περιέρχεται ο Κύρος εις πολύ
+δύσκολον θέσιν, ησχύνθημεν και θεούς και ανθρώπους να φανώμεν
+προδόται προς αυτόν, ενώ πρωτήτερα με τόσην προθυμίαν εδεχόμεθα
+τας ευεργεσίας του.
+
+»Αφού δε απέθανεν ο Κύρος, ούτε εσκέφθημέν ποτε να
+διεκδικήσωμεν την βασιλικήν εξουσίαν από τον βασιλέα, ούτε ποτέ
+είχαμεν καμμίαν αφορμήν, ένεκα της οποίας ηθέλαμεν να βλάψωμεν
+την χώραν του, πολύ δε ολιγώτερον να τον φονεύσωμεν, θα
+ηθέλαμεν δε μόνον να επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας, εάν δεν
+ήθελε κανείς μας ενοχλήση.
+
+»Εάν όμως επιτεθή τις εναντίον μας, θα προσπαθήσωμεν και ημείς
+με την βοήθειαν των Θεών να τον εκδικηθώμεν. Αλλ' εάν και είς
+μόνος υπάρχη, όστις θα ήθελε να μας ευεργετήση, ακόμη και
+τούτου δεν θέλομεν φανή κατώτεροι, αντευεργετούντες αυτόν με
+κάθε τρόπον».
+
+Και ο μεν Κλέαρχος ούτως ωμίλησεν. Ακούσας δε ταύτα ο
+Τισσαφέρνης απήντησεν ως εξής: «Όσα μου είπατε θέλω διαβιβάση
+εις τον βασιλέα, και εις σας πάλιν θέλω διαβιβάση όσα εις
+απάντησίν σας ήθελε μου παραγγείλη ούτος. Έως ότου δε εγώ
+επιστρέψω, ας κρατή ειρήνη μεταξύ μας, θέλομεν δε σας παράσχη
+κάθε ευκολίαν προς προμήθειαν τροφών».
+
+Και την μεν ακόλουθον ημέραν ο Τισσαφέρνης δεν ήλθε, πράγμα τα
+οποίον ενέβαλεν εις ανησυχίαν τους Έλληνας. Την τρίτην όμως
+ελθών είπεν ότι, αφού διεπραγματεύθη το ζήτημα μετά του
+βασιλέως, έρχεται ήδη έχων την άδειαν παρ' αυτού πώς να επιτύχη
+την επιστροφήν των Ελλήνων εις τας πατρίδας των, αν και πολλοί
+εκ των περί τον βασιλέα είχαν εις τούτο όλως εναντίαν γνώμην,
+ότι δηλαδή δεν θα ήτο πρέπον εις ένα βασιλέα ν' αφήση ούτω
+ελευθέρους εκείνους, οίτινες εξεστράτευσαν εναντίον του.
+
+Τέλος δε είπε: «Και τώρα σας είναι πλέον επιτετραμμένον
+(δύνασθε) να βασισθήτε εις τον λόγον μας, ότι πράγματι κατά την
+μέχρι της πατρίδος σας πορείαν θα σας παράσχωμεν εντελώς
+φιλικήν την χώραν και χωρίς κανένα δόλον θα σας οδηγήσωμεν
+μέχρι της Ελλάδος, παρέχοντες τακτικώς τρόφιμα προς αγοράν εις
+τον στρατόν σας. Όπου δε δεν θα ήτο δυνατόν ν' αγοράσετε
+τοιαύτας, θα σας επιτρέψωμεν να λαμβάνετε τα προς τροφήν σας εκ
+της χώρας.
+
+»Σεις δε εξ άλλου είναι ανάγκη να μας ορκισθήτε ότι πράγματι θα
+βαδίζετε ως διά μέσου χώρας φιλικής, χωρίς ουδεμίαν να
+προξενήσετε ζημίαν ή ουδένα να βλάψετε εις τον δρόμον σας,
+προμηθευόμενοι τροφάς ή ποτά, καθ’ ήν περίπτωσιν δεν θα ήναι
+δυνατόν ημείς αυτοί να σας παρέχωμεν τοιαύτας προς αγοράν. Εάν
+όμως σας παρουσιάζωμεν τροφάς, θα προμηθεύεσθε τα προς
+διατροφήν του στρατού σας αναγκαία αγοράζοντες».
+
+Αφού παρεδέχθησαν ταύτα οι Έλληνες, ωρκίσθησαν και έδωκαν τας
+δεξιάς των εις τους Έλληνας στρατηγούς και λοχαγούς ο
+Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως, λαβόντες και
+αυτοί τας των Ελλήνων (εις πίστωσιν των όρκων των).
+
+Μετά ταύτα δε ο Τισσαφέρνης, είπε: «Και τώρα μεν λοιπόν εγώ
+απέρχομαι προς τον βασιλέα, ευθύς δε ως τελειώσω τας υποθέσεις
+μου (άμα ως επιτύχω όσα χρειάζομαι), θα επανέλθω, διά να
+προετοιμασθώ, όπως σάς μεν οδηγήσω εις την Ελλάδα, εγώ δε
+απέλθω εις την έδραν της, ην εξουσιάζω, επαρχίας μου».
+
+
+
+Κεφάλαιον τέταρτον
+
+
+
+Μετά ταύτα επερίμεναν τον Τισσαφέρνην και οι Έλληνες και ο
+Αριαίος, εστρατοπεδευμένοι πλησίον αλλήλων επί είκοσι και πλέον
+ημέρας. Κατά το διάστημα δε αυτό έρχονται εις τον Αριαίον και
+οι αδελφοί του και όλοι όσοι (του) ήσαν αναγκαίοι, επίσης δε
+καί τινες εκ των Περσών (έρχονται) εις τους συντρόφους του,
+οίτινες (Πέρσαι) ενεθάρρυναν και υπέσχοντο είς τινας επ'
+ονόματι του βασιλέως, ότι δεν θα μνησικακήση ούτος κατ' αυτών
+διά την μετά του Κύρου εκστρατείαν των, ουδέ δι' οιονδήποτε
+άλλο εξ όσων μέχρι τούδε συνέβησαν.
+
+Εφ' όσον δε εγίνοντο ταύτα, οι περί τον Αριαίον εφωρώντο
+ελάχιστα προσέχοντες (λαμβάνοντες υπ' όψει) τους Έλληνας. Διά
+τον λόγον δε τούτον και οι περισσότεροι των Ελλήνων ήσαν μαζή
+των δυσηρεστημένοι, προσερχόμενοι δε εις τον Κλέαρχον και εις
+τους άλλους στρατηγούς έλεγαν:
+
+«Τις ο λόγος, δι' ον εξακολουθούμεν ακόμη να μένωμεν ενταύθα; Ή
+μήπως τάχα δεν γνωρίζομεν ότι με κάθε τρόπον θα προσπαθήση ο
+βασιλεύς να μας καταστρέψη, διά να εμπνεύση και εις τους άλλους
+Έλληνας τον φόβον να μην εκστρατεύουν πλέον του λοιπού εναντίον
+του μεγάλου βασιλέως; Και τώρα μεν απαιτεί από ημάς να μένωμεν
+εδώ, επειδή ο στρατός του έχει ήδη διασκορπισθή. Όταν όμως
+συναθροισθή πάλιν, τίποτε δεν θα τον εμποδίση να επιτεθή
+εναντίον μας.
+
+Ίσως δε (ταύτην την στιγμήν) κάπου εδώ ανασκάπτει τάφρον ή
+ανεγείρει τείχος (οχυρώνει), διά να μας εμποδίση την προς τα
+πρόσω πορείαν μας. Διότι βεβαίως ποτέ δεν θα θελήση εκουσίως
+του (ποτέ δεν θα συγκατανεύση), επιστρέφοντες εις την Ελλάδα,
+ν' αναγγείλωμεν ότι ημείς, αν και είμεθα τόσον ολίγοι,
+ενικήσαμεν τον βασιλέα μέσα εις την χώραν του και, αφού τον
+ενεπαίξαμεν ούτω νικηθέντα, επεστρέψαμεν εις την πατρίδα μας».
+
+Ο δε Κλέαρχος εις τους λέγοντας ταύτα απεκρίθη τα εξής: «Κ'
+εγώ, όπως σεις, έχω υπ' όψει όλα όσα μου είπατε. Σκέπτομαι όμως
+ότι, εάν αναχωρήσωμεν τώρα (χωρίς την θέλησιν του βασιλέως), θα
+φανώμεν ότι αναχωρούμεν ως εχθροί του (με τον σκοπόν αργότερα
+να τον πολεμήσωμεν) και ότι ενεργούμεν παρά τας συνθήκας. Εκτός
+τούτου, πρώτον μεν κανείς δεν θα μας φέρη τροφάς διά να
+αγοράσωμεν, ουδέ θα εύρωμεν κανέν μέρος, διά να προμηθευθώμεν
+τοιαύτας. Εξ άλλου δε δεν θα έχωμεν κανένα να μας οδηγήση κατά
+την οδοιπορίαν μας. Συγχρόνως δε, εάν τοιαύτας λάβωμεν
+αποφάσεις, οποίας σεις προ ολίγου αναφέρατε, αμέσως ο Αριαίος
+ήθελεν αποσκιρτήση εις το εχθρικόν στρατόπεδον. Ούτω δε, όχι
+μόνον κανείς πλέον φίλος δεν θα μας απομείνη, αλλά θα κηρυχθούν
+εχθροί μας και όλοι οι μέχρι τούδε φίλοι μας.
+
+»Εάν δε υπάρχη και κανείς άλλος, εκτός του Ευφράτου, ποταμός,
+τον οποίον πρέπει (θα έπρεπε) να διαβώμεν, δεν ηξεύρω. Ως προς
+τον Ευφράτην όμως τούτον, όλοι γνωρίζομεν ότι δεν δυνάμεθα να
+τον διαβώμεν, εάν τυχόν ήθελαν μας εμποδίση οι πολέμιοι. Εάν δε
+παρίστατο ανάγκη να πολεμήσωμεν, στερούμεθα συμμάχου ιππικού,
+ενώ οι πλείστοι των εχθρών μας είναι ιππείς και μάλιστα
+αξιόλογοι. Ώστε, εάν μεν ηθέλαμεν νικήση, θα ενικώμεν χωρίς
+κανένα να φονεύσωμεν. Εάν δε ηθέλαμεν νικηθή, κανείς από ημάς
+δεν θα εσώζετο (12).
+
+»Εγώ μεν λοιπόν, εάν έχη ο βασιλεύς, του οποίου τόσον πολλαί
+είναι (ως γνωρίζετε) αι συμμαχικαί δυνάμεις, να μας καταστρέψη,
+δεν γνωρίζω διά ποίον λόγον θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να
+ορκισθή και να ομολογήση επισήμως πίστιν προς ημάς, κατόπιν δε
+να φανή επίορκος εις τους Θεούς και τον δοθέντα περί πίστεως
+και φιλίας λόγον του ενώπιον Ελλήνων και Περσών να μη τηρήση».
+Και άλλα πολλά τοιαύτα έλεγεν (ο Κλέαρχος).
+
+Εν τω μεταξύ δε τούτω ήλθεν ο Τισσαφέρνης με τον στρατόν του,
+σκοπεύων δήθεν να επιστρέψη εις την χώραν του, και ο Ορόντας,
+διευθυνόμενος με τον στρατόν του και αυτός εις Αρμενίαν,
+γαμβρός δε επί θυγατρί του βασιλέως.
+
+Εντεύθεν δε, προηγουμένου του Τισσαφέρνους και παρέχοντος
+τροφάς προς αγοράν διά τους Έλληνας, επορεύοντο. Συνεπορεύετο
+δε και ο Αριαίος, έχων τον βαρβαρικόν στρατόν του Κύρου, μαζή
+με τον Τισσαφέρνην και Ορόνταν, συστρατοπεδευόμενος δε με τον
+στρατόν των.
+
+Οι δ' Έλληνες, υποπτεύοντες αυτούς, επροχώρουν μόνοι των,
+έχοντες ιδίους οδηγούς. Οσάκις δ' εστρατοπέδευον, απείχον
+πάντοτε αλλήλων ένα παρασάγγην και ολιγώτερον. Και ως να ήσαν
+εχθροί εφυλάσσοντο ο είς από τον άλλον. Εννοείται δε ότι και
+τούτο τους ενέβαλεν εις όχι ολίγην υποψίαν μεταξύ των.
+
+Κάποτε δε και συνέβαινεν, ενώ συνέλεγαν ξύλα από το ίδιον μέρος
+ή χόρτα ή άλλα παρόμοια, ν' αλληλοδέρνωνται αμειλίκτως, ώστε
+και τούτο ν' αποτελή μίαν πάρα 'πάνω αφορμήν προς έχθραν.
+
+Διελθόντες δε τρεις σταθμούς έφθασαν εις το καλούμενον τείχος
+της Μηδίας, το οποίον και επέρασαν. Ήτο δε οικοδομημένον το
+τείχος τούτο με ψημένας πλίνθους, συνδεομένας με άσφαλτον, έχον
+πλάτος μεν είκοσι ποδών, ύψος δε εκατόν. Το μήκος του δε
+(διήκον από του Ευφράτου μέχρι του Τίγρητος) ελέγετο ότι ήτον
+είκοσι παρασαγγών. Και απείχεν όχι πολύ της Βαβυλώνος.
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας οκτώ. Και
+διέβησαν δύο διώρυγας, την μίαν μεν επί γεφύρας, την άλλην δε
+επί επτά προς άλληλα συνδεδεμένων (εζευγμένων) πλοίων. Ήρχιζαν
+δε αύται από του Τίγρητος ποταμού. Και εξ αυτών πάλιν, εις
+διάφορα αυτών σημεία, διηνοίγοντο τάφροι προωρισμέναι προς
+ποτισμόν της χώρας, εξ ων αι μεν πρώται ήσαν μεγάλαι, αι δε
+κατόπιν μικρότεραι. Τέλος δε υπήρχον και μικροί οχετοί
+&(αυλάκια)&, όπως οι εν Ελλάδι χρησιμεύοντες προς ποτισμόν των
+αραβοσιτοσπάρτων αγρών. Και φθάνουν εις τον Τίγρητα ποταμόν,
+πλησίον του οποίου ήτο πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος,
+ονομαζομένη Σιττάκη, απέχουσα από τον ποταμόν δέκα πέντε
+στάδια.
+
+Οι μεν Έλληνες λοιπόν κατεσκήνωσαν παρ' αυτήν, πλησίον κήπου
+μεγάλου και ωραίου και καταφύτου από παντός είδους δένδρα, οι
+δε Πέρσαι είχαν διέλθη τον Τίγρητα και δεν εφαίνοντο πλέον.
+
+Μετά το γεύμα δε ο Πρόξενος και ο Ξενοφών έτυχε να περιπατούν
+προ του μέρους, εις το οποίον είχαν καταθέση τα όπλα, (έξωθεν
+των όπλων). Ότε πλησιάσας άνθρωπός τις ηρώτησε τους προφύλακας
+πού δύναταί τις να ίδη τον Πρόξενον ή τον Κλέαρχον. Τον Μένωνα
+εν τούτοις δεν εζήτει, αν και ο άνθρωπος εκείνος ήρχετο εκ
+μέρους του Αριαίου, όστις ήτο φίλος του Μένωνος.
+
+Αφού δε ο Πρόξενος του απεκρίθη: «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον
+ζητείς», ο άνθρωπος αυτός του είπε τα εξής: «Με απέστειλεν ο
+Αριαίος και ο Αρτάοζος, πιστοί φίλοι του Κύρου, ευνοϊκώς δε
+διακείμενοι προς σας, οίτινες σας συνιστούν να προφυλάττεσθε
+μήπως επιτεθούν εναντίον σας την νύκτα οι βάρβαροι. Υπάρχει δε
+στρατός πολύς εντός του πλησίον κειμένου κήπου.
+
+»Και σας συνιστούν ακόμη ν' αποστείλετε φρουράν εις την γέφυραν
+του Τίγρητος ποταμού, διότι σκοπεύει ο Τισσαφέρνης να την
+καταστρέψη, αν ημπορή, την νύκτα, διά να μη διαβήτε, αλλά να
+αποκλεισθήτε μεταξύ του ποταμού και της διώρυγος».
+
+Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί τον οδηγούν εις τον Κλέαρχον και
+του ανακοινούν όσα τους είπεν. Ο δε Κλέαρχος, αφού τους
+ήκουσεν, εταράχθη πολύ και εφοβείτο.
+
+Κάποιος δε νεανίας εκ των παρευρισκομένων εκεί, εννοήσας καλώς
+περί τίνος επρόκειτο, είπεν ότι «είναι εντελώς ανακόλουθα
+(αντιφατικά προς άλληλα) το να επιτεθούν και να καταστρέψουν
+ταυτοχρόνως και την γέφυραν. Διότι πας τις αντιλαμβάνεται ότι,
+επιτιθέμενοι καθ' ημών, ή θα νικήσουν, κατ' ανάγκην, ή θα
+νικηθούν. Και εάν μεν νικήσουν, ποίος ο λόγος να καταστρέψουν
+την γέφυραν; Διότι, και εάν πολλαί γέφυραι υπάρχουν, δεν θα ήτο
+δυνατόν πλέον να εύρωμεν μέρος εις το οποίον, καταφυγόντες, να
+σωθώμεν.
+
+»Εάν δε νικήσωμεν ημείς, τότε, καταστρεφομένης της γεφύρας, δεν
+θα έχουν αυτοί μέρος, εις το οποίον, καταφυγόντες, να σωθούν.
+Ουδέ θα ήναι δυνατόν εν τοιαύτη περιπτώσει να τους βοηθήση
+κανείς εκ των πέραν του ποταμού ευρισκομένων βαρβάρων, εκ των
+οποίων πάντως θα μένουν εκείσε ουκ ολίγοι».
+
+Ακούσας δε ο Κλέαρχος ταύτα, ηρώτησε τον απεσταλμένον: «Πόση
+είναι η έκτασις της μεταξύ του Τίγρητος και της διώρυγος
+ευρισκομένης χώρας». Ούτος δε είπεν: «ότι είναι πολλή και ότι
+υπάρχουν εν αυτή και κώμαι και πολλαί και μεγάλαι πόλεις».
+
+Εγνώσθη όμως τότε, ότι οι βάρβαροι έστειλαν τον άνθρωπον αυτόν
+από σκοπού, φοβούμενοι μήπως οι Έλληνες, διελθόντες την
+γέφυραν, μείνουν εν τη (υπό του Τίγρητος και των διωρύγων
+σχηματιζομένη) νήσω, έχοντες οχυρώματα αφ' ενός μεν τον
+Τίγρητα, αφ' ετέρου δε την διώρυγα, λαμβάνουν δε τα προς τροφήν
+αναγκαία εκ της εν τω μέσω χώρας, ήτις και αρκετή είναι και
+εύφορος, και εκ των εν αυτή οικούντων καλλιεργητών της. Εκτός
+τούτου, ηδύνατο να χρησιμεύση (η νήσος αύτη) και ως ορμητήριον,
+από του οποίου να ενοχλή (βλάπτη) κανείς τον βασιλέα.
+
+Μετά ταύτα δε ανεπαύοντο. Εις την γέφυραν όμως απέστειλαν
+φρουράν προς φύλαξιν, αλλ' από κανέν μέρος ούτε κανείς επετέθη
+κατά των Ελλήνων, ούτε προς την γέφυραν ήλθε κανείς εκ των
+εχθρών, ως εβεβαίωσαν (την επαύριον) οι φύλακες.
+
+Άμα δε εξημέρωσε, διέβαιναν με όσον το δυνατόν περισσότεραν
+προφύλαξιν την γέφυραν, κατασκευασμένην διά τριάκοντα επτά
+συνδεδεμένων προς άλληλα πλοίων. Διότι μερικοί των μετά του
+Τισσαφέρνους Ελλήνων τους ειδοποίησαν (αίφνης) ότι οι εχθροί
+έχουν σκοπόν να επιτεθούν κατ' αυτών, ενώ διαβαίνουν την
+γέφυραν. Αλλά ταύτα μεν ήσαν ψευδή. Ενώ όμως διέβαιναν, εφάνη
+προ αυτών μέ τινας άλλους ο Γλους, παρατηρών, αν (πράγματι)
+διαβαίνουν τον ποταμόν. Αφού δε είδεν, επέστρεψε δρομαίως εις
+το βασιλικόν στρατόπεδον).
+
+Από δε του Τίγρητος ποταμού επορεύθησαν σταθμούς τέσσαρας,
+παρασάγγας είκοσι και φθάνουν εις τον Φύσκον ποταμόν, έχοντα
+πλάτος ενός πλέθρου, και επ' αυτού γέφυραν. Και ενταύθα
+κατοικείτο πόλις μεγάλη ονομαζομένη Ώπις, πλησίον της οποίας
+απήντησε τους Έλληνας ο νόθος αδελφός του Κύρου και Αρταξέρξου,
+φέρων από τα Σούσα και Εκβάτανα στρατόν πολύν, διά να βοηθήση
+τον βασιλέα. Ούτος, σταματήσας τον στρατόν του, εθεώρει
+διαβαίνοντας τους Έλληνας.
+
+Ο δε Κλέαρχος ωδήγει τον στρατόν εις δύο (διηρημένον), και
+άλλοτε μεν επορεύετο, άλλοτε δε ίστατο. Όσον δε χρόνον ίστατο η
+πρωτοπορεία του στρατεύματος, τοσούτον χρόνον ήτον ανάγκη να
+ίσταται και όλον το στράτευμα. Ώστε και εις αυτούς τους Έλληνας
+να φανή ο στρατός πάρα πολύς, και ο Πέρσης εκείνος να θεωρή
+αυτόν με θαυμασμόν.
+
+Εντεύθεν δ' επορεύθησαν διά της Μηδίας σταθμούς ερήμους έξ,
+παρασάγγας τριάκοντα και φθάνουν εις τας κώμας της Παρυσάτιδος,
+της μητρός του Κύρου και του βασιλέως. Ταύτας ο Τισσαφέρνης,
+προς καταφρόνησιν του Κύρου, επέτρεψεν εις τους Έλληνας να τας
+διαρπάσουν, χωρίς όμως να προβούν και εις εξανδραποδισμόν των
+κατοίκων. Υπήρχε δ' εκεί πολύς σίτος και πρόβατα και άλλα
+χρήσιμα πράγματα.
+
+Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμούς ερήμους τέσσαρας, παρασάγγας
+είκοσιν, έχοντες αριστερά τον Τίγρητα ποταμόν. Εις δε τον
+πρώτον σταθμόν, πέραν του ποταμού, κατωκείτο πόλις μεγάλη και
+πλουσία, ονομαζομένη Καιναί, από την οποίαν οι βάρβαροι
+μετέφεραν επί σχεδίων κατασκευασμένων από δέρματα άρτους,
+τυρούς και οίνον.
+
+
+
+Κεφάλαιον πέμπτον
+
+
+
+Μετά ταύτα φθάνουν εις τον Ζαπάταν ποταμόν, έχοντα πλάτος
+τεσσάρων πλέθρων, όπου και έμειναν ημέρας τρεις. Κατά το
+διάστημα δ' αυτό υπήρχαν μεν υποψίαι τινες (περί εμφανίσεως του
+εχθρού), ουδεμία όμως εφαίνετο φανερά κατ' αυτών επιβουλή.
+
+Έκρινε, λοιπόν, καλόν ο Κλέαρχος να έλθη εις συνεννόησιν με τον
+Τισσαφέρνην, διά να ίδη αν ήτο δυνατόν να παύσουν οπωσδήποτε αι
+υποψίαι αύται, πριν ή ακόμη γείνη ένεκα τούτων πόλεμος.
+Απέστειλε, λοιπόν, κάποιον να του είπη ότι είναι απόλυτος
+ανάγκη να του ομιλήση. Ο δέ Τισσαφέρνης προθυμότατα του
+παρήγγειλε να έλθη (εις συνάντησίν του).
+
+Αφού δε συνηντήθησαν, είπεν ο Κλέαρχος τα εξής: «Εγώ, ω
+Τισσαφέρνη, γνωρίζω μεν πολύ καλά ότι έχουν γείνη μεταξύ μας
+όρκοι και ότι αντηλλάγησαν αμοιβαίως λόγοι πίστεως και φιλίας
+ότι ποτέ δεν θ' αδικήση ο είς τον άλλον. Εν τούτοις, και σέ
+βλέπω να φυλάττεσαι από ημάς, ως εάν ήμεθα εχθροί σου, και
+ημείς, βλέποντες ταύτα, αντιφυλαττόμεθα επίσης.
+
+»Επειδή δε δεν δύναμαι διόλου να φαντασθώ ότι συ προσπαθείς να
+μας βλάψης, εγώ δε εξ άλλου είμαι εις θέσιν να σε διαβεβαιώσω
+ότι και ημείς ουδέποτε εσκέφθημεν τοιούτο τι εναντίον σας,
+ενόμισα καλόν να συνεννοηθώ μαζή σου πώς θα κατορθώσωμεν επί
+τέλους ν' απομακρύνωμεν &(να βγάλουμε απ' τη μέση)& την μεταξύ
+μας κρατούσαν δυσπιστίαν.
+
+»Διότι εγνώρισα όχι ολίγους έως τώρα ανθρώπους, οίτινες, άλλοι
+μεν εκ διαβολών, άλλοι δε εξ υποψιών φοβούμενοι αλλήλους,
+θέλοντες όμως και να προλάβουν πριν ή ακόμη αυτοί πάθουν
+τίποτε, επροξένησαν ανηκέστους συμφοράς εις ανθρώπους, οίτινες
+ούτε εσκέφθησαν ποτέ, ούτε ποτέ ηθέλησαν να βλάψουν αυτούς και
+εις το ελάχιστον.
+
+»Φρονών, λοιπόν, ότι αι τοιαύται αφροσύναι (καχυποψίαι)
+δύνανται να παύσουν, προ πάντων διά των απ' ευθείας
+συνεννοήσεων, ήλθα προς σε με την πρόθεσιν να σου αποδείξω ότι
+σφάλλεσαι μη εμπιστευόμενος εις ημάς.
+
+«Διότι πρώτος μεν και σπουδαιότατος λόγος, δι ον εμποδιζόμεθα
+να ήμεθα πλέον πολέμιοι προς αλλήλους, είναι οι προς τους Θεούς
+δοθέντες όρκοι. Όστις δε εκ των δύο μας ελέγχεται από την
+συνείδησίν του ότι κατεπάτησε τους όρκους τούτους, ούτος, κατ'
+εμέ, δεν θα ημπορέση ποτέ να ευτυχήση. Διότι δεν γνωρίζω ούτε
+πώς θα ηδύνατό τις να αποφύγη την τιμωρίαν των Θεών, με
+οποιανδήποτε και αν φεύγη ταχύτητα, ούτε εις ποίον σκοτεινόν
+μέρος θα ηδύνατο να ζητήση καταφύγιον, ούτε πώς, έστω και εντός
+οχυρωτάτου ακόμη τόπου, να προφυλαχθή. Διότι πανταχού τα πάντα
+είναι εις την εξουσίαν των Θεών και πανταχού επί πάντων εξ ίσου
+δεσπόζουν οι Θεοί.
+
+»Όσον μεν αφορά, λοιπόν, τους Θεούς και τους όρκους, τοιαύτην
+έχω γνώμην. Προ των Θεών δ' αυτών και κατεθέσαμεν (ως αφιέρωμά
+τι) την φιλίαν την οποίαν προς αλλήλους ωμολογήσαμεν. Εξ όλων
+δε των ανθρωπίνων αγαθών σε νομίζω εγώ ως το μεγαλήτερον, του
+οποίου ηδυνάμεθα να τύχωμεν εις τας παρούσας περιστάσεις.
+
+»Διότι με σε μεν (με την βοήθειάν σου), όλη μεν η διανυθησομένη
+οδός θα ήναι εύκολος, κάθε δε ποταμός διαβατός, ουδεμίαν δε θα
+αισθανθώμεν έλλειψιν τροφίμων. Χωρίς σε δε, όλη μεν η οδός θα
+είναι σκοτεινή &(άραχλη και μαύρη),& διότι μας είναι άγνωστη
+εντελώς, κάθε δε ποταμός δυσκολοδιάβατος, κάθε λαός δε φοβερός,
+και φοβερωτέρα όλων η ερημία. Διότι θα συνοδεύεται αύτη πάντοτε
+από στερήσεις των προς συντήρησίν μας αναγκαίων.
+
+»Εάν δε και, καταληφθέντες ποτέ από μανίαν, ηθέλαμεν σε φονεύση
+καθ' οδόν, τι άλλο ηθέλαμεν πράξη ή, φονεύοντες τον ευεργέτην
+μας, να απεκδυθώμεν εις αγώνα πάλης προς τον εν ακμαιότητι
+δυνάμεων αναμένοντα πάντοτε να μας εκδικηθή μέγαν βασιλέα;
+Ποίων δε και πόσων ελπίδων ήθελον στερηθή, εάν απεπειρώμην,
+έστω και κατά τι, να σε βλάψω, περί τούτου θα σου ομιλήσω
+αμέσως.
+
+Εάν επεθύμησά ποτε να γείνη φίλος μου ο Κύρος, έπραξα τούτο,
+διότι ενόμιζα ότι ήτον ούτος τότε ο ικανώτερος να ευεργετή
+οιονδήποτε ήθελε. Σήμερα όμως βλέπω ότι έχεις υπό την εξουσίαν
+σου και τον στρατόν του Κύρου και την χώραν του, ότι διασώζεις
+πλέον την Αρχήν σου και ότι την βασιλικήν (στρατιωτικήν)
+δύναμιν, την οποίαν μετεχειρίζετο ως εχθράν του ο Κύρος, ταύτην
+έχεις συ τώρα σύμμαχόν σου.
+
+» Ενώ, λοιπόν, ούτως έχουν τα πράγματα, τις θα ήναι τόσον
+παράφρων, ώστε να μη θέλη να ήναι φίλος σου; Αλλ' εγώ θα σου
+είπω ακόμη και το εξής, εκ του οποίου ελπίζω ότι και συ ο ίδιος
+θα θελήσης να ήσαι φίλος μας:
+
+»Γνωρίζω καλώς ότι οι κάτοικοι της Μυσίας σας είναι
+ενοχλητικοί. Αυτούς, λοιπόν, νομίζω ότι μ' αυτήν την δύναμιν,
+που διαθέτω σήμερον, θα ηδυνάμην, προς χάριν σας, να ταπεινώσω.
+Μανθάνω δε ότι και οι κάτοικοι της Πισιδίας και πολλοί άλλοι
+λαοί ακόμη σας είναι ενοχλητικοί επίσης. Αλλά και τούτους φρονώ
+ότι δύναμαι να αναγκάσω να μην ενοχλούν πλέον την ευδαιμονίαν
+της χώρας σας. Τους δ' Αιγυπτίους, κατά των οποίων γνωρίζω ότι
+είσθε ήδη είπερ ποτέ εξωργισμένοι, δεν βλέπω με ποίαν άλλην
+συμμαχικήν δύναμιν θα ηδύνασθε να τους τιμωρήσητε καλλίτερον,
+παρά με αυτήν την οποίαν έχω τώρα εις την διάθεσίν μου.
+
+»Αλλά και μεταξύ των κατοικούντων περί την χώραν σου λαών εάν
+μεν ήθελες να ήσαι εις οιονδήποτε εξ αυτών φίλος, θα του ήσο
+όσον το δυνατόν μέγιστος (φίλος ισχυρότατος). Εάν δε κανείς εξ
+αυτών σε ηνώχλει, θα τον μετεχειρίζεσο ως κύριος και δεσπότης,
+έχων βοηθούς σου και ημάς, οίτινες δεν θα σε υπηρετούμεν μόνον
+διότι μας μισθοδοτείς, αλλά και διότι θα σου οφείλωμεν &(θα σου
+γνωρίζωμεν)& δικαιοτάτην χάριν, επειδή μας έσωσες.
+
+»Εις εμέ, λοιπόν, πάντα ταύτα αναλογιζόμενον, θα εφαίνετο τόσον
+παράδοξον να μην έχης πίστιν εις ημάς, ώστε και με μεγάλην μου
+ευχαρίστησιν θα ήκουα το όνομα εκείνου, όστις είναι τόσον εις
+το λέγειν δυνατός, ώστε να σε πείση ότι αληθώς ημείς σε
+επιβουλεύομεν».
+
+Και, λοιπόν, ο μεν Κλέαρχος τοσαύτα είπεν. Ο δέ Τισσαφέρνης του
+απήντησεν ως εξής: «Αλλ' ευχαριστούμαι, ω Κλέαρχε, πολύ, ακούων
+σε τόσον φρονίμως ομιλούντα. Διότι, όταν έχης τοιαύτην (καλήν
+περί εμού) γνώμην, και εάν ποτε διανοηθής κακόν τι εναντίον
+μου, θα είχα υπ' όψει μου συγχρόνως ότι και εις τον εαυτόν σου
+θα ήθελες να φανής κακός. Διά να εννοήσης δε ότι αδίκως ηθέλατε
+φανή άπιστοι και εις τον βασιλέα και εις εμέ, άκουσε.
+
+»Εάν είχαμεν σκοπόν να σας καταστρέψωμεν, κατά τι θα μας
+εφαντάζεσθε υστερούντας: κατά το πλήθος των ιππέων ή κατά το
+πλήθος των πεζών ή κατά τον οπλισμόν, δι' ων όλων θα είμεθα εις
+θέσιν να σας βλάψωμεν, χωρίς ημείς ουδέν να πάθωμεν κακόν;
+
+Ή μήπως νομίζετε ότι στερούμεθα καταλλήλων (επικαίρων) μερών,
+διά να επιτεθώμεν εναντίον σας; Μη δεν είναι τόσαι και τόσαι
+πεδιάδες, ανήκουσαι εις τους συμμάχους μας, τας οποίας σεις με
+μεγάλους μόχθους θα διέλθετε; Μη δεν βλέπετε γύρω σας τόσα και
+τόσα όρη, τα οποία είσθε ηναγκασμένοι να υπερβήτε, τα οποία
+όμως μας είναι πάρα πολύ εύκολον, αφού τα προκαταλάβωμεν, να
+σας τα καταστήσωμεν όλως ανυπέρβατα; Μη δεν είναι ακόμη τόσοι
+και τόσοι ποταμοί, επί των οποίων θα ηδυνάμεθα ν' αποσπώμεν (να
+παραπλανώμεν) εκ του στρατού σας τόσους, όσους θα ηθέλαμεν να
+πολεμήσωμεν; (13) Τινάς εκ τούτων μάλιστα θα σας είναι απολύτως
+αδύνατον να διαβήτε, εάν δεν σας διευκολύνωμεν ημείς την
+διάβασίν των.
+
+»Εάν, εν τούτοις, και εις όλα αυτά αποτύχωμεν, έχομεν το πυρ,
+διά του οποίου δυνάμεθα να καταστρέψωμεν κάθε καρπόν της γης.
+Θα είχομεν, λοιπόν, την δύναμιν, τα πάντα κατακαίοντες, ν'
+αντιτάξωμεν ούτω καθ' υμών την πείναν, την οποίαν, όσον και αν
+ήσθε ανδρείοι, δεν θα δυνηθήτε ποτέ να πολεμήσητε (καταβάλετε).
+
+»Τόσα, λοιπόν, μέσα διαθέτοντες προς πόλεμον, χωρίς κανέν εξ
+αυτών να μας είναι επικίνδυνον, πως έπειτα εξ όλων τούτων (των
+μέσων) θα εξελέγομεν τον δι' επιβουλής εκείνον τρόπον (ον
+ανέφερες), όστις μόνον μεν αυτός ενώπιον των Θεών είναι
+ασεβέστατος, μόνος δε αυτός ενώπιον των ανθρώπων
+παναισχρότατος;
+
+»Είναι άξιον δε ανθρώπων εντελώς ανικάνων και αδεξίων,
+δεσμευομένων δε υπό της ανάγκης, προς δε και πονηρών, το να
+θέλη τις δι' επιορκίας προς τους Θεούς και δι' απιστίας προς
+τους ανθρώπους να πράττη τι (κατ' άλλου). Δεν είμεθα δα, ω
+Κλέαρχε, ημείς ούτε τόσον ασυλλόγιστοι, ούτε τόσον ηλίθιοι.
+
+»Αλλά διατί άρα γε, ενώ μας ήτο εύκολον να σας καταστρέψωμεν,
+δεν προέβημεν εις τούτο; Μάθε καλώς ότι αιτία τούτου είναι ο
+διακαής μου πόθος να φανώ φίλος εις τους Έλληνας πιστός. Με το
+ξενικόν δ' εκείνο στράτευμα, με το οποίον ανέβη (εξεστράτευσεν)
+ο Κύρος, εξαγοράσας την προς αυτόν εμπιστοσύνην του διά
+μισθοδοσιών, μ' αυτό τούτο τώρα θα καταβώ εγώ (θα κατέλθω εις
+τα παράλια) πανίσχυρος, κερδίζων την προς εμέ εμπιστοσύνην του
+δι' ευεργεσιών.
+
+»Εις πόσας μεν, λοιπόν, περιστάσεις δύνασθε να φανήτε χρήσιμοι
+εις εμέ, ωμίλησες. Μίαν μόνον παρέλειψες, την και μεγίστην, ην
+εγώ γνωρίζω, (την της καρδίας). Διότι την μεν επί της κεφαλής
+τιάραν μόνος ο βασιλεύς έχει το δικαίωμα να φορή ορθήν, την δε
+επί της καρδίας (δηλ. την βασιλικήν αυτής δύναμιν και τόλμην)
+ίσως και άλλος τις εξ υμών των παρευρισκομένων εδώ ηδύνατο
+ευπετώς (ακόπως) να φέρη».
+
+Αφού είπε ταύτα ο Τισσαφέρνης, νομίσας ο Κλέαρχος ότι
+ειλικρινώς πράγματι ωμίλησε, του είπε: «Λοιπόν, αφού υπάρχουν
+τόσοι σπουδαίοι λόγοι, διά να ήμεθα μεταξύ μας φίλοι, δεν
+πρέπει άρα όλοι εκείνοι, οίτινες προσεπάθησαν διά διαβολών να
+μας καταστήσουν πολεμίους, να καταδικασθούν εις θάνατον;»
+
+«Όσον μεν αφορά εμέ, είπεν ο Τισσαφέρνης, εάν θέλετε να έλθετε
+εδώ, στρατηγοί ομού και λοχαγοί, θα σου φανερώσω όλους
+εκείνους, οίτινες σε καταγγέλλουν ότι επιβουλεύεις εμέ και τον
+στρατόν μου».
+
+«Κ' εγώ, είπεν ο Κλέαρχος, θα φέρω ενώπιόν σου όλους (όσους μου
+εζήτησες), διά να σου καταστήσω γνωστόν από ποίους εγώ μανθάνω
+τας περί σου διαβολάς».
+
+Μετά τους λόγους τούτους ο Τισσαφέρνης, θέλων να περιποιηθή τον
+Κλέαρχον, του είπε να μείνη την εσπέραν εκείνην πλησίον του και
+εις κοινόν με άλλους μαζή δείπνον τον προσεκάλεσε. Την επομένην
+δε ο Κλέαρχος, ελθών εις το στρατόπεδον, εφαίνετο φιλικώτατα
+διακείμενος προς τον Τισσαφέρνην, ανακοινώσας δε όσα του είπεν
+ούτος, έλεγεν ότι πρέπει να υπάγουν εις αυτόν όλοι εκείνοι,
+περί των οποίων του ωμίλησε την προηγουμένην, όσοι δ' εκ των
+Ελλήνων ελεγχθούν διαβάλλοντες, αυτοί, ως προδόται και ως
+διανοούμενοι να βλάψουν τους Έλληνας, να τιμωρηθούν.
+
+Υπώπτευε δε ότι ο Μένων ήτον ο διαβάλλων, γνωρίζων ότι αυτός με
+τον Αριαίον είχεν επισκεφθή κρυφίως τον Τισσαφέρνην και ότι
+είχε διεγείρη διχονοίας και ότι επεβούλευε τον Κλέαρχον, όπως,
+ελκύων προς το μέρος του όλον το στράτευμα, γίνη φίλος του
+Τισσαφέρνους.
+
+Ήθελε δε και ο Κλέαρχος, εξ άλλου, όλον το στράτευμα να ήναι
+αφωσιωμένον εις αυτόν, και όσοι τον παρενοχλούν να εκδιωχθούν.
+Τινές, εν τούτοις, εκ των στρατιωτών του αντέλεγαν να μην
+υπάγουν όλοι οι λοχαγοί και στρατηγοί εις τον Τισσαφέρνην, ουδέ
+να δίδουν πίστιν εις τους λόγους του.
+
+Ο Κλέαρχος όμως ισχυρώς αντέτεινεν, έως ότου κατώρθωσε να
+υπάγουν πέντε μεν στρατηγοί, είκοσι δε λοχαγοί. Τους
+ηκολούθησαν δε και εκ των άλλων στρατιωτών ως διακόσιοι, επί τω
+σκοπώ δήθεν αγοράς τροφίμων (άοπλοι).
+
+Αφού δε έφθασαν εις την αυλήν του Τισσαφέρνους, οι μεν
+στρατηγοί προσεκλήθησαν να εισέλθουν, δηλ. Πρόξενος ο Βοιώτιος,
+Μένων ο Θεσσαλός, Αγίας ο Αρκάς, Κλέαρχος ο Λάκων και Σωκράτης
+ο Αχαιός. Οι δε λοχαγοί έμειναν έξω.
+
+Μετ' ολίγον δε, δοθέντος του αυτού σημείου έσωθεν και έξωθεν
+της αυλής, και οι εντός αυτής συνελαμβάνοντο και οι εκτός
+εφονεύοντο. Μετά δε ταύτα τινές των βαρβάρων ιππέων, τρέχοντες
+διά της πεδιάδος, εφόνευαν οιονδήποτε συνήντων εις τον δρόμον
+των Έλληνα, δούλον ή ελεύθερον.
+
+Οι Έλληνες, βλέποντες την ιππηλασίαν των ταύτην εκ του
+στρατοπέδου των, ηπόρουν και περί των πραττομένων υπ' αυτών
+αμφέβαλλον, έως ου Νίκαρχος ο Αρκάς, φεύγων την καταδίωξιν των
+ιππέων, ήλθε πληγωμένος εις την κοιλίαν και με τα έντερα εις
+τας χείρας, και είπεν όσα συνέβησαν.
+
+Ευθύς, λοιπόν, όλοι οι Έλληνες, άμα τω ακούσματι, έτρεξαν εις
+τα όπλα φοβισμένοι και νομίζοντες ότι πάραυτα &(τώρα όπου
+είναι)& θα επιτεθούν οι εχθροί και κατά του στρατοπέδου των.
+
+Και εκείνοι μεν όλοι δεν ήλθαν. Ήλθεν όμως ο Αριαίος και ο
+Αρτάοζος και ο Μιθριδάτης, οίτινες ήσαν πιστότατοι του Κύρου.
+
+Ο δε διερμηνεύς των Ελλήνων είπεν ότι είδε και ανεγνώρισε
+μεταξύ αυτών και τον αδελφόν του Τισσαφέρνους. Συνηκολούθουν δε
+προς τούτοις και άλλοι εκ των Περσών ωπλισμένοι, έως
+τριακόσιοι.
+
+Ούτοι, αφού επλησίασαν, διέτασσον, εάν υπάρχη ακόμη κανείς
+στρατηγός ή λοχαγός των Ελλήνων, να έλθη ενώπιόν των, ίνα του
+αναγγείλουν τας διαταγάς του βασιλέως.
+
+Μετά δε ταύτα εξήλθον με προφύλαξιν οι Έλληνες στρατηγοί
+Κλεάνωρ ο Ορχομένιος και Σοφαίνετος ο Στυμφάλιος, μετ' αυτών δε
+και Ξενοφών ο Αθηναίος, διά να μάθη &(τίποτε)& περί του
+Προξένου. Ο Χειρίσοφος δε μαζί με άλλους έτυχε να απουσιάζη εις
+κάποιο χωρίον, προμηθευόμενος τροφάς.
+
+Αφού δε εστάθησαν ούτως ώστε όλοι να ακούουν, είπεν ο Αριαίος
+τα εξής: «Ο μεν Κλέαρχος, ω άνδρες Έλληνες, επειδή εφάνη
+επίορκος και παραβάτης των συνθηκών ετιμωρήθη διά θανάτου. Ο δε
+Πρόξενος και ο Μένων, επειδή εφανέρωσαν την επιβουλήν του,
+ηξιώθησαν μεγάλων τιμών. Από σας δε ζητεί ο βασιλεύς τα όπλα,
+διότι λέγει ότι είναι ιδικά του, αφού ήσαν (όπλα) του δούλου
+του εκείνου, του Κύρου».
+
+Εις ταύτα επ' ονόματι των Ελλήνων απεκρίθη Κλεάνωρ ο
+Ορχομένιος: «Ω κάκιστε των ανθρώπων Αριαίε και οι άλλοι, όσοι
+είσθε φίλοι του Κύρου, δεν αισχύνεσθε &(επί τέλους)& ούτε Θεούς
+ούτε ανθρώπους, σεις οι οποίοι, αφού ωρκίσθητε ότι θα έχετε
+τους αυτούς με ημάς φίλους και εχθρούς, μας επροδώσατε μαζή με
+τον αθεώτατον και πανουργάτατον Τισσαφέρνην, και τους άνδρας
+μεν εκείνους, ενώπιον των οποίον ωρκίσθητε, εφονεύσατε, τους δ'
+επιλοίπους ημάς προδώσαντες, έρχεσθε ως εχθροί με όλους τους
+πολεμίους εναντίον μας».
+
+Εις ταύτα ο Αριαίος απήντησεν: «Ο Κλέαρχος και ήδη και πρότερον
+εφάνη επιβουλεύων τον Τισσαφέρνην και τον Ορόνταν και όλους
+ημάς εδώ, όσοι μ' εκείνους συνειργάσθημεν».
+
+Τότε ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Εάν μεν ο Κλέαρχος παρέβαινε παρά
+τους όρκους τας συνθήκας, ετιμωρήθη. Διότι δίκαιον είναι να
+φονεύωνται οι επίορκοι. Τον Πρόξενον όμως και τον Μένωνα,
+επειδή είναι ιδικοί σας μεν ευεργέται, ιδικοί μας δε στρατηγοί,
+στείλατέ τους ενταύθα. Διότι είναι φανερόν ότι, φίλοι όντες
+αμφοτέρων &(και των δύο μερών)&, θα προσπαθήσουν τόσον εις σας,
+όσον και εις ημάς να δώσουν τας καλλιτέρας συμβουλάς».
+
+Χωρίς ουδεμίαν να δώσουν επ' αυτών απάντησιν οι βάρβαροι, αφού
+επί μακρόν διελέχθησαν προς αλλήλους, ανεχώρησαν.
+
+
+
+Κεφάλαιον έκτον
+
+
+
+Οι μεν, λοιπόν, στρατηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον συλληφθέντες
+ωδηγήθησαν προς τον βασιλέα και αποκεφαλισθέντες απέθανον(!).
+Είς δ' εξ αυτών, ο Κλέαρχος, κατά την ομολογίαν όλων εκείνων
+οίτινες εκ του πλησίον και εξ αναστροφής είχαν σχηματίση περί
+αυτού γνώμην, εφάνη ανήρ και πολέμιος και φιλοπόλεμος εις
+άκρον.
+
+Και τω όντι, εφ' όσον μεν διήρκει ο πόλεμος των Λακεδαιμονίων
+προς τους Αθηναίους, επέμεινε μέχρι τέλους του πολέμου πολεμών.
+Αφού δε έγεινεν ειρήνη, καταπείσας την πόλιν (την Σπάρτην) ότι
+οι Θράκες αδικούν τους Έλληνας, και επιτυχών ό,τι ηδύνατο (όσας
+ηδύνατο στρατιωτικάς δυνάμεις) παρά των εφόρων, εξέπλευσε διά
+να πολεμήση κατά των Θρακών των κατοικούντων προς βορράν της
+(Θρακικής) Χερρονήσου και Περίνθου.
+
+Αλλ' οι έφοροι, μετά την αναχώρησίν του, μετανοήσαντες, τις
+οίδε διατί, προσεπάθουν να τον επαναφέρουν εκ του Ισθμού (εις
+την Σπάρτην). Αυτός όμως, μη υπακούων πλέον εις την πρόσκλησίν
+των, φεύγει διά θαλάσσης εις τον Ελλήσποντον.
+
+Ένεκα τούτου και κατεδικάσθη, ως απειθήσας, εις θάνατον υπό των
+αρχόντων της Σπάρτης. Φυγάς δε πλέον ων, ήλθε προς τον Κύρον,
+και με ποίους μεν λόγους τον πείθει (περί του κατά των Θρακών
+πολέμου), έχομεν γράψη αλλαχού. Ο δε Κύρος του δίδει δέκα
+χιλιάδας δαρεικών, τους οποίους λαβών ο Κλέαρχος δεν ετράπη εις
+διασκεδάσεις και τρυφήν, αλλά συναθροίσας δι' αυτών στρατόν
+επολέμει κατά των Θρακών, και, αφού τους ενίκησεν εις μάχην,
+ελεηλάτει έκτοτε αυτούς διατελών πάντοτε εις πόλεμον μαζή των,
+μέχρις ου ο Κύρος έλαβεν ανάγκην του στρατού του. Τότε δε και
+απήλθεν προς αυτόν, διά να πολεμήση και πάλιν εκεί ως σύμμαχός
+του.
+
+Ταύτα πάντα μου φαίνεται ότι είναι έργα ανδρός φιλοπολέμου,
+όστις, ενώ ηδύνατο να ζη ησύχως άνευ αισχύνης και βλάβης
+(ζημιών), προτιμά τον πόλεμον, και, ενώ ηδύνατο να ζη εν
+ανέσει, προτιμά να καταπονή εαυτόν εις πολεμικάς επιχειρήσεις,
+και, ενώ ακόμη ηδύνατο να έχη όσα ήθελε χρήματα ακινδύνως,
+προτιμά να καταδαπανά ταύτα εις πολέμους. Ούτω, λοιπόν, ήθελε
+να δαπανά το χρήμα του εις τον πόλεμον, ως εάν εξώδευεν αυτό
+εις ηδονάς ή εις διασκεδάσεις. Ιδού διατί και πώς ήτο
+φιλοπόλεμος.
+
+Αλλά και εκ τούτου ακόμη εφαίνετο ο πολεμικός του χαρακτήρ: ότι
+ήτο λίαν φιλοκίνδυνος, ημέραν και νύκτα οδηγών τον στρατόν του
+κατά των πολεμίων, με φρόνησιν δε πάντοτε φερόμενος και εις τας
+δυσκολωτέρας ακόμη περιστάσεις, ως ωμολόγουν πανταχού πάντες οι
+συνεργασθέντες μετ' αυτού.
+
+Ελέγετο δε ότι είχε την ικανότητα του άρχειν, εφ' όσον του το
+επέτρεπεν ο δύσκολος όντως χαρακτήρ του, τον οποίον (όπως και
+οι άλλοι Στρατιώται) είχε (δυστυχώς) κ' εκείνος. Διότι ήτον
+ικανός εις το να φροντίζη καλλίτερον παντός άλλου πώς ο στρατός
+του να έχη άφθονα τα προς τροφήν του αναγκαία και εις το να
+προμηθεύεται αυτά εγκαίρως, ικανός δ' επίσης και εις το να
+εμπνέη εις πάντα μετ' αυτού αναστρεφόμενον πειθώ και υπακοήν.
+
+Τούτο δ' επετύγχανεν εκ του ότι ήτο βαρύς τον χαρακτήρα. Διότι
+και βλέμμα άγριον είχε και φωνήν τραχείαν και ετιμώρει πάντοτε
+αυστηρότατα, ενίοτε δε και θυμωμένος, τόσον, ώστε να μετανοή
+και αυτός ο ίδιος κάποτε.
+
+Αλλ' ετιμώρει πάντοτε κατόπιν αποφάσεως (δικαιολογημένως),
+διότι ενόμιζεν ότι εις τίποτε δεν δύναται να χρησιμεύση
+στράτευμα ατακτούν και μη τιμωρούμενον. Λέγεται δε ότι είχε
+ποτε είπη ότι πρέπει ο στρατιώτης να φοβήται περισσότερον τον
+στρατηγόν πάρα τους εχθρούς, προκειμένου να διαταχθή ή να
+φυλάξη την θέσιν του ως φρουρός ή να μη ενοχλή τους φίλους (του
+στρατεύματος) ή να βαδίση κατά του εχθρού απροφασίστως.
+
+Διά τούτο εις μεν τας δυσκόλους περιστάσεις με μεγάλην
+προθυμίαν ο στρατός υπήκουεν εις αυτόν, ουδένα άλλον στρατηγόν
+προτιμών αυτού. Διότι η σκυθρωπότης τότε του προσώπου του
+λέγεται ότι εις τους θεωμένους αυτόν εφαίνετο φαιδρά, και η
+αγριότης του ενομίζετο ως παλληκαριά κατά των πολεμίων, ώστε
+εφαίνετο πλέον ουχί ως αγριότης, αλλ' ως σωτηρία.
+
+Όταν όμως απηλλάσσοντο πλέον του κινδύνου και είχαν όλην την
+ελευθερίαν να απέλθουν του στρατεύματος, ίνα τεθούν υπό τας
+διαταγάς άλλου στρατηγού, πολλοί τον εγκατέλειπον. Διότι
+εστερείτο επαγωγότητος και χάριτος, φαινόμενος πάντοτε άγριος
+την όψιν και ωμός. Τόσον, ώστε οι στρατιώται διέκειντο προς
+αυτόν ως παίδες προς διδάσκαλον.
+
+Διότι ουδέποτε τον ηκολούθουν παρακινούμενοι από φιλίαν ή από
+αγάπην. Όσοι όμως ήσαν πλησίον του ή κατά διαταγήν πόλεώς τινος
+ή ένεκα ενδείας ή οιασδήποτε άλλης ανάγκης, όλοι αυτοί τυφλώς
+υπήκουον εις αυτόν.
+
+Όταν ήδη είχαν αρχίση να νικούν τους εχθρούς υπό την αρχηγίαν
+του, δύο ήσαν οι σπουδαιότεροι λόγοι, οι οποίοι καθίστων τους
+μετ' αυτού συμπολεμούντας στρατιώτας, πολεμιστάς γενναίους και
+ευπειθείς: η μεγάλη αφοβία απέναντι των πολεμίων και ο φόβος
+μήπως, φαινόμενοι δειλοί, τιμωρηθούν από τον Κλέαρχον.
+
+Τοιούτος μεν, λοιπόν, ήτον ως άρχων. Το να άρχεται όμως υπό
+άλλων (το να ήναι όμως υπό την εξουσίαν άλλων) ελέγετο ότι δεν
+το πολυήθελεν. Ότε δε απέθνησκεν, ήτον ηλικίας πεντήκοντα
+περίπου ετών.
+
+Πρόξενος δε ο Βοιώτιος, από της παιδικής του ακόμη ηλικίας
+επόθει να γείνη ανήρ μεγαλουργός. Δι' αυτήν του δε την
+επιθυμίαν έλαβεν επί μισθώ ως διδάσκαλον του Γοργίαν τον
+Λεοντίνον.
+
+Αφού δε (αρκετά) εδιδάχθη παρ' αυτού, νομίσας ότι ήτον ήδη
+ικανός και να άρχη και, φίλος ων των καλλιτέρων ανδρών της
+εποχής του, ότι δεν θα ήναι κατώτερος αυτών εις το ευεργετείν,
+ήλθεν εις τον Κύρον και μετέσχε της (ην ανωτέρω διηγήθην)
+εκστρατείας του. Ήλπιζε δε ότι εκ ταύτης (της εκστρατείας)
+ήθελεν αποκτήση και όνομα μέγα και δύναμιν μεγάλην και χρήματα
+πολλά.
+
+Αν και επιθύμει δε τόσα, ήτον, εν τούτοις, λίαν φανερόν ότι δεν
+θα ήθελε τίποτε απ' όλα αυτά να αποκτήση με αδικίαν, νομίζων
+ότι έπρεπε να επιτύχη ταύτα με δικαιοσύνην και τιμιότητα, ποτέ
+δε άνευ τούτων.
+
+Και καλών μεν και αγαθών στρατιωτών ήτον άξιος να ήναι αρχηγός.
+Δεν ήτον όμως ικανός ούτε σέβας ούτε φόβον να εμπνεύση εις τους
+στρατιώτας του, αλλ' αυτός μάλιστα εσέβετο τους στρατιώτας ή
+αυτοί εκείνον. Και εφαίνετο ότι μάλλον εφοβείτο μη γείνη
+μισητός εις τους στρατιώτας ή όσον εφοβούντο ούτοι μη δεν είναι
+πειθαρχικοί εις αυτόν. Ενόμιζε δε ότι ήτον αρκετόν, διά να ήναι
+και να φαίνεταί τις ικανός εις το άρχειν, να επαινή μεν τον
+εκτελούντα το καθήκον του, να μην επαινή δε τον αδικούντα. Διά
+τον λόγον δε τούτον οι μεν καλοί και αγαθοί των
+συναναστρεφομένων αυτόν διέκειντο προς αυτόν ευνοϊκώτατα (τον
+ηγάπων), οι δε άδικοι τον επεβούλευον ως ευμεταχείριστον &(του
+χεριού των)&. Ήτο δε, ότε απέθανεν, έως τριάκοντα ετών.
+
+Μένων δε ο Θεσσαλός εφαίνετο ότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να
+γείνη πλούσιος και ότι ήθελε (επεδίωκε) να ήναι αρχηγός, διά ν'
+απολαμβάνη όσω το δυνατόν περισσότερα, να τιμάται δε, διά να
+κερδίζη όσω το δυνατόν πλειότερα. Ήθελε δε να ήναι φίλος των
+ισχυρών, διά να μη τιμωρήται όταν αδική.
+
+Διά να επιτυγχάνη δε όσα επεθύμει, ως συντομωτέραν εξέλεγεν
+(ενόμιζεν) οδόν την διά της επιορκίας και του ψεύδους και της
+απάτης, νομίζων την απλότητα και την αλήθειαν ανταξίαν μόνον
+ηλιθίων ανθρώπων.
+
+Εφαίνετο δε ότι δεν ηνείχετο &(εχώνευε)& κανένα, εις όντινα δε
+έλεγεν ότι ήτο φίλος του, τούτον καταφώρως επεβούλευε &(του
+έσκαβε το λάκκο).& Και κανένα μεν εκ των εχθρών του δεν
+επερίπαιζεν (επίτηδες), συνομιλών όμως με όσους ανεστρέφετο,
+ωμίλει πάντοτε μαζή των σαν να τους εκορόιδευε.
+
+Και τα μεν κτήματα των πολεμίων δεν επεβούλευε. Διότι ενόμιζεν
+ότι είναι δύσκολον να σφετερισθή &(αρπάξη)& κανείς την
+περιουσίαν εκείνων οίτινες την φυλάττουν &(έχουν την έννοια
+της).& Τα των φίλων όμως, μόνος αυτός ενόμιζεν ότι εγνώριζε την
+τέχνην να τα σφετερίζεται ευκολώτατα ως αφύλακτα.
+
+Και όσους μεν εγνώριζεν επιόρκους και αδίκους, τούτους, ως
+καλώς ωπλισμένους, (ως ακαταβλήτους, &ως ανθρώπους, με τους
+οποίους δεν μπορούσε να τα βγάλη πέρα&), εφοβείτο. Τους δε
+εναρέτους και την αλήθειαν λέγοντας προσεπάθει να
+μεταχειρίζεται ως ανάνδρους.
+
+Και καθώς χαίρει κανείς (και όπως κάθε τίμιος άνθρωπος χαίρει)
+διά την θεοσέβειαν και την αλήθειαν και την δικαιοσύνην, ούτω ο
+Μένων έχαιρε, διότι ήτον ικανός να εξαπατά, να πλάττη ψεύδη και
+να περιγελά τους φίλους του. Πάντα δε μη πανούργον ενόμιζε
+πάντοτε ως απαίδευτον. Και δι' όσους μεν διενοείτο &(έβαζε στο
+νου του)& ότι πρέπει ν' αποκτήσουν την πανουργίαν ταύτην,
+διέβαλλε τους καλλιτέρους φίλους των (14).
+
+Διά να έχη δε πειθαρχικούς προς εαυτόν τους στρατιώτας,
+κατώρθωνε να τους έχη συνεργούς στας αδικίας του. Είχε δε την
+αξίωσιν να τιμάται και να κολακεύεται, εκφοβίζων επιδεικτικώς
+τον κόσμον (επισείων επιδεικτικώς την απειλήν) ότι και την
+δύναμιν πολλήν είχε και την θέλησιν να αδική. Οσάκις δ'
+απεχώρει (απεμακρύνετο) κανείς από αυτόν, του κατελόγιζεν ως
+ευεργεσίαν ότι, καθ' ον χρόνον τον είχεν εις την υπηρεσίαν του,
+δεν τον εφόνευσε.
+
+Και όσα μεν ως αναπόδεικτα φέρονται περί αυτού, καλόν είναι να
+μη πιστεύωνται. Όσα δε πάντες γνωρίζουν, είναι τα εξής: Ότε
+ακόμη ήτον εις ανθηράν ηλικίαν, κατώρθωσεν ως ερωμένη του
+Αριστίππου (15) να επιτύχη της στρατηγίας των ξένων. Με τον
+Αριαίον δε, αν και ήτο βάρβαρος, διότι ούτος ηυχαριστείτο
+αναστρεφόμενος ωραίους παίδας, ήλθεν εις μεγάλην οικειότητα. Ο
+ίδιος δε, αγένειος ακόμη ων, είχεν ως ερωμένην του τον Θαρύπαν
+γενειώντα (φέροντα πώγωνα).
+
+Όταν δ' εφονεύθησαν οι συστράτηγοί του, επειδή εξεστράτευσαν με
+τον Κύρον κατά του μεγάλου βασιλέως, ει και ηνείχετο διά την
+αυτήν, εις ην και εκείνοι, πράξιν, δεν εφονεύθη αμέσως,
+θανατωθείς υπό του βασιλέως μετά τον θάνατον των άλλων
+στρατηγών, ουχί καθώς ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί δι'
+αποκεφαλισμού, όστις θεωρείται ακαριαίος θάνατος, αλλ', ως
+λέγεται, δι' ακρωτηριασμών ως έσχατος κακούργος, μετά έν έτος
+(από της συλλήψεώς του) αποθανών.
+
+Κατά τον αυτόν επίσης τρόπον εφονεύθησαν Αγίας ο Αρκάς και
+Σωκράτης ο Αχαιός. Τούτους δε ούτε ως δειλούς εν ώρα πολέμου
+ενέπαιξε κανείς ποτε, ούτε ποτέ ως φίλους τους εμέμφθη. Ήσαν δε
+και οι δύο ηλικίας σχεδόν τριάκοντα πέντε ετών.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
+
+
+
+
+Κεφάλαιον πρώτον
+
+
+
+Όσα μεν, λοιπόν, κατά την ανάβασιν του Κύρου, έπραξαν οι
+Έλληνες μέχρι της ημέρας της μάχης, και όσα μετά τον θάνατόν
+του συνέβησαν, εμπιστευθέντων των Ελλήνων εις τας μετά του
+Τισσαφέρνους συνθήκας, εγένοντο γνωστά εις όσα μέχρι τούδε
+διηγήθημεν.
+
+Αφού δε οι στρατηγοί συνελήφθησαν (ηχμαλωτίσθησαν), και
+εθανατώθησαν όσοι εκ των λοχαγών και των στρατιωτών ενέπεσαν
+εις την παγίδα, οι Έλληνες ευρέθησαν ήδη εις μεγάλην
+στενοχωρίαν περί του πρακτέου, αναλογιζόμενοι ότι ευρίσκονται
+εις τα πρόθυρα της βασιλικής καθέδρας (της Βαβυλώνος), και ότι
+γύρω των ήσαν πολλά και διάφορα έθνη και πόλεις εχθρικαί, και
+ότι ουδείς πλέον εν τω μέλλοντι θα παρείχεν εις αυτούς τροφάς
+προς αγοράν, ότι δε απείχον της Ελλάδος όχι ολιγώτερον των
+χιλίων σταδίων, χωρίς εις τον δρόμον των να έχουν κανένα
+οδηγόν, ποταμοί δε αδιάβατοι διεχώριζαν εν τω μεταξύ την προς
+την πατρίδα άγουσαν οδόν, και ότι είχαν πλέον προδοθή και από
+τους μετά του Κύρου συνεκστρατεύσαντας βαρβάρους, ούτω δε
+απέμεναν τελείως πλέον εγκαταλελειμμένοι και έρημοι, ούτε ένα
+καν ιππέα έχοντες σύμμαχόν των (ουδέ συμμαχικόν ιππικόν
+έχοντες), ώστε να ήναι ήδη κατάφωρον ότι, εάν μεν ενίκων, δεν
+θα ηδύναντο ούτε ένα να φονεύσουν, εάν δε ηττώντο, δεν θα
+έμενεν ούτε ένας εξ αυτών — όλα αυτά αναλογιζόμενοι και εν
+μεγίστη διατελούντες αθυμία, ολίγοι μεν εξ αυτών έφαγαν
+&(ψωμί)& την εσπέραν εκείνην, ολίγοι δε άναψαν φωτιά (προς
+θέρμανσίν των), πολλοί δε την νύκτα αυτήν δεν ήλθαν ούτε εις το
+στρατόπεδόν των, αναπαυόμενοι όπου ετύχαινε έκαστος, μη
+δυνάμενοι ως εκ της μεγάλης των λύπης να ησυχάσουν &(να
+κλείσουν 'μάτι)& και ως εκ του μεγάλου πόθου πατρίδων, γονέων,
+γυναικών, παίδων, τους οποίους ενόμιζαν ότι δεν θα ίδουν πλέον.
+Εις τοιαύτην μεν, λοιπόν, οδυνηράν θέσιν ευρισκόμενοι όλοι,
+ανεπαύοντο.
+
+Ήτο δε κάποιος εις τον στρατόν, ονομαζόμενος Ξενοφών, Αθηναίος
+την πατρίδα, όστις ούτε ως στρατηγός, ούτε ως λοχαγός, ούτε ως
+στρατιώτης συνηκολούθει, αλλ' όστις είχε προσκληθή εκ της
+πατρίδος του από τον Πρόξενον, φίλον αυτού αρχαίον. Ούτος
+υπεσχέθη εις αυτόν, ότι, εάν έλθη, θα τον κάμη φίλον του Κύρου,
+όστις, κατά την γνώμην του, ήτον ο ικανώτερος ανήρ της πατρίδος
+του.
+
+Ο Ξενοφών, λοιπόν, αναγνώσας την επιστολήν, εμπιστεύεται τα
+περί του ταξειδίου εις τον Σωκράτην τον Αθηναίον (ζητών επ'
+αυτού την συμβουλήν του). Ο δε Σωκράτης, φοβηθείς μήπως το να
+γείνη φίλος του Κύρου (ο Ξενοφών) κριθή από την πόλιν των
+Αθηνών ως πράξις αξιοκατάκριτος (αξιόποινος), διότι ο Κύρος
+εφαίνετο (τότε) ότι προθύμως θα επολέμει με τους Λακεδαιμονίους
+κατά των Αθηναίων, συμβουλεύει τον Ξενοφώντα να έλθη εις το
+μαντείον των Δελφών και να κάμη γνωστά εις τον Θεόν (Απόλλωνα)
+τα περί του ταξειδίου του, ζητών παρ' αυτού την συμβουλήν του.
+
+Ελθών ο Ξενοφών εις τους Δελφούς ηρώτα τον Απόλλωνα εις ποίον
+εκ των Θεών πρέπει να προσφέρη θυσίαν και να προσευχηθή (ν'
+απευθύνη τας ικεσίας του), διά να έχη το, όπερ σκέπτεται,
+ταξείδιον ευτυχές και ωραίον, επιστρέψη δε, αφού επιτύχη του
+σκοπού του, σώος και υγιής εις την πατρίδα του. Και
+εχρησμοδότησεν εις αυτόν ο Απόλλων: «να την προσφέρη εις τους
+Θεούς, εις τους οποίους πρέπει να την προσφέρη» (!).
+
+Αφού δε επέστρεψεν εις τας Αθήνας, λέγει τον χρησμόν αυτόν εις
+τον Σωκράτην, όστις, αφού τον ήκουσε, τον εμέμφθη, διότι δεν
+ηρώτησε πρώτα τον Θεόν, ποίον εκ των δύο να προτιμήση: ν'
+αναχωρήση ή να φύγη; Εν τούτοις αυτός (ο Σωκράτης), επειδή ήτο
+της γνώμης ότι πρέπει (του χρησμού μη απαγορεύοντος τούτο) ν'
+αναχωρήση, περί τούτου προ πάντων ενδιεφέρετο να μάθη τώρα: πώς
+θα ταξειδεύση όσον το δυνατόν καλλίτερα. «Αφού όμως ούτω
+ηρώτησες (τον Θεόν)» του είπε «τότε πρέπει να εκτελέσης όσα σου
+διέταξεν ο Θεός».
+
+Ο μεν Ξενοφών, λοιπόν, αφού προσέφερε θυσίας εις τους Θεούς,
+σύμφωνα με τον χρησμόν του Απόλλωνος, εξέπλευσε. Προφθάνει δε
+εις τας Σάρδεις τον Πρόξενον και τον Κύρον, σκοπεύοντας ήδη να
+βαδίσουν την προς την Άνω Ασίαν οδόν (να εκστρατεύσουν προς την
+Ά. Α.), εκεί δε (εις τας Σάρδεις) και συνεστήθη ο Ξενοφών προς
+τον Κύρον (από τον Πρόξενον).
+
+Επειδή δε ο Πρόξενος έδειξε μεγάλην προθυμίαν να μείνη ο
+Ξενοφών, την αυτήν έδειξε και ο Κύρος, όστις και του είπεν ότι,
+ευθύς άμα τελειώση η εκστρατεία, θα τον αποστείλη αμέσως στην
+πατρίδα του. Ελέγετο δε ότι η εκστρατεία θα γείνη κατά των
+Πισιδών. Και εξεστράτευσε μεν, λοιπόν, (εστρατολογήθη,
+προσελήφθη εις τον στρατόν) ο Ξενοφών, ούτως εξαπατηθείς — ουχί
+βέβαια υπό του Προξένου. Διότι ούτε αυτός (ο Πρόξενος) ούτε
+κανείς άλλος εκ των Ελλήνων, πλην του Κλεάρχου, εγνώριζαν ότι η
+εκστρατεία γίνεται κατά του μεγάλου βασιλέως. Άμα όμως έφθασαν
+εις Κιλικίαν, έγεινε πλέον γνωστός εις όλους ο σκοπός του
+Κύρου. Αν και εφοβούντο δε &(ετρόμαζαν)& τον δρόμον, εν τούτοις
+οι περισσότεροι χωρίς να θέλουν, εντρεπόμενοι αλλήλους και τον
+Κύρον, ηκολούθησαν (διά να μη νομισθούν δειλοί). Εξ αυτών,
+λοιπόν, ένας ήτο και ο Ξενοφών.
+
+Επειδή δε, εις ην κατάστασιν είχαν περιέλθη πλέον, ευρίσκοντο
+εις μεγάλην αμηχανίαν περί του πρακτέου, ελυπείτο μεν και ο
+Ξενοφών μαζή με όλους τους άλλους, μη δυνάμενος να κοιμηθή.
+Μόλις δε ηυτύχησε να κοιμηθή ολίγον &(μόλις τον πήρε ο ύπνος)&,
+είδεν όνειρον. Του εφάνη δηλαδή ότι, κατόπιν βροντής, έπεσε
+κεραυνός εις τον πατρικόν του οίκον, και ότι έλαμψεν ως εκ
+τούτου ολόκληρος. Τρομάξας αμέσως εσηκώθη. Και το όνειρον εκ
+της μιας του μεν όψεως εξήγει ως καλόν, διότι, αν και ευρίσκετο
+εν μέσω τόσων πόνων και κινδύνων, είχεν αξιωθή να ίδη σταλμένον
+από τον Δία φως τοσούτον μέγα. Εκ της άλλης του όμως όψεως
+εξηγών αυτό, εφοβείτο, διότι επίστευε μεν ότι προήρχετο από τον
+βασιλέα Δία, αλλ' ότι το πυρ, το οποίον κατέλαμψεν ολόγυρα τον
+οίκον του, εσήμαινεν ότι δεν θα ηδύνατο να εξέλθη εύκολα από
+την χώραν του βασιλέως, εμποδιζόμενος από αρκετάς πανταχόθεν
+δυσχερείας.
+
+Και ποίαν μεν σημασίαν ηδύνατο να έχη το τοιούτον όνειρον,
+τούτο θα το έβλεπέ τις από τα μετά το όνειρον μέλλοντα να
+λάβουν χώραν γεγονότα, άτινα και είναι τα εξής: Ευθύς αφού
+εξύπνησεν ο Ξενοφών, η πρώτη σκέψις που του ήλθεν ήτο: «Τι
+κάθημαι αδρανής εδώ; Η νυξ προχωρεί. Μόλις δε ξημερώση,
+αφεύκτως θα μας καταλάβη ο εχθρός. Εάν, πάλιν, προσέλθωμεν εις
+τον βασιλέα (ως φίλοι), ουδέν εμποδίζει, ύστερα από τους κόπους
+τους οποίους υπέστημεν και ύστερα από τας συμφοράς τας οποίας
+επάθαμεν, να αποθάνωμεν εν τω μέσω των χειροτέρων προσβολών και
+ύβρεων.
+
+»Ουδεμία δε προετοιμασία γίνεται, ουδ' η ελαχίστη καταβάλλεται
+φροντίς, διά να υπερασπίσωμεν εαυτούς κατά των πολεμίων,
+καθήμεθα δε όλοι εδώ αμέριμνοι, σαν να μας ήναι επιτετραμμένον
+να ησυχάζωμεν. Από ποίαν, λοιπόν, πόλιν περιμένω εγώ να έλθη ο
+στρατηγός εκείνος, ο οποίος θα βάλη όλα αυτά εις ενέργειαν;
+Ποίαν δε τάχα ηλικίαν έπρεπε να έχω (διά να κινηθώ); Εγώ
+τουλάχιστον δεν θα μεγαλώσω βέβαια περισσότερον, εάν σήμερα
+προδώσω τον εαυτόν μου εις τον εχθρόν». (16)
+
+Μετά τους λόγους τούτους εγείρεται και συναθροίζει πρώτον τους
+λοχαγούς του Προξένου. Αφού δε συνήλθον, είπεν εις αυτούς τα
+εξής: «Εγώ, ω άνδρες λοχαγοί, δεν δύναμαι να μένω αδρανής, όπως
+ούτε σεις, νομίζω, ουδέ να ησυχάζω πλέον &(να μένω εδώ
+κρυμμένος)&, βλέπων εις ποίας περιστάσεις ευρισκόμεθα.
+
+»Διότι οι μεν πολέμιοι είναι φανερόν ότι δεν εκήρυξαν καθ' ημών
+τον πόλεμον, πριν ή νομίσουν ότι είναι εντελώς παρασκευασμένοι
+δι' αυτόν, ενώ, τουναντίον, εξ ημών κανείς διά τίποτε απολύτως
+δεν φροντίζει, όπως αποδυθώμεν όσον το δυνατόν καλλίτερα εις
+τον αγώνα.
+
+»Εάν υποχωρήσωμεν και αφεθώμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως,
+διά ποίων άραγε τρόπων ελπίζομεν να τον καταπραΰνωμεν; Αυτόν ο
+οποίος και νεκρόν ακόμη τον ομομήτριον και ομοπάτριον αδελφόν
+του ανεσταύρωσεν, αφού πρότερον του απέκοψε την κεφαλήν και την
+χείρα; Φαντάζεσθε άρα γε τι έχομεν να πάθωμεν, ουδένα έχοντες
+προστάτην, εκστρατεύσαντες δ' εναντίον του με τον σκοπόν να τον
+καταστήσωμεν αντί βασιλέως δούλον, και στο τέλος, εάν μας ήτο
+δυνατόν, να τον φονεύσωμεν;
+
+»Άρα γε δεν θα εξαντλήση όλην την οργήν του καθ' ημών,
+αποφασισμένος, αφού μας κακομεταχειρισθή μέχρις εσχάτων (αφού
+μας βασανίση), να εμπνεύση εις όλον τον κόσμον τον φόβον:
+κανείς να μην εκστρατεύση πλέον του λοιπού εναντίον του;
+Βεβαίως, λοιπόν, διά να μη περιέλθωμέν ποτε υπό την εξουσίαν
+του, τα πάντα πρέπει να μετέλθωμεν.
+
+»Όσον μεν αφορά εμέ, καθ' όλην την διάρκειαν των συνθηκών,
+ουδέποτε έπαυσα να ελεεινολογώ μεν τους εαυτούς μας, να
+μακαρίζω δε τον βασιλέα και τους ιδικούς του, εξετάζων τα κατ'
+αυτούς λεπτομερώς, πόσην μεν δηλ. και ποίαν χώραν έχουν υπό τας
+διαταγάς των, πόσον δε άφθονα τα προς διατροφήν, πόσους δε
+υπηρέτας, πόσα δε κτήνη και χρυσόν και ενδύματα.
+
+»Όταν δε πάλιν ανελογιζόμην τα του στρατού των, ότι δηλ.
+ουδενός μεν των αγαθών του μετείχομεν ημείς (εις κανένα μεν από
+τα αγαθά του δεν ελαμβάναμεν μέρος), εάν δεν το εξαγοράζαμεν,
+οιονδήποτε δε πράγμα, το οποίον ηθέλαμεν ν' αγοράσωμεν
+&(επαζαρεύαμεν)&, εγνώριζαν (εκείνοι) ότι ολίγοι ακόμη εξ ημών
+είχαμε τα μέσα &(τον παρά)&, διά να τ' αποκτήσωμεν,
+εμποδιζόμενοι πλέον από τους όρκους να προμηθευθώμεν κατ' άλλον
+ή διά της αγοράς των τρόπον τα προς διατροφήν μας αναγκαία —
+ταύτα πάντα, λοιπόν, όταν ανελογιζόμην κάποτε, εφοβούμην πολύ
+περισσότερον τας συνθήκας παρ' όσον φοβούμαι σήμερα τον
+πόλεμον.
+
+»Αφού όμως, επί τέλους, παρέβησαν (διέλυσαν) εκείνοι τας
+συνθήκας, νομίζω ότι και η περί αυτάς ολιγωρία και αυθαιρεσία
+των, καθώς και αι επί της τηρήσεώς των ή μη υποψίαι μας δεν
+υπάρχουν πλέον (διελύθησαν). Και τώρα μεταξύ ημών και εκείνων
+προβάλλεται το ευγενέστατον αυτό αγώνισμα: περί του ποίοι εκ
+των δύο μας θα αναδειχθούν καλλίτεροι άνδρες εις τον αγώνα
+αυτόν, του οποίου είναι αγωνοθέται οι Θεοί, οίτινες φυσικά θα
+ήναι με το μέρος μας.
+
+»Διότι οι μεν βάρβαροι προσέβαλον δι' επιορκίας τους Θεούς,
+ημείς δε, αν και είχαμεν πάντοτε ενώπιόν μας τόσα αγαθά,
+εμείναμεν όμως σταθερώς (μ' απόφασιν) μακράν των (χωρίς να τα
+εγγίζωμεν), και τούτο, διά να μην ασεβήσωμεν στους όρκους μας.
+Ώστε νομίζω ότι μας επιτρέπεται να βαδίσωμεν προς τον αγώνα με
+φρόνημα πολύ μεγαλήτερον του των βαρβάρων.
+
+»Προσέτι δε έχομεν και σώματα ικανώτερα εκείνων εις το να
+υποφέρουν το ψύχος και την ζέστην και τους κόπους. Έχομεν δ'
+ακόμη με την βοήθειαν των Θεών και ψυχάς περισσότερον γενναίας.
+Οι δε άνδρες των είναι πλέον ευκολοπλήγωτοι και ευκολοθάνατοι
+ημών, (17) εάν, καθώς προτήτερα, μας χαρίσουν και πάλιν την
+νίκην οι Θεοί.
+
+»Ίσως και πολλοί άλλοι εξ ημών έχουν υπ' όψει &(έχουν στο μυαλό
+των)& όσα είπα, αλλά, δι' όνομα του Θεού, ας μην αναμένωμεν
+πλέον άλλους να έλθουν προς ημάς, διά να μας παρακινήσουν προς
+τας ωραίας αυτάς πράξεις (ας ανέφερα), τουναντίον μάλιστα ημείς
+πρώτοι πρέπει να παρορμήσωμεν και τους άλλους προς την αρετήν
+και την ανδρείαν. Εμπρός, λοιπόν! Φανήτε σεις οι καλλίτεροι των
+λοχαγών και οι αξιοστρατηγότεροι των στρατηγών.
+
+»Ως προς εμέ δε, εάν αποφασίσετε να ορμήσετε προς την
+πραγμάτωσίν των, θα σας ακολουθήσω. Εάν δε πάλιν με νομίσετε
+άξιον να διευθύνω εγώ την καθόλου προς άμυναν ενέργειαν, δεν θα
+προβάλω την ηλικίαν μου ως πρόφασιν, τουναντίον μάλιστα νομίζω
+και ότι έχω όλην την δύναμιν (είμαι εις θέσιν) ν' απομακρύνω
+από τον εαυτόν μου και όσας τυχόν δυσχερείας απαντήσω».
+
+Και ο μεν Ξενοφών είπε ταύτα. Οι δε λοχαγοί, αφού τον ήκουσαν,
+του είπαν όλοι ομοθύμως ν' αναλάβη την διεύθυνσιν των υπέρ της
+αμύνης καθόλου εργασιών. Κάποιος όμως, ονομαζόμενος
+Απολλωνίδης, ομιλών Βοιωτικήν διάλεκτον, είπεν «ότι θα εφλυάρει
+πας όστις ήθελε τολμήση να προτείνη ότι ηδυνάμεθα να επιτύχωμεν
+την σωτηρίαν μας κατά τρόπον διαφορετικώτερον του διά του
+εξευμενισμού του βασιλέως». Και συγχρόνως ήρχισε, μόλις είπε
+ταύτα, ν' αναφέρη τους λόγους (ν' απαριθμή τας δυσχερείας).
+
+Διακόψας όμως αυτόν εις το μέσον του λόγου του ο Ξενοφών του
+είπε τα εξής: «Ω παράξενε άνθρωπε, συ βεβαίως ούτε όσα βλέπεις
+κατανοείς &(νοιώθεις)&, ούτε όσα ακούεις ενθυμείσαι. Εν
+τούτοις, ευρίσκεσο και συ εις το ίδιο μέρος με αυτούς εδώ, ότε
+ο βασιλεύς, αφού εφόνευσε τον Κύρον, επαρθείς διά το κατόρθωμά
+του αυτό, μας διέταξε δι' απεσταλμένων του να παραδώσωμεν τα
+όπλα.
+
+»Αφού δε ημείς δεν του τα παρεδώσαμεν, αλλ' εξοπλισμένοι
+ελθόντες εστρατοπεδεύσαμεν πλησίον του, και τι δεν εμηχανεύθη
+(διά να μας ελκύση) τότε, αποστέλλων πρέσβεις, ζητών συνθήκας
+και προσφέρων τα προς διατροφήν μας, έως ότου επί τέλους
+επέτυχε τας συνθήκας ταύτας;
+
+»Όταν δε πάλιν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί, βασιζόμενοι εις τας
+συνθήκας, προσήλθον, καθώς τώρα δα συ μας συμβουλεύεις, εις τας
+σκηνάς των άοπλοι, διά να συνομιλήσουν, μη τάχα &(για σένα)&
+έπαυσαν πλέον σήμερα να ήναι αυτοί εκείνοι &(οι ίδιοι)&,
+οίτινες, κτυπώμενοι, κεντώμενοι, υβριζόμενοι, δεν είχαν τα μέσα
+ουδέ να αυτοκτονήσουν καν οι ταλαίπωροι, αν και φαντάζομαι
+πόσον θα το επεθύμουν; Πάντα ταύτα, αν και γνωρίζεις πολύ καλά
+συ, εν τούτοις τους μεν συνιστώντας την περί των όλων άμυναν
+χαρακτηρίζεις ως φλυάρους, αποφαίνεσαι δε και πάλιν:
+μεταβαίνοντες προς τον βασιλέα, να καταπραΰνωμεν με παρακλήσεις
+την οργήν του.
+
+»Εγώ, ω άνδρες, νομίζω ότι ο άνθρωπος ούτος ούτε πρέπει να μας
+πλησιάζη πλέον όπου και αν είμεθα, αφού δε του αφαιρέσωμεν την
+λοχαγίαν και τον φορτώσωμεν με σκεύη, να τον χρησιμοποιούμεν
+πλέον του λοιπού ως σκευοφόρον κτήνος. Διότι ούτος και την
+πατρίδα καταισχύνει και όλην την Ελλάδα, τοιούτος ων προδότης,
+αν και Έλλην».
+
+Εις το σημείον αυτό διακόψας τον Ξενοφώντα Αγασίας ο Στυμφάλιος
+του είπεν: Αλλ' αυτός ουδέν, ουδέ τα ελάχιστον, έχει κοινόν
+ούτε με την Βοιωτίαν, ούτε με την Ελλάδα. Αφού εγώ, τον είδα
+άλλοτε να έχη τρυπημένα τα ώτα του &(και τα δυο του αυτιά)&
+όπως οι κάτοικοι της Λυδίας». Και πράγματι τα είχεν.
+
+Αυτόν μεν, λοιπόν, τον έδιωξαν από τον στρατόν. Οι δε άλλοι,
+ελθόντες εις τας τάξεις των (έκαστος εις το τάγμα του), όπου
+μεν υπήρχε στρατηγός (όπου μεν έζη ο στρατηγός), τον εκάλουν
+(ν' αναλάβη τα καθήκοντά του), όπου δε είχεν αποθάνη (φονευθή),
+αντικαθίστων τον στρατηγόν δι' υποστρατήγου. Και όπου πάλιν ήτο
+σώος (έζη) ο λοχαγός, εκάλουν εις το τάγμα του τον λοχαγόν.
+
+Αφού δε όλοι συνήλθον, ετοποθετούντο έμπροσθεν των όπλων.
+Ανήλθον δε οι συνελθόντες στρατηγοί και λοχαγοί περίπου εις
+εκατόν. Ότε δε εγένοντο ταύτα, ήσαν σχεδόν μεσάνυκτα.
+
+Ενταύθα Ιερώνυμος ο Ηλείος, ων ο γηραιότερος (σεβαστότερος) των
+λοχαγών του Προξένου, ήρχισε να λέγη τα εξής: «Ω άνδρες
+στρατηγοί και λοχαγοί, βλέποντες τας περιστάσεις, υπό τας
+οποίας ευρισκόμεθα, απεφασίσαμεν και ημείς να συνέλθωμεν και
+σας να προσκαλέσωμεν, όπως σκεφθώμεν όλοι μαζή, αν είμεθα εις
+θέσιν να πράξωμεν τίποτε γενναίον (προς βελτίωσιν της
+καταστάσεώς μας). Ειπέ μας, λοιπόν, και συ, ω Ξενοφών» είπεν
+απευθυνόμενος προς αυτόν «όσα φρονείς ότι πρέπει να λεχθούν και
+εις ημάς».
+
+Εκ τούτου (λαβών αφορμήν) ο Ξενοφών λέγει τα εξής: «Αλλά
+βεβαίως όλοι γνωρίζομεν όσα μου ζητείτε να σας είπω, ότι δηλαδή
+βασιλεύς και Τισσαφέρνης όσους μεν ημπόρεσαν εξ ημών συνέλαβον
+(ηχμαλώτισαν), τους δ' άλλους είναι φανερόν ότι επιδιώκουν
+(έχουν κατά νουν) πώς να τους φονεύσουν, εάν ημπορούν &(αν
+περνάει απ' το χέρι τους)&. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα πάντα πρέπει
+να μετέλθωμεν, διά να μη πλησιάσωμεν ποτέ, υπό οιασδήποτε και
+αν ευρισκώμεθα περιστάσεις, τους βαρβάρους, αλλά να επιτύχωμεν
+μάλλον να έλθουν εκείνοι προς ημάς.
+
+»Κατανοείτε, λοιπόν, καλώς ότι, αν και είσθε τόσοι μόνον, όσοι
+αυτήν την στιγμήν συνήλθατε εδώ, σας δίδεται, εν τούτοις,
+σπουδαιοτάτη ευκαιρία, διά να φανήτε επωφελείς εις τον στρατόν.
+
+»Διότι όλοι οι στρατιώται αυτοί έχουν προς σας τα βλέμματα
+εστραμμένα, και αν τυχόν μεν σας ίδουν μικροψυχούντας, όλοι θα
+φανούν δειλοί. Εάν όμως και σεις οι ίδιοι ολοφάνερα
+παρασκευάζεσθε προς πόλεμον και τους άλλους παροτρύνετε προς
+τούτο, μάθετε καλώς ότι θα σας ακολουθήσουν και ότι θα
+προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να σας μιμηθούν.
+
+»Ίσως δε και δίκαιον είναι να ξεχωρίζετε σεις κατά τι από
+αυτούς. Διότι σεις είσθε στρατηγοί, σεις λοχαγοί και ταξίαρχοι.
+Και όταν ήναι ειρήνη, σεις απολαμβάνετε περισσότερον από αυτούς
+και τιμάς και χρήματα. Διά τούτο, λοιπόν, αφού τώρα ευρισκόμεθα
+εις εμπόλεμον κατάστασιν, πρέπει σεις οι ίδιοι να θελήσετε να
+φανήτε καλλίτεροι από το πλήθος τούτο, προνοούντες υπέρ αυτού
+και κοπιάζοντες, εάν και όπου παρίσταται ανάγκη.
+
+»Και εν πρώτοις μεν φρονώ ότι θα ωφελήσετε εις μέγαν βαθμόν το
+στράτευμα, εάν φροντίσετε όπως αντικαταστήσουν όσον το δυνατόν
+ταχύτερα τους αποθανόντας (νέοι) στρατηγοί και λοχαγοί. Διότι
+άνευ αρχηγών ουδέν, ούτε καλόν, ούτε γενναίον, δύναται να
+γείνη, και γενικώς μεν εις οιανδήποτε περίπτωσιν, εις τα
+πολεμικά όμως, απολύτως τίποτε. Διότι είναι φανερόν ότι η μεν
+πειθαρχία σώζει, η δε απείθεια και παραλυσία πολλούς μέχρι
+σήμερον κατέστρεψεν.
+
+»Άμα δε ως εγκαταστήσετε τους αρχηγούς (18), όσους είναι
+αναγκαίοι, και τους άλλους (τήδε κακείσε διεσπαρμένους)
+στρατιώτας συναθροίσετε και ενθαρρύνετε, νομίζω ότι τότε θα
+ήσθε πλέον έτοιμοι να αντιμετωπίσετε οιανδήποτε περίστασιν.
+
+»Διότι τώρα μεν ίσως και σεις οι ίδιοι εννοείτε ότι προσήλθαν
+ούτοι εις τας τάξεις του στρατού με αθυμίαν, με αθυμίαν δ'
+ωσαύτως και εις τας φρουρήσεις (όπου φυλάττουν ως φρουροί).
+Ώστε, εις τοιαύτην περιελθόντας κατάστασιν, δεν γνωρίζω κ' εγώ
+πώς θα ηδύνατο τις να τους χρησιμοποιήση, εάν λάβη τις εις τι
+την ανάγκην των, είτε εν καιρώ νυκτός, είτε εν καιρώ ημέρας.
+
+»Εάν όμως δώση τις εις τον νουν των άλλην κατεύθυνσιν, ώστε να
+μην ενθυμούνται (να μην έχουν υπ' όψει των) μόνον τι θα πάθουν,
+αλλά και τι θα κάμουν, θα γείνουν τότε, βέβαια, πολύ
+ευτολμότεροι.
+
+»Διότι πολύ καλά γνωρίζετε ότι ούτε το πλήθος, ούτε η ισχύς
+είναι η δίδουσα τας νίκας εις τον πόλεμον, εκείνους δ' ως επί
+το πλείστον δεν δύνανται να υπομείνουν οι αντίπαλοι, οι οποίοι
+θα βαδίσουν, με την βοήθειαν των Θεών, ερρωμενέστεροι την ψυχήν
+κατά των πολεμίων.
+
+»Έχω δ' υπ' όψει μου, ω άνδρες, και τούτο ακόμη: ότι, όσοι μεν
+επιδιώκουν να ζήσουν διά παντός θεμιτού και αθεμίτου μέσου εν
+καιρώ πολέμου, ούτοι κακώς (ανάνδρως) και αισχρώς ως επί το
+πολύ αποθνήσκουν. Όσοι δε γνωρίζουν &(έχουν καταλάβη)& ότι ο
+θάνατος είναι κοινός και αναγκαίος δι' όλους τους ανθρώπους,
+αγωνίζονται όμως περί του πώς να αποθάνουν εντίμως εις την
+μάχην, τούτους βλέπω περισσότερον πως των άλλων να φθάνουν εις
+το γήρας, και να διάγουν, εφ' όσον ζουν, ευδαιμονέστερον.
+
+Πρέπει, λοιπόν, αφού τώρα μάθωμεν και ημείς καλά &(χωνέψωμε)&
+όλα αυτά, διότι είπερ ποτέ μας δίδεται σήμερα η προς τούτο
+κατάλληλος περίστασις, και ημείς ν' αναδειχθώμεν άνδρες
+γενναίοι, και τους άλλους προς την γενναιότητα να
+παρορμήσωμεν».
+
+Ούτος μεν, αφού είπε ταύτα, εσιώπησε. Μετά τούτον δ' είπεν ο
+Χειρίσοφος τα εξής: «Αλλά μέχρι προς ολίγου ακόμη, ω Ξενοφών,
+ουδέν άλλο εγνώριζα περί σου παρά μόνον ότι είσαι Αθηναίος.
+Τώρα όμως και σε επαινώ δι' όσα και λέγεις και πράττεις και θα
+ηυχόμην τοιούτοι άνδρες όπως συ να ήσαν όσον το δυνατόν
+περισσότεροι εις το στράτευμα. Διότι τοιούτον ευτύχημα θα ήτον
+αληθώς ευτύχημα δι' όλους μας. Και τώρα — προσέθηκεν — ας μη
+χάνωμεν καιρόν πλέον, ω άνδρες, αλλ', απελθόντες αμέσως,
+εκλέξατε όσοι εξ υμών έχετε ανάγκην αρχηγούς, αφού δε τους
+εκλέξετε, έρχεσθε εις το μέσον του στρατοπέδου φέροντες μαζή
+και τους εκλεγέντας. Κατόπιν συγκαλούμεν εκεί και τους λοιπούς
+στρατιώτας. Ας προσέλθη δ' ενώπιόν μας, διά να κηρύξη την
+πρόσκλησιν, και Τολμίδης ο κήρυξ».
+
+Και αμέσως, αφού είπε ταύτα, ηγέρθη, διά να μη χάνη πλέον
+καιρόν, φέρη δε εις πέρας όσα η περίστασις και αι ανάγκαι
+επέβαλλον•
+
+Μετά ταύτα εξελέγησαν στρατηγοί αντί μεν του Κλεάρχου Τιμασίων
+ο Δαρδανεύς, αντί δε του Σωκράτους Ξανθικλής ο Αχαιός, αντί του
+Αγίου Κλεάνωρ ο Αρκάς, αντί του Μένωνος Φιλήσιος ο Αχαιός και
+αντί του Προξένου Ξενοφών ο Αθηναίος.
+
+
+
+Κεφάλαιον δεύτερον.
+
+
+
+Μετά το τέλος δε της εκλογής και ενώ ήδη ήρχιζε να ξημερώνη,
+ήλθαν οι στρατηγοί εις το μέσον του στρατοπέδου, και
+απεφάσισαν, αφού εγκαταστήσουν προφυλακάς, να συγκαλέσουν τους
+στρατιώτας. Αφού δε και οι (άλλοι) στρατιώται συνήλθον, ηγέρθη
+πρώτος Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος και είπε τα εξής:
+
+«Ω άνδρες στρατιώται, αι μεν περιστάσεις, υπό τας οποίας
+ευρισκόμεθα, καθ' ας και στρατηγών καλών και λοχαγών και
+στρατιωτών (ακόμη) στερούμεθα, είναι δυσκολώταται. Επί πλέον δε
+και οι περί τον Αριαίον, οίτινες πρότερον ήσαν σύμμαχοι μας,
+μας επρόδωσαν.
+
+»Εν τούτοις, είναι ανάγκη από τους παρευρισκομένους εδώ να
+προέλθουν (εμφανισθούν) άνδρες γενναίοι, ανάγκη δε να μην
+υποχωρήσωμεν, αλλά να προσπαθήσωμεν όπως, εάν μεν έχωμεν την
+δύναμιν, νικώντες τελείως τον εχθρόν (κατισχύοντες των
+περιστάσεων), σωθώμεν, εάν δε όχι, αποθάνωμεν γενναίως, μη
+καταδεχόμενοι ποτέ να συλληφθώμεν ζώντες υπό των πολεμίων.
+Διότι φρονώ ότι δυνάμεθα να υποστώμεν και τοιαύτας ακόμη
+συμφοράς, τας οποίας όμως είθε οι Θεοί ν' αποστείλουν μόνον εις
+τους εχθρούς μας».
+
+Μετ' αυτόν Κλεάνωρ ο Ορχομένιος ηγέρθη και είπε τα εξής: «Αλλά
+βλέπετε μεν (έχετε ενώπιόν σας), ω άνδρες, την επιορκίαν και
+την ασέβειαν του βασιλέως, βλέπετε δ' επίσης και την απιστίαν
+του Τισσαφέρνους, όστις, αν και μας διεβεβαίου ότι και
+γειτονικός φίλος της Ελλάδος ήτο και ιδιαιτέρας θα κατέβαλλε
+φροντίδας, διά να μας σώση (διά να μας αποστείλη ζώντας εις την
+πατρίδα μας), ορκισθείς ότι θα τηρήση όλα αυτά και δώσας εις
+βεβαίωσιν της καλής του πίστεως την δεξιάν του, εν τούτοις,
+εξαπατήσας ημάς, συνέλαβε τους στρατηγούς μας και, αφού ως
+ομοτράπεζος αυτός ούτος συνέφαγε και συνωμίλησε με τον
+Κλέαρχον, εφόνευσε πάντας, και δείπνα και υποσχέσεις και όρκους
+καταπατήσας, χωρίς να φοβηθή ουδέ αυτόν τον επί της φιλοξενίας
+εφορεύοντα Θεόν, Δία τον Ξένιον.
+
+»Ο δε Αριαίος, τον οποίον ημείς ηθέλαμεν να ανακηρύξωμεν
+βασιλέα, και προς ον εδώσαμεν και από τον οποίον ελάβαμεν
+υποσχέσεις και όρκους ότι δεν θα προδώσωμέν ποτε αλλήλους, και
+αυτός ακόμη, ούτε τους Θεούς φοβηθείς, ούτε την μνήμην του
+αποθαμμένου ήδη Κύρου σεβασθείς, αν και υπ' αυτού, εφ' όσον
+έζη, ιδιαιτέρως όλως ετιμάτο, και αυτός, λοιπόν, αποστατήσας
+ήδη προς τους μεγαλειτέρους εκ των εχθρών εκείνου (προς τους
+μισητοτέρους του εχθρούς), προσπαθεί με κάθε τρόπον ημάς τους
+φίλους του Κύρου να (μας) βλάψη.
+
+»Και αυτοί μεν όλοι θα τιμωρηθούν από τους Θεούς &(θα δώσουν
+λόγο στους Θεούς)&. Εμείς δε πρέπει, έχοντες υπ' όψει πάντα
+ταύτα, να μην εξαπατηθώμεν πλέον υπ' αυτών, αλλά, πολεμούντες
+όσον δυνάμεθα καλλίτερα &(με τα σωστά μας)&, να υποστώμεν ό,τι
+θα ήτο αρεστόν εις τους Θεούς».
+
+Μετά τούτον ο Ξενοφών εγείρεται ενδεδυμένος την ωραιοτέραν του
+στολήν, ως εάν επρόκειτο να πολεμήση, νομίζων ότι, εάν μεν
+δώσουν την νίκην οι Θεοί (εάν με την βοήθειαν των Θεών
+νικήσουν), αρμόζει η λαμπροτέρα στολή εις τον νικώντα, εάν δε
+παραστή ανάγκη ν' αποθάνουν, ότι είναι ορθόν, αφού έκρινεν
+εαυτόν άξιον του καλλιτέρου στολισμού, με τον στολισμόν αυτόν
+και ν' αποθάνη. Ήρχισε δε να λέγη τα εξής:
+
+«Την των βαρβάρων επιορκίαν και απιστίαν ανέφερε προ ολίγου και
+ο Κλεάνωρ, γνωρίζετε δε και σεις, νομίζω. Εάν μεν, λοιπόν,
+θέλωμεν να φιλιωθώμεν και πάλιν προς αυτούς, θα ευρεθώμεν εις
+την ανάγκην ν' αποδειλιάσωμεν εκ νέου, λαμβάνοντες υπ' όψει
+ποία και πόσα έπαθαν οι στρατηγοί μας, παραδώσαντες εαυτούς εις
+χείρας των βαρβάρων, διότι έδωκαν πίστιν εις τους λόγους των.
+Εάν όμως έχωμεν απόφασιν, δι' όσα από αυτούς έως τώρα
+υπέστημεν, να τους τιμωρήσωμεν διά των όπλων και εν τω μέλλοντι
+να εξακολουθώμεν πολεμούντες προς αυτούς, πολλάς και μεγάλας
+τότε ελπίδας περί της σωτηρίας μας θα έχωμεν με την βοήθειαν
+των Θεών &(αν θέλουν οι Θεοί)&.
+
+Ενώ δε έλεγε ταύτα, κάποιος επταρνίσθη. Ακούσαντες δε οι
+στρατιώται, όλοι ομοθύμως προσεκύνησαν τον Θεόν, ο δε Ξενοφών
+εξηκολούθησε:
+
+«Νομίζω, καλόν, ω άνδρες επειδή, ενώ εκάναμεν λόγον περί
+σωτηρίας, εφάνη (ο πταρμός ούτος) ως οιωνός Διός του Σωτήρος,
+νομίζω, λέγω, καλόν να τάξωμεν εις τον Θεόν αυτόν θυσίας εις
+ανάμνησιν της σωτηρίας μας (να υποσχεθώμεν ότι θα προσφέρωμεν
+εις τον Θεόν αυτόν θυσίας εις ανάμνησιν της σωτηρίας μας) εις
+το πρώτον φιλικόν έδαφος το οποίον ηθέλαμεν πατήση, επίσης δε
+και εις τους λοιπούς Θεούς (να τάξωμεν θυσίας) αναλόγως των
+δυνάμεών μας &(το κατά δύναμιν)&. Εις οιονδήποτε δε εξ υμών
+προσέθηκε — φαίνονται ορθοί οι λόγοι μου ούτοι, ούτος ας υψώση
+την χείρα». Και ανύψωσαν ταύτην πάντες, μεθ' ο, αφού έταξαν εις
+τους Θεούς, έψαλαν προς αυτούς άσμα ικετήριον. Αφού δε ούτω τα
+προς τους Θεούς θρησκευτικά καθήκοντα εξετελέσθησαν, ο Ξενοφών
+ήρχισε και πάλιν λέγων τα εξής:
+
+»Σας έλεγα, λοιπόν, ω άνδρες, ότι θα είχομεν πολλάς και καλάς
+ελπίδας περί της σωτηρίας μας. Πρώτον μεν διότι ημείς
+φυλάττομεν τους όρκους των Θεών, ενώ οι πολέμιοι εφάνησαν
+επίορκοι και, παρά τους όρκους, παρέβησαν τας συνθήκας. Ούτω δ'
+εχόντων των πραγμάτων, επόμενον είναι προς μεν τους πολεμίους
+να διάκηνται οι Θεοί εχθρικώς, προς ημάς δε ως βοηθοί και
+φίλοι, οίτινες πάντοτε είναι ικανοί και τους μεγάλους ταχέως να
+καθιστούν μικρούς, και τους μικρούς, ακόμη και όταν ευρίσκωνται
+εν μέσω συμφορών, να σώζουν ευκολώτατα όταν θέλουν.
+
+»Αλλ' εκτός τούτων, σας υπενθυμίζω και τους κινδύνους των
+προγόνων μας, διά να μάθετε και ότι σας πρέπει (σας αρμόζει) να
+ήσθε γενναίοι, και ότι, τη βοήθεια των Θεών, πάντοτε οι
+γενναίοι σώζονται, ακόμη και από τας μεγαλητέρας συμφοράς.
+Διότι, όταν οι Πέρσαι και οι περί αυτούς εξεστράτευσαν με μέγαν
+στρατόν και στόλον κατά της Ελλάδος, με τον σκοπόν αμέσως να
+καταστρέψουν τας Αθήνας, οι Αθηναίοι, τολμήσαντες να αντιστούν
+κατ' αυτών, κατά κράτος τους ενίκησαν.
+
+»Και, αφού έταξαν (να προσφέρουν) ως θυσίαν εις την Θεάν
+Αρτέμιδα τόσας αίγας όσους ήθελαν φονεύση εκ των πολεμίων,
+επειδή ήτον αδύνατον να εύρουν αναλόγους προς τον αριθμόν των
+φονευθέντων εχθρών (αίγας), απεφάσισαν να θύουν κατ' έτος
+πεντακοσίας εξ αυτών, αίτινες και μέχρι σήμερον ακόμη
+προσφέρονται εις την Θεάν.
+
+»Ότε δε κατόπιν ο Ξέρξης, συναθροίσας τον αναρίθμητον στρατόν
+του, επήλθε κατά της Ελλάδος, και τότε ακόμη ενίκων οι ημέτεροι
+πρόγονοι τους προγόνους τούτων και κατά γην και κατά θάλασσαν.
+Πάντων τούτων προφανείς αποδείξεις έχετε τα εγερθέντα τρόπαια,
+ως μαρτύριον δε μέγιστον την ελευθερίαν των πόλεων, εις τας
+οποίας εγεννήθητε και ανετράφητε. Διότι κανένα εκ των ανθρώπων
+δεν προσκυνείτε (αναγνωρίζετε) ως εξουσιαστήν και κύριον υμών,
+αλλά μόνον τους Θεούς.
+
+»Και, λοιπόν, από τοιούτους μεν κατάγεσθε προγόνους. Δεν θέλω,
+βέβαια, να είπω ότι τους καταισχύνετε. Παν άλλο. Δεν έχουν
+παρέλθη ακόμη πολλαί ημέραι, αφ' ης, αντιταχθέντες εις τους
+απογόνους των Περσών εκείνων, ενικάτε πολύ περισσοτέρους υμών
+με την βοήθειαν των Θεών.
+
+»Και τότε μεν εφάνητε γενναίοι άνδρες, αγωνιζόμενοι περί της
+βασιλείας του Κύρου. Τώρα όμως, οπότε ο αγών είναι περί της
+σωτηρίας σας, οφείλετε βεβαίως και πολύ καλλίτεροι και
+προθυμότεροι ν' αναδειχθήτε.
+
+»Αλλά και πλέον θαρραλέοι πρέπει να φανήτε τώρα πολεμούντες
+κατά των πολεμίων. Διότι τότε, μη έχοντες πείραν αυτών, αν και
+είχατε ακαταμέτρητον ενώπιόν σας πλήθος, εν τούτοις ετολμήσατε
+με το πατροπαράδοτον εκείνο φρόνημα εις την ψυχήν σας να
+βαδίσετε εναντίον των. Τώρα όμως, οπότε και πείραν έχετε αυτών,
+την πείραν ότι θ' αποφύγουν, όσον και αν ήναι πολυπληθέστεροι
+από σας, να συγκρουσθούν μαζή σας, υπάρχει τι πλέον το οποίον
+να σας εμπνέη τον προς αυτούς φόβον;
+
+Αλλά ούτε ως μειονέκτημά σας να νομίσετε το γεγονός, ότι οι
+περί τον Κύρον βάρβαροι, ενώ προτήτερα ήσαν σύμμαχοί μας &(με
+το μέρος μας)&, μας έχουν εγκαταλείψη πλέον. Διότι ούτοι είναι
+έτι ανανδρότεροι εκείνων τους οποίους ενικήσαμεν. Και βεβαίως,
+αφού ηυτομόλησαν προς τους νικηθέντας, εγκαταλείψαντες ημάς
+τους νικητάς. Είναι δε πολύ προτιμότερον, εκείνοι οίτινες
+θέλουν να ήναι αρχηγοί φυγής (να δίδουν το σύνθημα της φυγής,
+να διδάσκουν εις τους άλλους την φυγήν) να τάσσωνται εις το
+πλευρόν των πολεμίων μας, παρά να τους βλέπωμεν εις τας τάξεις
+του στρατεύματός μας.
+
+»Εάν δε κανείς εξ υμών λυπήται &(στενοχωρείται)&, διότι
+στερούμεθα ιππικού, ενώ τουναντίον αφθονούν τοιούτου οι εχθροί
+μας, ενθυμήθητε ότι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε άλλο
+παρά δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Διότι ουδείς ουδέποτε (έως τώρα)
+απέθανε δηχθείς ή λακτισθείς από ίππον εν ώρα μάχης, ουχί δε οι
+ίπποι, αλλ' οι άνδρες (οι ιππείς) είναι εκείνοι οίτινες
+κατορθώνουν παν ό,τι γενναίον συμβαίνει εις τας μάχας.
+
+»Μη δεν ευρισκόμεθα ημείς (μη δεν πολεμούμεν ημείς) επί εδάφους
+πολύ ασφαλεστέρου εκείνου, επί του οποίου πολεμούσιν οι ιππείς;
+Και τω όντι. Ούτοι μεν είναι κρεμασμένοι επί των ίππων,
+φοβούμενοι όχι μόνον ημάς, αλλά και (ενδεχομένην) από των ίππων
+πτώσιν των. Ημείς δε, βαδίζοντες ασφαλώς επί εδάφους, πολύ μεν
+ισχυρότερον κτυπώμεν πάντα όστις ήθελε μας πλησιάση, πολύ δε
+ευστοχώτερον επιτυγχάνομεν οιονδήποτε ηθέλομεν κτυπήση. Κατά έν
+δε και μόνον δύνανται να μας υπερτερήσουν οι ιππείς: Κατά το
+ότι πολύ ασφαλέστερον ημών δύνανται να τραπώσιν εις φυγήν.
+
+»Εάν δε, ενώ τας μάχας (τους εκ των μαχών κινδύνους) υπομένετε
+με θάρρος, στενοχωρήσθε, εξ άλλου, διότι ούτε ο Τισσαφέρνης
+πλέον δύναται να γείνη οδηγός μας, ούτε ο βασιλεύς να μας
+παράσχη τροφάς προς αγοράν — σκεφθήτε ποίον εκ των δύο είναι
+προτιμότερον: να έχωμεν οδηγόν εις την πορείαν μας τον
+Τισσαφέρνην τούτον, όστις τόσον καταφώρως επεβουλεύθη ημάς ή
+εκείνους τους οποίους, αιχμαλωτίζοντες καθ' οδόν ημείς, θα
+ηδυνάμεθα να τους διατάσσωμεν να γείνουν οδηγοί μας, και
+οίτινες δεν θ' αγνοούν βεβαίως ότι, εάν σφάλουν εις παν ό,τι
+μας αφορά (εις παν ό,τι αφορά τα συμφέροντά μας), θα πληρώσουν
+τα σφάλματά των με θάνατον ή με σωματικάς ποινάς;
+
+»Ποίον δ' εκ των δύο είναι επίσης προτιμότερον: ν' αγοράζωμεν
+τα προς τροφήν μας αναγκαία από αγοράν, την οποίαν θα μας
+παρείχον οι εχθροί μας, αντί πολλού χρήματος — του οποίου
+(σημειωθήτω εν παρόδω) και στερούμεθα πλέον, αφού δεν
+μισθοδοτούμεθα — αγοράζοντες ελαχίστας εξ αυτών ποσότητας, ή
+ημείς οι ίδιοι δικαιωματικώς να τας προμηθευώμεθα,
+μεταχειριζόμενοι οιονδήποτε έκαστος εξ ημών ήθελεν εγκρίνη
+μέτρον;
+
+»Εάν, λοιπόν, έχετε μεν υπ' όψει ότι πάντα ταύτα είναι όντως
+προτιμότερα, αλλά και νομίζετε ότι οι προ ημών ποταμοί ούτοι
+είναι αδιάβατοι ή ότι επίτηδες και δολίως οι πολέμιοι μας
+προσείλκυσαν πέραν ακόμη και του Τίγρητος, σκεφθήτε ότι,
+προβάντες εις τοιαύτην τινά πράξιν οι βάρβαροι, εσκέφθησαν
+αληθώς μωρότατα. Διότι όλοι οι ποταμοί, αν και είναι αδιάβατοι
+πέραν των πηγών των, εις τους πλησιάζοντας προς τας πηγάς των
+γίνονται διαβατοί, ουδέ καν το γόνυ τούτων βρέχοντες.
+
+»Εάν δε ούτε οι ποταμοί μας επιτρέψουν την επάνοδον (μας
+αποκλείσουν), ούτε κανείς πλέον οδηγός της προς την πατρώαν
+οδού εμφανισθή, φρονώ ότι και τότε ακόμη δεν μας είναι
+επιτετραμμένον να μικροψυχήσωμεν (αποδειλιάσωμεν). Διότι έχομεν
+υπ' όψει ότι και οι κάτοικοι της Μυσίας, οίτινες θα ηδυνάμεθα
+να είπωμεν ότι δεν ευρίσκονται εις καλλιτέραν από ημάς θέσιν,
+κατοικούν εντός της επικρατείας του βασιλέως πολλάς και
+ευδαίμονας και μεγάλας πόλεις παρά την θέλησίν του, ότι δ'
+επίσης και οι κάτοικοι της Πισιδίας και της Λυκαονίας — τους
+τελευταίους δε τούτους, ενθυμείσθε ότι και ημείς οι ίδιοι
+εγνωρίσαμεν — καρπούνται τας χώρας ταύτας (του βασιλέως), αφού
+κατέλαβον ανά τας πεδιάδας τα πλέον οχυρά και απόκρημνα αυτών
+μέρη.
+
+»Εγώ τουλάχιστον θα σας έλεγα ότι δεν μας συμφέρει ακόμη να
+φαινώμεθα εις τους βαρβάρους ότι όντως έχομεν ξεκινήση διά την
+πατρίδα μας, αλλ' ότι παρασκευαζόμεθα, διά να εγκατασταθώμεν
+εις κάποιο εδώ τριγύρω μέρος. Διότι γνωρίζω ότι και εις τους
+κατοίκους της Μυσίας ο βασιλεύς θα εχορήγει πολλούς οδηγούς,
+ακόμη δε, (προς ασφάλειάν των περί της καλής του πίστεως), ότι
+θα τους έδιδε και πολλούς αιχμαλώτους ως εγγύησιν της άνευ
+δόλου απομακρύνσεώς των εκ της χώρας του, ότι δε και δρόμους
+ευρυτάτους προς χάριν των θα κατεσκεύαζε, τοιούτους ώστε ν'
+απέλθουν και επί τεθρίππων ακόμη αρμάτων, εάν ήθελαν (19).
+Βεβαίως δε και προς χάριν μας γνωρίζω ότι πάντα όσα ανέφερα
+(διά τους Μυσούς) θα έπραττε με μεγάλην του ευχαρίστησιν, εάν
+μας έβλεπεν ότι προετοιμαζόμεθα να μείνωμεν (να εγκατασταθώμεν)
+διά παντός εις την χώραν του.
+
+»Φοβούμαι όμως μήπως, αν άπαξ μάθωμεν να ζώμεν εδώ άνευ
+εργασίας και να διερχώμεθα τον βίον μας εν αφθονία τροφών και
+απολαύσεων, με ωραίας δε και ευσώμους γυναίκας και παρθένους
+των Μήδων και Περσών συναναστρεφώμεθα, φοβούμαι, λέγω, μήπως,
+καθώς οι λωτοφάγοι εκείνοι, λησμονήσωμεν πλέον διά παντός την
+προς την πατρίδα άγουσαν οδόν.
+
+»Νομίζω, λοιπόν, ότι συνεπές και δίκαιον είναι κατά πρώτον
+λόγον να προσπαθήσωμεν να φθάσωμεν εις την Ελλάδα, εκεί δε να
+αποδείξωμεν εις την Ελλάδα και τους οικίους μας, ότι εκουσίως
+των πένονται, αφού ημπορούν όλους εκείνους, οίτινες ζουν εκεί
+τώρα με στερήσεις, να τους ίδουν, μετά τον ενταύθα αποικισμόν
+αυτών, ποριζομένους τα προς το ζην εν αφθονία. Αλλ' είναι
+φανερόν, ω άνδρες, ότι πάντα ταύτα τα αγαθά (όσα μέχρι τούδε
+ανέφερα) ανήκουν εις τους νικητάς (τους ισχυρούς).
+
+»Λοιπόν, διά να πορευώμεθα όσον το δυνατόν ασφαλέστερον και,
+εάν παραστή ανάγκη μάχης, διά να πολεμώμεν όσον το δυνατόν
+γενναιότερον, πρέπει να σας προτείνω ταύτα: πρώτον μεν ότι
+νομίζω ορθόν &(είμαι της γνώμης)& να κατακαύσωμεν όσας έχομεν
+(σκευοφόρους) αμάξας, διά να μη μας ήναι στρατηγοί (διά να μη
+μας διευθύνουν) κατά την πορείαν μας αι άμαξαι, αλλά να
+βαδίζωμεν προς οιονδήποτε μέρος μας συμφέρει (ελεύθερα). Μετά
+τούτο δε, να συγκατακαύσωμεν και τας σκηνάς, αίτινες και κατά
+την μετακόμισίν των είναι οχληραί και εις ουδέν χρησιμεύουν,
+ούτε εις το πολεμείν ούτε εις το συγκρατείν τα τρόφιμα.
+
+»Προσέτι δε να εξαφανίσωμεν (καταστρέψωμεν) και εκ των άλλων
+σκευών τα περιττά, εκτός εκείνων τα οποία φέρομεν μαζή μας
+χάριν του πολέμου ή προς μεταφοράν των τροφών ή ποτών, και
+τούτο, διά να ήναι όσον το δυνατόν περισσότεροι οι ωπλισμένοι,
+όσον το δυνατόν δε ολιγώτεροι οι σκευοφορούντες. Διότι
+γνωρίζετε καλώς ότι, όταν μεν ηττώμεθα, τα πάντα είναι ξένα.
+Όταν δε νικώμεν, είμεθα εις θέσιν να μεταχειριζώμεθα και αυτούς
+ακόμη τους εχθρούς ημών ως σκευοφόρους.
+
+»Αλλά μου υπολείπεται ακόμη να σας είπω κάτι, όπερ νομίζω
+σπουδαιότατον. Όλοι, βέβαια, γνωρίζετε ότι οι πολέμιοι δεν
+ετόλμησαν να κηρύξουν καθ' ημών τον πόλεμον πριν ή συλλάβουν
+τους στρατηγούς μας, φρονούντες ότι, εφ' όσον μεν ζουν οι
+άρχοντες, πειθαρχούμεν δε προς αυτούς ημείς, ότι ημπορούμεν να
+κατισχύσωμεν του πολέμου (να νικήσωμεν), ότι όμως μετά την
+σύλληψίν των θα καταστραφώμεν εκ της εν τω στρατεύματι αναρχίας
+και αταξίας.
+
+»Πρέπει, λοιπόν, οι μεν ήδη εκλεγέντες στρατηγοί να γείνουν
+επιμελέστεροι των πρώην (των φονευθέντων), οι δε αρχόμενοι πολύ
+ευτακτότεροι και μάλλον πειθαρχικοί προς τους στρατηγούς ή
+πριν.
+
+»Εάν δε διά ψηφίσματος αποφασίσετε: έκαστος στρατιώτης μαζή με
+τον στρατηγόν (συμπράττων με τον στρατηγόν) να τιμωρή κάθε
+απειθούντα, τότε έτι περισσότερον θα διαψευσθούν αι (καθ' ημών)
+προσδοκίαι των εχθρών μας. Ψηφιζομένου τούτου, θα ίδουν ούτοι
+κατά την σημερινήν ημέραν να παρουσιάζωνται εις τον στρατόν μας
+αναρίθμητοι αντί ενός Κλέαρχοι, οίτινες δεν θα επιτρέψουν ποτέ
+εις κανένα να φανή δειλός.
+
+»Αλλ' είναι πλέον ώρα να μεταβώμεν από τους λόγους εις τα έργα.
+Διότι ίσως εμφανισθούν προ ημών αιφνιδίως οι πολέμιοι. Λοιπόν,
+εις οιονδήποτε εξ υμών φανούν όσα επρότεινα ορθά, ούτος όσον το
+δυνατόν ταχύτερον ας τα επικυρώση, ίνα τα ίδωμεν ευθύς και
+εφαρμοζόμενα. Εάν δε τυχόν υπάρχη και καμμία άλλη γνώμη
+καλλιτέρα της ιδικής μου, ταύτην ακόμη και εις τον απλούν
+στρατιώτην επιτρέπεται να προτείνη θαρραλέως. Διότι όλοι εξ
+ίσου έχομεν ανάγκην σωτηρίας».
+
+Μετά τους λόγους αυτούς του Ξενοφώντος, Χειρίσοφος ο
+Λακεδαιμόνιος είπεν: «Αλλ' εάν, παρ' όσα επρότεινεν ο Ξενοφών,
+παρίσταται και άλλου τινός ακόμη ανάγκη, οφείλομεν αμέσως να το
+εξετάσωμεν. Όσα δε προ ολίγου είπε, φρονώ ότι είναι καλόν να
+ψηφίσωμεν ως τάχιστα. Όστις, λοιπόν, νομίζει ορθά (εγκρίνει) τα
+προταθέντα, ας υψώση την χείρα».
+
+Και ταύτην μεν ύψωσαν όλοι ανεξαιρέτως. Ο δε Ξενοφών εγερθείς
+και πάλιν είπε τα εξής: «Ω άνδρες, ακούσατε όσα, προς τούτοις,
+νομίζω ακόμη ότι χρειάζονται. Είναι βεβαίως φανερόν εις όλους
+ότι πρέπει να πορευώμεθα όπου δυνάμεθα να έχωμεν τα προς τροφήν
+μας αναγκαία. Ακούω δε ότι εις απόστασιν ουχί μεγαλητέραν των
+είκοσι σταδίων υπάρχουν χωρία πλουσιώτατα (ευφορώτατα).
+
+»Δεν θα μου εφαίνετο, λοιπόν, περίεργον, αν οι πολέμιοι, καθώς
+οι δειλοί κύνες καταδιώκουν μεν και δαγκάνουν τους πλησιάζοντας
+αυτούς (τους παρερχομένους προ αυτών), όταν ημπορούν, τρέπονται
+δε εις φυγήν προ εκείνων οίτινες τους καταδιώκουν, εάν, λέγω,
+οι πολέμιοι μας ηκολούθουν, απερχομένους, κατά πόδας &(μας
+έπαιρναν το κατόπιν)&.
+
+»Ίσως, λοιπόν, θα ήμεθα περισσότερον εξησφαλισμένοι, εάν
+εβαδίζαμεν κατά φάλαγγα τετράπλευρον, εκάστην πλευράν της
+οποίας να απετέλουν οι οπλίται, διά να φυλάσσωνται ούτω
+ασφαλέστερον εντός του τετραπλεύρου τούτου τα φέροντα τα σκεύη
+υποζύγια και ο πολύς όχλος (οι μη μάχιμοι). Εάν, λοιπόν, από
+τώρα παρίστατο ανάγκη να ορισθή ποίοι πρέπει να ήναι εκείνοι
+οίτινες θα ηγούνται του τετραπλεύρου αυτού, τασσόμενοι κατά
+μέτωπον (επί της κατέμπροσθεν αυτού πλευράς), και ποίοι (θα
+είναι) επί των εκατέρωθεν αυτού (πλευρών), ποίοι δε θ'
+αποτελούν την οπισθοφυλακήν αυτού, βεβαίως δεν θα έπρεπε να
+περιμένωμεν να έλθουν πρώτα οι πολέμιοι, διά να σκεφθώμεν περί
+του πρακτέου (διά ν' αποφασίσωμεν ποίους πρέπει να ορίσωμεν),
+αλλ' αμέσως τώρα να χρησιμοποιήσωμεν τους προς τον σκοπόν αυτόν
+ενδεδειγμένους.
+
+»Εάν μεν, λοιπόν, έχη τις υπ' όψει του άλλο τι καλλίτερον των
+όσων είπα, ας το προτείνη, διά να τεθή εις εφαρμογήν ευθύς.
+Άλλως θα ηυχόμην γενικός μεν αρχηγός του στρατού, επί της
+έμπροσθεν πλευράς τασσόμενος, να ωρίζετο ο Χειρίσοφος, και δι'
+άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι τυγχάνει να ήναι
+Λακεδαιμόνιος. Επιμεληταί δε των εκατέρωθεν πλευρών ας ορισθούν
+δύο εκ των αρχαιοτέρων στρατηγών. Ως οπισθοφυλακή δε, επί του
+παρόντος, οι νεώτατοι ημείς, εγώ δηλαδή και ο Τιμασίων.
+
+»Ως προς τα άλλα δε, αφού άπαξ θέσωμεν εις εφαρμογήν την
+τακτικήν αυτήν, θα σκεφθώμεν πάντοτε παν ό,τι ηθέλαμεν κρίνη ως
+καλλίτερον. Αλλ' εάν, παρά ταύτα, έχη τις να προτείνη τίποτε
+άλλο καλλίτερον, ας το είπη». Επειδή όμως ουδείς είχεν εναντίαν
+γνώμην, είπε: «Πας όστις εξ υμών εγκρίνει όσα επρότεινα, ας
+υψώση την χείρα». Ούτω δε απεφασίσθησαν και ταύτα.
+
+»Και, λοιπόν, τώρα» είπεν ο Ξενοφών «απερχόμενοι ας πράξωμεν
+(ας θέσωμεν εις εφαρμογήν) τα αποφασισθέντα. Όστις δε από σας
+τρέφει την επιθυμίαν να επανίδη τους συγγενείς και φίλους του,
+ας μη λησμονή ότι από τούδε και εις το εξής οφείλει να ήναι
+γενναίος. Διότι δεν θα ηδύνατο ή μόνον διά της γενναιότητος να
+εκπληρώση την επιθυμίαν του ταύτην. Όστις επιθυμεί να ζη, ας
+προσπαθή να ήναι πάντοτε νικητής (των περιστάσεων), έχων υπ'
+όψει του ότι των μεν νικώντων ίδιον είναι να φονεύουν, των δε
+ηττωμένων να φονεύωνται. Και εάν δε κανείς εξ υμών επιθυμή να
+αποκτήση χρήματα, ας προσπαθήση να γείνη κύριος της επιθυμίας
+του αυτής. Διότι οι νικηταί έχουν πάντοτε την δύναμιν και τα
+ιδικά των (χρήματα) να σώζουν και τα των ηττημένων να λαμβάνουν
+(ν' αποκτούν)».
+
+
+
+Κεφάλαιον τρίτον.
+
+
+
+Αφού ελέχθησαν ταύτα, ηγέρθησαν και, απελθόντες, κατέκαιον τας
+αμάξας και τας σκηνάς, από τα περιττά δε, κάθε μεν πράγμα
+χρήσιμον εμοίραζεν ο ένας εις τον άλλον, τα δε άλλα έρριπτον
+εις το πυρ. Αφού δε έπραξαν ταύτα, ήρχισαν να ετοιμάζουν το
+γεύμα των. Αλλά, ενώ το ετοίμαζαν, έρχεται ο Μιθραδάτης με
+τριάκοντα περίπους ιππείς και, προσκαλέσας τους στρατηγούς εις
+μέρος, από το οποίον ηδύνατο ν' ακούεται παρ' όλων, λέγει εις
+αυτούς τα εξής:
+
+«Εγώ, ω άνδρες Έλληνες, και εις τον Κύρον ήμην πιστός φίλος,
+καθώς γνωρίζετε όλοι σας, και τώρα διάκειμαι προς σας ευνοϊκώς.
+Αλλά, εδώ όπου ευρίσκομαι την στιγμήν αυτήν, πολύ φοβούμαι
+μήπως με κρίνετε ως ύποπτον διά την προς τον Κύρον φιλίαν μου
+αυτήν και πίστιν. Ουχ ήττον εγώ, εάν σας έβλεπα να λαμβάνετε
+κανένα σοβαρόν μέτρον (να σκέπτεσθε σοβαρόν τι) περί της
+σωτηρίας σας, θα έσπευδα με όλους τους οπαδούς μου προς
+βοήθειάν σας. Εις εμέ, λοιπόν, ως εις φίλον σας και καλοθελητήν
+σας και επιθυμούντα μαζή σας να εκστρατεύση ειπέτε τι σκέπτεσθε
+να πράξετε».
+
+Αφού συνεσκέφθησαν επ' αυτών οι στρατηγοί, κατ' απόφασίν των
+και επ' ονόματι όλων απήντησε Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος τα
+εξής: «Απεφασίσαμεν: εάν μεν κανείς δεν μας εμποδίση να
+επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας, να διερχώμεθα την χώραν όσον
+δυνάμεθα αβλαβέστατα. Εάν όμως μας παρουσιάση εμπόδια εις τον
+δρόμον μας, θα τον πολεμούμεν εφ' όσον προχωρούμεν και όσον
+δυνάμεθα σφοδρότερον».
+
+Μετά τους λόγους τούτους ο Μιθραδάτης προσεπάθει να τους πείση
+ότι είναι εντελώς αδύνατον να σωθούν (να επιστρέψουν σώοι εις
+την πατρίδα των) παρά την θέλησιν του βασιλέως. Εις το σημείον
+ακριβώς αυτό εγίνετο γνωστόν εις τον στρατόν ότι ο Μιθραδάτης
+είχε σταλή κρυφά προς κατασκόπευσιν. Διότι (συν τοις άλλοις)
+και κάποιος εκ των οπαδών του Τισσαφέρνους τον παρηκολούθει
+λαμβάνων περί του στρατού πληροφορίας.
+
+Ως εκ τούτου δε ενόμισαν οι στρατηγοί ότι η καλλιτέρα απόφασις,
+την οποίαν ηδύναντο να λάβουν, ήτο να κηρύξουν αδιάλλακτον καθ'
+όλην την γραμμήν τον πόλεμον κατά του εχθρού, εφ' όσον
+ευρίσκοντο εν χώρα εχθρική. Εις τούτο προέβησαν και διότι οι
+πολέμιοι πλησιάζοντες διέφθειρον (μετέβαλλον το φρόνημα) των
+στρατιωτών. Ένα λοχαγόν μάλιστα, Νίκαρχον ονομαζόμενον, εξ
+Αρκαδίας, παρέσυραν προς το μέρος των &(ξελόγιασαν)&, ώστε ν'
+αποσκιρτήση με είκοσι περίπου στρατιώτας προς τους πολεμίους εν
+καιρώ νυκτός.
+
+Μετά ταύτα, γευματίσαντες και διαβάντες τον Ζαπάταν ποταμόν,
+εβάδιζαν συντεταγμένοι, έχοντες εν μέσω αυτών τα υποζύγια και
+τον όχλον. Μόλις δε είχαν προχωρήση, ότε και πάλιν εμφανίζεται
+ο Μιθραδάτης, έχων μαζή του περί τους διακοσίους ιππείς,
+τοξότας δε και σφενδονήτας τετρακοσίους περίπου, λίαν ελαφρούς
+και ελευθέρους (περί τας κινήσεις και το βάδισμα). Και
+επροχώρει μεν ολίγον κατ' ολίγον ως φίλος δήθεν των Ελλήνων.
+Άμα όμως τους επλησίασαν, αιφνιδίως άλλοι μεν εξ αυτών, ομού
+ιππείς μετά πεζών, ετόξευαν, άλλοι δε εσφενδόνιζαν, πάντες δε
+επλήγωναν.
+
+Οι δε οπισθοφύλακες των Ελλήνων εβλάπτοντο μεν (εκτυπώντο μεν),
+δεν επροξένουν δε καμμίαν βλάβην εις τον πολέμιον. Διότι και οι
+Κρήτες κοντήτερα των Περσών ετόξευαν, συγχρόνως δε, όντες
+ωπλισμένοι ελαφρώς, ηναγκάζοντο να πολεμούν προφυλαγμένοι
+(περιωρισμένοι) εντός του στρατοπέδου των (του τετραπλεύρου εξ
+οπλιτών πλαισίου των), και οι ακοντισταί κοντήτερα των
+σφενδονητών ακόντιζαν, ώστε να μη τους φθάνουν διόλου τα
+ακόντιά των. Ως εκ τούτου ο Ξενοφών ενόμισε καλόν να τους
+καταδιώξη &(να τους κυνηγήση)&. Και ήρχισαν, λοιπόν, την
+καταδίωξιν όσοι εκ των οπλιτών και πελταστών έτυχε να ήναι μαζή
+του εν τη οπισθοφυλακή.
+
+Καταδιώκοντες όμως δεν συνελάμβαναν κανένα εκ των πολεμίων.
+Διότι ούτε ιππικόν είχαν οι Έλληνες, ούτε οι πεζοί εξ αυτών
+ηδύναντο εν μικρώ χώρω να συλλαμβάνουν τους ήδη προ πολλού
+φεύγοντας πεζούς. Επειδή τους ήτον αδύνατον να καταδιώκουν
+(τους βαρβάρους) εις μεγάλην από του όλου (Ελληνικού)
+στρατεύματος απόστασιν.
+
+Οι δε ιππείς των βαρβάρων, ακόμη και φεύγοντες, επλήγωναν τους
+διώκτας των, τοξεύοντες εις τα όπισθεν αυτών από των ίππων των.
+Όσον δε κατεδίωκον οι Έλληνες, τόσον έπρεπε να υποχωρούν πάλιν,
+πολεμούντες. Ώστε καθ' όλην την ημέραν δεν διέτρεξαν
+περισσότερον των είκοσι πέντε σταδίων, μόλις δε περί το
+δειλινόν έφθασαν εις τας κώμας.
+
+Ένεκα όλων αυτών κατέλαβε και πάλιν το στράτευμα αθυμία. Ο
+Χειρίσοφος δε και οι γηραιότεροι των στρατηγών κατηγόρουν τον
+Ξενοφώντα, διότι, αποσπασθείς της φάλαγγος, ετράπη εις
+καταδίωξιν του εχθρού, και αυτός ο ίδιος ούτω ριψοκινδυνεύσας
+και εις τους πολεμίους ουδεμίαν σοβαράν βλάβην προξενήσας.
+
+Ακούσας ταύτα ο Ξενοφών έλεγεν ότι δικαίως τον κατηγόρουν,
+άλλως τε και αυτά ταύτα τα αποτελέσματα (της καταδιώξεως)
+εμαρτύρουν την αλήθειαν των λόγων των. «Αλλ' εγώ, είπεν,
+ευρέθην ηναγκασμένος να καταδιώξω τον πολέμιον, επειδή σας
+έβλεπα να ζημιώνεσθε μεν απρακτούντες (διατηρούντες τας εν τη
+φάλαγγι θέσεις σας), να μην ημπορήτε δε, ουδέ κατ' ελάχιστον,
+ν' αποδώσετε τα ίσα εις τον εχθρόν.
+
+»Τέλος πάντων, αφού ούτω ευρέθην πλέον εις την ανάγκην να τον
+καταδιώξω, ομολογώ ότι, ως προς τα κατόπιν γενόμενα, είσθε εν
+τη αληθεία. Διότι δεν ήμεθα εις θέσιν να βλάψωμεν περισσότερον
+τον πολέμιον, επιστρέφαμεν δε πάντοτε ζημιωμένοι &(εις κακήν
+κατάστασιν)&. Ας ευχαριστώμεν, λοιπόν, τους Θεούς, διότι ουχί
+με μεγάλην δύναμιν, αλλά μ' ελαχίστους μόνον εβάδισα κατά του
+εχθρού ώστε να μη τον βλάψω μεν επαισθητώς, να ήμαι όμως πλέον
+εις θέσιν να σας φανερώσω τίνων ακόμη έχομεν ανάγκην (ποίας
+ακόμη έχομεν ελλείψεις).
+
+Είναι ήδη βέβαιον ότι οι μεν πολέμιοι τοξεύουν και σφενδονίζουν
+εις τοιαύτην (απ' αυτών) απόστασιν, εις οίαν ούτε οι Κρήτες,
+αντιτοξεύοντες, δύνανται να φθάσουν, ούτε οι ακοντισταί. Όταν
+δε τους καταδιώκωμεν, εις μεγάλην μεν απόστασιν από του
+στρατεύματος μας είναι αδύνατον (δεν μας επιτρέπεται) να τους
+καταδιώξωμεν, εις μικράν δε, ουδέ ο ταχύτερος (εξ ημών) πεζός
+θα ηδύνατο διώκων να συλλάβη πεζόν (εκ των πολεμίων), έστω και
+εις απόστασιν βολής τόξου.
+
+»Εάν, λοιπόν, έχωμεν σκοπόν (θέλωμεν) να τηρώμεν τούτους εις
+απόστασιν, ώστε να μη δύνανται να μας βλάπτουν πλέον
+πορευομένους, ανάγκη όσον το δυνατόν ταχύτερον να
+παρασκευάσωμεν σφενδονήτας και ιππείς. Ακούω δ' ότι ευρίσκονται
+εις το στράτευμά μας άνδρες, καταγόμενοι εκ Ρόδου, οι
+περισσότεροι εκ των οποίων, όπως λέγουν, γνωρίζουν να ρίπτουν
+την σφενδόνην, και των οποίων η βολή φθάνει εις διπλασίαν της
+των Περσικών σφενδονών απόστασιν. Διότι αύται μεν, επειδή οι
+Πέρσαι σφενδονίζουν με ογκώδεις λίθους, φθάνουν εις απόστασιν
+μικράν. Οι δε Ρόδιοι γνωρίζουν να μεταχειρίζωνται ακόμη και τας
+μολυβδίδας (εκ μολύβδου βλήματα).
+
+»Εάν, λοιπόν, εξετάσωμεν ποίοι εξ αυτών κέκτηνται σφενδόνας,
+και αμείψωμεν άλλους μεν διά την χρήσιν των, άλλους δε διά τον,
+ον θα λάβουν, κόπον να πλέξουν άλλας νέας (σφενδόνας), εάν δε
+και τον θέλοντα να καταταχθή εις τας τάξεις των σφενδονητών,
+από διάφορα άλλα βάρη (φρουράς ή αγγαρείας) τον ανακουφίσωμεν,
+ίσως τότε φανούν τινες ικανοί να μας ωφελήσουν (και εις το
+σφενδονίζειν).
+
+»Αλλ' εκτός τούτου, έχω υπ' όψει μου ότι ευρίσκονται εις τον
+στρατόν και ίπποι, άλλοι μεν εξ αυτών πλησίον μου, άλλοι δε
+εγκαταλελειμμένοι από τον Κλέαρχον, και ουκ ολίγοι
+αιχμαλωτισθέντες, προς μεταφοράν δε χρησιμοποιούμενοι σκευών.
+Εάν, λοιπόν, αφού συλλέξωμεν όλους αυτούς, τους
+αντικαταστήσωμεν με (πραγματικά) σκευοφόρα υποζύγια (όνους,
+ημιόνους κ.λ.π.), τους ίππους δε εις ιππείς μεταβάλωμεν, ίσως
+και ούτοι συντελέσουν κάπως εις το να ενοχλήσουν τον φεύγοντα
+εχθρόν».
+
+Και ταύτα πάντα εψηφίσθησαν. Κατά την νύχτα δε ταύτην οι μεν
+σφενδονήται ανήλθον εις διακοσίους, οι δε ιππείς και ίπποι,
+αφού εδοκιμάσθησαν την επομένην και ενεκρίθησαν, εις
+πεντήκοντα. Πάντες δε ούτοι επρομηθεύθησαν δερματίνους θώρακας,
+ίππαρχος δε όλων ωρίσθη, Λύκιος ο Πολυστράτου, Αθηναίος.
+
+
+
+Κεφάλαιον τέταρτον.
+
+
+
+Αφού δε έμειναν ενταύθα καθ' όλην ταύτην την ημέραν, επορεύοντο
+την επιούσαν, περί τα ξημερώματα εγερθέντες. Διότι έπρεπε να
+διαβούν χαράδραν, δι' ην εφοβούντο μήπως κατά την διάβασιν
+επετίθεντο κατ' αυτών οι πολέμιοι.
+
+Πράγματι δε, ενώ την διέβαιναν, εμφανίζεται και πάλιν ο
+Μιθραδάτης, έχων χιλίους μεν ιππείς, σφενδονήτας δε και τοξότας
+έως τέσσαρας χιλιάδας. Διότι τόσους εζήτησε και έλαβεν από τον
+Τισσαφέρνην, υποσχεθείς εις αυτόν ότι, αν τους λάβη, θα του
+παραδώση τους Έλληνας, υπερηφανευτείς δ' ότι κατά την προσβολήν
+της προτεραίας, αν και είχε μαζή του τόσον ολίγους, αυτός μεν
+τίποτε δεν έπαθε, πλείστας δ' όσας ζημίας εφαντάζετο ότι
+επροξένησεν εις τους αντιπάλους του.
+
+Ότε δε οι Έλληνες, διαβάντες πλέον την χαράδραν, απείχον αυτής
+περί τα οκτώ στάδια, ήρχισε να την διαβαίνη και ο Μιθραδάτης με
+όλην του την δύναμιν. Τότε (από τους Έλληνας στρατηγούς)
+ειδοποιήθησαν ίνα ήναι έτοιμοι) εκείνοι εκ των πελταστών και
+οπλιτών του Ελληνικού στρατού, οίτινες ήσαν επιτηδειότεροι εις
+το καταδιώκειν, επίσης δε επροτρέποντο και οι ιππείς να
+καταδιώκουν τον εχθρόν με θάρρος, έχοντες υπ' όψει ότι
+ακολουθούνται (διώκονται) από ισχυράν εχθρικήν δύναμιν.
+
+Είχε πλέον αρκετά πλησιάση ο Μιθραδάτης (τους κατέφθανεν ήδη ο
+Μιθραδάτης), τοξεύματα δε και σφενδονισμοί έφθαναν ήδη μέχρι
+των Ελλήνων, όταν εκ του Ελληνικού στρατού εδόθη το σημείον της
+επιθέσεως διά της σάλπιγγος, κ' ευθύς αμέσως τότε έτρεχαν προς
+την αυτήν διεύθυνσιν όλοι όσοι είχαν ήδη προειδοποιηθή, μαζή μ'
+αυτούς δ' εξώρμων (προς όλα τα σημεία) και οι ιππείς. Αλλ' οι
+βάρβαροι δεν αντέσχον εις την καταδίωξιν και, υποστρέψαντες,
+ετράπησαν εις φυγήν προς την χαράδραν.
+
+Εις τούτον, λοιπόν, τον διωγμόν εκ μεν των βαρβάρων πεζών
+εφονεύθησαν πολλοί, εκ δε των ιππέων συνελήφθησαν ζωντανοί
+(αιχμάλωτοι) εν τη χαράδρα περί τους δέκα οκτώ. Των δε
+φονευθέντων εξ αυτών απέκοψαν τα μέλη οι Έλληνες αυθόρμητοι,
+διά να παρουσιάσουν ούτω εις τους πολεμίους όσον το δυνατόν
+φοβερώτερον θέαμα.
+
+Και οι μεν πολέμιοι τοιαύτην τύχην λαβόντες απήλθον. Οι δε
+Έλληνες ασφαλώς πλέον πορευόμενοι κατά το υπόλοιπον διάστημα
+της ημέρας έφθασαν εις τον Τίγρητα ποταμόν.
+
+Ενταύθα ήτο πόλις μεγάλη, εγκαταλελειμμένη υπό των κατοίκων,
+ονομαζομένη δε Λάρισα, την οποίαν κατώκουν το πάλαι οι Μήδοι.
+Του τείχους της πόλεως ταύτης το μεν πλάτος ήτον είκοσι πέντε
+πόδες, το δε ύψος εκατόν. Είχε δε περίμετρον δύο παρασάγγας.
+Και ήτον εκτισμένον όλον με οπτάς πλίνθους &(τούβλα),& έχον την
+βάσιν λιθίνην, ύψους είκοσι ποδών.
+
+Την πόλιν αυτήν πολιορκών ο βασιλεύς των Περσών, ότε παρά των
+Μήδων ελάμβαναν την αρχήν οι Πέρσαι, κατ' ουδένα τρόπον ηδύνατο
+να την κυριεύση. Χάρις όμως εις έκλειψίν τινα τότε του Ηλίου,
+καθ’ ήν εσκιάσθη υπό νεφέλης ούτος (20), μέχρι τοιούτου σημείου
+εσκοτείνιασεν η πόλις, ώστε καθ' ολοκληρίαν εγκατέλειψαν αυτήν
+οι άνθρωποι (εκ φόβου), ούτω δ' ερημωθείσα εκυριεύθη.
+
+Παρά την πόλιν ταύτην υπήρχε πυραμίς λιθίνη, έχουσα πλάτος μεν
+ενός πλέθρου, ύψος δε δύο πλέθρων. Επί της πυραμίδος ταύτης
+φοβηθέντες είχαν καταφύγη εκ των πλησίων χωρίων πολλοί εκ των
+βαρβάρων.
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμόν ένα, παρασάγγας έξ, και φθάνουν
+εις τείχος έρημον, μέγα, κείμενον πλησίον πόλεως, ονομαζομένης
+Μέσπιλα, κατοικουμένης δέ ποτε υπό των Μήδων.
+
+Ήτο δε η μεν βάσις του τείχους από πελεκητόν κογχυλιάτην λίθον,
+(21) έχουσα πλάτος πεντήκοντα ποδών και ύψος πεντήκοντα.
+
+Επί της βάσεως δε ταύτης ήτον οικοδομημένον πλίνθινον τείχος,
+έχον πλάτος μεν πεντήκοντα ποδών, ύψος δ' εκατόν. Του τείχους
+δε η περίμετρος ήτον έξ παρασάγγαι. Ενταύθα λέγεται ότι
+κατέφυγέ ποτε η σύζυγος του βασιλέως Μήδεια, ότε οι Μήδοι
+έχασαν την αρχήν, καταληφθείσαν υπό των Περσών.
+
+Την πόλιν δε ταύτην πολιορκών ο βασιλεύς των Περσών δεν ηδύνατο
+να κυριεύση ούτε διά της επί μακρόν χρόνον πολιορκίας, ούτε διά
+της βίας. Μόνον δε, αφού ο Ζευς κατετρόμαξε διά κεραυνού τους
+κατοίκους (και τους ηνάγκασε να εγκαταλείψουν την πόλιν),
+κατωρθώθη η κυρίευσις αυτής.
+
+Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμόν ένα, παρασάγγας τέσσαρας.
+
+Εις τον σταθμόν δε τούτον ανεφάνη ο Τισσαφέρνης φέρων μαζή του
+και τους ιππείς με τους οποίους ήλθε και την δύναμιν του Ορόντα
+του έχοντος (σύζυγον) την θυγατέρα του βασιλέως και τους
+βαρβάρους με τους οποίους εξεστράτευσεν ο Κύρος και τους
+βαρβάρους με τους οποίους εβοήθει τον βασιλέα ο (νόθος) αδελφός
+του και, εκτός τούτων, και όσους ακόμη ο βασιλεύς του έδωκεν,
+ώστε εφαίνετο ούτω πάρα πολύ το στράτευμα.
+
+Άμα δ' επλησίασεν, άλλα μεν των ταγμάτων του ετοποθέτησεν
+όπισθεν (του Ελληνικού στρατού), άλλα δε μετέφερεν εις τα
+πλάγια. Εν τούτοις, ούτε να κάμη έφοδον ετόλμα, ούτε να
+ριψοκινδυνεύση ήθελε, διέταξε δε μόνον να σφενδονίζουν κατ'
+αυτού και να τοξεύουν.
+
+Αλλ' αφού, διαταχθέντες, ήρχισαν και οι Ρόδιοι να σφενδονίζουν
+και οι Κρήτες να τοξεύουν, τότε πλέον ουδείς των Ελλήνων
+σφενδονητών και τοξοτών ηστόχει του σκοπού του, καθ' οιουδήποτε
+των πολεμίων και αν έβαλλεν. Ούτε ήτον, άλλως τε, εύκολος η
+αποτυχία, ακόμη και αν επεθύμει τις να κατορθώση τούτο (ένεκα
+του μεγάλου πλήθους των βαρβάρων). Ούτω ο Τισσαφέρνης ηναγκάσθη
+να αποχωρήση, πάρα πολύ ταχέως τεθείς εκτός βολής. Μετ' αυτών
+δε συναπεχώρησαν και αι άλλαι τάξεις (του στρατού του).
+
+Μετά ταύτα, κατά το υπόλοιπον διάστημα της ημέρας οι μεν
+(Έλληνες) επορεύοντο, οι δε (Πέρσαι) ηκολούθουν. Και δεν
+ηδύναντο πλέον να βλάψουν (να ενοχλήσουν) οι βάρβαροι τους
+Έλληνας ακροβολιστάς (Κρήτας και Ροδίους). Διότι και οι Ρόδιοι
+εσφενδόνιζαν μακρότερον των Περσών σφενδονητών και οι Κρήτες
+μακρότερον ετόξευον των Περσών τοξοτών.
+
+Μεγάλα δε ήσαν και τα Περσικά τόξα. (22) Ώστε όσα εκ των
+Περσικών βελών εκυριεύοντο, εχρησιμοποιούντο από τους Κρήτας,
+οίτινες μετεχειρίζοντο ούτω βέλη εχθρικά, με τα οποία,
+ρίπτοντες και επαναρρίπτοντες αυτά προς τάνω, εγυμνάζοντο εις
+το να τοξεύουν μακράν. Ευρίσκοντο δε και πολλά σχοινία εις τας
+κώμας και μόλυβδος, χρήσιμα διά τας σφενδόνας.
+
+Και κατά την ημέραν μεν αυτήν, αφού ήδη εστρατοπέδευσαν οι
+Έλληνες εις χωρία τυχαίως απαντηθέντα εις τον δρόμον των,
+απεμακρύνθησαν οι βάρβαροι, μειονεκτούντες εκείνων κατά τον
+ακροβολισμόν. Την δ' επιούσαν διημέρευσαν εκεί οι Έλληνες
+προμηθευόμενοι τον προς διατροφήν των αναγκαιούντα σίτον. Διότι
+εξ αυτού υπήρχε πάρα πολύς εις τα χωρία. Την επαύριον δ'
+επορεύοντο διά μέσου της πεδιάδος, ακολουθούμενοι από τον
+Τισσαφέρνην ακροβολιζόμενον.
+
+Τότε ενόησαν (οι Έλληνες) ότι το τετράπλευρον εκείνο
+στρατιωτικόν των σώμα ήτο τακτική δι' αυτούς επιζημία, εις
+περίπτωσιν καθ’ ήν ακολουθούν πολέμιοι. Διότι ήσαν ηναγκασμένοι
+οι οπλίται, εάν μεν, ως εκ των συναντωμένων καθ' οδόν ορέων ή
+γεφυρών ή ως εκ της στενότητος του δρόμου, συμπιέζωνται τα
+εκατέρωθεν κέρατα του τετραπλεύρου, (23) να στενοχωρούνται και
+να βαδίζουν με δυσκολίαν και αταξίαν, ούτως ώστε, εν τοιαύτη
+ανωμαλία διατελούντες, να ήναι εν ώρα ανάγκης
+δυσκολομεταχείριστοι.
+
+Οσάκις δε πάλιν (ευρυχωρίας επιφανείσης, τα πρότερον
+συμπιεσθέντα κέρατα) διεχωρίζοντο, παρίστατο ανάγκη τότε οι
+μέχρις εκείνης της στιγμής συμπιεζόμενοι να χωρίζωνται των εν
+τω κέντρω οπλιτών, να κενούται ανδρών το μέσον των κεράτων και
+να περιέρχωνται οι υφιστάμενοι ταύτα (στρατιώται) εις αθυμίαν,
+ακολουθούντος μάλιστα παρά πόδας του εχθρού.
+
+Και οπόταν ήτον ανάγκη να διαβούν γέφυραν ή άλλην τινά
+οιανδήποτε δίοδον, έσπευδεν έκαστος προς αυτήν, επιθυμών να
+φθάση πρώτος. Ως εκ τούτου, λοιπόν, το στράτευμα ήτον ενταύθα
+λίαν εκτεθειμένον εις τας επιθέσεις των πολεμίων.
+
+Αφού δ' ενόησαν πάντα ταύτα οι στρατηγοί, συνέταξαν (ωργάνωσαν)
+έξ λόχους, από εκατόν άνδρας έκαστον, και διώρισαν (προς
+διοίκησίν των) λοχαγούς και άλλους, πεντηκοντάρχους, και
+άλλους, ενωμοτάρχας. Τούτων δε πορευομένων, οσάκις μεν
+συνεπιέζοντο αι εκατέρωθεν πλευραί (κέρατα), άλλοι μεν (των
+λόχων) έμεναν τελευταίοι, ώστε να μην ενοχλούν τα κέρατα
+(ερχόμενοι όπισθέν των), άλλοι δε προηγούντο αυτών.
+
+Οσάκις δε εχωρίζοντο απ' αλλήλων αι πλευραί του τετραπλεύρου,
+τότε το εκ του χωρισμού τούτου παρουσιαζόμενον διάστημα
+επλήρουν (οι λοχαγοί) κατ' ενωμοτίας μεν, εάν ήτο το διάστημα
+στενώτερον, κατά πεντηκοντάδας δε, εάν ήτο πλατύτερον, κατά
+λόχους δε, εάν ήτο πλατύτατον (ότε πλέον τα κέρατα επανήρχοντο
+εις την προτέραν θέσιν των). (24) Ώστε να ήναι πάντοτε πλήρες
+το εν τω μέσω των πλευρών διάστημα.
+
+Εάν δε και ηναγκάζοντο να διαβούν δίοδόν τινα ή γέφυραν, δεν
+εταράσσοντο (οι λόχοι), αλλά διέβαιναν έκαστος με την σειράν
+του. Και οπουδήποτε αλλού της φάλαγγος υπήρχε κενόν τι, αμέσως
+προσήρχοντο ούτοι (προς συμπλήρωσίν της). Κατ' αυτόν, λοιπόν,
+τον τρόπον επορεύθησαν σταθμούς τέσσαρας.
+
+Ότε δ' επορεύοντο τον πέμπτον, είδαν κατοικίαν τινά
+(μεγαλοπρεπή τινα έπαυλιν) και περί αυτήν πολλά χωρία, την δε
+οδόν, άγουσαν προς το μέρος τούτο διά μέσου υψηλών γηλόφων,
+οίτινες κατήρχοντο από του όρους, υπό το οποίον υπήρχε το
+χωρίον (με την μεγαλοπρεπή εκείνην έπαυλιν). Και είδαν μεν, ως
+ήτον επόμενον, με μεγάλην των ευχαρίστησιν τους λόφους οι
+Έλληνες, αφού οι επερχόμενοι όπισθεν αυτών πολέμιοι ήσαν
+ιππείς.
+
+Αλλ' αφού, πορευόμενοι, ανέβησαν από της πεδιάδος εις τον
+πρώτον γήλοφον, ήρχισαν δε να κατέρχωνται και τούτον, διά ν'
+ανέβουν τον (αμέσως ερχόμενον) κατόπιν, εμφανίζονται αίφνης επ'
+αυτού οι βάρβαροι και από τα υψηλότερα σημεία του λόφου
+επιτίθενται κατά των εν τη κατωφερεία ήδη ευρισκομένων Ελλήνων,
+τους σφενδονίζουν, τους τοξεύουν με μανίαν, πληγώνουν πλείστους
+εξ αυτών και τρέπουν εις φυγήν τους ψιλούς (ευζώνους),
+αναγκάσαντες αυτούς να κλεισθούν εντός του εξ οπλιτών πλαισίου
+του τετραπλεύρου. Ώστε κατά την ημέραν ταύτην ήσαν εντελώς
+άχρηστοι τόσον οι σφενδονήται, όσον και οι τοξόται, διότι
+ευρίσκοντο μαζή με τον εν τω μέσω του πλαισίου όχλον.
+
+Επειδή δε, πιεζόμενοι οι Έλληνες, ηναγκάσθησαν να καταδιώξουν
+τον εχθρόν, οσάκις μεν οι (εξ αυτών) οπλίται κατώρθωναν με
+μεγάλην των δυσκολίαν να φθάσουν εις την κορυφήν του όρους, οι
+πολέμιοι (ιππείς) έφευγαν δρομαίοι. Οσάκις δε πάλιν επέστρεφαν
+(διά να ενωθούν) προς το απομένον όπισθέν των στράτευμα, (25)
+επάθαιναν και πάλιν τα ίδια όπως πρότερον (εσφενδονίζοντο κ. λ.
+π.). Αλλά και επί του δευτέρου λόφου τα αυτά συνέβησαν, ώστε
+από του τρίτου πλέον απεφάσισαν να μη μετακινηθούν &(να μη το
+κουνήσουν)& διόλου, πριν ή μεταφέρουν τους πελταστάς από την
+δεξιάν πλευράν του τετραπλεύρου προς το υπερκείμενον των λόφων
+όρος.
+
+Αφού δε, (καταλαβόντες τα υπερκείμενα των λόφων πλευρά του
+όρους), εδέσποσαν των ακολουθούντων (διωκόντων) αυτούς εχθρών,
+έπαυσαν πλέον ούτοι να επιτίθενται κατά των καταβαινόντων τους
+λόφους (Ελλήνων), φοβηθέντες μήπως οι Έλληνες, χωριζόμενοι ούτω
+(βαθμηδόν), τους περικυκλώσουν και από τα δύο μέρη.
+
+Ούτω κατά το υπόλοιπον της ημέρας πορευόμενοι, άλλοι μεν εκ των
+Ελλήνων ήρχοντο εις βοήθειαν των βαδιζόντων την επί των γηλόφων
+οδόν (των μαχομένων επί της διά των γηλόφων αγούσης οδού),
+άλλοι δε (εις βοήθειαν) των επί του όρους αφιχθέντων, έως ου
+έφθασαν (όλοι) εις τας επ' αυτού (κειμένας) κώμας, όπου
+εξέλεξαν οκτώ εκ των εμπείρων περί τας πληγάς (ιατρούς), διότι
+οι πληγωθέντες ήσαν ουκ ολίγοι.
+
+Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις και ένεκα των πληγωμένων και διότι
+είχαν άφθονα τα προς τροφήν αναγκαία, άλευρα, οίνον, άφθονον δε
+και προωρισμένην διά τους ίππους, εις αποθήκας δε μαζή με άλλας
+τροφάς αποκειμένην, κριθήν. Όλαι δε αι τροφαί αύται, επί ταυτό
+συνηγμέναι, ανήκον εις τον σατράπην της χώρας. Την τετάρτην δ'
+ημέραν καταβαίνουν (από του όρους) εις την πεδιάδα.
+
+Επειδή δε τους κατέφθασεν ο Τισσαφέρνης με τον στρατόν του, τα
+μέχρι τούδε κατά την πορείαν των παθήματα τους εδίδαξαν αμέσως
+να κατασκηνώσουν εις το πρώτον που συνήντησαν χωρίον, να
+παύσουν δε πλέον να πορεύωνται μαχόμενοι. Διότι πολλοί είχαν
+ήδη τεθή εκτός μάχης, οι πληγωμένοι δηλαδή, οι φέροντες αυτούς
+και οι αναλαβόντες να φέρουν &(κουβαλούν)& τα όπλα των φερόντων
+(τους πληγωμένους).
+
+Αφού δε κατεσκήνωσαν, και ήρχισαν ν' ακροβολίζωνται προς αυτούς
+οι βάρβαροι, πλησιάζοντες βαθμηδόν προς το χωρίον, ήσαν ήδη οι
+Έλληνες εις πολύ καλλιτέραν τούτων θέσιν. Διότι υπήρχε μεγάλη
+διαφορά του να εφορμούν ούτοι εξ εφόδου από κατεχομένην θέσιν,
+προς απομάκρυνσιν των βαρβάρων, από το να πολεμούν κατά
+πολεμίων επερχομένων βαδίζοντες.
+
+Όταν δε πάλιν εβράδυασε, ενόμισαν καλόν ν' απέλθουν οι
+πολέμιοι. Διότι οι βάρβαροι ουδέποτε εστρατοπέδευαν εις
+απόστασιν από το Ελληνικόν στρατόπεδον μικροτέραν των εξήκοντα
+σταδίων, (26) φοβούμενοι μήπως επιτεθούν κατ' αυτών οι Έλληνες
+την νύκτα.
+
+Διότι εις πολλάς ταλαιπωρίας και κόπους υπεβάλλετο εν καιρώ
+νυκτός το Περσικόν στράτευμα. Τους μεν ίππους των, δηλαδή,
+έδεναν οι βάρβαροι, οι περισσότεροι δ' εξ αυτών ήσαν δεμένοι
+διά της πέδης &(πεδικλωμένοι)& με την φάτνην των, διά να μη
+φεύγουν, εάν τυχόν ήθελαν λυθή. Εάν δε επροκαλείτο κανείς
+θόρυβος από τον εχθρόν, έπρεπεν ο Πέρσης ιππεύς να σελλώση
+πρώτα τον ίππον, κατόπιν να του βάλη τον χαλινόν και κατόπιν,
+αφού θωρακισθή, ν' ανέβη επί του ίππου. Όλα δε ταύτα ήσαν,
+βέβαια, δυσκολώτατα, γινόμενα εν ώρα νυκτός και κατόπιν
+αιφνιδίου εκ των πολεμίων θορύβου. Ένεκα τούτου, λοιπόν,
+κατεσκήνουν εις μακράν από των Ελλήνων απόστασιν.
+
+Αφού δε ήρχισαν να εννοούν οι Έλληνες ότι οι πολέμιοι ήθελαν ν'
+αποχωρήσουν, ότι δε μετέδιδον κρυφίως αναμεταξύ των το επί
+τούτω σχετικόν παράγγελμα, ήρχισεν ο κήρυξ των να κηρύττη ότι
+πρέπει να συσκευάζωνται προς αναχώρησιν, τώρα μάλιστα που
+έγεινεν αισθητή η πρόθεσις της αναχωρήσεώς των από τους
+πολεμίους. Και επί τινα μεν χρόνον επεβράδυναν την πορείαν των
+οι βάρβαροι, περί την εσπέραν, όμως ανεχώρησαν. Διότι δεν
+ενόμιζαν ασφαλές και σκόπιμον να βαδίζουν και να φθάνουν εις το
+στρατόπεδόν των εν καιρώ νυκτός.
+
+Αφού δε εβεβαιώθησαν πλέον οι Έλληνες περί της αναχωρήσεως των
+βαρβάρων, ανεχώρουν και αυτοί, ζεύξαντες πάλιν τους ίππους και
+τα υποζύγια εις τα άρματα και τας αμάξας, εβάδισαν δε περί τα
+εξήκοντα περίπου στάδια. Τοσαύτη δε ήτον η μεταξύ των αντιπάλων
+στρατευμάτων απόστασις, ώστε ούτε την επομένην ούτε την τρίτην
+ημέραν ανεφάνησαν πουθενά οι πολέμιοι. Κατά δε την τετάρτην
+προχωρήσαντες (προτρέξαντες) οι βάρβαροι εν καιρώ νυκτός
+καταλαμβάνουν θέσιν τινά δεξιά και υψηλότερα του μέρους, από το
+οποίον επροτίθεντο να διαβούν οι Έλληνες, δηλαδή προεξοχήν τινα
+όρους, υπό την οποίαν ήτον η άγουσα προς την πεδιάδα οδός.
+
+Αφού δε είδεν ο Χειρίσοφος ότι η προεξοχή αύτη είχεν ήδη
+καταληφθή υπό των πολεμίων, προσκαλεί από της ουράς του
+τετραπλεύρου τον Ξενοφώντα και τον διατάσσει, αφού παραλάβη
+τους πελταστάς, να έλθη εις τα έμπροσθεν αυτού (εις το
+μέτωπον).
+
+Αλλ' ο Ξενοφών τους μεν πελταστάς δεν έφερε. Διότι έβλεπεν
+εμφανιζόμενον όπισθεν τον Τισσαφέρνην με όλον του το στράτευμα.
+Ο ίδιος δε (ο Ξενοφών) πλησιάσας τον Χειρίσοφον τον ηρώτα: «Διά
+ποίον λόγον με προσκαλείς;». Ούτος δε του απαντά:» Είναι
+περιττόν να ερωτάς, αφού βλέπεις. Έχει ήδη προκαταληφθή ο
+υπεράνω του δρόμου, από τον οποίον θα καταβώμεν, λόφος, δεν θα
+ήναι δε δυνατόν να περάσωμεν, εάν δεν τους αποδιώξωμεν εκείθεν.
+Αλλά διατί δεν έφερες τους πελταστάς;».
+
+Ο δε Ξενοφών του απήντησεν ότι δεν ενόμισε φρόνιμον να
+εγκαταλείψη (ν' αφήση έκθετα) τα όπισθεν (νώτα) του στρατού,
+εις στιγμήν καθ’ ήν εμφανίζονται πολέμιοι όπισθέν του.
+Παρίσταται όμως ανάγκη (είναι όμως καιρός) — είπε — να
+σκεφθώμεν πώς ν' αποδιώξωμεν τους βαρβάρους από τον λόφον
+εκείνον (την προεξοχήν)».
+
+Ενταύθα ο Ξενοφών βλέπων ότι η κορυφή του όρους (εξ ου
+προεξείχεν ο λόφος ούτος) ήτον υπεράνω αυτού του Ελληνικού
+στρατεύματος και ότι από της κορυφής ταύτης υπήρχε διάβασις
+προς τον λόφον, επί του οποίου ήσαν οι πολέμιοι, λέγει:
+«Κάλλιστον νομίζω, ω Χειρίσοφε, να βαδίσωμεν όσον το δυνατόν
+ταχύτερον προς την κορυφήν. Διότι, εάν την καταλάβωμεν, δεν θα
+ημπορέσουν να παραμένουν πλέον οι υπεράνω της οδού
+παραμονεύοντες πολέμιοι. Αλλά συ, εάν θέλης, μείνε εις το
+στράτευμα, εγώ όμως έχω ήδη αποφασίση να υπάγω. Εάν, εν
+τούτοις, νομίσης αναγκαίον (να υπάγης συ), πορεύου, εγώ δε μένω
+ενταύθα».
+
+«Αλλά σου δίδω το δικαίωμα» είπεν ο Χειρίσοφος «να εκλέξης
+οιονδήποτε εκ των δύο θέλεις». Αφού δε ο Ξενοφών απήντησεν ότι,
+ως νεώτερος, προτιμά να πορευθή ο ίδιος, παρακαλεί τον
+Χειρίσοφον να επιτρέψη να τον ακολουθήσουν άνδρες &(παρμένοι)&
+από το μέτωπον. Διότι θα απήτει πολύν χρόνον να λάβη τις
+τοιούτους από την ουράν.
+
+Και ο Χειρίσοφος, λοιπόν, συναποστέλλει τους από του μετώπου
+πελταστάς, προς αντικατάστασιν των οποίων παρέλαβεν άλλους εκ
+των εν τω μέσω του πλαισίου. Διέταξε δε ν' ακολουθήσουν τον
+Ξενοφώντα και οι τριακόσιοι, τους οποίους αυτός είχε τοποθετήση
+εις το μέτωπον του πλαισίου, εκ των μάλλον επιλέκτων ανδρών του
+στρατεύματος.
+
+Εντεύθεν, λοιπόν, εβάδιζαν όσον ηδύναντο ταχύτερον. Οι δε επί
+του λόφου πολέμιοι, μόλις ενόησαν την προς την κορυφήν (του
+όρους) πορείαν των Ελλήνων, άμέσως και αυτοί ήρχισαν σφοδρώς να
+αμιλλώνται ποίος να φθάση εις αυτήν πρωτήτερα.
+
+Και, λοιπόν, ενταύθα πολλή μεν κραυγή &(ξεφωνητό)& ήτον εκ
+μέρους του ελληνικού στρατεύματος, πάντων παρακινούντων
+αλλήλους προς έφοδον, πολλή δ' επίσης κραυγή εκ μέρους των περί
+τον Τισσαφέρνην, παρορμώντων επίσης αλλήλους προς αντέφοδον.
+
+Ο δε Ξενοφών, παρελαύνων επί του ίππου του, ενεκαρδίωνεν όλους
+λέγων: «Ω άνδρες, λάβετε υπ' όψιν σας ότι την στιγμήν αυτήν
+αμιλλάσθε όπως φθάσετε εις την πατρίδα σας (ταχύτερον). Ότι
+υπέρ των τέκνων σας και των γυναικών σας τώρα αγωνίζεσθε. Ότι,
+εάν ολίγον μόνον τώρα κοπιάσωμεν, αμαχητί πλέον την επίλοιπον
+οδόν θα πορευθώμεν».
+
+Σωτηρίδας δε ο Σικυώνιος είπε: «Δεν είμεθα, ω Ξενοφών, εις την
+αυτήν και οι δύο θέσιν (δεν αγωνιζόμεθα υπό τας αυτάς
+συνθήκας). Διότι συ μεν φέρεσαι επί ίππου, εγώ δε καταπονούμαι
+(ταλαιπωρούμαι) φέρων την ασπίδα μου».
+
+Ακούσας ταύτα ο Ξενοφών πηδά αμέσως από του ίππου του και τον
+σπρώχνει βιαίως έξω από τας τάξεις των πεζών, και, αφού του
+αφήρεσε την ασπίδα, εβάδιζε μ' αυτήν όσον ηδύνατο ταχύτερον.
+Ετύχαινε δε να φορή και τον ιππικόν θώρακα, ώστε ούτω με την
+ασπίδα εκείνην ανά χείρας εστενοχωρείτο. Και επειδή, ως εκ του
+βάρους του οπλισμού του, μόλις ηδύνατο ν' ακολουθή τους
+στρατιώτας του, διέταξεν όσους μεν ήσαν έμπροσθεν να βαδίζουν
+αργότερα, όσους δ' ήσαν όπισθεν, ν' ακολουθούν αυτούς εκ του
+πλησίον.
+
+Οι δ' άλλοι στρατιώται κτυπούν και πληγώνουν και λοιδορούν τον
+Σωτηρίδαν, έως ότου (επί τέλους) τον ηνάγκασαν να λάβη και
+πάλιν την ασπίδα του και να βαδίζη. Ο δε Ξενοφών, αφού ανέβη
+επί του ίππου του, εις όσα μεν μέρη ήσαν διαβατά επορεύετο
+έφιππος, εις όσα δε αδιάβατα, εγκαταλείπων τον ίππον, έσπευδε
+πεζός. Τέλος οι Έλληνες, παρατρέξαντες ούτω, μετά τοιαύτην
+άμιλλαν, τους Πέρσας, κατορθώνουν να φθάσουν πρώτοι εις την
+κορυφήν του όρους.
+
+
+
+Κεφάλαιον πέμπτον.
+
+
+
+Τότε, λοιπόν, οι μεν βάρβαροι στραφέντες έφευγαν όπου ηδύνατο
+έκαστος. (27) Ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβη ήδη την ακρωρείαν.
+Οι δε περί τον Τισσαφέρνην και τον Αριαίον (οι παρακολουθούντες
+κατόπισθεν τους Έλληνας), τραπέντες άλλην οδόν (προς ανατολάς),
+εξηφανίσθησαν. Οι περί τον Χειρίσοφον δε, καταβάντες (την εκ
+της προεξοχής του όρους άγουσαν προς την πεδιάδα οδόν),
+εστρατοπέδευσαν εις πλουσιώτατον από τρόφιμα χωρίον. Ήσαν δε
+εις την παρά τον Τίγρητα ποταμόν πεδιάδα ταύτην και άλλα πολλά
+αφθονούντα εις τροφάς χωρία.
+
+Περί την εσπέραν όμως αίφνης εμφανίζονται εις την πεδιάδα οι
+πολέμιοι, και κατέσφαξάν τινας εκ των διεσκορπισμένων εν αυτή
+προς αρπαγήν &(πλιατσικολόγημα)& Ελλήνων. Όχι ολίγα δε κοπάδια
+(προβάτων και άλλων βοσκησίμων ζώων), διαβιβαζόμενα (από τους
+Έλληνας) εις την αντίπεραν του ποταμού όχθην, συνελήφθησαν.
+
+Ενταύθα ο Τισσαφέρνης και οι μετ' αυτού ήρχισαν να καίουν τα
+χωρία. Ένεκα τούτου δέ τινες εκ των Ελλήνων πολύ
+εστενοχωρήθησαν, σκεφθέντες ότι, εάν τα κάψουν, δεν θα έχουν
+πλέον που να προμηθευθούν τα προς τροφήν των αναγκαία.
+
+Και οι μεν περί τον Χειρίσοφον επέστρεψαν από το μέρος, εις το
+οποίον είχαν προστρέξη προς βοήθειαν των κατασφαζομένων
+Ελλήνων. Ο δε Ξενοφών, αφού κατέβη και αυτός (από την κορυφήν
+εκείνην, ην είχε προ ολίγου καταλάβη), διερχόμενος έφιππος τας
+τάξεις του στρατού, καθ’ ήν στιγμήν ακριβώς επανήρχοντο οι
+προσδραμόντες εις βοήθειαν Έλληνες, έλεγε τα εξής:
+
+«Βλέπετε, ω άνδρες Έλληνες, ότι οι βάρβαροι αφίνουν πλέον με
+τρόπον εις ημάς την χώραν των (εις την διάθεσίν μας). Διότι όσα
+επεδίωκον καθ’ ήν εποχήν συνήπτον μαζή μας τας συνθήκας, να μη
+καίωμεν δηλαδή (να μη καταστρέφωμεν) την χώραν του βασιλέως,
+αυτοί οι ίδιοι διαπράττουν τώρα, καίοντες αυτήν σαν να μην ήναι
+ιδική των. Εάν, εν τούτοις, αφήσουν διά λογαριασμόν των εις
+κανέν μέρος τρόφιμα, θα ίδουν και ημάς αμέσως να βαδίζωμεν προς
+το μέρος τούτο.
+
+»Αλλ', ω Χειρίσοφε, είπε, νομίζω καλόν να σπεύσωμεν να
+υπερασπίσωμεν την χώραν ταύτην κατά των καιόντων, σαν να
+επρόκειτο να υπερασπίσωμεν χώραν ιδικήν μας». Ο δε Χειρίσοφος
+απεκρίθη: «Αλλ' εγώ δεν είμαι της αυτής γνώμης, φρονών ότι και
+ημείς πρέπει ν' αρχίσωμεν να καίωμεν, διά ν' αναγκασθούν ούτω
+πολύ ταχέως να παύσουν (καίοντες)».
+
+Αφού δ' απήλθον εις τα καταλύματά των, οι μεν άλλοι ησχολούντο
+περί τα επιτήδεια. (28) Οι δε στρατηγοί και λοχαγοί συνήλθον
+όλοι επί ταυτό, διά να συσκεφθούν, ευρισκόμενοι εις πολλήν
+στενοχωρίαν περί του πρακτέου. Διότι αφ' ενός μεν υψούντο (προ
+αυτών) όρη υπερύψηλα, αφ' ετέρου δε το βάθος του ποταμού ήτο
+τοσούτον ώστε οι δοκιμάσαντες να το καταμετρήσουν είδαν ότι
+ούτε αυτά τα δόρατα έφθαναν μέχρι του πυθμένος του.
+
+Ενώ δε εις τοιαύτην ευρίσκοντο στενοχωρίαν, προσελθών κάποιος
+στρατιώτης, εκ Ρόδου καταγόμενος, είπεν: «Εγώ δύναμαι, ω
+άνδρες, να σας διαβιβάσω (εις την αντίπεραν όχθην του ποταμού)
+κατά τετρακισχιλίους οπλίτας, εάν μου χορηγήσετε όσα μου
+χρειάζονται μέσα, μου δώσετε δε ως αμοιβήν των κόπων μου ένα
+τάλαντον».
+
+Ερωτώμενος δε: τίνων έχει ανάγκην, απεκρίθη: «Μου χρειάζονται
+δύο χιλιάδες ασκοί. Προς τούτο δύνανται να μου χρησιμεύσουν
+πολλά των όσα βλέπω τριγύρω μου πρόβατα και αίγες και βόες και
+όνοι, άτινα πάντα, αφού εκδαρούν και τα εξ αυτών δέρματα
+εμφυσηθούν καλώς, δύνανται να μας διευκολύνουν την διάβασιν.
+
+»Θα λάβω δε ανάγκην και των σχοινίων, τα οποία μεταχειρίζεσθε
+διά τα υποζύγια &(τριχιές)&. Αφού συνδέσω δηλ. μεταξύ των τους
+ασκούς με τα σχοινία αυτά, και αφού (ούτω συνδεδεμένους) τους
+κρατήσω επί της επιφανείας του ύδατος ακινήτους διά λίθων, τους
+οποίους θα κρεμάσω απ' αυτών και θ' αφήσω ως αγκύρας εις τον
+πυθμένα, και αφού δι' όλου του πλάτους του ποταμού μεταφέρω την
+ασκογέφυραν ταύτην από της μιας εις την άλλην όχθην, δένων
+αυτήν και από δυο της άκρα εις τας όχθας του, θα ρίψω επάνω της
+διάφορα χόρτα και χαμόκλαδα και επ' αυτών κατόπιν θα επισωρεύσω
+&(κουβαλήσω)& χώματα.
+
+»Και ότι μεν δεν θα καταβυθισθήτε (επ' αυτών φερόμενοι), θα το
+ιδήτε αμέσως με τα μάτια σας. Διότι κάθε ασκός δύναται να φέρη
+βάρος δύο ανδρών χωρίς κανένα φόβον καταδύσεως. Τα χόρτα δε και
+τα χώματα εντελώς θα εμποδίζουν του να ολισθαίνη &(να
+ξεγλιστρά)& τις επ' αυτού».
+
+Εις τους ακούσαντας ταύτα στρατηγούς η μεν γνώμη αύτη του
+Ροδίου εφάνη ευφυεστάτη, η πραγματοποίησίς της όμως αδύνατος.
+Διότι εις την αντίπεραν όχθην ευρίσκοντο πολλοί ιππείς εκ των
+βαρβάρων, οίτινες θα ημπόδιζαν την διάβασιν και οίτινες ευθύς
+αμέσως εις τους πρώτους, που θ' απετόλμων τοιαύτην τινά
+ασκογέφυραν, δεν θα επέτρεπαν τίποτε από όσα ανέφερα να γείνη
+(να πράξουν).
+
+Ενταύθα την μεν επομένην, αφού έκαυσαν τα καταλύματά των,
+επανεχώρουν οπίσω εις τας ακαύστους κώμας, βαδίζοντες και πάλιν
+την άγουσαν προς την Βαβυλώνα οδόν. Ώστε οι πολέμιοι έπαυσαν
+πλέον να τους παρακολουθούν, θεώμενοι αυτούς (εκ του μακρόθεν)
+και απορούντες προς ποίαν άρα γε διεύθυνσιν θα τραπούν οι
+Έλληνες και τι σκέπτονται να πράξουν.
+
+Ενταύθα οι μεν άλλοι στρατιώται εφρόντιζαν περί των επιτηδείων.
+Οι δε στρατηγοί και πάλιν συνήλθον προς σύσκεψιν και, αφού
+πρώτον συνήθροισαν τους (εκ των εγχωρίων κατά την πορείαν των)
+αιχμαλωτισθέντας, τους ηρώτων επισταμένως περί όλων των κύκλω
+των χωρών, οποία τις δηλαδή ήτον εκάστη εξ αυτών.
+
+Ούτοι δε έλεγαν ότι προς νότον μεν η οδός έφερε προς την
+Βαβυλώνα και την Μηδίαν, από την οποίαν και είχαν έλθη. Προς
+ανατολάς δε ότι έφερε προς τα Σούσα και τα Εκβάτανα, όπου
+λέγεται ότι διέρχεται το θέρος και την άνοιξιν ο βασιλεύς. Η δε
+προς δυσμάς εις τον διαβαίνοντα τον ποταμόν οδός ότι έφερε προς
+την Λυδίαν και την Ιωνίαν. Η δε τρεπομένη διά μέσου των ορέων
+και προς βορράν ότι ήγε προς την χώραν των Καρδούχων.
+
+Περί τούτων δε έλεγαν ότι κατοικούν ανά τα όρη και ότι είναι
+πολεμοχαρής λαός, μη υποτασσάμενος ουδ' εις αυτόν τον βασιλέα.
+Ότι δε άλλοτε ποτε είχεν εισβάλη εις την χώραν των και
+βασιλικός στρατός εξ εκατόν είκοσι χιλιάδων (προς υποταγήν
+των). Εκ των οποίων όμως, ως εκ των δυσκολιών της διαβάσεως,
+ουδείς εις την πατρίδα του επέστρεψεν. Οπόταν δε
+εσυνθηκολόγησαν (κατόπιν συνθηκών ειρήνευσαν) με τον εν τη
+πεδιάδι οικούντα σατράπην των, (έλεγαν) ότι δι' επιγαμιών
+συνανεμίγησαν αναμεταξύ των, αυτοί προς τους Καρδούχους και οι
+Καρδούχοι προς αυτούς.
+
+Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί εκάθησαν ξεχωριστά (απεσύρθησαν)
+από τους λέγοντας ότι εγνώριζαν τας προς εκάστην χώραν αγούσας
+οδούς (αιχμαλώτους οδηγούς των), μη ανακοινούντες τίποτε περί
+της οδού, την οποίαν έμελλον να βαδίσουν.
+
+Ενόμισαν, λοιπόν, οι στρατηγοί αναγκαίον να εισέλθουν διά των
+ορέων εις την χώραν των Καρδούχων. Διότι έλεγαν ότι, αφού
+διήρχοντο την χώραν ταύτην, θα ήσαν εις την φημισμένην και
+ευδαίμονα Αρμενίαν, την οποίαν διώκει ο (ήδη προ πολλού φθάσας
+εις αυτήν) Ορόντας. Από την Αρμενίαν δ' έλεγαν ότι είναι πλέον
+η οδός ευκολοδιάβατος, προς οιονδήποτε μέρος και εάν ήθελέ τις
+να βαδίση.
+
+Μετά ταύτα προσέφεραν θυσίας εις τους Θεούς, ερωτώντες αυτούς
+πότε θα ήτον η κατάλληλος ώρα διά να ξεκινήσουν (διά να μάθουν
+την κατάλληλον της αναχωρήσεως ώραν). Διότι εφοβούντο μήπως
+προλάβουν και διαβούν πρώτοι οι πολέμιοι τα (Καρδούχια) όρη.
+Και διέταξαν, αφού δειπνήσουν, να αναπαυθούν όλοι, αφού πρώτον
+ετοιμάσουν τας αποσκευάς των, εις πρώτην δε διαταγήν των να
+ήναι αμέσως έτοιμοι διά την πορείαν.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
+
+
+
+
+Κεφάλαιον πρώτον.
+
+
+
+Όσα μεν, λοιπόν, κατά την ανάβασιν των Μυρίων έγειναν μέχρι της
+ημέρας της (περί τα Κούναξα) μάχης και όσα μετ' αυτήν συνέβησαν
+κατά την διαπραγμάτευσιν των συνθηκών, τας οποίας ο βασιλεύς
+και οι με τον Κύρον αναβάντες Έλληνες συνωμολόγησαν και όσοι
+πόλεμοι, αφού βασιλεύς και Τισσαφέρνης παρέβησαν τας συνθήκας
+ταύτας, επολεμήθησαν μεταξύ των Ελλήνων και του ακολουθούντος
+τούτους Περσικού στρατεύματος — πάντα ταύτα έγειναν γνωστά εις
+όσα μέχρι τούδε αφηγήθημεν.
+
+Αφού δε (οι Έλληνες) έφθασαν εις ο μέρος ο μεν Τίγρης ποταμός
+είναι καθ' ολοκληρίαν αδιάβατος ως εκ του μεγάλου βάθους του
+και πλάτους, ουδεμία δε υπήρχε διάβασις &(πέρασμα)&, τα δε
+Καρδούχια όρη, απόκρημνα υπεράνω αυτού του ποταμού εκρέμαντο,
+απεφάσισαν οι στρατηγοί να πορευθούν διά μέσου των ορέων.
+
+Διότι από τους (καθ' οδόν) συλληφθέντας αιχμαλώτους εμάνθαναν
+ότι, εάν διέλθουν τα Καρδούχια όρη, θα συναντήσουν εις την
+Αρμενίαν τας πηγάς του Τίγρητος ποταμού, τας οποίας, εάν μεν
+θέλουν, δύνανται να διαβούν, εάν δε όχι, δύνανται να
+παρακάμψουν. Ελέγετο δε ότι και αι πηγαί του Ευφράτου δεν ήσαν
+και πολύ μακράν των πηγών του Τίγρητος. Τοιαύται δ' εν γένει
+ήσαν αι πληροφορίαι των μέχρι της στιγμής αυτής (ούτω δ' εν
+γένει είχον τα πράγματα των Ελλήνων μέχρι της στιγμής αυτής).
+
+Την δε εισβολήν εις την χώραν των Καρδούχων επιχειρούν κατά τον
+εξής τρόπον, αφ' ενός μεν καταβάλλοντες πάσαν προσπάθειαν όπως
+διαλάθουν την προσοχήν των εγχωρίων, αφ' ετέρου δε, όπως
+φθάσουν όσον το δυνατόν ταχύτερο, πριν ή ακόμη προφθάσουν και
+καταλάβουν τας κορυφάς των ορέων οι πολέμιοι:
+
+Ότε ήσαν περί την τελευταίαν νυκτερινήν φύλαξιν (περί ώραν καθ’
+ήν ήλλασσεν η τελευταία της νυκτός φρουρά), υπελείπετο δ' από
+την νύκτα τόσον μόνον χρονικόν διάστημα, όσον ήρκει διά να
+διέλθουν εν μέσω ακόμη σκότους την πεδιάδα, τότε, αφού
+ηγέρθησαν από του ύπνου όλοι διά κατ' ιδίαν (από ανωτέρου εις
+κατώτερον) διαβιβασθείσης διαταγής, πορευόμενοι φθάνουν με τα
+ξημερώματα εις το όρος.
+
+Τότε, λοιπόν, ο μεν Χειρίσοφος προηγείτο του στρατεύματος,
+λαβών το περί εαυτόν στράτευμα και όλους τους ευζώνους υπό την
+αρχηγίαν του, ο δε Ξενοφών ηκολούθει με τους οπισθοφύλακας
+οπλίτας, ουδένα έχων εύζωνον. Διότι και ουδείς εφαίνετο να
+υπάρχη κίνδυνος, μήπως, ενώ προς τάνω εβάδιζαν (ενώ ανέβαιναν
+τα όρη), τους ηκολούθει εκ των όπισθεν κανείς.
+
+Και, πριν ή ακόμη τον εννοήσουν οι πολέμιοι, ο Χειρίσοφος
+ανέρχεται εις την κορυφήν. Έπειτα δε εβάδιζε βραδύτερον,
+ηκολούθει δε πάντοτε όπισθέν του το μεγαλύτερον μέρος του
+στρατεύματος εις τας ανά τα κοιλώματα και τους μυχούς των ορέων
+κώμας.
+
+Τότε, λοιπόν, οι μεν Καρδούχοι, εγκαταλείψαντες τας οικίας των,
+φέροντες δε μαζή των και τους παίδας και τας γυναίκας των,
+έφευγαν ανά τα όρη. Τα δε τρόφιμα, εάν ήθελαν να λάβουν, ήσαν
+αφθονώτατα, γεμάται δε και αι οικίαι των από χαλκώματα, από τα
+οποία, εν τούτοις, ουδέν έλαβαν οι Έλληνες, ουδέ τους ανθρώπους
+κατεδίωκον, σκοπίμως φειδόμενοι αυτών επί τη ελπίδι ότι θα
+θελήσουν οπωσδήποτε οι Καρδούχοι να τους επιτρέψουν φιλικήν
+διάβασιν διά της χώρας των, αφού ήσαν εχθροί του βασιλέως. Εάν
+που όμως κανείς συνήντα κατά τύχην τρόφιμα, τα κατελάμβανεν.
+Διότι είχαν μεγάλην έλλειψιν αυτών. Οι δε Καρδούχοι ούτε εις
+τους προσκαλούντας αυτούς υπήκουον (έδιδαν ακρόασιν) ούτε
+οιανδήποτε άλλην φιλικήν διάθεσιν εδείκνυον.
+
+Ότε δε κατέβαιναν οι τελευταίοι των Ελλήνων εις τας κώμας από
+την κορυφήν, εν μέσω πλέον σκότους βαδίζοντες (βραδυάσαντες) —
+επειδή, διά το είναι την οδόν στενήν, η διά των ορέων ανάβασις
+και κατάβασις διήρκεσε καθ' όλην την ημέραν — τότε
+συναθροισθέντες τινές εκ των Καρδούχων επιτίθενται κατά των
+τελευταίων τούτων και, αν και ήσαν ολίγοι, εφόνευσάν τινας και
+άλλους με λίθους και τοξεύματα σοβαρώς επλήγωσαν. Διότι εντελώς
+αιφνιδίως και χωρίς καν ούτε να το φαντάζωνται ενεφανίσθη προ
+αυτών &(επλάκωσεν)& ο Ελληνικός στρατός.
+
+Εάν όμως τότε συνηθροίζοντο (προς αντίστασιν) περισσότεροι, θα
+εκινδύνευεν αφεύκτως να καταστραφή μέγα μέρος του στρατεύματος.
+Και ταύτην μεν την νύκτα ούτως εις τας κώμας (υπαίθριοι)
+εξενύκτισαν. Οι δε Καρδούχοι έκαιαν πολλά πυρά γύρω επί των
+ορέων, ούτω δε φωτιζόμενοι έβλεπαν αλλήλους (πού και πόσοι
+έκαστοι ευρίσκοντο).
+
+Άμα δ' εξημέρωσε, συνασθροισθέντες οι στρατηγοί και λοχαγοί των
+Ελλήνων απεφάσισαν, έχοντες μόνον τα χρησιμώτερα και
+ευρωστότερα των υποζυγίων, να βαδίζουν, εγκαταλείποντες τα
+άλλα, ν' αφήσουν δ' επίσης και όλους τους προ ολίγου μόλις υπό
+του στρατού συλληφθέντας αιχμαλώτους.
+
+Διότι ως εκ του πλήθους των υποζυγίων και των αιχμαλώτων
+επεβραδύνετο η πορεία του στρατού, πολλοί δε και απείχον της
+μάχης έχοντες την επιστασίαν τούτων, ως εκ του μεγάλου δε
+αριθμού των αιχμαλώτων παρίστατο ανάγκη να προμηθεύωνται
+διπλασίας ποσότητος τροφάς. Αφού δ' ενεκρίθησαν και ταύτα,
+εκήρυξαν ανά το στράτευμα να συμμορφωθούν όλοι προς τας
+διαταγάς των.
+
+Ότε, λοιπόν, γευματίσαντες, ήρχισαν να βαδίζουν, σταθέντες
+οπίσω (σταματήσαντες ολίγον) εις κάποιο εκεί στενόν οι
+στρατηγοί, εάν τυχόν εύρισκαν εις κανένα τίποτε εξ εκείνων, τα
+οποία κατά τας διαταγάς των ώφειλαν να εγκαταλείψουν, του το
+έπαιρναν, οι δε στρατιώται υπήκουον, άφηναν δε μόνον (χωρίς να
+του το πάρουν) παν ό,τι τις είχε κλέψη, ως παραδείγματος χάριν
+κανένα προς απόλαυσιν παιδί ή καμμίαν εκ των καλοκαμωμένων
+γυναικών. Και ταύτην μεν την ημέραν ούτως επορεύθησαν, άλλοτε
+μεν (οπωσδήποτε) μαχόμενοι, άλλοτε δε και αναπαυόμενοι.
+
+Την δε επομένην ενσκήπτει βαρύτατος χειμών, ουκ ήττον όμως ήτον
+απόλυτος ανάγκη να βαδίζουν. Διότι δεν επήρκουν πλέον τα προς
+συντήρησιν του στρατού τρόφιμα. Και επροπορεύετο μεν ο
+Χειρίσοφος, ωπισθοφυλάκει δε ο Ξενοφών.
+
+Οι δε πολέμιοι (Καρδούχοι) ισχυρώς επετίθεντο και, επειδή τα
+μέρη, από τα οποία διήρχοντο, ήσαν στενά &(κλεισούρες)&,
+ετόξευαν και εσφενδόνουν τους Έλληνας εκ του πλησίον. Ώστε
+ευρίσκοντο ηναγκασμένοι ούτοι, καταδιώκοντες αυτούς και πάλιν
+επιστρέφοντες (στας θέσεις των), να βαδίζουν βραδέως. Και
+συχνάκις ο Ξενοφών προέτρεπε (κρύφα) τον στρατόν να σταματά
+ολίγον κάθε φορά που οι πολέμιοι ισχυρώς επετίθεντο εναντίον
+του.
+
+Ενταύθα ο Χειρίσοφος, άλλοτε μεν, ότε (ιεραρχικώς) διεβιβάζετο
+τοιαύτη κρυφή διαταγή, έμενεν οπίσω &(σταματούσε λίγο)&, τότε
+όμως ηρνήθη να συμμορφωθή προς τας προτροπάς του Ξενοφώντος,
+αλλά ταχέως εβάδιζε και κρυφοδιέτασσε να τον ακολουθούν όλοι,
+ώστε ήτο πλέον εις πάντας φανερόν ότι θα είχε (πάντως)
+παρουσιασθή κάποια δυσκολία. Εις τον βαδίζοντα δε
+(παρερχόμενον) δεν εδίδετο καιρός να ίδη το αίτιον της σπουδής
+αυτής (ταχυπορίας). Ώστε η πορεία εν τη οπισθοφυλακή ωμοίαζε
+(μάλλον) προς φυγήν.
+
+Και τότε αποθνήσκει ανήρ γενναίος, Λάκων την πατρίδα,
+ονομαζόμενος Κλεώνυμος, τοξευθείς διά της ασπίδος και του
+δερματίνου θώρακος εις τας πλευράς, και Βασίας ο Αρκάς, λαβών
+διαμπερές κτύπημα εις την κεφαλήν.
+
+Άμα δε έφθασαν εις σταθμόν, ευθύς όπως ήτο κ' ευρίσκετο ο
+Ξενοφών, ελθών εις τον Χειρίσοφον, τον κατηγόρει διατί δεν
+εσταμάτησεν ολίγον, αλλ' εξ αιτίας του ηναγκάσθησαν να φεύγουν
+και να μάχωνται συγχρόνως. «Και ιδού τώρα ταποτελέσματα: Δύο
+καλοί και γενναίοι άνδρες να φονευθούν (αδίκως), χωρίς να
+ημπορέσωμεν ούτε τους νεκρούς των να λάβωμεν, ούτε να τους
+θάψωμεν (ως είχομεν καθήκον)».
+
+Εις ταύτα ο Χειρίσοφος απεκρίθη: «Στρέψε το βλέμμα προς τα όρη
+ταύτα και ιδέ ό,τι όλα είναι αδιάβατα. Μία δε και μόνη είναι
+ανηφορική οδός, αυτή ην έχεις ενώπιόν σου, αλλά και επί ταύτης
+ημπορείς να ίδης μέγα πλήθος ανθρώπων, οίτινες φυλάττουν,
+προκαταλαβόντες ήδη, την οφρύν του όρους (το υψηλότατον της
+ράχεως του όρους).
+
+»Διά τούτο, λοιπόν, έσπευδα και διά τούτο δεν σ' επερίμενα
+διόλου, με την ιδέαν ότι ίσως ηδυνάμην να φθάσω την επί της
+οφρύος ταύτης διάβασιν, πριν ή ακόμη καταληφθή από τον εχθρόν.
+Οι δε οδηγοί, τους οποίους έχομεν, λέγουν ότι δεν υπάρχει άλλη
+(διαβατή) οδός».
+
+Ο δε Ξενοφών λέγει: «Αλλ' εγώ εκράτησα ως οδηγούς δύο (μόνον)
+άνδρας. Διότι ενεδρεύσαντες εφονεύσαμεν εξ αυτών τινας, επειδή
+μας ήσαν ενοχλητικοί, πράγμα το οποίον συνετέλεσε και εις το να
+ανακουφισθώμεν ουκ ολίγον, εάν δε μόνον τους δύο αυτούς
+επροθυμήθημεν να πάρωμεν μαζή μας ζωντανούς, επράξαμεν τούτο,
+διά να τους χρησιμοποιήσωμεν ως οδηγούς γνωρίζοντας την χώραν».
+
+Και ευθύς, αφού έφεραν ενώπιόν των τους δύο τούτους
+αιχμαλώτους, λαβόντες έκαστον ξεχωριστά τους εξήταζον αν
+εγνώριζαν καμμίαν άλλην, εκτός της φανεράς αυτής, οδόν. Και ο
+μεν είς εξ αυτών δεν απήντησε προφασιζόμενος πλείστους όσους
+λόγους, δι' ους εφοβείτο ν' απαντήση. Επειδή δε δεν έλεγε
+τίποτε επωφελές (διά τον στρατόν), κατεσφάγη υπό τα βλέμματα
+του άλλου.
+
+Ο δε απομείνας, (ερωτηθείς), είπεν ότι εκείνος μεν (ο σφαγείς)
+ηρνείτο να είπη ότι εγνώριζεν άλλην τινά οδόν διά τον λόγον ότι
+ετύχαινε να έχη εκεί κάπου θυγατέρα ύπανδρον. Αυτός όμως είπεν
+ότι έχει υπ' όψει του οδόν, εις ην θα ήτο δυνατόν να βαδίζουν
+ακόμη και υποζύγια.
+
+Ερωτηθείς δε, αν εις την οδόν αυτήν υπάρχη κανέν
+δυσκολοδιάβατον μέρος, είπεν: «ότι τοιούτον είναι (κάποια)
+κορυφή, την οποίαν, εάν δεν προλάβη τις να καταλάβη, είναι
+εντελώς αδύνατον από οιονδήποτε άλλο μέρος να διαβή».
+
+Τότε απεφάσισαν (ενόμισαν καλόν ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών),
+αφού συγκαλέσουν τους λοχαγούς των οπλιτών και τους ταξιάρχους
+των πελταστών, να ομιλήσουν εις αυτούς περί της καταστάσεως και
+να τους ερωτήσουν, ποίοι εξ αυτών είναι εκείνοι οι οποίοι θα
+ήθελαν ν' αναδειχθούν άνδρες γενναίοι και εκουσίως των (ως
+εθελονταί) ν' αναλάβουν να βαδίσουν κατά του εχθρού.
+
+Και των μεν οπλιτών (εθελοντών) αρχηγοί αναλαμβάνουν να γείνουν
+ο εκ Μεθυδρίου της Αρκαδίας Αριστώνυμος και ο εκ Στυμφαλίας της
+Αρκαδίας Αγασίας. Αμιλλώμενος όμως προς αυτούς Καλλίμαχος ο
+Παρράσιος (Αρκάς και ούτος) λέγει ότι και αυτός έχει όλην την
+επιθυμίαν να βαδίση, αλλ' αφού προσλάβη εθελοντάς (όχι εξ ενός
+μόνον στρατιωτικού σώματος), αλλ' εξ ολοκλήρου του
+στρατεύματος. «Διότι εγώ — είπεν — είμαι εις θέσιν να γνωρίζω
+ότι, εμού αρχηγούτος, &(όταν μπω εγώ μπροστά)&, θα με
+ακολουθήσουν πολλοί εκ των νέων».
+
+Μετά ταύτα ερωτούν οι στρατηγοί, εάν επιθυμή κανείς να
+συμπορευθή ως ταξίαρχος και των ευζώνων («γυμνήτων»). (29)
+Αναλαμβάνει δε να γείνη τούτων αρχηγός Αριστέας ο Χίος, όστις
+περί τα τοιαύτα πολλάκις πολλού λόγου άξιος εφάνη εις το
+στράτευμα.
+
+
+
+Κεφάλαιον δεύτερον.
+
+
+
+Και ήτο μεν βράδυ. Οι δε στρατηγοί (Χειρίσοφος και Ξενοφών)
+διέτασσον τους εθελοντάς, αφού φάγουν χορταστικά &(αφού την
+τηλώσουν)&, ν' αρχίσουν να πορεύωνται. Και αφού έδεσαν τον
+οδηγόν, (διά να μη τους φύγη), τους τον παραδίδουν και
+συμφωνούν: την μεν νύκτα, εάν κατορθώσουν και καταλάβουν την
+κορυφήν, (30) να κρατήσουν την θέσιν των, άμα ξημερώση δε, να
+τους ειδοποιήσουν διά της σάλπιγγος. Και — συμφωνούν ακόμη —
+ούτοι μεν, όταν θα ήναι πλέον επάνω, να βαδίζουν κατά των
+κατεχόντων την φανεράν διάβασιν (Καρδούχων), (31) αυτοί δε
+(δηλαδή οι περί τον Χειρίσοφον μόνον) να τους βοηθήσουν,
+βαδίζοντες (και αυτοί) προς το μέρος εκείνο όσον δυνηθούν
+ταχύτερον.
+
+Αφού συνεφώνησαν ταύτα, εκείνοι μεν (οι εθελονταί), ανερχόμενοι
+εις δισχιλίους περίπου, επορεύοντο. Έβρεχε δε ραγδαίως. Ο δε
+Ξενοφών με τους οπισθοφύλακας προσεποιήθη ότι εβάδιζε (και
+αυτός) διά της ευρείας οδού προς την διάβασιν, επί τω σκοπώ να
+περισπάση επ' αυτής (της οδού) την προσοχήν των πολεμίων, να
+διαλάθουν δε τούτους όσον ηδύναντο περισσότερον οι διά της
+άλλης οδού (της στενής) βαδίζοντες εθελονταί.
+
+Αφού δε οι οπισθοφύλακες έφθασαν εις το χείλος μιας χαράδρας,
+την οποίαν έπρεπε να διαβούν, διά να ανέλθουν τον ανήφορον, οι
+βάρβαροι ήρχισαν να κυλίουν κατ' αυτών μεγάλα και στρογγυλά
+τεμάχια βράχων, προς μεταφοράν εκάστου των οποίων θα απητείτο
+άμαξα, και τα οποία, προσκρούοντα, όταν εφέροντο προς τα κάτω,
+κατά των πετρών, εξετινάσσοντο εις μεγάλην καθ' όλας τας
+διευθύνσεις απόστασιν. Ούτω δε ούτε να πλησιάση τις ήτο δυνατόν
+προς την είσοδον της χαράδρας.
+
+Τινές δε εκ των λοχαγών, όταν δεν ηδύναντο να πλησιάσουν προς
+αυτήν, προσεπάθουν να ανεύρουν άλλην. Και ταύτα έπραττον,
+μέχρις ου ενύκτωσεν. Όταν δ' ενόμισαν ότι, απερχόμενοι, δεν θα
+διεκρίνοντο πλέον από τον εχθρόν (ως εκ του σκότους), απήλθον
+διά να δειπνήσουν, αφού όλοι τους ήσαν νηστικοί από της
+προτεραίας. Ουχ ήττον οι πολέμιοι δεν έπαυσαν καθ' όλην την
+νύκτα να κυλίουν λίθους. Εβεβαιούντο δε περί τούτου από τους
+κρότους.
+
+Οι δ' έχοντες μαζή των τον οδηγόν εθελονταί, ερχόμενοι κυκλικώς
+προς την διάβασιν διά της άλλης, της στενής, οδού,
+καταλαμβάνουν αιφνιδίως τους (παρ' αυτήν) φύλακας, οίτινες, ως
+εκ του ψύχους, είχαν ανάψη φωτιά και εθερμαίνοντο, και
+επιπίπτουν κατ' αυτών, άλλους μεν φονεύσαντες, άλλους δε
+καταδιώξαντες, αυτοί δε, νομίζοντες ότι είχαν φθάση πλέον εις
+την κορυφήν, παρέμεναν ενταύθα.
+
+Αλλ' όπου έμεναν δεν ήτον η κορυφή, αλλά λόφος τις («μαστός»)
+υψούτο υπεράνω αυτών, πλησίον του οποίου διήρχετο η στενή αύτη
+οδός, εφ' ης εκάθηντο οι θερμαινόμενοι εκείνοι φύλακες. Από το
+μέρος τούτο όμως ηδύνατο να γείνη έφοδος κατά των πολεμίων,
+οίτινες κάθηντο επί της φανεράς οδού. (32)
+
+Και την μεν νύκτα επέρασαν εδώ. Άμα δε ήρχισε να ξημερώνη,
+εβάδιζαν συντεταγμένοι και αθορύβως κατά των πολεμίων. Επειδή
+δε ήτον ομίχλη, επλησίασαν χωρίς να εννοηθούν. Αφού δε
+αντίκρυσαν αλλήλους και η σάλπιγξ ήχησε δώσασα το σύνθημα,
+επέπεσαν κατά των Καρδούχων αλαλάζοντες. Ούτοι δε δεν
+αντεστάθησαν, αλλά εγκαταλιπόντες την διάβασιν ετράπησαν εις
+φυγήν. Επειδή δε ήσαν ελαφρά ωπλισμένοι (και ηδύναντο να
+τρέχουν ευκολώτερον), ολίγοι μόνον εφονεύθησαν.
+
+Οι δε περί τον Χειρίσοφον, άμα ως ήκουσαν την σάλπιγγα, έτρεξαν
+ευθύς προς τάνω, κατά την φανεράν διάβασιν («οδόν»). Άλλοι δε
+εκ των στρατηγών έτρεχαν προς αυτήν κατά διαφόρους απατήτους
+δρόμους, όπου έτυχε να ευρίσκεται έκαστος, και αναβάντες, όπως
+ηδύναντο, ανέσυραν αλλήλους διά δοράτων.
+
+Ούτοι δε (οι στρατηγοί) ήσαν και οι πρώτοι οίτινες ηνώθησαν με
+τους προκαταλαβόντας την διάβασιν εθελοντάς. Ο δε Ξενοφών, έχων
+μαζή του τους μισούς μόνον εκ των οπισθοφυλάκων, (αφού ήκουσε
+και αυτός την σάλπιγγα), εβάδιζε την οδόν, την οποίαν είχαν ήδη
+προ αυτού βαδίση οι έχοντες τον οδηγόν εθελονταί, διότι ήτον
+καταλληλοτάτη διά την διάβασιν των υποζυγίων, όπισθέν των
+οποίων έταξε τους άλλους μισούς εκ των οπισθοφυλάκων.
+
+Ενώ δε επορεύοντο, συναντούν λόφον υπεράνω της οδού,
+κατειλημμένον υπό των πολεμίων (των εκ της καταληφθείσης ήδη
+«φανεράς οδού» φυγόντων), τους οποίους ήτον ανάγκη ή να
+εκδιώξουν ή να μείνουν εκεί όπως ήσαν, χωρισμένοι από των
+εθελοντών και των περί τον Χειρίσοφον. Και αυτοί μεν ηδύναντο
+να βαδίσουν την οδόν, ην οι περί τον Χειρίσοφον εβάδισαν, ως
+προς τα υποζύγια όμως, δεν ήτο δυνατόν δι' άλλης οδού παρά δι'
+αυτής μόνον να περάσουν προς την διάβασιν. Τότε λοιπόν,
+παρακινήσαντες (δι' ενθουσιωδών λόγων) αλλήλους, εφορμούν κατά
+του λόφου, έχοντες τους άνδρας των λόχων τον ένα μετά τον άλλον
+τεταγμένους, μη επιδιώκοντες δε να τους περικυκλώσουν, αλλ'
+(επίτηδες) αφήνοντες διέξοδον εις τους πολεμίους, εάν τυχόν
+ήθελαν να φύγουν.
+
+Και μέχρι τινός μεν εφ' όσον ανέβαιναν, από οιονδήποτε μέρος
+ηδύνατο έκαστος, οι βάρβαροι τους ετόξευαν και τους επλήγωναν.
+Αλλ' ότε ήδη έφθαναν προς την κορυφήν, δεν τους επλησίασαν
+πλέον, αλλ' εγκατέλειψαν τον λόφον πάντες, τραπέντες εις φυγήν.
+Και, λοιπόν, αφού αντιπαρήλθον τον λόφον τούτον οι Έλληνες, και
+ιδού βλέπουν μετ' ολίγον ενώπιόν των άλλον, επίσης και τούτον
+υπό των Καρδούχων κατεχόμενον (των εκ του πρώτου λόφου
+αποβληθέντων). Απεφάσισαν δε και κατά τούτου να βαδίσουν (όπως
+κατά του πρώτου).
+
+Σκεφθείς όμως ο Ξενοφών μήπως, εάν άφηνεν έρημον τον
+κυριευθέντα λόφον, οι πολέμιοι επανέκτων αυτόν και πάλιν, διά
+να επιτεθούν κατά των παρερχομένων υποζυγίων — τα οποία,
+σημειωθήτω, κατελάμβανον, πορευόμενα, μέγα μέρος της οδού ως εκ
+της στενότητός της — αφήνει επί του (κυριευθέντος) λόφου τους
+λοχαγούς Κηφισόδωρον τον Κηφισοφώντος, Αθηναίον, και Αμφικράτην
+τον Αμφιδήμου, Αθηναίον επίσης, και Αρχαγόραν τον Αργείον,
+φυγάδα, αυτός δε με τους άλλους εβάδιζε κατά του δευτέρου
+λόφου, τον οποίον ωσαύτως διά του αυτού τρόπου κυριεύει.
+
+Ακόμη δε ύπελείπετο και τρίτος λόφος, (33) ανηφορικώτατος όμως
+ούτος (λίαν απόκρημνος), ήτο δε ο λόφος ο υπερκείμενος της εκ
+θερμαινομένων Καρδούχων φρουράς εκείνης της νυκτός, της υπό των
+εθελοντών κατακοπείσης. Άμα δ' επλησίασαν οι Έλληνες,
+εγκαταλείπουν αμέσως οι βάρβαροι αμαχητί τον λόφον («μαστόν»),
+πράγμα το οποίον ενέβαλεν εις έκπληξιν όλους, υποπτευθέντας ότι
+τον εγκατέλειψαν φοβηθέντες μήπως, περικυκλούμενοι,
+επολιορκούντο υπό του Ελληνικού στρατού. Αυτοί όμως, ως
+απεδείχθη εκ των υστέρων, ιδόντες ήδη από της κορυφής τα
+όπισθεν αυτού γενόμενα (επί των άλλων λόφων), ετράπησαν όλοι
+κατά των οπισθοφυλάκων (των φρουρούντων ήδη τον πρώτον
+κυριευθέντα λόφον υπό τους τρεις λοχαγούς εκείνους).
+
+Και ο μεν Ξενοφών με τους νεωτέρους οπισθοφύλακας ανέβαινεν εις
+την κορυφήν του μαστού, τους δε υπολοίπους διέταξε να
+επιβραδύνουν το βήμα των, διά να προφθάσουν να ενωθούν μαζή των
+(οι απομείναντες όπισθεν) τελευταίοι λόχοι, και, αφού
+προσπεράσουν εις την φανεράν οδόν (την ήδη κατειλημμένην υπό
+των Ελλήνων, ν' αναπαυθούν εις το ομαλόν αυτής μέρος &(ίσωμα)&.
+
+Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα, έρχεται δρομαίος Αρχαγόρας ο Αργείος και
+αναγγέλλει ότι οι επί του πρώτου λόφου απεδιώχθησαν κακήν κακώς
+και ότι εφονεύθησαν ο Κηφισόδωρος και ο Αμφικράτης και όσοι
+άλλοι εκ των οπισθοφυλάκων δεν επρόφθασαν να πηδήσουν από του
+βράχου.
+
+Αφού δε διέπραξαν ταύτα οι βάρβαροι, ήλθαν εις λόφον απέναντι
+του μαστού κείμενον και χωριζόμενον από τούτου διά φάραγγος.
+(34) Ιδών αυτούς ο Ξενοφών από του μαστού (του τρίτου λόφου),
+ήρχισε να συνεννοήται μαζή τους διά διερμηνέως περί ειρήνης και
+εζήτει τους νεκρούς των φονευθέντων.
+
+Ούτοι δε απήντησαν ότι θα τους αποδώσουν επί τω όρω να μη
+καίουν τας οικίας των (οι Έλληνες). Συνήνεσε δε εις ταύτα ο
+Ξενοφών. Αλλ' ενώ το μεν άλλο στράτευμα (οι οπισθοφύλακες και
+τα υποζύγια) παρήρχετο (βαίνον προς το ανώτατον ομαλόν μέρος
+της φανεράς οδού), αι δε περί ειρήνης διαπραγματευθείς
+εξηκολούθουν, πάντες οι εκ των πέριξ τούτων μερών Καρδούχοι
+συνέρρευσαν εις τον αντικρυνόν λόφον (τον «αντίπορον»), όπου
+ανέμεναν («ίσταντο») ήδη οι πολέμιοι.
+
+Αλλ' ιδόντες ότι ήρχισαν να καταβαίνουν οι «από του μαστού»
+προς τους άλλους οπισθοφύλακας, εκεί ένθα ούτοι ήσαν
+παρατεταγμένοι αναμένοντες διαταγάς (εις ό μέρος «έκειτο τα
+όπλα»), ώρμησαν πολυπληθείς και με μεγάλον θόρυβον (προς τον
+εγκαταλειφθέντα μαστόν). Αφού δε έφθασαν εις την κορυφήν του,
+από της οποίας ήδη ο Ξενοφών κατέβαινεν, ήρχισαν να κυλίουν
+μεγάλους λίθους κατ' αυτού. Και ενός μεν των οπισθοφυλάκων
+έσπασαν το σκέλος, ο κρατών δε την ασπίδα του Ξενοφώντος
+υπασπιστής τον εγκατέλειψεν.
+
+Αλλ' ο οπλίτης Ευρύλοχος ο Λουσιεύς, Αρκάς, έτρεξεν αμέσως
+πλησίον του και προτάξας προ αμφοτέρων (εαυτού τε και του
+Ξενοφώντος) την ασπίδα του ωπισθοχώρει, ενώ οι άλλοι όλοι
+απήρχοντο ήδη προς τους επί της φανεράς οδού συγκεντρωμένους
+Έλληνας.
+
+Ούτω, λοιπόν, συνήλθον επί ταυτό όλοι οι Έλληνες και
+κατεσκήνωσαν εκεί τριγύρω εις πολλάς και καλοκτισμένας οικίας,
+έχοντες αφθονώτατα τα προς συντήρησίν των αναγκαία. Διότι, προς
+τοις άλλοις, είχεν ο τόπος και άφθονον κρασί, τόσον, ώστε να το
+αποθηκεύουν μέσα εις μεγάλους ασβεστωμένους λάκκους.
+
+Ο δε Ξενοφών και ο Χειρίσοφος κατώρθωσαν, ώστε να λάβουν τους
+νεκρούς των από τους Καρδούχους αποδώσαντες εις αυτούς τον
+οδηγόν των. Και ετέλεσαν εκ των ενόντων εις τους αποθανόντας
+όσα εις παρομοίας περιστάσεις νομίζονται ως επιβεβλημένα εις
+τους νεκρούς ανδρών γενναίων.
+
+Την δ' επομένην εβάδιζαν άνευ οδηγού. Μαχόμενοι δ' (ακόμη) οι
+πολέμιοι και προκαταλαμβάνοντες κάθε στενόπορον μέρος, όπου και
+αν ήτον, ημπόδιζαν τας παρόδους εις τους Έλληνας.
+
+Και λοιπόν, οσάκις μεν οι Καρδούχοι ημπόδιζαν το μέτωπον του
+στρατού (την πρωτοπορίαν), ο Ξενοφών όπισθεν, παρεκβαίνων της
+οδού του προς τα όρη, διέλυε την εις το μέτωπον απόφραξιν της
+παρόδου, διαρκώς καταβάλλων προσπαθείας να αναβαίνη υψηλότερα
+των εμποδιζόντων.
+
+Οσάκις δε πάλιν επετίθεντο κατά της οπισθοφυλακής, ο
+Χειρίσοφος, παρεκβαίνων της οδού του (και αυτός) και προσπαθών
+να ανέλθη υψηλότερα των εμποδιζόντων, διέλυε την απόφραξιν της
+παρόδου εις την οπισθοφυλακήν, και τοιουτοτρόπως εβοήθουν
+πάντοτε αλλήλους και μετά σθένους εφρόντιζεν ο είς διά τον
+άλλον.
+
+Με πολλάς δε και διαφόρους ενοχλήσεις τους ηνώχλουν οι βάρβαροι
+καταβαίνοντας από τα όρη μετά κάθε αυτών ανάβασιν. Διότι ήσαν
+τόσον ελαφροί, ώστε και από πλησίον φεύγοντες να γλυτώνουν (από
+τας επιθέσεις των Ελλήνων). Διότι τίποτε άλλο δεν έφεραν επάνω
+των παρά τόξα μόνον και σφενδόνας. Ήσαν δε άριστοι τοξόται. Και
+τα τόξα των ήσαν τριών πήχεων περίπου, τα δε βέλη των πλέον των
+τριών πήχεων. Οσάκις δ' ετόξευαν, είλκον τας νευράς, πατούντες
+δυνατά προς τα κάτω του τόξου με τον αριστερόν των πόδα. Τα δε
+βέλη (ως εκ της μεγάλης ορμής, ην διά της τοιαύτης τοξεύσεως
+ελάμβανον) ηδύναντο να διέλθουν διά των ασπίδων και θωράκων (να
+διατρυπήσουν τας ασπίδας και τους θώρακας). Τα μετεχειρίζοντο
+δε οι Έλληνες, περιπίπτοντα τυχόν εις χείρας των, ως ακόντια,
+προσαρμόζοντες εις το μέσον δερματίνους βρόχους &(θηλειές)&,
+(δι' ων, αφού ενέθετον εις αυτούς ένα ή δύο δακτύλους κατά την
+στιγμήν του ακοντισμού, επέτεινον την φοράν του ακοντίου). (35)
+Εις τα μέρη αυτά οι Κρήτες, των οποίων αρχηγός ήτο Στρατοκλής ο
+Κρης, προσέφεραν μεγάλας υπηρεσίας εις το στράτευμα (36).
+
+
+
+Κεφάλαιον τρίτον.
+
+
+
+Και την ημέραν αυτήν επίσης διέμειναν εις τα χωρία τα κείμενα
+υπεράνω της παρά τον Κεντρίτην ποταμόν πεδιάδος, του οποίου το
+πλάτος ήτο δύο πλέθρων περίπου και όστις χωρίζει την χώραν των
+Καρδούχων από την Αρμενίαν. Και οι Έλληνες ενταύθα
+ανεκουφίσθησαν, ιδόντες με μεγάλην των χαράν πεδιάδα (ύστερα
+από τόσω πολύμοχθον ανά τα Καρδούχια πορείαν). Απείχε δε από τα
+όρη ο ποταμός έξ έως επτά Καρδουχικά στάδια.
+
+Και τότε μεν, λοιπόν, ανεπαύθησαν λίαν ευχαρίστως, και διότι
+είχαν αφθονώτατα τα τρόφιμα και διότι ηδύναντο ανέτως πλέον να
+αναμνησθούν των περασμένων πόνων των. Επί επτά ολοκλήρους
+ημέρας, καθ' ας εβάδιζαν διά της χώρας των Καρδούχων, εμάχοντο
+και υπέστησαν τόσας ζημίας, όσας εν γένει δεν υπέστησαν από τον
+βασιλέα και τον Τισσαφέρνην. Απηλλαγμένοι, λοιπόν, πλέον απ'
+όλα αυτά, ηδέως εκοιμήθησαν.
+
+Άμα όμως εξημέρωσε, βλέπουν εκεί που πέραν του ποταμού ιππείς
+εξωπλισμένους, με τον σκοπόν να τους εμποδίσουν την διάβασιν,
+πεζούς δε επί των παρά τον ποταμόν υψωμάτων, παρατεταγμένους
+άνωθεν των ιππέων, με τον σκοπόν και αυτούς να τους εμποδίσουν
+να μεταβούν (να περάσουν) εις την Αρμενίαν. Ήσαν δε ούτοι
+Αρμένιοι και Μάρδοι και Χαλδαίοι μισθοφόροι του Ορόντα και του
+Αρτούχα. Περί των Χαλδαίων δ' ελέγετο ότι ήσαν λαός
+φιλελεύθερος και ισχυρός. Είχαν δε (όλοι) όπλα, πλεκτάς ασπίδας
+και λόγχας. Αι δε όχθαι, επί των οποίων ήσαν ούτοι
+παρατεταγμένοι, απείχον τρία έως τέσσαρα πλέθρα από τον
+ποταμόν. Μία δε και μόνη οδός εφαίνετο άγουσα προς τ' άνω, σαν
+να ήτο κατασκευασμένη με τα χέρια. Ταύτην προσεπάθουν να
+διαβούν οι Έλληνες. (37)
+
+Αλλ' οι αποπειραθέντες να διέλθουν τον ποταμόν είδαν ότι το
+ύδωρ του ανήρχετο υπεράνω των μαστών, και ότι, ως εκ των
+μεγάλων και ολισθηρών λίθων, ήτο το έδαφος της κοίτης του
+ανώμαλον, ότι δε ήτον απολύτως αδύνατον να τον διέλθη τις
+κρατών τα όπλα του, διότι αμέσως παρεσύρετο από το ρεύμα του.
+Εάν δε πάλιν έφερε τις ταύτα επί της κεφαλής κατά την διάβασιν,
+εξετίθετο άοπλος εις τα βέλη και τα άλλα κτυπήματα των
+πολεμίων. Εστράφησαν, λοιπόν, οπίσω και εστρατοπέδευσαν ενταύθα
+παρά τον ποταμόν.
+
+(Ενεθυμήθησαν δε τότε και ότι), ότε ακόμη ήσαν κατά την
+προηγουμένην νύκτα επί του όρους, είχαν ίδη να συναθροίζωνται
+πολλοί εκ των Καρδούχων, ετοιμαζόμενοι προς επίθεσιν. Η αθυμία
+των, λοιπόν, ήτο μεγάλη, επειδή έβλεπαν αφ' ενός μεν το
+δυσκολοδιάβατον του ποταμού, αφ' ετέρου δε τους πέραν αυτού,
+ετοίμους να εμποδίσουν την διάβασίν του, ακόμη δε και διότι,
+εάν τον διέβαιναν, θα είχαν επιτιθεμένους όπισθέν των τους
+Καρδούχους.
+
+Δι' όλα αυτά, λοιπόν, την ημέραν και την νύκτα ταύτην διήλθον
+εν μεγάλη περί του πρακτέου αμηχανία. Ότε ο Ξενοφών είδεν
+όνειρον. Του εφάνη δηλαδή ότι ήτο με πέδας δεμένος εις τους
+πόδας, και ότι αύται μόναι των έπεσαν κάτω αιφνιδίως, ώστε
+τελείως ν' απαλλαγή αυτών και να δύναται ν' ανοίγη τα σκέλη του
+όσον ήθελε. Περί τα εξημερώματα δε έρχεται προς τον Χειρίσοφον
+και λέγει ότι έχει πολλάς ελπίδας ότι τα πράγματα θα λάβουν
+καλήν έκβασιν, του διηγείται δε το όνειρον.
+
+Ούτος δε πάρα πολύ ευχαριστείτο, και τότε ευθύς, έως ότου
+ήρχιζε να γλυκοχαράζη, προσέφερον όλοι οι παρευρισκόμενοι
+στρατηγοί θυσίας. Και αμέσως, από το πρώτον ακόμη σφάγιον
+εφάνησαν τα ιερά καλά. Και απελθόντες από των ιερών οι
+στρατηγοί και οι λοχαγοί έδωκαν εις τους στρατιώτας διαταγάς να
+γευματίσουν.
+
+Και ενώ εγευμάτιζεν ο Ξενοφών, προστρέχουν προς αυτόν δύο
+νεανίσκοι. (38) Διότι όλοι εγνώριζαν ότι είχεν επιτρέψη, και
+όταν γευματίζη και όταν δειπνή, να τον πλησιάζη οιοσδήποτε
+ήθελεν. Ακόμη δε και εάν κοιμάται να τον εξυπνούν, διά να του
+αναγγέλλουν οτιδήποτε σχετικόν τις είχε με τον πόλεμον.
+
+Του έλεγαν, λοιπόν, τότε, ότι, ενώ συνέλεγαν φρύγανα, διά να τα
+χρησιμοποιήσουν ως προσάναμμα της φωτιάς των, αντίκρυσαν εις
+την αντίπεραν όχθην του ποταμού, επί των βράχων, οι οποίοι
+εκτείνονται (φθάνουν) μέχρι των οχθών του, ένα γέροντα, μίαν
+γυναίκα και κάτι κορίτσια να κρύπτουν μέσα εις σπηλαιώοη βράχον
+κάτι που ωμοίαζε με μικρούς σάκκους γεμάτους ρούχα.
+
+Αφού είδαν την σκηνήν αυτήν, ενόμισαν ότι ήτον εντελώς
+ακίνδυνον να διέλθουν τον ποταμόν. Διότι προς το μέρος τούτο
+ουδέ εις αυτό το εχθρικόν ιππικόν είναι εύκολον να πλησιάση.
+Έλεγαν, λοιπόν, ότι, αφού εξεδύθησαν, επέρασαν απέναντι γυμνοί,
+ως εάν επρόκειτο να κολυμβήσουν, και κρατούντες εις χείρας των
+τα ενδύματά των. Ότι, ούτω βαδίζοντες προς τα εμπρός, διέβησαν,
+χωρίς ούτε την μέσην των να βρέξουν. Και ότι, αφού διέβησαν κ'
+επήραν τους σάκκους με τα ρούχα, επέστρεψαν και πάλιν εις την
+απέναντι όχθην.
+
+Ευθύς, λοιπόν, και αυτός ούτος ο Ξενοφών έκαμε με γεμάτα από
+κρασί ποτήρια σπονδάς, διά να ευχαριστήση τους Θεούς, και τους
+νεανίσκους προέτρεψε να γεμίσουν τα ποτήρια των διά τον αυτόν
+σκοπόν και να ευχηθούν τόσον αυτοί, όσον και όλοι οι άλλοι οι
+περί αυτόν εις τους Θεούς, τους φανερώσαντας τα ονείρατα, και
+την διάβασιν («πόρον») να εκτελέσουν και όσα αγαθά ακόμη
+υπολείπονται (αισίαν εις την πατρίδα επιστροφήν). Αφού δε έκαμε
+σπονδάς, έφερεν αμέσως τους νεανίσκους εις τον Χειρίσοφον, προς
+τον οποίον ούτοι επαναλαμβάνουν την διήγησίν των, και ο οποίος,
+μόλις τους ήκουσεν, έκαμε και αυτός σπονδάς.
+
+Κατόπιν των οποίων, εις μεν τους άλλους (τους στρατιώτας)
+έδωκαν διαταγάς να προετοιμάζονται, αυτοί δε (ο Ξενοφών και ο
+Χειρίσοφος) συγκαλέσαντες τους στρατηγούς συνεσκέπτοντο πώς
+όσον το δυνατόν ασφαλέστερα θα διαβούν τον ποταμόν και πώς θα
+νικήσουν μεν τους έμπροσθεν (τους πέραν του ποταμού), δεν θα
+πάθουν δε καμμίαν ζημίαν από τους εκ των όπισθεν ετοίμους προς
+επίθεσιν Καρδούχους.
+
+Και απεφάσισαν να προηγηθή μεν εις την διάβασιν ο Χειρίσοφος,
+έχων μαζή του το ήμισυ του στρατεύματος, το δε άλλο ήμισυ να
+σταθή οπίσω με τον Ξενοφώντα (περιμένον), τα δε υποζύγια και ο
+όχλος να διαβούν (ευρισκόμενα) εν τω μέσω τούτων.
+
+Αφού δ' εκανονίσθησαν όλα όπως πρέπει, ήρχισαν να πορεύωνται.
+Προηγούντο δε οι νεανίσκοι, έχοντες προς τα αριστερά των τον
+ποταμόν. Η οδός δε μέχρι του διαβατού μέρους ήτο τέσσαρα
+περίπου στάδια.
+
+Αλλ' ενώ επορεύοντο, παραλλήλως από την απέναντι όχθην ώδευε
+και το ιππικόν. Άμα δε έφθασαν εις το ωρισμένον μέρος της
+διαβάσεως, παρετάχθησαν (ως προς μάχην), και αυτός πρώτος ο
+Χειρίσοφος, αφού έθεσεν εις την κεφαλήν του στέφανον (κατά την
+συνήθειαν των Λακεδαιμονίων) και αφού έβγαλε τον επενδύτην του,
+έλαβε τα όπλα ανά χείρας, δίδων και εις όλους τους άλλους
+διαταγάς να πράττουν το αυτό, εις δε τους λοχαγούς να φέρουν
+τους λόχους των με τους άνδρας τεταγμένους τον ένα όπισθέν του
+άλλου, παρατάσσοντες άλλους μεν εξ αυτών (των λόχων) προς τα
+αριστερά του, άλλους δε προς τα δεξιά του.
+
+Και οι μεν μάντεις προσέφεραν σφάγια εις τον εν τω ποταμώ
+οικούντα Θεόν προς εξευμένισίν του, οι δε πολέμιοι ετόξευαν και
+εσφενδόνιζον. Ούτε τα βέλη των όμως, ούτε οι λίθοι έφθαναν
+μέχρι του στρατού. Επειδή δε ήσαν ευοίωνα τα προσφερθέντα
+σφάγια, έψαλαν πρώτον άσμα προς τον Απόλλωνα, επικαλεσθέντες
+την βοήθειάν του, κατόπιν δε ήρχισαν αλαλαγμούς ζωηροτάτους,
+ανεβόων δε και όλαι ομού αι γυναίκες. Διότι ουκ ολίγαι εταίραι
+ήσαν εις το στράτευμα.
+
+Και ο μεν Χειρίσοφος με τον στρατόν του εισήλθον εις τον
+ποταμόν. Ο δε Ξενοφών, αφού έλαβε τους ελαφροτέρους και πλέον
+ελευθερόποδας εκ των σωματοφυλάκων, έτρεχεν έφιππος με όλην του
+την δύναμιν εις το δυσκολοδιάβατον εκείνο πέρασμα του ποταμού,
+το άγον κατά τον προς τα όρη της Αρμενίας δρόμον,
+προσποιούμενος ότι, αφού διαβιβασθή εκείθεν, θα αποκλείση τους
+παρά τον ποταμόν ιππείς.
+
+Οι δε πολέμιοι, βλέποντες μεν αφ' ενός τους περί τον Χειρίσοφον
+να διαβαίνουν ευπετώς τον ποταμόν, βλέποντες δ' εξ άλλου τους
+περί τον Ξενοφώντα να τρέχουν πάλιν οπίσω (προς το
+δυσκολοδιάβατον εκείνο πέρασμα), φοβηθέντες μήπως τυχόν
+αποκλεισθούν, τρέπονται με άλας των τας δυνάμεις εις φυγήν προς
+τον υπεράνω του ποταμού (χειροποίητον) εκείνον δρόμον. Αφού δε
+εισήλθον εις αυτόν, ετράπησαν άνω, προς το όρος.
+
+Λύκιος δε ο Πολυκράτους, ο Αθηναίος, ο διοικών το τάγμα των
+ιππέων και Αισχίνης ο Ακαρνάν, ο το τάγμα των πελταστών διοικών
+των περί τον Χειρίσοφον, αφού τους είδαν ούτοι κατά κράτος
+φεύγοντας, τους ηκολούθησαν. Οι δε στρατιώται (οι περί τον
+Χειρίσοφον) τους εφώναζαν (να παύσουν πλέον διώκοντες τους
+ιππείς), διά να μη μένουν μόνοι των μακράν του ιππικού, (39)
+αλλ' όλοι μαζή (όταν θα έπρεπε) να βαδίζουν την προς το όρος
+άγουσαν.
+
+Ο δε Χειρίσοφος, εξ άλλου, αφού διέβη τον ποταμόν, τους μεν
+ιππείς δεν κατεδίωκεν, αλλά, περάσας ήδη εις τα εκτεινόμενα
+προς τον ποταμόν υψώματα, επετέθη αμέσως κατά των πολεμίων.
+(40) Ούτοι δε αφ' ενός μεν βλέποντες τους ιππείς των να
+τρέπωνται εις φυγήν, αφ' ετέρου δε τους οπλίτας να βαδίζουν
+εναντίον των, εγκαταλείπουν τα υπεράνω του ποταμού υψώματα.
+
+Ο δε Ξενοφών, αφού είδεν ότι τα εκείθεν του ποταμού εξελίσσοντο
+συμφώνως προς τας επιθυμίας και τα βλέψεις του, εστράφη βαδίζων
+όσον ηδύνατο ταχύτερον προς τον ακόμη διαβαίνοντα τον ποταμόν
+στρατόν. Διότι οι Καρδούχοι είχαν φανή πλέον καταβαίνοντες εις
+την πεδιάδα με σκοπόν να επιτεθούν εναντίον του.
+
+Λοιπόν, ο μεν Χειρίσοφος κατείχεν ήδη τα υψώματα, ο δε Λύκιος
+με ολίγους μόνον ιππείς, επιχειρήσας να καταδιώξη τους ήδη
+φεύγοντας πεζούς, συνέλαβεν όσα σκευοφόρα υποζύγια έμειναν
+οπίσω και, μαζή μ' αυτά, διάφορα ρουχικά και στρώματα και
+αγγεία &(στρωσίδια και τσουμπλέκια).&
+
+Αλλ' εν τω μεταξύ εξηκολούθουν ακόμη να διαβαίνουν (τον
+ποταμόν) τα σκευοφόρα υποζύγια των Ελλήνων και ο όχλος. Ο δε
+Ξενοφών στραφείς προς τους Καδούχους παρετάχθη απέναντί των
+προς επίθεσιν και διέταξε τους λοχαγούς να παρατάξη έκαστος τον
+λόχον του κατ' ενωμοτίας, εκάστην των οποίων να οδηγήσουν
+αριστερά («παρ' ασπίδα») της άλλης, κατά μέτωπον. (41) Και οι
+μεν λοχαγοί και οι ενωμοτάρχαι να παραταχθούν (στραφούν)
+απέναντι των Καρδούχων, οι δε ουραγοί να τοποθετηθούν απέναντι
+του ποταμού.
+
+Οι δε Καρδούχοι, καθώς είδαν τους οπισθοφύλακας να
+αποχωρίζωνται από τον όχλον και να φαίνωνται πλέον εις αυτούς
+ολίγοι, επέδραμον εναντίον των ταχύτερον, ψάλλοντες (πολεμικάς)
+τινας ωδάς. Ο δε Χειρίσοφος, επειδή ήτον ήδη εν πλήρει
+ασφαλεία, αποστέλλει εις τον Ξενοφώντα τους πελταστάς και τους
+σφενδονήτας και τους τοξότας με την εντολήν να συμμορφωθούν
+απολύτως προς τας διαταγάς του.
+
+Μόλις όμως τους είδεν ο Ξενοφών αποπειρωμένους να διαβούν τον
+ποταμόν, τους διατάσσει αμέσως δι' αγγελιοφόρου να μη κινηθούν,
+αλλά να περιμένουν εκεί επί της όχθης του. Όταν δε αρχίσουν
+αυτοί (οι περί τον Ξενοφώντα) να διαβαίνουν, τότε να εισέλθουν
+κ' εκείνοι απέναντι μεν, αλλά χωριζόμενοι δεξιά και αριστερά
+του στρατού του, προφασιζόμενοι &(καμωνόμενοι)& ότι θα τον
+διαβούν, έτοιμοι όμως ως προς μάχην, οι μεν ακοντισταί έχοντες
+τους δακτύλους εις την θηλειάν του ακοντίου, οι δε τοξόται τα
+βέλη των επί των νευρών των τόξων. Να μη προχωρήσουν δε πολύ
+εις τον ποταμόν.
+
+Αυτός δε διέταξε τους στρατιώτας του, όταν μεν ίδουν ότι τα
+σφενδονήματα φθάνουν μέχρις αυτών και αι ασπίδες των αρχίζουν
+να κροτούν από τα κτυπήματα των πολεμίων, να επιτεθούν, αφού
+πρώτον επικαλεσθούν τον Θεόν διά παιάνος (ύμνου), εναντίον των.
+
+Άμα όμως ούτοι στραφούν προς τα όρη φεύγοντες, και σημάνη εκ
+του ποταμού το πολεμικόν ο σαλπιγκτής, τότε, αφού στραφούν και
+αυτοί δεξιά («επί δόρυ»), προηγηθούν δε όλων οι αρχηγοί των
+ενωμοτιών, να τρέξουν πάντες εις τον ποταμόν και όσον δυνηθούν
+ταχύτερον να τον περάσουν εις ην τάξιν θα ευρίσκεται έκαστος,
+διά να μην εμποδίζουν κατά την διάβασιν αλλήλους. Διότι ο
+επιτηδειότερος και γενναιότερος όλων θα ήναι εκείνος εκ των
+αρχηγών («ουραγών»), όστις πρώτος ήθελε περάση εις την
+αντίπεραν του ποταμού όχθην.
+
+Οι δε Καρδούχοι βλέποντες πλέον τους οπισθοφύλακας ολίγους
+(μετά την διάβασιν του όχλου) — διότι και εξ αυτού (του όχλου)
+πολλοί, οίτινες είχαν λάβη διαταγάς να μη διαβούν μετά των
+άλλων, αλλά να μένουν, έφυγαν εκείθεν, ασχολούμενοι άλλοι μεν
+με τα υποζύγια, άλλοι δε με τας αποσκευάς, άλλοι δε με τας
+εταίρας — επετέθησαν με τόλμην αρχίσαντες να σφενδονούν και να
+τοξεύουν.
+
+Οι δ' Έλληνες, αφού επεκαλέσθησαν πρώτον τον Θεόν, ώρμησαν
+δρομαίως εναντίον των. Οι δε Καρδούχοι δεν αντέστησαν εις την
+ορμήν των. Διότι ήσαν ωπλισμένοι διά μεν τον εκ των ορέων
+κλεφτοπόλεμον, επαρκέστατα εις το να επιπίπτουν και να φεύγουν,
+διά δε την εκ του συστάδην μάχην, όχι επαρκώς.
+
+Εις το σημείον τούτο σημαίνει ο σαλπιγκτής. Και οι μεν πολέμιοι
+έφευγαν ακόμη περισσότερον, οι δ' Έλληνες, στραφέντες
+αντιθέτως, προς τον ποταμόν, έφευγαν δι' αυτού όσον ηδύναντο
+ταχύτερον.
+
+Εκ δε των πολεμίων, άλλοι μεν, εννοήσαντες το τέχνασμα,
+επανέστρεψαν προς τον ποταμόν και, τοξεύοντες, επλήγωσάν τινας
+εκ των Ελλήνων, άλλοι δε, οι και περισσότεροι, και μετά την
+διάβασιν τούτων, εφαίνοντο ακόμη προς τα όρη φεύγοντες. Οι δε
+περί τον Χειρίσοφον, προϋπαντήσαντες εν τω ποταμώ τον
+διαβαίνοντα στρατόν του Ξενοφώντος, αναλαμβάνοντες θάρρος κ' εκ
+τούτου προχωρήσαντες περισσότερον του πρέποντος, ευρέθησαν εις
+την ανάγκην να τον ξαναπεράσουν, αφού ήδη είχαν διέλθη οι μετά
+του Ξενοφώντος. Και εκ τούτων δ' επίσης ολίγοι επληγώθησαν.
+(42)
+
+
+
+Κεφάλαιον τέταρτον.
+
+
+
+Αφού δ' επέρασαν όλοι εκείθεν του ποταμού, ανασυνταχθέντες και
+πάλιν περί την μεσημβρίαν εβάδισαν διά μέσου της Αρμενίας, επί
+πεδιάδος συνεχώς και ομαλών γηλόφων, ουχί ολιγώτερον των πέντε
+παρασαγγών. Διότι ένεκα των προς τους Καρδούχους πολέμων δεν
+υπήρχον πλησίον του ποταμού χωρία.
+
+Το δε χωρίον, εις το οποίον έφθασαν, και μεγάλον ήτο και
+μεγαλοπρεπή κατοικίαν διά τον σατράπην είχε και προμαχώνες
+(πύργοι) επί των περισσοτέρων οικιών υπήρχαν. Τα δε τρόφιμα
+ήσαν αφθονώτατα.
+
+Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα, μέχρις
+ου υπερέβησαν τας πηγάς του Τίγρητος ποταμού. Εντεύθεν δ'
+επορεύθησαν σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και έφθασαν
+εις τον Τηλεβόαν ποταμόν, όστις ήτον ευδιάβατος, ουχί δε μέγας,
+και περί τον οποίον ευρίσκοντο πολλά χωρία.
+
+Ο δε τόπος ούτος εκαλείτο δυτική Αρμενία και σατράπης εν αυτή
+του βασιλέως ήτον ο Τιρίβαζος, ο και φίλος αυτού γενόμενος
+κατόπιν, οσάκις δε ήρχετο εις επίσκεψίν του ο βασιλεύς, ουδείς
+άλλος εκτός αυτού τον εβοήθει, διά να ανέρχεται επί του ίππου
+του (!).
+
+Ούτος, λοιπόν, (ο Τιρίβαζος) επλησίασε με ιππικόν τον Ελληνικόν
+στρατόν, και, προαποστείλας διερμηνέα, παρήγγειλεν ότι θα
+επεθύμει να συνομιλήση με τους αρχηγούς του. Ούτοι δε
+απεφάσισαν να τον ακούσουν. Και προσελθόντες εις επήκοον αυτού
+τον ηρώτων τι θέλει.
+
+Ο δε Τιρίβαζος είπεν ότι θα ήθελε να συνθηκολογήση περί ειρήνης
+μαζή των επί τω όρω ούτε αυτός να βλάπτη τους Έλληνας, ούτε
+εκείνοι να καίουν τας οικίας, να λαμβάνουν δε όσα μόνον θα
+εχρειάζοντο προς συντήρησίν των τρόφιμα. Οι στρατηγοί,
+εγκρίναντες ταύτα, εσυνθηκολόγησαν επί τοις όροις αυτοίς περί
+ειρήνης («εσπείσαντο»).
+
+Εντεύθεν δ' επορεύθησαν διά μέσου πεδιάδος σταθμούς τρεις,
+παρασάγγας δέκα πέντε. Και ο Τιρίβαζος τους παρηκολούθει με τον
+στρατόν του εις απόστασιν δέκα σταδίων. Και φθάνουν εις
+μεγαλοπρεπή οικήματα και πολλά πέριξ των χωρία, γεμάτα από
+πολλά και ποικίλα τρόφιμα.
+
+Ενώ δε εστρατοπεδεύοντο, αρχίζει την νύκτα να πίπτη χιών
+άφθονος. Και προς τα εξημερώματα απεφάσισαν, διανεμόμενοι εις
+διάφορα χωρία, να κατασκηνώσουν στρατός και στρατηγοί. Διότι
+δεν έβλεπαν πολέμιον κανένα. Και εφρόνουν ότι ως εκ της πολλής
+χιόνος θα ευρίσκοντο έτι περισσότερον εκεί εν ασφαλεία.
+
+Ενταύθα (εις τα χωρία αυτά) είχαν ό,τι ήθελαν. Όλα τα αγαθά.
+Ζώα δηλαδή κατάλληλα διά θυσίας, σίτον, οίνους παλαιούς
+ευώδεις, σταφίδας, όσπρια διάφορα. Τινές δε εκ των από του
+στρατοπέδου διασκορπισθέντων έλεγαν ότι είχαν ίδη την νύκτα
+διάφορα πυρά αναμμένα (λάμποντα).
+
+Ενόμισαν, λοιπόν, οι στρατηγοί (μετά την αναγγελίαν ταύτην) ότι
+δεν ήσαν πλέον εν ασφαλεία, ούτω ανά τα χωρία διεσκορπισμένοι,
+και ότι έπρεπε και πάλιν να συναθροίσουν τον στρατόν. Εφ' ω και
+συνηθροίσθησαν. Άλλως τε εδώ κ' εκεί εφαίνετο να αιθριάζη &(να
+ξανοίγη)& ο ουρανός.
+
+Την νύκτα όμως πίπτει φοβερά χιών, τόση, ώστε να σκεπάση, και
+τα όπλα και τους ανθρώπους όλους κοιμωμένους. Ακόμη και τα ζώα
+αυτά εζάρωσεν. Ώστε με μεγάλην των οκνηρίαν να σηκώνονται.
+Διότι, εφ' όσον ήσαν ξαπλωμένα, η χιών, όση είχε πέση επάνω
+των, παρείχεν εις κάθε ζώον, από το οποίον δεν κατέρρεεν (ως εκ
+της αδρανείας του), θερμότητα.
+
+Όταν δε ο Ξενοφών, καταβαλών την εκ της θαλπωρής της χιόνος
+ραθυμίαν, ηγέρθη γυμνός και ήρχισε να σχίζη ξύλα, ταχέως τότε
+και κάποιος άλλος εγερθείς, αφού αφήρεσε την αξίνην από τας
+χείρας του, τα έσχιζεν. Ως εκ τούτου και άλλοι εγερθέντες
+ήναπτον πυρ και ήλειφον το σώμα των (διά να θερμανθούν).
+
+Διότι ενταύθα ευρίσκετο άφθονον χρίσμα (άλειμμα), με το οποίον
+ηλείφοντο αντί ελαίου, κατασκευασμένον από λίπος χοίρου, από
+σκυαμόλαδο, αμυγδαλόλαδο — από πικρά καμωμένο αμύγδαλα — και
+από τρεμεντίνα. Από τα αυτά δε είδη ευρίσκετο και μύρον.
+
+Μετά ταύτα ενόμισαν ότι έπρεπε και πάλιν να κατασκηνώσουν
+(διασκορπιζόμενοι) εις διαφόρους ανά τα χωρία οικίας. Ενταύθα,
+λοιπόν, ελθόντες οι στρατιώται επέδραμον με μεγάλην των
+ευχαρίστησιν και πολλάς κραυγάς ανά τας οικίας και τα τρόφιμα
+&(ρεμούλα)&. Όσοι δε, πρωτήτερα από αυτούς επιδραμόντες,
+έκαυσαν από ανόητον γενναιότητα και αναίδειαν τας οικίας, (εις
+τας οποίας είχαν εισέλθη), ετιμωρήθησαν ως επιδείξαντες
+άνανδρον εν αυταίς διαγωγήν.
+
+Εντεύθεν απέστειλαν την νύκτα με άνδρας Δημοκράτην τον εκ
+Τήμνου εις τα όρη, όπου οι εκεί διεσκορπισμένοι (εκ του
+στρατοπέδου) είχαν είπη ότι έβλεπαν λάμποντα πυρά. Διότι ο
+Δημοκράτης ούτος είχεν ήδη εξακριβώση και πρωτήτερα πολλά
+τοιαύτα, τα αληθινά ως αληθινά (ελέγχων) και τα ψευδή ως ψευδή.
+
+Πορευθείς, λοιπόν, είπεν ότι τα μεν πυρά δεν είδεν, επανήλθεν
+όμως με κάποιον, ον καθ' οδόν συνέλαβε, φέροντα τόξον Περσικόν
+και φαρέτραν και δίστομον πέλεκυν, οποίον και αι Αμαζόνες
+φέρουν.
+
+Ερωτηθείς ο άνθρωπος ούτος: ποίος ήτον, απεκρίθη ότι ήτο Πέρσης
+και ότι έρχεται από το στρατόπεδον του Τιριβάζου, διά να λάβη
+τρόφιμα. Οι δε Έλληνες τον ηρώτων: πόσος ήτον ο στρατός του και
+διά ποίον σκοπόν τον είχε συναθροίση.
+
+Ούτος δε είπεν ότι ο Τιρίβαζος ευρίσκετο εκεί (που) με όλον τον
+στρατόν του, και με μισθοφόρους Χάλυβας και Ταόχους. Ότι είχε
+παρασκευασθή με την πρόθεσιν να υπερβή το όρος προς το μέρος
+των στενών του &(από της κλεισούραις του)&, από το οποίον και
+μόνον υπήρχε διάβασις, και ότι εις το μέρος τούτο ακριβώς θα
+επετίθετο αιφνιδίως κατά των Ελλήνων.
+
+Μόλις ήκουσαν ταύτα οι στρατηγοί αμέσως απεφάσισαν να
+συναθροίσουν τον στρατόν. Και παρευθύς, αφήσαντες φρουράν και
+ως στρατηγόν της ορίσαντες Σοφαίνετον τον Στυμφάλιον,
+επορεύοντο έχοντες ως οδηγόν τον συλληφθέντα Πέρσην.
+
+Άμα δε ούτοι υπερέβησαν τα όρη, οι πελτασταί, αφού επροχώρησαν
+αρκετά και παρετήρησαν λεπτομερώς το στρατόπεδον, δεν
+εκρατήθησαν αναμένοντες τους (όπισθεν αυτών) οπλίτας, αλλ',
+ανακράξαντες &(ξεφωνίσαντες)&, έτρεχαν κατ' επάνω του μ' ορμήν.
+Οι δε βάρβαροι, ακούσαντες τον θόρυβον, δεν αντέστησαν, αλλ'
+ετράπησαν πάντες εις φυγήν. Εν τούτοις εφονεύθησαν καί τινες
+των βαρβάρων και ίπποι ως είκοσι τον αριθμόν συνελήφθησαν και η
+του Τιριβάζου σκηνή εκυριεύθη, εντός της οποίας ευρέθησαν
+αργυρόποδες κλίναι και διάφορα αγγεία με ποτά, προς δε και όσοι
+έλεγαν ότι ήσαν οι αρτοκόποι και οινοχόοι του σατράπου. Αφού δ'
+εξήτασαν και έμαθαν όλα αυτά (από τους πελταστάς) οι στρατηγοί
+των οπλιτών, ενόμισαν φρόνιμον ν' απέλθουν εις το στρατόπεδόν
+των όσον το δυνατόν ταχύτερον, μη τυχόν γείνη καμμία επίθεσις
+κατά της εκεί καταλειφθείσης προς φύλαξιν φρουράς. Και ευθύς
+αμέσως προσκαλέσαντες διά της σάλπιγγος όλον τον στρατόν,
+ανεχώρησαν και έφθασαν αυθημερόν εις το στρατόπεδον.
+
+
+
+Κεφάλαιον πέμπτον.
+
+
+
+Την δ' επομένην ενόμισαν ότι το φρονιμώτερον ήτον αμέσως ν'
+αναχωρήσουν, βαδίζοντες όσον ηδύναντο ταχύτερον, πριν ή
+ανασυνταχθούν και πάλιν οι πολέμιοι και καταλάβουν τα στενά.
+Ευθύς δ' ετοιμάσαντες τας αποσκευάς των επορεύοντο διά μέσου
+πυκνοτάτης χιόνος, έχοντες οδηγούς πολλούς. Και αυθημερόν
+υπερπηδήσαντες την κορυφήν του όρους, από την οποίαν έμελλε να
+επιτεθή ο Τιρίβαζος, εστρατοπέδευσαν κάπου εκεί προχείρως.
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και
+φθάνουν εις τον Ευφράτην ποταμόν, τον οποίον και διέρχονται,
+βρεχόμενοι σχεδόν μέχρις ομφαλού, και του οποίου αι πηγαί
+ελέγετο ότι δεν ήσαν και πολύ μακράν.
+
+Εντεύθεν επορεύοντο διά μέσου πεδιάδος, χιονιζόμενοι, σταθμούς
+τρεις, παρασάγγας πέντε. Ο τρίτος όμως σταθμός υπήρξε δι'
+αυτούς ταλαιπωρότατος. Βορράς έπνεε καταντικρύ των φοβερός
+&(κατάμουτρα)&, καθολοκληρίαν κατακαίων όλα και ξεπαγιάζων τους
+ανθρώπους. Όπου κάποιος εκ των μάντεων είπε να προσφέρουν
+σφάγια (θυσίαν) εις τον Θεόν του ανέμου. Αμέσως δε και
+προσφέρονται τοιαύτα. Όλοι δε είδαν ολοφάνερα ότι (αμέσως) το
+κακόν του ανέμου εμετριάσθη. Ήτο δε το βάθος της χιόνος έως
+μίαν οργυιάν. Ώστε και από τα υποζύγια και από τους αιχμαλώτους
+πολλοί καθ' οδόν απέθαναν και εκ των στρατιωτών περί τους
+τριάκοντα.
+
+Επέρασαν δε την νύκτα ανάπτοντες (διαρκώς) φωτιάν και
+θερμαινόμενοι. Ξύλα δε ήσαν εις τον σταθμόν ουκ ολίγα. Τα οποία
+όμως δεν επήρκουν και διά τους κατόπιν ερχομένους. Οι δε
+ελθόντες πρωτήτερα και θερμαινόμενοι ήδη δεν άφηναν τους
+αργοπορήσαντας να πλησιάσουν στη φωτιά των, εάν δεν τους έδιδαν
+σίτον ή ό,τι δήποτε άλλο είχαν επάνω των φαγώσιμον.
+
+Τότε, λοιπόν, ό,τι είχεν έκαστος έδωκεν εις τον άλλον. Όπου δε
+ήτο φωτιά αναμμένη, αναλυομένης, (ως εκ της θερμότητος), της
+χιόνος, εσχηματίζοντο μεγάλοι λάκκοι μέχρι του εδάφους. Όπου
+και ήτο δυνατόν να καταμετρήση τις το βάθος της χιόνος.
+
+Εντεύθεν δε, καθ' όλην την επιούσα ημέραν, επορεύοντο εν μέσω
+χιόνων, πολλοί δε εκ των στρατιωτών έπαθαν από εξάντλησιν των
+δυνάμεών των εκ της μαστιζούσης αυτούς μεγάλης πείνας
+(«βουλιμίας»). Ο δε Ξενοφών, οπισθοφυλακών και συγκρατών
+(προφθάνων) τους πίπτοντας εκ των στρατιωτών, ηγνόει οποία τις
+ήτον η αρρώστιά των.
+
+Όταν δε κάποιος από τους γνωρίζοντας τα τοιαύτα του είπεν ότι
+προφανώς έπαθαν από μεγάλην εκ της ασιτίας των εξάντλησιν, ότι
+δε, εάν φάγουν κάτι, (έστω και ελάχιστον), θα αναζωγονηθούν,
+τότε, περιερχόμενος (τριγυρίζων) τα υποζύγια, όπου ήθελεν εύρη
+τίποτε φαγώσιμον το εμοίραζε και παντού απέστελλε τους
+δυναμένους να περιτρέχουν (προς εξεύρεσιν τροφής), οίτινες
+(ό,τι εύρισκαν) το έδιδαν αμέσως εις τους πάσχοντας. (43)
+
+Πράγματι δε, μόλις έτρωγαν κάτι, ανεζωογονούντο και επορεύοντο.
+Ενώ δ' επορεύοντο, ο μεν Χειρίσοφος φθάνει &(κοντοφτάνει)&,
+ότι ήρχισε να σκοτεινιάζη, εις κάποιο εκεί χωρίον, έμπροσθεν δε
+του τειχίσματός του συναντά εκ του χωρίου ερχομένας γυναίκας
+τινας και κόρας να υδροφορούν από κάποια εκεί πηγήν.
+
+Αύται, λοιπόν, τους ηρώτων: ποίοι είναι. Ο δε διερμηνεύς
+απήντησεν εις Περσικήν γλώσσαν, ότι έρχονται εκ μέρους του
+βασιλέως προς τον σατράπην. Εκείναι δε απεκρίθησαν ότι δεν
+είναι ενταύθα (εις το χωρίον), αλλ' ότι απουσιάζει μακράν του
+ένα παρασάγγην. Ούτοι δε, επειδή ήτον αργά, έρχονται μαζή με
+τας υδροφόρους προς τον κωμάρχην, εντός του τειχίσματος.
+
+Και ο μεν Χειρίσοφος και όσοι ηδυνήθησαν εκ του στρατεύματος
+εστρατοπέδευσαν ενταύθα, οι δε μη δυνάμενοι εκ των άλλων
+στρατιωτών να διανύσουν την (μέχρι του χωρίου) οδόν
+διενυκτέρευσαν (εις το ύπαιθρον) χωρίς να φάγουν τίποτε και
+χωρίς φωτιά. Επίσης και εδώ απέθανάν τινες εκ των στρατιωτών
+από το ψύχος.
+
+Τους ηκολούθουν δε (τους κατεδίωκον) όπισθεν αθροίσματά τινα
+&(μπουλούκια)& εκ των βαρβάρων, αρπάζοντα όσα ζώα εύρισκαν
+εξησθενημένα καθ' οδόν και περί της κατοχής των αναμεταξύ των
+συμπλεκόμενα. Έμεναν δ' ακόμη οπίσω και όσοι εκ των στρατιωτών
+είχαν εκ της χιόνος τυφλωθή και εκείνοι των οποίων τα δάκτυλα
+των ποδών είχαν σαπίση από το ψύχος.
+
+Ανεκουφίζοντο δε ουκ ολίγον από το κακόν της χιόνος οι
+οφθαλμοί, εάν προ αυτών εκράτει τις τίποτε μαύρον, ενώ
+επορεύετο. Ως προς τους πόδας δε, εάν τις εκινείτο διαρκώς και
+δεν ησύχαζε (δεν εκοιμάτο) διόλου και καθ' όλην την νύκτα είχεν
+αυτούς ελευθέρους από τα υποδήματα.
+
+Δι' όσους όμως εκοιμώντο μ' αυτά &(με τα παπούτσια)&,
+εισήρχοντο τα λουριά («ιμάντες») εις τους πρησμένους από το
+ψύχος πόδας, και τα υποδήματα ολοτρόγυρα επάγωναν
+&(εκοκκάλιαζαν)&. Διότι, επειδή είχαν ήδη φθαρή &(λυώση)& προ
+πολλού τα παλαιά των υποδήματα, τα είχαν αντικαταστήση με
+ακατέργαστα μονόπετσα τσαρούχια, καμωμένα από τα δέρματα βοών
+προσφάτως εκδαρέντων.
+
+Ως εκ των ταλαιπωριών των, λοιπόν, αυτών έμεναν (ακόμη) οπίσω
+τινές εκ των στρατιωτών. Οίτινες (μάλιστα) ιδόντες κάποια εκεί
+που τοποθεσίαν να μαυρίζη, διότι δεν υπήρχε χιών εις το μέρος
+τούτο, ενόμισαν (προς στιγμήν) ότι (εκεί) αύτη είχεν ήδη λυώση.
+Πράγματι δε και είχε λυώση ένεκα θερμής τινος πηγής, η οποία
+ήτον εκεί που πλησίον, εντός δασώδους φάραγγος. Προς το μέρος
+αυτό τραπέντες οι στρατιώται εκείνοι εκάθηντο και δεν ήθελαν
+διόλου να βαδίσουν.
+
+Ο δε Ξενοφών, επειδή ωπισθοφυλάκει (και, συνεπώς, ήτον εις
+θέσιν ν' αντιλαμβάνεται καλλίτερον τα συμβαίνοντα), άμα ως
+έμαθε περί τίνος πρόκειται, τους παρεκάλει επιτηδείως και με
+τρόπον να μη μένουν οπίσω (από το στράτευμα), λέγων εις αυτούς
+ότι έρχονται όπισθεν πολλοί πολέμιοι συγκεντρωμένοι
+&(μαζεμμένοι)&. Εν τέλει δε (βλέπων τούτους αρνουμένους), και
+εξωργίσθη. Ούτοι όμως τον παρεκάλουν να τους φονεύση (του
+έλεγαν ότι καλλίτερον δι' αυτούς θα ήτο να τους φονεύση παρά να
+προχωρήσουν). Διότι τους είναι απολύτως αδύνατον να βαδίσουν.
+
+Τότε ενόμισαν ότι έπρεπε να εκφοβίσουν, ει δυνατόν, τους
+ακολουθούντας όπισθεν πολεμίους, διά να μην επιτεθούν κατά των
+ασθενών και κουρασμένων. Και ήτο μεν ήδη σκότος, ούτοι δε (οι
+πολέμιοι) τους επλησίασαν με μεγάλον θόρυβον, φιλονεικούντες
+περί του τις πρώτος θα επιτεθή εναντίον των.
+
+Τότε, λοιπόν, οι οπισθοφύλακες, ως υγιαίνοντες, εξεγερθέντες
+επετέθησαν κατά των πολεμίων. Οι δε ασθενείς, αναβοήσαντες όσον
+ηδύναντο περισσότερον, εκτύπησαν τας ασπίδας προς τα δόρατα. Οι
+δε πολέμιοι φοβηθέντες άφησαν εαυτούς να φέρωνται επί της
+χιόνος προς την φάραγγα (ετράπησαν εις φυγήν), και ουδείς πλέον
+ουδαμού έκαμε λόγον περί αυτών.
+
+Και ο μεν Ξενοφών με τους ιδικούς του, αφού είπαν εις τους
+ασθενείς ότι την επομένην θα τους επισκεφθούν τινες (εκ των
+στρατιωτών του), βαδίζοντες, πριν ή ακόμη διανύσουν τέσσαρα
+στάδια, συναντούν εις τον δρόμον κοιμωμένους, καθ' ολοκληρίαν
+δε από την χιόνα σκεπασμένους, τους (υπολειφθέντας από τους
+περί τον Χειρίσοφον) στρατιώτας. Είδαν δε ότι ούτε ίχνος καν
+φρουράς είχε τοποθετηθή (προς φρούρησίν των). Και τους
+παρεκίνουν να επιστρέψουν. Ούτοι δε έλεγαν ότι, όσοι είναι
+έμπροσθεν (όσοι προχωρούν) δεν πρέπει να υποχωρούν.
+
+Ο δε Ξενοφών, αφού επροσπέρασεν, απέστειλε προς αυτούς τους
+ισχυροτέρους των πελταστών με την διαταγήν να εξετάσουν ποίον
+είναι το αίτιον που τους εμποδίζει να τον ακολουθήσουν. Ούτοι
+δε, (επιστρέψαντες), του ανήγγειλαν: διότι όλον το στράτευμα
+επεθύμει να ησυχάση (να κοιμηθή) εκεί, όπως ευρίσκετο.
+
+Τότε και οι περί τον Ξενοφώντα διενυκτέρευσαν ενταύθα (εις το
+ύπαιθρον) χωρίς φωτιά και άδειπνοι, εγκαταστήσαντες οίας
+ηδύναντο φρουράς. Αφού δε εξημέρωσεν, ο μεν Ξενοφών, αποστείλας
+προς τους ασθενούντας τους νεωτάτους (των οπισθοφυλάκων), τους
+διέταξεν, αφού τους σηκώσουν (από τον ύπνον των), να τους
+εξαναγκάσουν να βαδίσουν.
+
+Εν τούτω δε τω μεταξύ ο Χειρίσοφος αποστέλλει τινάς εκ των εν
+τω χωρίω στρατοπεδευμένων στρατιωτών του, διά να εξετάσουν εις
+ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται οι τελευταίοι (οι περί τον
+Ξενοφώντα). Ούτοι δε, ιδόντες (αυτούς) με ευχαρίστησίν των,
+τους μεν ασθενούντας παρέδωσαν εις αυτούς, διά να τους φέρουν
+εις το στρατόπεδον, αυτοί δε επορεύοντο και, πριν διανύσουν
+είκοσιν εν όλω στάδια, έφθασαν εις το χωρίον, όπου
+εστρατοπέδευεν ο Χειρίσοφος.
+
+Αφού δε συνηντήθησαν, ενόμισαν ότι θα ήσαν εν πλήρει ασφαλεία,
+εάν κατεσκήνου κατά κώμας ο στρατός. Και ο μεν Χειρίσοφος
+έμενεν ενταύθα. Οι δε άλλοι, μοιρασθέντες προς αλλήλους όσας
+είχαν προ των οφθαλμών των κώμας &(όσα έφτανε το μάτι των
+χωριά),& επορεύοντο έκαστος με τους ιδικούς του εις ο έτυχεν
+εις αυτόν χωρίον.
+
+Τότε, λοιπόν, ο λοχαγός Πολυκράτης ο Αθηναίος τους παρεκάλεσε
+να τον αφήσουν ελεύθερον εις τας ενεργείας του. Και λαβών τους
+ευζώνους ορμά κατά του χωρίου, το οποίον έτυχεν εις τον
+Ξενοφώντα, και καταλαμβάνει απροόπτως όλους τους κατοίκους του
+με τον αρχηγόν των και δέκα επτά πώλους συντηρουμένους, διά να
+σταλούν ως φόρος εις τον βασιλέα, και την θυγατέρα του
+κωμάρχου, μόλις προ εννέα ημερών νυμφευθείσαν, της οποίας ο
+σύζυγος, επειδή επήγε την ημέραν εκείνην να κυνηγήση λαγούς,
+δεν συνελήφθη μαζή με τους άλλους από τον Πολυκράτην.
+
+Αι δε οικίαι ήσαν υπόγειοι και είχαν την θύραν στενήν καθώς το
+στόμα φρέατος, προς τα κάτω δ' ευρείαι. Αι δε είσοδοι διά μεν
+τα ζώα ήσαν εσκαμμέναι, οι άνθρωποι όμως κατέβαιναν διά
+(χωματίνης) κλίμακος. Εντός δε των οικιών συνδιαιτώντο μαζή με
+τα μικρά των αίγες, χοίροι, βόες, όρνιθες.
+
+Τα δε κτήνη συνετηρούντο με ξηρόν χόρτον. Ήσαν δ' ακόμη και
+σίτος και κριθαί και όσπρια και οίνος κρίθινος &(μπύρα)& μέσα
+εις αγγεία, επίτηδες προωρισμένα διά κέρασμα («κρατήρας»),
+εντός των οποίων υπήρχον και αυταί αι κριθαί, επιπλέουσαι μέχρι
+του χείλους των αγγείων. Ακόμη δε και άχυρα υπήρχον εντός
+αυτών, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, χωρίς κόμβους.
+
+Ένεκα τούτου δε, όταν τις εδίψα, έπρεπε να τον απομυζεί
+&(ρουφάη)& από τον κρατήρα με κλειστά τα χείλη. Ήτο δε πάρα
+πολύ δυνατός δι' εκείνον που τον έπινε χωρίς νερό. Πάρα πολύ δε
+γλυκύς δι' εκείνον που τον είχε συνηθίση.
+
+Ο δε Ξενοφών εδείπνησε μαζή με τον άρχοντα του χωρίου και του
+συνίστα να έχη θάρρος, διαβεβαιών αυτόν ότι και των τέκνων του
+δεν θα στερηθή και από την οικίαν του θ' αναχωρήσουν, αφού
+πρώτα την ξαναγεμίσουν με νέας τροφάς, (44) εάν είχε την
+διάθεσιν να του υποδείξη κανένα χρήσιμον πράγμα διά το
+στράτευμα, έως ότου φθάσουν εις άλλο Έθνος.
+
+Ούτος δε του το υπεσχέθη αμέσως και, φιλοφρονούμενος, του
+έδειξεν ως τοιούτον οίνον εις ο μέρος ήτον εντός καταχώστων
+αγγείων («αμφορέων») αποτεθειμένος. Ταύτην μεν, λοιπόν, την
+νύκτα ούτω ανά τας διαφόρους κώμας διανεμηθέντες εκοιμήθησαν,
+έχοντες τα πάντα εν αφθονία, όλοι οι στρατιώται, φυλάσσοντες δε
+τον κωμάρχην και τα τέκνα του ούτως ώστε να τους βλέπουν.
+
+Την δ' επομένην ο Ξενοφών, παραλαβών τον κωμάρχην, επορεύετο
+προς τον Χειρίσοφον. Από οιονδήποτε δε χωρίον διήρχετο,
+διηυθύνετο προς τους χωρικούς και συνήντα παντού (στρατιώτας)
+ευωχουμένους και ευθυμούντας, και από κανένα μέρος δεν τους
+άφηναν να φύγουν, χωρίς να τους παραθέσουν γεύμα.
+
+Πανταχού δε, όπου και αν μετέβησαν, εις μίαν και την αυτήν
+τράπεζαν παρέθετον κρέατα αρνίσια, κατσικίσια, χοιρινά,
+μοσχαρίσια, ορνίθινα, μαζή με πολλούς άρτους, άλλους μεν
+σιταρένιους, άλλους δε κριθίνους.
+
+Οσάκις δε ήθελε κανείς, φιλοφρονούμενος πρός τινα, να προπίη
+εις υγείαν του, τον έσυρε (σχεδόν διά της βίας) άνωθεν του
+κρατήρος, από τον οποίον ήτον υποχρεωμένος, αφού έσκυβεν από
+'πάνω του, να πίνη ροφών σαν βώδι. Και εις τον κωμάρχην
+επέτρεψαν να λαμβάνη ό,τι ήθελεν η καρδιά του. (45) Ούτος δε
+δεν εδέχετο μεν απολύτως τίποτε, αλλ' όπου έβλεπε κανένα εκ των
+συγγενών του, πάντοτε τον έσυρε προς το μέρος του.
+
+Αφού δε ήλθαν εις τον Χειρίσοφον, ηύραν και τους εκεί
+κατασκηνούντας (στρατιώτας) στεφανωμένους με στεφάνους, από
+ξηρόν χόρτον καμωμένους, παίδας δε Αρμενίους υπηρετούντας
+αυτούς με βαρβαρικάς στολάς, εις τους οποίους, σαν να ήσαν
+άλαλοι, υπεδείκνυαν διά νευμάτων παν ό,τι έπρεπε να κάμουν.
+(46)
+
+Αφού δ' εχαιρετήθησαν ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος, από κοινού
+ηρώτων τον κωμάρχην διά του ομιλούντος την Περσικήν διερμηνέως
+«οποία τις ήτον η χώρα, εις ην ευρίσκοντο». Ούτος δ' έλεγεν
+«ότι ήτον η Αρμενία». Και πάλιν τον ηρώτων: «διά ποίον
+συνετηρούντο οι ίπποι». Και εκείνος απήντα ότι προωρίζοντο ως
+φόρος διά τον βασιλέα. Ότι δε οι κάτοικοι οι την γείτονα χώραν
+κατοικούντες ωνομάζοντο Χάλυβες». Περιέγραφε δε την άγουσαν εις
+την χώραν των οδόν.
+
+Και τον μεν κωμάρχην τότε παραλαβών μαζή του ο Ξενοφών απήλθε
+προς τους υπηρέτας (του κωμάρχου). Κάποιον δε ίππον, τον οποίον
+είχεν αιχμαλωτίση προ πολλού, του τον προσφέρει (με την
+σύστασιν), αφού τον παχύνη, να τον θυσιάση, διότι είχεν ακούση
+ότι ήτον εκ των προς θυσίαν εις τον Ήλιον συντηρουμένων,
+φοβούμενος μήπως αποθάνη &(ψοφήση)& ένεκα των κακοπαθειών, τας
+οποίας είχεν υποστή εν τη οδοιπορία. Ο δε Ξενοφών λαμβάνει (δι'
+εαυτόν) ένα εκ των πώλων (των διά βασιλικόν φόρον
+προωρισμένων), δίδων επίσης από ένα και εις έκαστον των άλλων
+στρατηγών και λοχαγών του.
+
+Οι δε εν τη χώρα ταύτη ίπποι ήσαν μικρότεροι μεν των Περσικών,
+κατά πολύ όμως θυμοειδέστεροι. Τότε, λοιπόν, και ο κωμάρχης
+τους εξηγεί &(τους μαθαίνει)& πώς να τυλίσσουν περί τους πόδας
+των ίππων και των υποζυγίων μικρούς σάκκους, όταν οδοιπορούν εν
+μέσω χιόνων, διότι χωρίς τους σάκκους αυτούς (θα) εβυθίζοντο
+(ίπποι και υποζύγια) μέχρι της κοιλίας,
+
+
+
+Κεφάλαιον έκτον.
+
+
+
+Μετά οκτώ δ' ημέρας ο Ξενοφών τον μεν οδηγόν (κωμάρχην)
+παραδίδει εις τον Χειρίσοφον, τους δε υπηρέτας του,
+χαριζόμενος, αφήνει εις την διάθεσίν του, πλην του υιού του,
+προ ολίγου μόλις εισελθόντος εις την εφηβικήν ηλικίαν, ον
+παραδίδει εις τον Επισθένην τον Αμφιπολίτην προς φύλαξιν, με
+την εντολήν όπως, εάν το νομίζη ορθόν, απέλθη κρατών (ως
+όμηρον) και τούτον. Εις δε την οικίαν του εισεκόμισαν (αντί των
+καταναλωθέντων υπ' αυτών τροφίμων) όσα ηδύναντο περισσότερα.
+
+Και ανασυνταχθέντες επορεύοντο. Προηγείτο δ' αυτών βαδίζων διά
+της χιόνος ο κωμάρχης με λυτάς τας χείρας. Και ήδη ήσαν εις τον
+τρίτον σταθμόν, και ο Χειρίσοφος εξωργίσθη εναντίον του, διότι
+δεν τους ωδήγησεν εις χωρία. Ούτος δε, (δικαιολογούμενος),
+έλεγεν ότι δεν υπήρχον τοιαύτα εις τον τόπον τούτον. Ο δε
+Χειρίσοφος τον εκτύπησε μεν, δεν τον έδεσεν όμως.
+
+Ως εκ τούτου δ' εκείνος, (ευρών ευκαιρίαν), κατώρθωσε να
+δραπετεύση την νύκτα, εγκαταλείψας τον υιόν του. Το γεγονός δ'
+αυτό υπήρξε το μόνον που έγεινε, καθ' όλον το διάστημα της
+οδοιπορίας, αφορμή ψυχρότητος μεταξύ του Χειρισόφου και του
+Ξενοφώντος: η κακομεταχείρισις δηλ. του κωμάρχου από τον
+Χειρίσοφον και η περί την φύλαξιν αυτού επιδειχθείσα αμέλεια. Ο
+δ' Επισθένης ηγάπησεν («ηράσθη») τον παίδα, και, αφού τον
+έφερεν εις την πατρίδα του, τον μετεχειρίζετο ως ερωμένην του
+(ως καταλληλότατον διά να αφροδισιάζεται).
+
+Μετά ταύτα επορεύθησαν επτά σταθμούς, διανύοντες ανά πέντε
+παρασάγγας εκάστην ημέραν, και φθάνουν εις τον Φάσιν ποταμόν,
+έχοντα πλάτος ενός πλέθρου. Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο,
+παρασάγγας δέκα. Εις ο δε μέρος υπήρχεν η από των ορέων προς
+την πεδιάδα διάβασις, τους συνήντησαν οι των χωρών αυτών
+κάτοικοι, οι Χάλυβες και οι Ταόχοι και οι Φασιανοί. Ο δε
+Χειρίσοφος, αφού παρετήρησεν εις το μέρος τούτο της διαβάσεως
+τους πολεμίους, έπαυσε πλέον να βαδίζη, απέχων αυτής μέχρι
+τριάκοντα σταδίων, και τούτο, διά να μη πλησιάση τους πολεμίους
+οδηγών την φάλαγγα κατά κέρας. (47) Διέταξε δε και τους άλλους
+να παρατάξουν κατά παραγωγήν τους λόχους, διά να παρουσιασθή το
+στράτευμα όλον κατά μέτωπον.
+
+Αφού δε ήλθαν οι οπισθοφύλακες, συνεκάλεσε τους στρατηγούς και
+λοχαγούς και είπε προς αυτούς τα εξής: «Οι μεν πολέμιοι, όπως
+βλέπετε, κατέλαβον την διάβασιν του όρους. Είναι δε καιρός να
+σκεφθώμεν πώς θ' αγωνισθώμεν όσον το δυνατόν καλλίτερα.
+
+»Εγώ μεν, λοιπόν, νομίζω ορθόν να διατάξωμεν μεν να γευματίσουν
+οι στρατιώται, ημείς δε να σκεφθώμεν αν σήμερον ή αύριον θ'
+αποφασίσωμεν να υπερβώμεν το όρος».
+
+«Αλλ' όσον αφορά εμέ — είπεν ο Κλεάνωρ — φρονώ ότι, αφού ως
+τάχιστα γευματίσωμεν, πρέπει να βαδίσωμεν, εξοπλιζόμενοι ως
+τάχιστα, κατά των πολεμίων. Διότι, εάν αφήσωμεν να περάση η
+σημερινή ημέρα ασκόπως (εάν χρονοτριβήσωμεν σήμερον), και οι
+βλέποντες ήδη ημάς πολέμιοι θα γείνουν τολμηρότεροι, και άλλοι
+πολύ περισσότεροι, τούτων τολμηροτέρων γινομένων, θα προστεθούν
+βεβαίως εις αυτούς».
+
+Μετά τον Κλεάνορα ο Ξενοφών είπεν: «Η δε ιδική μου γνώμη είναι
+η εξής: «Εάν μεν ήναι ανάγκη να πολεμήσωμεν, υπέρ παν άλλο
+οφείλομεν να φροντίσωμεν πώς να πολεμήσωμεν όσον το δυνατόν
+καλλίτερα. Εάν δε θέλωμεν να επιχειρήσωμεν την διάβασιν όσον το
+δυνατόν ευκολώτερα, υπέρ παν άλλο μου φαίνεται ότι τούτο πρέπει
+να σκεφθώμεν: πώς να υποστώμεν όσον το δυνατόν μεν ολιγωτέρας
+ζημίας, όσον το δυνατόν δε ολιγωτέρους να απολέσωμεν άνδρας.
+
+»Και το μεν όρος, λοιπόν, είναι αυτό που βλέπετε, εκτεινόμενον
+εις έκτασιν μεγαλητέραν των εξήκοντα σταδίων. Ουδαμού δ' αλλού
+φαίνονται άνδρες παραμονεύοντες ημάς παρά μόνον όσοι είναι επί
+της προς αυτό αγούσης οδού, (ην έχομεν ενώπιόν μας). Θα ήτο,
+λοιπόν, πολύ προτιμότερον να προσπαθήσωμεν με κάθε τρόπον: και
+να υποκλέψωμεν απαρατήρητοι κανένα κομμάτι από το υπόλοιπον
+αφύλακτον («έρημον») όρος, και, αφού φθάσωμεν εις αυτό κρυφίως,
+να το αρπάσωμεν, εάν ημπορούμεν, εξ εφόδου, παρά να πολεμήσωμεν
+(εκ του συστάδην) προς οχυρά του όρους μέρη και άνδρας προς
+μάχην ήδη προετοιμασμένους.
+
+»Διότι θα ήτο πολύ ευκολώτερον (ακινδυνότερον) να βαδίσωμεν
+αμαχητί ανηφορικόν δρόμον (μη έχοντες ενώπιον μας πολεμίους)
+παρά (να βαδίζωμεν δρόμον) ομαλόν, έχοντες όμως από το ένα
+μέρος και από το άλλο (δεξιά και αριστερά μας) τον εχθρόν. Και
+είναι προτιμότερον ακόμη να βαδίζη τις αμαχητί την νύκτα,
+βλέπων καλά (μόνον) τα προ των ποδών του, παρά να πολεμή την
+ημέραν (βλέπων καθ' όλον το μήκος της οδού). Η δε κρημνώδης γη
+είναι πλέον υποφερτή στους πόδας, εάν οι άνδρες βαδίζουν
+αμαχητί, παρά η ομαλή, εάν οι άνδρες κτυπώνται κατακέφαλα.
+
+»Και δεν μου φαίνεται δα ότι είναι ακατόρθωτον το να
+υποκλέψωμεν κρυφίως κανένα σημείον (μέρος) του όρους, αφού
+είναι μεν δυνατόν να βαδίσωμεν νύκτα (κατά των πολεμίων), ώστε
+να μη μας ίδουν, είναι δε επίσης δυνατόν να προχωρήσωμεν επί
+τοσούτον, ώστε να μη μας καταλάβουν. Κατά την γνώμην μου δε,
+εάν προσποιηθώμεν ότι επιτιθέμεθα φανερά κατά των πολεμίων (εις
+ο μόνον μέρος ευρίσκονται ούτοι), θα δυνηθώμεν να
+χρησιμοποιήσωμεν υπέρ ημών περισσότερον αφύλακτον του όρους
+μέρος. Διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι πολέμιοι θα έμεναν
+περισσότερον μαζεμμένοι εις ην θέσιν ήδη ευρίσκονται.
+
+»Αλλά τι σημασίαν έχει η περί κλοπής ιδική μου γνώμη και κατά
+τι θα ηδύνατο να συντελέση εις τον περί ου πρόκειται σκοπόν;
+Διότι εγώ, ω Χειρίσοφε, ακούω περί υμών των Λακεδαιμονίων και
+εν γένει περί όσων είναι ομότιμοι με σας (περί όλων των
+σπαρτιατιζόντων όπως σεις), ότι από της παιδικής ακόμη ηλικίας
+σπουδάζετε το κλέπτειν, και ότι δεν είναι εντροπή, τουναντίον
+μάλιστα ότι είναι άξιον επαίνου το να κλέπτη τις όσα δεν
+εμποδίζει ο νόμος.
+
+»Διά να κλέπτετε δε όσον το δυνατόν καλλίτερα, καταβάλλετε κάθε
+προσπάθειαν να μη σας εννοούν (ενώ κλέπτετε). Διότι, συμφώνως
+με τα έχοντα ισχύν νόμου έθιμά σας, εάν τυχόν συλληφθήτε
+κλέπτοντες, τιμωρείσθε με μαστίγωσιν. Τώρα, λοιπόν, είπερ ποτέ
+είναι διά σε ευκαιρία να επιδείξης την τέχνην σου αυτήν και να
+προφυλαχθής, ώστε να μη συλληφθώμεν κλέπτοντες κανέν σημείον
+του όρους, διά να μη ξυλισθώμεν &(διά να μη της φάμε)».&
+
+«Αλλ' όμως, είπεν ο Χειρίσοφος, κ' εγώ ακούω περί υμών των
+Αθηναίων ότι είσθε ικανώτατοι (φοβεροί) περί το κλέπτειν τα
+δημόσια, αν και ο (της τιμωρίας) κίνδυνος είναι μέγας διά τον
+κλέπτοντα, και μάλιστα ότι οι ικανώτατοι περί το κλέπτειν είναι
+και οι καλλίτεροί σας, εάν αληθώς εν Αθήναις κρίνωνται ως άξιοι
+να διευθύνουν τα δημόσια πράγματα (να διαχειρίζωνται τα
+δημόσια) οι καλλίτεροι».
+
+«Εγώ μεν, λοιπόν, απήντησεν ο Ξενοφών, είμαι πάντοτε έτοιμος,
+έχων τους οπισθοφύλακας, να βαδίσω, ευθύς άμα δειπνήσωμεν, προς
+κατάληψιν του όρους. Έχω δε μαζή μου και οδηγούς. Διότι οι
+εύζωνοί μου, ενεδρεύοντες, συνέλαβόν τινας εκ των
+παρακολουθούντων το στράτευμα λωποδυτών (του τόπου). Τούτους
+ερωτήσας έμαθον ότι δεν είναι άβατον το όρος, αλλ' ότι βόσκεται
+από βόας και αίγας. Ώστε, όταν άπαξ καταλάβωμεν μέρος τι εξ
+αυτού, θα το έχωμεν ευδιάβατον (θα μας ήναι τότε ευδιάβατον)
+και εις τα ζώα μας.
+
+» Ελπίζω δε ότι, όταν μας ίδουν οι πολέμιοι ευρισκομένους επί
+της κορυφής όπως αυτοί, δεν θα τολμήσουν να παραμείνουν
+(ανθιστάμενοι). Διότι και τώρα δεν τολμούν, κατερχόμενοι, να
+παρουσιασθούν ισόπαλοι ημών &(να μετρηθούν μαζή μας)»&.
+
+Ο δε Χειρίσοφος είπε: «Και διά ποίον λόγον πρέπει να βαδίσης συ
+(προς την κορυφήν), εκθέτων (εις την διάκρισιν του εχθρού) την
+οπισθοφυλακήν; (48) Άλλους ν' αποστείλης, αν δεν παρουσιασθούν
+τινες αφ' εαυτών (εκουσίως των) γενναίοι».
+
+Μετά τους λόγους τούτους του Χειρισόφου έρχεται με οπλίτας μεν
+Αριστώνυμος ο Μεθυδριεύς, μ' ευζώνους δε Αριστέας ο Χίος και
+Νικόμαχος ο Οιταίος. Οίτινες συνεφώνησαν (με τον Ξενοφώντα και
+τον Χειρίσοφον), άμα ως καταλάβουν την κορυφήν του όρους, ν'
+ανάψουν πολλά πυρά επ' αυτού (προς είδησίν των).
+
+Μετά ταύτα εγευμάτισαν. Και μετά το γεύμα επροχώρησεν
+(επλησίασεν) ο Χειρίσοφος με όλον του το στράτευμα προς τους
+πολεμίους περί τα δέκα στάδια, επί τω σκοπώ να τους εξαπατήση
+όσον το δυνατόν περισσότερον, ότι διά της φανεράς αυτής οδού
+και μόνον θα οδηγήση εναντίον των το στράτευμα.
+
+Αφού δ' εδείπνησαν κ' ενύκτωσεν, όσοι μεν ωρίσθησαν (διά την
+κατάληψιν) ανεχώρησαν και καταλαμβάνουν (διά μυστικής οδού) το
+όρος. Οι δε υπόλοιποι έμειναν ενταύθα αναπαυόμενοι. Αλλ' οι
+πολέμιοι, μόλις ενόησαν ότι το όρος κατελήφθη, ηγρύπνουν και
+έκαιον πολλά πυρά καθ' όλην την νύκτα.
+
+Άμα δ' εξημέρωσεν, ο μεν Χειρίσοφος, αφού προσέφερε θυσίαν εις
+τους Θεούς, εβάδισε διά της φανεράς (προς την διάβασιν) οδού
+κατά των πολεμίων. Οι δε καταλαβόντες ήδη τας κορυφάς του όρους
+ώρμησαν εναντίον των.
+
+Εκ δε των πολεμίων πάλιν το μεν μεγαλείτερον μέρος έμεινε
+κατέχον την διάβασιν («υπερβολήν») του όρους, μέρος δε μόνον εξ
+αυτών εβάδισε κατά των καταλαβόντων τας κορυφάς (Ελλήνων). Πριν
+ή δ' ακόμη συγκρουσθή το μεγαλήτερον μέρος των πολεμίων προς
+τον διά της φανεράς οδού επερχόμενον Χειρίσοφον, έρχονται εις
+σύγκρουσιν επί των κορυφών («κατά τα άκρα») πολέμιοι και
+Έλληνες και νικούν οι δεύτεροι και τους καταδιώκουν.
+
+Εν τω μεταξύ δε τούτω και εκ των εκ της πεδιάδος επερχομένων
+Ελλήνων οι μεν πελτασταί επιτίθενται δρομαίοι κατά των
+παρατεταγμένων (επί της διαβάσεως) πολεμίων, με ταχύ δε βήμα
+έρχεται κατόπιν των με τους οπλίτας του ο Χειρίσοφος.
+
+Οι δε πολέμιοι, οι επί της διαβάσεως ταύτης (ευρισκόμενοι),
+(49) αφού είδαν ότι οι επί των κορυφών (με τους Έλληνας)
+συγκρουσθέντες ενικήθησαν, τρέπονται εις φυγήν. Και εφονεύθησαν
+μεν ουκ ολίγοι εξ αυτών, πλείσται δε όσαι πλεκταί ασπίδες
+κατελήφθησαν, τας οποίας κόψαντες με τας μαχαίρας των οι
+Έλληνες κατέστησαν αχρήστους.
+
+Ευθύς δε άμα ανήλθον όλοι (Χειρίσοφος και πελτασταί και εύζωνοι
+και οπλίται) επί της (προς την πεδιάδα αγούσης) διαβάσεως, αφού
+προσέφεραν θυσίαν εις τους Θεούς και έστησαν επ' αυτής (εις
+ανάμνησιν της νίκης των) τρόπαιον, κατήλθον εις την πεδιάδα και
+κατεσκήνωσαν εις χωρία, γεμάτα από πολλά αγαθά (τρόφιμα).
+
+
+
+Κεφάλαιον έβδομον.
+
+
+
+Μετά ταύτα δε επορεύθησαν εις την χώραν των Ταόχων βαδίσαντες
+σταθμούς πέντε, παρασάγγας τριάκοντα. Και αι τροφαί εσώθησαν.
+Διότι οι Ταόχοι κατώκουν οχυρά μέρη, εις τα οποία, (απ' όλα τα
+πέριξ μεταφέροντες), είχαν συσσωρεύση όλας τας τροφάς.
+
+Αφού δ' επλησίασαν εις μέρος, εις το οποίον ούτε πόλις υπήρχεν,
+ούτε οικία, και εις το οποίον είχαν συναθροισθή (ωχυρωμένοι)
+και άνδρες και γυναίκες και πολλά κτήνη, ο μεν Χειρίσοφος,
+ευθύς άμα έφθασε, κατηύθυνε κατ' αυτού την επίθεσίν του. Επειδή
+δε οι πρώτοι εκ των επιτεθέντων κατεβλήθησαν &(απόστασαν)&,
+ήλθαν κατόπιν άλλοι και πάλιν άλλοι. Διότι δεν ήτο δυνατόν όλοι
+μαζή να τους περικυκλώσουν, επειδή το μέρος ήτον ολόγυρα
+απόκρημνον.
+
+Αφού δε ήλθεν ο Ξενοφών με τους οπισθοφύλακας και τους
+πελταστάς και τους οπλίτας, τότε ο Χειρίσοφος του λέγει: «Εις
+καλήν ώραν ήλθατε. Διότι το μέρος αυτό είναι απόλυτος ανάγκη να
+κυριευθή. Διότι θα στερηθή ο στρατός των τροφίμων του, εάν δεν
+το καταλάβωμεν (διά πάσης θυσίας)».
+
+Τότε, λοιπόν, από κοινού συνεσκέφθησαν. Και επειδή ο Ξενοφών
+ηρώτησε: «τι εμποδίζει ίνα εισβάλη τις εις το μέρος τούτο», ο
+Χειρίσοφος απήντησε: «Καθώς βλέπεις, ένα μόνον μονοπάτι υπάρχει
+(προς επίθεσιν). Όταν δε αποπειραθή τις να το προσπεράση,
+κυλίουν άνωθέν του (οι πολέμιοι) από του μεγάλου αυτού βράχου
+(τον οποίον βλέπεις) λίθους. Εκείνος δε ο οποίος ήθελε κτυπηθή,
+ιδού τι παθαίνει». Και συγχρόνως του έδειξεν ανθρώπους έχοντας
+συντετριμμένα και σκέλη και πλευράς. «Όταν δε τελειώσουν τους
+λίθους, είπεν ο Ξενοφών, υπάρχει τίποτε άλλο, το οποίον να μας
+εμποδίση να περάσωμεν; Τουναντίον μάλιστα! — δεν βλέπομεν (εκεί
+επάνω) παρά τους ολίγους αυτούς ανθρώπους, και εξ αυτών δύο ή
+τρεις μόνον ωπλισμένους.
+
+»Το δε μέρος, το οποίον είναι ανάγκη να διέλθωμεν κτυπώμενοι,
+έχει, όπως και συ βλέπεις, έκτασιν ενός και ημίσεος μόλις
+πλέθρου. (50) Εξ αυτού δε (του μέρους) έκτασις ενός πλέθρου
+είναι δάσος από αραιά μεγάλα πεύκα, όπισθεν των οποίων
+ιστάμενοι οι άνδρες τι θα ηδύναντο να πάθουν από τους
+διευθυνομένους ή κυλιομένους εναντίον των λίθους; Ό,τι μένει,
+λοιπόν, είναι ήμισυ περίπου πλέθρον, το οποίον ταχέως θα
+διατρέξωμεν, όταν τους ολιγοστέψουν οι λίθοι».
+
+«Αλλά μόλις — είπεν ο Χειρίσοφος — αρχίσωμεν να προχωρούμεν
+προς το δάσος, αμέσως τότε καταφέρονται πλείστοι όσοι λίθοι
+εναντίον μας. Αυτό δ' ακριβώς θα ήτο δι' ημάς και το
+επωφελέστερον. Διότι ταχέως ούτω θα καταναλώσουν τους λίθους.
+Αλλ' ας βαδίζωμεν (ή Λοιπόν ας βαδίζωμεν) προς εκείνο το μέρος
+του δάσους, από το οποίον ελάχιστον μόνον διάστημα θα έχωμεν να
+διατρέξωμεν, εάν ημπορούμεν, και, εξ άλλου, θα οπισθοχωρούμεν
+ευκολώτερα, εάν θέλωμεν».
+
+Μετά ταύτα επορεύοντο ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών και ο
+Καλλίμαχος ο Παρράσιος, λοχαγός. Διότι ούτος κατ' εκείνην την
+ημέραν είχε την αρχηγίαν εφ' όλων των λοχαγών της οπισθοφυλακής
+— οι δε άλλοι λοχαγοί έμειναν αμετακίνητοι &(δεν το κούνησαν)&
+— Με τον Καλλίμαχον, λοιπόν, επροχώρησαν σιγά υπό τα δένδρα έως
+εβδομήκοντα άνδρες. Και όχι όλοι μαζή, αλλ' ένας-ένας,
+προφυλαττόμενοι έκαστοι όπως ηδύναντο.
+
+Αγασίας δε ο Στυμφάλιος και Αριστώνυμος ο Μεθυδριεύς, λοχαγοί
+και αυτοί εκ των οπισθοφυλάκων, και άλλοι ακόμη, εστάθησαν
+&(εκοντοστάθησαν)& έξω των δένδρων. Διότι ήτον επικίνδυνον να
+σταθούν εντός της περιοχής των δένδρων περισσότεροι του ενός
+λόχου.
+
+Τότε, λοιπόν, ο Καλλίμαχος μηχανάται το εξής: Αρχίζει να
+προτρέχη δύο-τρία βήματα από του δένδρου, όπισθέν του οποίου
+ευρίσκετο. Όταν δε ήρχιζαν οι πολέμιοι να τον λιθοβολούν,
+ευκολώτατα (ταχέως) υπεχώρει και πάλιν υπό το δένδρον. Εις
+έκαστον δε τρέξιμο του περισσότεραι από δέκα άμαξαι πετρών
+κατηναλίσκοντο.
+
+Ο δε Αγασίας, καθώς βλέπει τον Καλλίμαχον να τολμά τοιαύτα, και
+το στράτευμα ολόκληρον να τον παρατηρή, φοβηθείς μήπως δεν
+φθάση αυτός πρώτος εις το μέρος (όπου ευρίσκοντο οι πολέμιοι),
+και χωρίς να καλέση εις βοήθειάν του ούτε τον πλησίον του
+ιστάμενον Αριστώνυμον, ούτε Ευρύλοχον τον Λουσιέα, αμφοτέρους
+ομοτίμους φίλους του, ούτε άλλον κανένα, προχωρεί μόνος του και
+προσπερνά όλους (τρέχων προς τα εμπρός).
+
+Αλλ' ο Καλλίμαχος, μόλις τον είδε παρερχόμενον, τον πιάνει από
+την περιφέρειαν της ασπίδος του και τον σταματά. Εν τω μεταξύ
+δε τούτω παρατρέχει αυτούς &(τους ξεπερνά)& Αριστώνυμος ο
+Μεθυδριεύς και μετά τούτον Ευρύλοχος ο Λουσιεύς. Διότι όλοι
+αυτοί συνηγωνίζοντο τις να επιδειχθή περισσότερον γενναίος,
+ανταγωνιζόμενοι ούτω προς αλλήλους. Ούτω δ' ερίζοντες,
+κυριεύουν επί τέλους το περιμάχητον εκείνο μέρος. Διότι, αφού
+άπαξ εισέδραμον, καμμία πλέον πέτρα δεν ερρίφθη άνωθεν.
+
+Και ήτο, λοιπόν, εδώ φοβερόν αληθώς το θέαμα! Διότι αι
+γυναίκες, αφού πρώτα έρριπτον κάτω τα παιδιά των, εκρημνίζοντο
+κατόπιν και αύται επάνω των, επίσης δε και οι άνδρες. Ενταύθα
+Αινείας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, βλέπων κάποιον τρέχοντα προς τον
+κρημνόν, έχοντα όμως πολυτελή στολήν, τον πιάνει (τον
+προφθάνει) έξαφνα, προσπαθών να τον εμποδίση. Ούτος όμως τον
+σύρει όπισθέν του, ούτω δε, φερόμενοι κατά των πετρών,
+εξηφανίσθησαν και οι δύο φονευθέντες. Από το μέρος αυτό
+αιχμάλωτοι μεν πολύ ολίγοι συνελήφθησαν, βόες δε και όνοι και
+πρόβατα πολλά.
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν διά της χώρας των Χαλύβων σταθμούς επτά,
+παρασάγγας πεντήκοντα. Οι Χάλυβες ούτοι, διά μέσου των οποίων
+διήλθον, ήσαν πολεμικώτατοι, ήλθαν δε οπωσδήποτε και εις χείρας
+με τους Έλληνας (συνεπλάκησαν). Εφόρουν δε θώρακας λινούς μέχρι
+του υπογαστρίου. Αντί δε πτερύγων, (51) είχαν πυκνά σχοινιά
+στριμμένα από σπάρτα.
+
+Εφόρουν δε και περικνημίδας και κράνη και παρά την ζώνην έφεραν
+μαχαίριον μακρόν όσον η προς το άκρον επικαμπής Λακωνική
+μάχαιρα, διά του οποίου έσφαζαν πάντα όστις ήθελε περιέλθη εις
+την εξουσίαν των (τους αιχμαλώτους των), των οποίων τας
+κεφαλάς, αφού τας απέκοπτον, εκράτουν ανά χείρας πορευόμενοι,
+οσάκις δ' έμελλε να τους ίδουν οι εχθροί των, εχόρευαν κ'
+ετραγουδούσαν μ' αυτάς ενώπιόν των. Εκράτουν δε και δόρυ μήκους
+δέκα πέντε πήχεων, με μίαν μόνον λόγχην προς τ' άνω.
+
+Ούτοι, λοιπόν, ανέμεναν τους Έλληνας εις τα χωριά των. Αφού δ'
+επροσπέρασαν εκείνοι, τους ηκολούθουν πάντοτε, πότε με τους
+Έλληνας και πότε με τους εχθρούς των συμπλεκόμενοι. Κατώκουν δε
+εις τα πλέον οχυρά μέρη, εις τα οποία είχαν μεταφέρη και όλας
+τας τροφάς των. Ώστε να μη δυνηθούν οι Έλληνες να λάβουν τίποτε
+από την χώραν των φαγώσιμον, διά τούτο δε καθ' όλον αυτό το
+διάστημα της οδοιπορίας των συνετηρούντο με τα αιχμαλωτισθέντα
+από τους Ταόχους κτήνη.
+
+Κατόπιν οι Έλληνες έφθασαν εις τον Άρπασον ποταμόν, έχοντα
+πλάτος τεσσάρων πλέθρων. Εντεύθεν επορεύθησαν διά της χώρας των
+Σκυθηνών σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσι, φθάσαντες διά
+μέσου πεδιάδος εις χωρία, εις τα οποία κατεσκήνωσαν τρεις
+ημέρας και από τα οποία επρομηθεύθησαν τροφάς.
+
+Εντεύθεν, αφού διήλθον σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσιν,
+έφθασαν εις πόλιν μεγάλην, κατοικουμένην και πλουσίαν,
+ονομαζομένην Γυμνιάδα. Εκ της πόλεως αυτής ο της χώρας άρχων
+αποστέλλει εις τους Έλληνας οδηγόν, διά να τους οδηγήση διά
+μέσου της εχθρικής του χώρας.
+
+Αφού, λοιπόν, προσήλθεν ούτος, τους υπόσχεται ότι θα τους φέρη
+εντός πέντε ημερών εις μέρος, από το οποίον θ' αντικρύσουν
+θάλασσαν. Άλλως τους έλεγε: να τον καταδικάσουν εις θάνατον.
+Γενόμενος, λοιπόν, οδηγός των, αφού εισέβαλεν εις την εχθρικήν
+του χώραν, τους παρεκάλει να την κάψουν και να την
+καταστρέψουν. Του είπαν δε τότε (του εφανέρωσαν) ότι δι' αυτόν
+τον λόγον μόνον προσήλθεν εις αυτούς, όχι από αγάπην προς τους
+Έλληνας.
+
+Και φθάνουν την πέμπτην ημέραν εις το όρος, το οποίον ωνομάζετο
+Θήχης. Μόλις δ' επάτησαν επ' αυτού οι πρώτοι του στρατεύματος
+και είδαν πέραν, προς το βάθος, την θάλασσαν, έρρηξαν κραυγάς
+μεγάλας εκ χαράς.
+
+Ακούσας δε ο Ξενοφών και οι οπισθοφύλακες, ενόμισαν ότι και
+άλλοι εχθροί εμπρός τους επετέθησαν. Διότι τους ηκολούθουν
+όπισθεν και οι από της καιομένης εχθρικής των Σκυθηνών χώρας
+πολέμιοι. Εξ αυτών οι οπισθοφύλακες κ' εφόνευσάν τινας και
+ηχμαλώτισαν, στήσαντες εις αυτούς ενέδραν, και πλεκτάς ασπίδας
+εκυρίευσαν περί τας είκοσι, κατασκευασμένας από πυκνότριχα
+ακατέργαστα δέρματα βοών.
+
+Επειδή δε η βοή εγίνετο βαθμηδόν μεγαλητέρα και πλησιεστέρα
+(προς το όπισθεν ερχόμενον λοιπόν στράτευμα), οι δε συνεχώς
+κατόπιν επερχόμενοι έτρεχαν δρομαίοι προς τους διαρκώς
+κραυγάζοντας, ούτω δε η βοή εγίνετο ακόμη μεγαλητέρα, όσον
+περισσότεροι οι κραυγάζοντες εγίνοντο, υπέθεσεν ο Ξενοφών ότι
+κάτι τι σπουδαίον θα συμβαίνη, και, αναβάς αμέσως εις τον ίππον
+του και παραλαβών μαζή του τον Λύκιον και τους ιππείς, έτρεξε
+ταχέως εις βοήθειάν των.
+
+Και τότε πλέον ευκρινώς ακούουν τους στρατιώτας όλους να
+φωνάζουν: ΘΑΛΑΣΣΑ! ΘΑΛΑΣΣΑ! και να διαβιβάζουν την κραυγήν
+αυτήν (αστραπιαίως) ο ένας εις τον άλλον. Τότε πλέον έτρεχαν
+(προς την κορυφήν) όλοι και οι οπισθοφύλακες, και τα υποζύγια
+εφέροντο τρέχοντα και οι ίπποι.
+
+Αφού δ' έφθασαν όλοι εις την κορυφήν, τότε (οι στρατιώται)
+ενηγκαλίσθησαν αλλήλους και στρατηγούς και λοχαγούς δακρύοντες.
+Και αιφνιδίως, κάποιου εκεί από του ενός εις τον άλλον
+μεταδώσαντος ακαριαίως το σύνθημα εις όλους, όλοι οι στρατιώται
+φέρουν λίθους και κατασκευάζουν μέγα εις σχήμα λόφου ύψωμα.
+
+Και επ' αυτού αφιέρωσαν πλήθος βοείων δερμάτων ακατεργάστων και
+ράβδους (οδοιπορικάς) και όσας πλεκτάς ασπίδας εκυρίευσαν. Ο δε
+οδηγός, ου μόνον έκοπτεν ο ίδιος εις τεμάχια τας ασπίδας, αλλά
+και τους άλλους προς τούτο παρεκίνει.
+
+Κατόπιν οι Έλληνες τον αποστέλλουν εις την πατρίδα του, αφού
+του εδώρησαν όλοι από κοινού ένα ίππον και μίαν φιάλην αργυράν
+και μίαν Περσικήν ενδυμασίαν και δέκα δαρεικούς. Παρά ταύτα
+πάντα όμως, επειδή είχεν ιδιαιτέραν επιθυμίαν προς τους
+δακτυλίους, έλαβε και εξ αυτών πολλούς παρά των στρατιωτών.
+Αφού δε τους έδειξε κάποιο χωρίον, εις το οποίον να
+κατασκηνώσουν, και τον δρόμον, τον οποίον θ' ακολουθήσουν
+βαδίζοντες προς την χώραν των Μακρώνων, αφού πλέον εβράδυασεν,
+ανεχώρησεν, αρχομένης της νυκτός, εις την πατρίδα του.
+
+
+
+Κεφάλαιον όγδοον.
+
+
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν οι Έλληνες διά της χώρας των Μακρώνων
+σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα. Την πρώτην δε ημέραν έφθασαν
+εις τον (Άρπασον) ποταμόν, όστις εχώριζε την χώραν των Μακρώνων
+από την των Σκυθηνών.
+
+Είχαν δε εκ δεξιών μέρη αγριώτατα και εξ αριστερών άλλον
+ποταμόν, εις τον οποίον εχύνετο ο χωρίζων τας δύο χώρας, (ον
+ανέφερα), και τον οποίον ήσαν ηναγκασμένοι να διαβούν. Ήσαν δε
+αι όχθαι του ποταμού αυτού (του «άλλου») δασώδεις από δένδρα
+ουχί μεν μεγάλα, αλλά πυκνά. Ταύτα, αφού επλησίασαν οι Έλληνες,
+ήρχισαν να κόπτουν, σπεύδοντες να εξέλθουν από το μέρος αυτό
+όσον το δυνατόν ταχύτερον.
+
+Οι δε Μάκρωνες, φέροντες πλεκτάς ασπίδας και λόγχας και
+τριχίνους χιτώνας, ήσαν παρατεταγμένοι εις την απέναντι της
+διαβάσεως (του μέρους όθεν θα διέβαιναν οι Έλληνες) όχθην του
+ποταμού και παρώρμων αλλήλους (προς επίθεσιν) και λίθους εις
+τον ποταμόν έρριπτον. Διότι δεν έφθαναν μέχρι των Ελλήνων, ούτ'
+έβλαπτον εξ αυτών κανένα.
+
+Τότε, λοιπόν, (εις την δύσκολον περίστασιν ακριβώς αυτήν)
+προσέρχεται εις τον Ξενοφώντα στρατιώτης τις εκ των πελταστών,
+όστις, καθώς έλεγεν, υπηρέτει ως δούλος εν Αθήναις και όστις
+εβεβαίου ότι εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων τούτων. «(Και
+τόσον καλά μάλιστα), ώστε — προσέθηκε — νομίζω πώς είναι η χώρα
+των πατρίς μου. (52) Εάν δε δεν εμποδίζη τίποτε, θα ήθελα να
+συνομιλήσω με αυτούς».
+
+«Αλλ' ουδέν υπάρχει εμπόδιον, του είπεν ο Ξενοφών, δύνασαι δε
+ελευθέρως να συνομιλήσης και να μάθης πρώτον ποίοι είναι».
+Ερωτήσαντος δε του στρατιώτου, απήντησαν εκείνοι ότι είναι οι
+Μάκρωνες. «Ερώτησέ τους, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, τι τους
+ηνάγκασε να αντιταχθούν εναντίον μας και διατί εκηρύχθησαν
+εχθροί μας».
+
+Και πάλιν ερωτήσαντος εκείνου, ούτοι απεκρίθησαν: «Διότι και
+σεις εκστρατεύσατε ως εχθροί κατά της χώρας μας». Εις απάντησίν
+των διέταξαν οι στρατηγοί να τους βεβαιώση εκ μέρους των «ότι
+δεν έχουν κανένα απολύτως κακόν σκοπόν εναντίον των, αλλ' ότι,
+αφού επολέμησαν κατά του βασιλέως, απέρχονται ήδη εις την
+Ελλάδα και ότι ο πόθος των είναι πλέον να φθάσουν (το
+ταχύτερον) εις θάλασσαν».
+
+Οι Μάκρωνες δε τους ηρώτων «εάν περί όσων λέγουν θα ηδύναντο να
+δώσουν εγγύησίν τινα (απόδειξιν)». Οι δ' Έλληνες απήντησαν:
+«ότι είναι ευχαρίστως έτοιμοι και να δώσουν τοιαύτην και να
+λάβουν». Κατόπιν τούτων οι μεν Μάκρωνες δίδουν (ως εγγύησιν
+ειρήνης μεταξύ των) βαρβαρικήν λόγχην εις τους Έλληνας, οι δ'
+Έλληνες εις εκείνους Ελληνικήν. Διότι διά της τοιαύτης
+ανταλλαγής των λογχών είπον ότι ομολογείται παρ' αυτοίς η
+μεταξύ των (περί ειρήνης) πίστις. Και τα δύο δε μέρη
+επεκαλέσθησαν τους Θεούς ως μάρτυρας της διαμειφθείσης αυτής
+ομολογίας των.
+
+Μετά την οποίαν ευθύς οι Μάκρωνες έκοπτον μαζή με τους Έλληνας
+τα δένδρα από την ρίζαν και άνοιγαν διά του δάσους δρόμον, διά
+να τους διευκολύνουν εις την αντίπεραν όχθην την διάβασιν, με
+όλους τους στρατιώτας ανακατευόμενοι, και τροφάς παρείχον προς
+αγοράν, όσας ηδύναντο, και επί τρεις ημέρας τους συνώδευσαν,
+έως ου τους έφεραν εις τα όρια της Κολχίδος.
+
+Ενταύθα ήτο όρος μέγα, ευδιάβατον δε. Και επί τούτου οι Κόλχοι
+ήσαν παρατεταγμένοι (έτοιμοι προς επίθεσιν). Και κατ' αρχάς μεν
+οι Έλληνες αντιπαρετάχθησαν κατά φάλαγγα (κατά μέτωπον), επειδή
+ούτω εσκέφθησαν να οδηγήσουν τον στρατόν προς το όρος. Έπειτα
+δε απεφάσισαν οι στρατηγοί, αφού συναθροισθούν, να σκεφθούν πώς
+θ' αγωνισθούν όσον το δυνατόν καλλίτερα.
+
+Είπε, λοιπόν, ο Ξενοφών «ότι νομίζει φρόνιμον, αφού
+εγκαταλείψουν το σχέδιον της κατά φάλαγγα παρατάξεως, να
+παραταχθούν κατ' ορθίους λόχους (53). Διότι η μεν φάλαγξ θα
+διασπασθή αμέσως. Επειδή θα εύρωμεν το όρος αλλού μεν έχον
+καλάς (διά την ανάβασιν) οδούς, αλλού δε όχι. Τούτο δ' ευθύς θα
+προξενήση αθυμίαν εις τους στρατιώτας, όταν, παρατεταγμένοι
+ούτω κατά φάλαγγα, ίδουν να διασπάται αύτη.
+
+«Αλλ' εκτός τούτου, εάν μεν βαδίσωμεν παρουσιάζοντες με μέτωπον
+μεν μικρόν, με βάθος δε μεγαλήτερον την φάλαγγα, θα μείνουν
+εκατέρωθεν αυτής παραπανιστοί οι πολέμιοι, (54) και εν τοιαύτη
+περιπτώσει θα χρησιμοποιήσουν τους παραπανιστούς τούτους καθ'
+ημών, καθ' οιονδήποτε θελήσουν τρόπον. Εάν δε πάλιν βαδίσωμεν
+συντεταγμένοι με μέτωπον μεν μέγα, με βάθος δε μικρότερον, δεν
+θα ήναι διόλου απορίας άξιον, αν η φάλαγξ διασπασθή εξ
+επιθέσεως (κατ' αυτής) πολυαρίθμων ανθρώπων και βελών. Εις
+οιονδήποτε δε μέρος ταύτης ήθελε γείνη η διάσπασις, το πράγμα
+θα ήναι δι' όλην την φάλαγγα ολέθριον.
+
+Νομίζω, λοιπόν, ότι, αφού παραταχθώμεν κατ' ορθίους (λόχους)
+και αφού αφήσωμεν μεταξύ αυτών διάστημα ανάλογον, να
+καταλάβωμεν με τους λόχους τόσον χώρον, ώστε οι τελευταίοι εξ
+αυτών να ευρεθούν έξω των εκατέρωθεν κεράτων του εχθρού.
+Τοιουτοτρόπως δε και οι τελευταίοι λόχοι θα ήναι έξω της
+φάλαγγος των πολεμίων, και το στράτευμα ούτω κατ' ορθίους
+(λόχους) οδηγούντες οι καλλίτεροι (των λοχαγών μας), πρώτοι
+αυτοί εξ όλων και θα πλησιάσουν τον εχθρόν, και εις ο μέρος του
+όρους ήθελεν είσθαι εύκολος η ανάβασις, δι' αυτού θα οδηγήση
+και έκαστος των λοχαγών τον λόχον του.
+
+»Και ου μόνον εις τα εν τω μεταξύ διαστήματα των λόχων δεν θα
+ήναι εύκολον εις τους πολεμίους να εισχωρήσουν, αφού εκατέρωθεν
+αυτών (των διαστημάτων) θα υπάρχουν λόχοι, αλλά και να
+διασπάσουν, επίσης δεν θα ήναι εύκολον, λόχον όρθιον (κατά του
+εχθρού) βαδίζοντα. Και εάν κανείς εκ των λόχων στενοχωρηθή, θα
+προστρέξη αμέσως εις βοήθειαν του ο πλησίον (του). Και εάν ένας
+και μόνον εξ αυτών κατορθώση από οιονδήποτε του όρους μέρος ν'
+αναβή εις την κορυφήν του («άκρον»), δεν υπάρχει φόβος πλέον να
+παραμείνη εκεί ούτε ένας καν των πολεμίων».
+
+Ταύτα πάντα (όσα ο Ξενοφών είπεν) ενεκρίθησαν, και αμέσως
+παρετάχθησαν κατ' ορθίους λόχους. Ο δε Ξενοφών, απελθών εις το
+αριστερόν κέρας εκ του δεξιού, (όπου όλοι οι αξιωματικοί είχαν
+συνέλθη περί τον Χειρίσοφον προς σύσκεψιν), είπεν εις τους
+στρατιώτας τα εξής: «Ω άνδρες, αυτοί τους οποίους βλέπετε (εκεί
+κάτω) είναι οι μόνοι πλέον που μας εμποδίζουν να φθάσωμεν εκεί
+όπου προ πολλού σπεύδομεν (να φθάσωμεν). Αυτούς, λοιπόν,
+πρέπει, αν μας ήναι δυνατόν, και ωμούς ακόμη να τους
+καταφάγωμεν».
+
+Αφού δ' έκαστος των λοχαγών κατέλαβε την θέσιν του και παρέταξε
+κατ' ορθίους λόχους τον στρατόν, έγειναν λόχοι μεν εξ οπλιτών
+περί τους ογδοήκοντα, εκάστου λόχου έχοντος περί τους εκατόν
+άνδρας. Οι δε πελτασταί και οι τοξόται διηρέθησαν εις τρία
+τμήματα, παραταχθέντες άλλοι μεν έξω του αριστερού κέρατος,
+άλλοι δε έξω του δεξιού και άλλοι εις το μέσον, έκαστον δε
+τμήμα απετελείτο από εξακοσίους σχεδόν άνδρας.
+
+Μετά ταύτα οι στρατηγοί διέταξαν από ανωτέρου εις κατώτερον
+(ιεραρχικώς) όλον τον στρατόν να προσευχηθή εις τους Θεούς.
+Αφού δε προσηυχήθησαν και επεκαλέσθησαν διά παιάνος (ύμνου
+εμβατηριακού) την βοήθειάν των, ήρχισαν βαδίζοντες. Και ο μεν
+Χειρίσοφος και ο Ξενοφών και οι μετ' αυτών πελτασταί εβάδιζαν,
+αφού εξήλθον της φάλαγγος των πολεμίων εκατέρωθεν (αφού
+υπερφαλάγγισαν τους πολεμίους και από τα δύο μέρη. Ο μεν
+Χειρίσοφος εκ δεξιών, ο δε Ξενοφών εξ αριστερών).
+
+Οι δε πολέμιοι, μόλις τους είδαν, τρέχοντες παραλλήλως του
+μετώπου των Ελλήνων, εκατέρωθεν δε διευθυνόμενοι, οι μεν κατά
+του δεξιού, οι δε κατά του αριστερού των κέρατος, διεσπάσθησαν
+ανοίξαντες εν τω μέσω της φάλαγγος αυτών μέγα κενόν.
+
+Οι δε Αρκάδες πελτασταί, των οποίων αρχηγός ήτον Αισχίνης ο
+Ακαρνάν, άμα τους είδαν ούτω παρεκκλίνοντας (αποσυρομένους),
+νομίσαντες ότι ετράπησαν εις φυγήν, έτρεξαν προς το όρος
+ξεφωνήσαντες με όλην των την δύναμιν (από χαράν). Και ήσαν οι
+πρώτοι ούτοι που ανέβησαν. Συνηκολούθουν δε αυτούς και οι
+οπλίται Αρκάδες, των οποίων αρχηγός ήτο Κλεάνωρ ο Ορχομένιος.
+
+Οι δε πολέμιοι, αφού άπαξ ήρχισαν να τρέχουν, δεν εστάθησαν
+πλέον, αλλ' ετράπησαν άλλος εδώ και άλλος εκεί (καθ' όλας τας
+διευθύνσεις) εις φυγήν. Οι δ' Έλληνες αναβάντες
+εστρατοπεδεύθησαν εις πολλά χωρία, έχοντα τα προς συντήρησίν
+των αφθονώτατα.
+
+Και εξ όλων μεν των άλλων, (τα οποία ενταύθα είδαν), ουδέν
+ιδιαίτερον υπήρχε, διά το οποίον να εκφράσουν θαυμασμόν. Τα
+σμήνη μόνον των μελισσών ήσαν άπειρα εδώ. Και όσοι εκ των
+στρατιωτών έφαγαν από τας κηρήθρας των (τας μελόπιτταις)
+απεμωραίνοντο και εξήμουν &(εξερνούοαν)& και από διάρροιαν
+κατελαμβάνοντο &(τους 'πήγαινε από κάτω)& και κανείς δεν
+ηδύνατο να σταθή ορθός &(στα πόδια του)&, αλλ' όσοι μεν είχαν
+φάγη ολίγον ωμοίαζαν με στουππί («σφόδρα») μεθυσμένους, όσοι δε
+πολύ, άλλοι μεν με μαινομένους, άλλοι δε με νεκρούς.
+
+Ως νεκροί δε ούτω κατέκειντο πολλοί χαμαί σαν να είχαν τραπή
+εις φυγήν υπό των πολεμίων και ευρίσκοντο ήδη μετ' αυτήν
+κατάκοποι εκ του καμάτου και του φόβου. (55) Ένεκα τούτου δε
+επεκράτει εις όλον το στράτευμα αθυμία. Την επομένην όμως,
+χωρίς κανείς των ν' αποθάνη, ανελάμβαναν όλοι τας φρένας των
+κατά την αυτήν περίπου ώραν (καθ’ ήν είχαν φάγη τας κηρήθρας).
+Και άλλοι μεν την τρίτην, άλλοι δε την τετάρτην ημέραν
+εσηκώνοντο, σαν να είχαν πάρη κανένα δυνατόν φάρμακον
+(καθάρσιον ή ναρκωτικόν) προηγουμένως.
+
+Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας επτά και ήλθαν
+εις την παραθαλασσίαν Τραπεζούντα, πόλιν κατοικουμένην από
+Έλληνας και κειμένην εις τον Εύξεινον Πόντον, αποικίαν δε των
+κατοίκων της Σινώπης εις την χώραν των Κόλχων. Ενταύθα έμειναν
+περί τας τριάκοντα ημέρας, κατασκηνώσαντες εις τα Κολχικά
+χωρία.
+
+Και εντεύθεν ορμώμενοι (έχοντες ταύτα ως ορμητήριον) ελεηλάτουν
+την Κολχίδα. Τροφάς δε προς αγοράν παρείχον εις το στρατόπεδον
+οι Τραπεζούντιοι, οίτινες και εδεξιώθησαν τους Έλληνας και δώρα
+τους έδωκαν φιλοξενίας, βους και σίτον και οίνον, αφθονώτατα.
+
+Με κάθε τρόπον δε ενήργουν να τους εμπνεύσουν φιλικά αισθήματα
+και υπέρ των γειτόνων των Κόλχων, των εις την πεδιάδα προ
+πάντων κατοικούντων, αποτέλεσμα δε των ενεργειών των ήτο να
+έλθουν και παρ' αυτών εις τους Έλληνας ως δώρα βόες.
+
+Μετά ταύτα δε ήρχισαν να προετοιμάζουν την θυσίαν, την οποίαν
+είχαν ήδη προ πολλού τάξη ότι θα προσέφερον εις τους Θεούς επί
+τη σωτηρία των. Προς τούτο δε τους ήλθαν ικανοί βόες, ίνα
+θυσιασθούν, ως απόδοσις του τάμματος εκείνου, εις τον Δία τον
+Σωτήρα και εις τον Ηρακλέα, προσφερόμενοι εις αυτούς διά το
+μέχρις εδώ κατευόδιόν των. Και εν γένει όσα είχαν ήδη τάξη και
+εις τους άλλους Θεούς προσέφεραν προθύμως. Ετέλεσαν δε και
+γυμνικούς αγώνας εις το όρος, εις ο μέρος ακριβώς
+εστρατοπέδευσαν. Εξέλεξαν δε Δρακόντιον τον Σπαρτιάτην, όστις
+από παιδί είχε φύγη από την πατρίδα του, διότι χωρίς να θέλη
+είχε φονεύση κάποιον συνομήλικόν του με μαχαίρι, διά να
+φροντίση περί του μέρους, εις το οποίον θα έτρεχαν οι
+αγωνιζόμενοι, και διά να αναλάβη εν γένει την προστασίαν των
+αγώνων.
+
+Αφού δ' έγεινεν η θυσία, τα εκ των σφαγίων δέρματα παρέδωσαν
+εις τον Δρακόντιον, (διά να χρησιμεύσουν ως βραβεία εις τους
+νικητάς), και τον διέταξαν να τους οδηγήση εις το μέρος, το
+οποίον προετοίμασε διά την διεξαγωγήν των αγώνων. Αλλ' ο
+Δρακόντιος, δείξας ως τοιούτο τον λόφον, όπου έτυχαν ιστάμενοι,
+είπεν: «Ο λόφος αυτός είναι το καλλίτερον στάδιον, όπου δύναταί
+τις να τρέχη όπου θέλει». «Αλλά πώς» του απήντησαν «θα
+ημπορέσουν να παλαίσουν οι αγωνισταί εις μέρος τόσον δασύ και
+απότομον;». Εκείνος δε απήντησε: «(Τόσω το καλλίτερον). Αφού
+εκείνος που θα πέφτη χάμω θα . . . δυσαρεστήται (θα πονή)
+περισσότερον» (!)
+
+Ηγωνίζοντο δε δρόμον μεν απλούν παιδία, των οποίων τα πλείστα
+ήσαν τέκνα αιχμαλώτων, δρόμον δε μακρόν άνω των εξήκοντα Κρητών
+διέτρεξαν. Άλλοι δε ηγωνίσθησαν εις την πάλην και την πυγμήν
+και το παγκράτιον, και ούτω απέβη το θέαμα παρά πολύ
+ενδιαφέρον. Διότι πολλοί είχαν κατέλθη εις το στάδιον, ίνα
+αγωνισθούν, και, επειδή (μεταξύ των άλλων) εθεώντο αυτούς κ'
+εταίραι, πολλή περί την νίκην άμιλλα είχε προκληθή.
+
+Ηγωνίσθησαν δε και ίπποι, οι οποίοι έπρεπεν, αφού τρέξουν επί
+της κατωφερείας του λόφου, φθάσουν μέχρι της παραλίας κ'
+εκείθεν υποστρέψουν, να γυρίσουν και πάλιν άνω προς τον λόφον.
+Και κάτω μεν (επί του σταδίου) ηγωνίζοντο κυλιόμενοι οι
+αθληταί. Άνω δε, προς το μάλλον ανηφορικόν του όρους μέρους,
+επροχώρουν οι ίπποι, μόλις δυνάμενοι να βαδίζουν. Οπότε και
+μεγάλαι κραυγαί και γέλωτες και ξεφωνητά δυνατά προς
+παρακίνησιν αυτών (καθ' όλον το στάδιον) ηκούοντο.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+Σ Η Μ Ε I Ω Σ I Σ
+
+
+
+Εις την μετάφρασιν αυτήν, δι' ην επιθυμώ πας τις να γνωρίζη ότι
+η χαρακτηριστικωτέρα της γραμμή είναι η &ευσυνειδησία& — ένα
+και αυτή από τα «φιλολογικά θαύματα» του Τόπου μας — εις την
+μετάφρασιν αυτήν ό,τι κυρίως λέγομεν «παρόραμα» διά τα μη
+έχοντα καμμίαν σχέσιν με την Ζωήν ή με την μουσικήν ευφωνίαν
+έργα δεν υπάρχει. Πρόκειται ή περί διορθώσεων μεταφραστικών του
+συγγραφέως ή περί απαιτήσεων ευφωνικών της φράσεως. Όχι περί
+τυπογραφικών αβλεψιών, από τας οποίας ελαχίστας θα ηδύνατό τις
+ν' ανεύρη εις αυτήν, και ταύτας επουσιωδεστάτας.
+
+Έχομεν λοιπόν, πρώτον: παράλειψιν ευφωνικών ν εις λέξεις, ων
+έπονται άλλαι αρχόμεναι από φωνήεν, ως π. χ. αντί ήτο, ήτον.
+Έπειτα λέξεις, ας η ομιλία μας, προς το πνεύμα της οποίας, εφ'
+όσον ήτο δυνατόν εις γλώσσαν συμβατικήν, προσανατολίσθη η
+μετάφρασις, αλάφρωσε εδώ μεν από αυξήσεις, εκεί δε από
+αναδιπλασιασμούς, αλλού δε από πολλούς και διαφόρους άλλους
+πίνους, έπειτα λέξεις, λέγω, ως π. χ. &παρασκευασμένος& αντί
+&παρεσκευασμένος,& ο αναγνώστης οφείλει να μη καταλογίση ως
+«λάθη».
+
+Αλλ' υπάρχουν και περίοδοι, παράγραφοι, σελίδες πολλαχού
+ολόκληροι εν τη μεταφράσει, απαιτούσαι κάποιαν αρχαιοπρεπή
+πνοήν εις την σύνθεσιν ή δαμαζόμενοι από κάποιο διαφυγόν τον
+συγγραφέα πνεύμα ύφους αρχαΐζοντος. Εις τα μέρη αυτά τα:
+&παρασκευασμένος& και τα: &χωρίς& και τα: &λέγουν&, διά να
+υπάρξη ομοιομορφία μεν εις το όλον, συνέπεια δε του όλου προς
+τα μέρη, μεταβάλλονται εις: &παρεσκευασμένος&, εις &λέγουσιν&,
+εις &άνευ& κ. λ. π.
+
+Εις άλλα πάλιν μέρη πρόκειται καθαρώς περί υστερογενών
+διορθώσεων της μεταφράσεως επί το πιστότερον ή το ευφωνότερον.
+Και εις άλλα τέλος, περί συμπληρώσεων αυτής διά διαφυγουσών τον
+μεταφραστήν λέξεων ή φράσεων. Και τούτων και εκείνων ελαχίστων.
+
+Με τας όπισθεν, λοιπόν, σημειουμένας διορθώσεις δίδεται η
+αρτιωτέρα της μεταφράσεως αυτής συμπλήρωσις, δεδομένου ότι ο
+αναγνώστης — έχων υπ' όψει του και ότι η σημείωσίς μου αυτή
+αναφέρεται και εις τα ενδεχόμενα «λάθη» του Β' τόμου — οφείλει
+να διορθώνη προηγουμένως εις το κείμενον, προ πάσης αναγνώσεως
+αυτού, όσα εις το τέλος εκάστου τόμου επανορθούνται, διά να έχη
+ούτω πλήρη την εικόνα της, ην εσημείωσα άνω, ευσυνειδησίας εκ
+της πολυπόνου εργασίας ταύτης, ήτις, με την πεποίθησιν ότι θα
+χρησιμεύση ως το φρονηματωδέστερον Ελληνικόν ανάγνωσμα,
+προσφέρεται μετά τιμών εις το Δημόσιον.
+
+
+Δ Ι Ο Ρ Θ Ω Σ Ε Ι Σ
+
+{Έχουν ληφθεί υπ' όψη και διαγραφεί}
+
+&Σημ.& Παραλείπονται προσθήκαι ή αφαιρέσεις κομμάτων ή άλλων
+σημείων στίξεως ως επουσιώδεις. Επίσης καί τινες εσφαλμένοι
+συντάξεις του &να& ή &θα& με οριστικήν αντί με υποτακτικήν.
+
+
+ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
+ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.
+ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 654.506
+
+
+
+1) Νόμισμα χρυσούν, κοπέν υπό Δαρείου του Υστάσπου, εκ του
+ονόματος του οποίου και ωνομάσθη. Καλείται και δαρεικός στατήρ.
+
+2) Εις την χώραν των Πισιδών. Ή άλλως Πισιδίαν καλουμένην.
+
+3) Μέτρον οδοιπορικόν ισοδυναμούν προς 30 στάδια. Η λέξις
+περσική.
+
+{Σύμφωνα με την σημείωση 26, το στάδιον αποτελείται από 185
+μέτρα, άρα «ο ένας παρασάγγης» είναι 5,55 χιλιόμετρα}.
+
+4) Έκαστον πλέθρον ισοδυναμεί προς 1/6 του σταδίου.
+
+5) Δηλ. οι υπό τον Ξενίαν τον Παρράσιον εν τω Α' Κεφαλαίω
+μνημονευθέντες τριακόσιοι.
+
+6) Έκαστος σίγλος =1 1/4 δραχμής.
+
+7) Είδος μέτρου Βαβυλωνιακού.
+
+8) Μέτρον Ελληνικόν.
+
+9) Χάλκινα των μηρών καλύμματα.
+
+10) Χαλκά καλύμματα του μετώπου και του στήθους.
+
+11) Το χωρίον δύναται να μεταφρασθή και ως εξής: «Ο δε Κλέαρχος
+ηρώτα αν Θα γείνη η ειρήνη με μόνους τους άνδρας εκείνους του
+Ελληνικού στρατού, οι οποίοι θ' απέλθουν (οδηγούμενοι) προς
+προμήθειαν τροφών, διαρκούσης της ειρήνης μόνον μέχρι της
+επιστροφής των, ή και με όλον τον Ελληνικόν στρατόν;».
+
+12) Η λογική του χωρίου αυτού, είναι σοφιστική.
+
+13) Το χωρίον αυτό ερμηνεύεται και ούτω: «. . θα ηδυνάμεθα να
+παραταχθώμεν με τάξιν και φειδώ καθ' όσων εξ υμών θέλομεν να
+πολεμώμεν;»
+
+14) Ή κατά λέξιν: «Και εκείνοι μεν πλησίον των οποίων
+προσεπάθει να είναι πρώτος &(και καλύτερος)& εις την φιλίαν,
+διαβάλλων μεταξύ των τους καλυτέρους εξ αυτών, διενοείτο ότι
+πρέπει ν' αποκτήσουν &(εσκέπτετο ότι καλά και σώνει πρέπει ν'
+αποκτήσουν)& την πανουργίαν ταύτην)».
+
+15) Θεμελιωτο0 της Κυρηναϊκής Σχολής.
+
+16) Είναι γνωστόν ότι ο Ξενοφών ήτο τότε μόλις 30 ετών.
+
+17) Ή άλλως: οι άνδρες μας και να πληγωθούν και ν' αποθάνουν
+μαχόμενοι γνωρίζουν.
+
+18) Κατ' άλλην ερμηνείαν: «Όταν δε καταστήσετε (βάλετε μέσα εις
+τας ψυχάς σας) τους αρχηγούς σας (το πνεύμα της αρχηγίας)».
+
+19) Ρητορικός τρόπος του λέγειν, διά να παραστήση ο Ξενοφών,
+πόσον Θα ήτον επικίνδυνος διά τον βασιλέα η παραμονή των
+Ελλήνων εις την χώραν του, πρόθυμον, διά ν' απαλλαγή αυτών, να
+ενδώση και εις τας παραλογωτέρας ακόμη αξιώσεις των.
+
+20) Κατά την περί εκλείψεων κρατούσαν τότε δοξασίαν.
+
+21) Λίθον περιέχοντα τύπους κογχυλίων απολιθωμένα κογχύλια.
+
+22) Ανακόλουθον το χωρίον προς τα επόμενα.
+
+23)Το όλον σώμα των Ελλήνων απετέλει τετράπλευρον, ούτινος το
+μεν πρόσθεν μέρος ωνομάζετο μέτωπον, το δ' όπισθεν ουρά, τα δε
+πλάγια κέρατα.
+
+24) Το χωρίον είναι από τα μάλλον δυσερμήνευτα του Ξενοφώντος.
+Έχων υπ' όψει τας εν τη εκδόσει του Πανταζίδου διαφόρους αυτού
+ερμηνείας και διορθώσεις, ηκολούθησα, και όσον αφορά την
+ερμηνείαν και όσον αφορά την διόρθωσιν, την μάλλον συνεπή και
+λογικήν, αρμοζομένην δε πλειότερον προς την απλότητα του ύφους
+του Ξενοφώντος.
+
+25) Το οποίον ήδη είχε φθάση εις τον δεύτερον λόφον.
+
+26) Ήτοι εις απόστασιν — προς 186 μέτρα το στάδιον — μέτρων
+111,60.
+
+27) Είναι εκείνοι οίτινες είχαν προκαταλάβει την προεξοχήν του
+όρους. («λόφον»).
+
+28) Διά την συχνοτάτην επανάληψιν της λέξεως σημαινούσης τα
+προς συντήρησιν αναγκαία, την αφήνω ενίοτε αναπόδοτον.
+
+29) Ενιαχού ενόμισα κατάλληλο, να παραθέτω παρά τας αποδοθείσας
+και τας αντιστοίχους εκ του κλασσικού κειμένου λέξεις.
+
+30) Περί της οποίας έγεινε λόγος εις το αμέσως προηγούμενον
+Κεφάλαιον, από τον επιζήσαντα εκ των δύο του Ξενοφώντος οδηγών,
+όταν ηρωτήθη εάν υπάρχει κανέν «δύσβατον» μέρος.
+
+31) Την εν τω κειμένω ονομαζομένην «υπερβολήν» η «έκβασιν»,
+δηλ. την κορυφογραμμήν του όρους, ην, αφού υπερβή τις,
+κατέρχεται εις την άλλην αυτού πλευράν. Αύτη λέγεται και
+«φανερά έκβασις», ήγον δε προς αυτήν δύο οδοί, η ανηφορική μεν
+(«ορθία»), αλλ' ευρεία, ην εβάδισαν οι περί τον Χειρίσοφον, και
+η εκ πλαγίου, η στενή μεν, αλλ' ομαλή, ην εβάδισαν οι εθελονταί
+και οι οπισθοφύλακες μετά του Ξενοφώντος.
+
+32) Κατά παρέκτασιν της εννοίας του μέρους προς το όλον η
+«φανερά έκβασις = διάβασις λέγεται και «φανερά οδός», το τέρμα
+της οποίας απετέλει η «φανερά έκβασις».
+
+33) Ον ο Ξενοφών ονομάζει εδώ «μαστόν».
+
+34) Τούτον τον λόφον ονομάζει ο Ξενοφών «λόφον αντίπορον», ως
+δι' πόρου — φάραγγος — ίσως — χωριζόμενον υπό του μαστού.
+
+35) Όχι ολίγαι των παρενθέσεων, όπως αυτή, είναι επεξηγηματικαί
+φράσεων ή λέξεων του κειμένου. Τοιαύτας επεξηγήσεις έθεσεν
+επίτηδες &παραπλεύρως της μεταφράσεως& ο μεταφραστής, διά να
+παρουσιάζη εις τον αναγνώστην συνεχεστέραν την έννοιαν αυτών
+προς την της μεταφράσεως.
+
+36) Τόσον εις το Κεφάλαιον αυτό, όσον και εις το δ' του Γ'
+βιβλίου και εν γένει εις τα δυσκολώτερα χωρία της «Αναβάσεως»
+είχα υπ' όψει μου και τας επ' αυτής ερμηνευτικάς σημειώσεις και
+διορθώσεις του μακαρίτου Ι. Πανταζίδου, τηρών, εννοείται,
+πάντοτε ακεραίαν, παρά τον προς εκείνας σεβασμόν, και την
+προσωπικήν μου επ' αυτών γνώμην και αντίληψιν. Ομολογώ το
+βοήθημα, αλλά και δεν αποκρύπτω την καθ' όλην την πολύμοχθον
+μετάφρασιν αυτήν πρωτοβουλίαν μου.
+
+37) Φρονώ ότι από τον πρωτόγονον αυτόν τρόπον του συνθέτειν,
+ομοίους του οποίου είναι απολύτως αδύνατον να νεωτεροποιήση
+τις, δι' ο και αφήνω αυτούς ως έχουν, και κατά τον οποίον ως
+μόνον συνδετικόν των προτάσεων χρησιμεύει ο δε, η σημερινή
+σύνθεσις είναι ανωτέρα υπό πάσαν έποψιν. Η «απλότης», η τόσον
+ευγενής και αρμονική εις την Σκέψιν, όσον και αν ήναι αύτη
+σοβαρά δείγματα δε της οποίας εις τους λόγους και τα διαλογικά
+μέρη των έργων του μας παρέχει αφθονώτατα ο Ξενοφών, αποτελούσα
+εκεί το ευγενέστερον του κλασσικισμού στοιχείον, η απλότης αύτη
+εις την περιγραφήν, την διήγησιν, τον μύθον και άλλα είδη του
+λόγου, αντικειμενικά απολύτως, νομίζω ότι αποτελεί μάλλον
+μειονέκτημα συγγραφικόν, του οποίου δεν ήτο και ο Ξενοφών
+απηλλαγμένος.
+
+38) Και άλλος πρωτόγονος τρόπος του συνδέειν τας προτάσεις προς
+αλλήλας διά του &και&.
+
+39) Του υπό τον Λύκιον.
+
+40) Εκείνων οίτινες ήσαν παρατεταγμένοι επί των υψωμάτων,
+άνωθεν του ήδη διωκομένου βαρβαρικού ιππικού.
+
+41) Ως θα ελέγαμεν σήμερα: να παρατάξουν κατά παραγωγήν».
+
+42) Ο Ξενοφών είναι μόνος υπό έμπνευσιν σοβαρός «στρατιωτικός
+συγγραφεύς» της Αρχαιότητος. Προκείμενου λοιπόν ν' αποδοθή και
+η ελαχίστη στρατιωτική αυτού λεπτομέρεια σαφώς και επακριβώς, ο
+Αναγνώστης θα διείδε βέβαια ότι πάσαν κατεβάλομεν προσοχήν όπως
+δι' όσον το δυνατόν ακριβολογωτέρας και κυριολεκτικωτέρας
+φράσεως και λέξεως αποδώσαμεν την έννοιαν του κειμένου.
+
+43) Ο Ξενοφών δεν είναι μόνον στρατηγός υπέροχος δι' όλης της
+Καταβάσεως αυτής. Αλλά και άνθρωπος. Άνθρωπος, ον θα ενόμιζέ
+τις ότι, 400 έτη προ Χριστού, είχε σφυρηλατήση η σφύρα της
+χριστιανικής αγάπης εις το τέλειον. Τοιαύτην «υπέρ των
+πεινώντων και των καμνόντων» μέριμναν, αμφιβάλλω αν θα ηδύναντο
+να επιδείξουν πολλοί εκ των είτε εν ειρήνη, είτε εν πολέμω
+στρατηγών του συγχρόνου χριστιανικού πολιτισμού. Ο Ξενοφών
+δύναταί τις να είπη ότι είναι ένας εκ των εξανθρωπιστών
+Χριστιανών των προ του Χριστιανισμού χρόνων προς αιωνίαν τιμήν
+της αιωνίας Πατρίδος που τον γέννησε.
+
+44) Τας οποίας θα ελάμβαναν εξ άλλων χωρίων, αντί εκείνων τας
+οποίας, κατηνάλωσαν.
+
+45) Εις μετάφρασιν, της οποίας η γλώσσα είναι συμβατική, η
+δημοτική, εν τούτοις, ζητεί κάποτε, παρά τους όρους της
+συμβάσεως, τα δικαιώματά της, εις μέρη προ πάντων, άτινα δεν
+είναι δυνατόν άλλως ή δι' αυτής να μεταφρασθούν — όπως εδώ.
+
+46) Ή υπεδείκνυαν διά νευμάτων ό,τι εχρειάζοντο.
+
+47) Στρέφων δηλ. αυτήν δεξιά ή αριστερά, ώστε να βαδίζη
+προηγουμένου του ενός κέρατος και τελευταίου ακολουθούντος του
+ετέρου (ίδε: Ξενοφώντος Ανάβασιν εκ διορθώσεως και ερμηνείας Ι.
+Πανταζίδου σελ. 818 σημ).
+
+48) Το χωρίον: «Και τι δει σε ιέναι και λιπείν την
+οπισθοφυλακίαν;» μεταφράζεται κατά λέξιν: «Και τι σε αναγκάζει
+(ή: Και διατί πρέπει) να μεταβής συ και να εγκαταλείψης την
+οπισθοφυλακήν;» Αλλ' ο Ξενοφών είπεν ανωτέρω ότι είναι
+διατεθειμένος να μεταβή με τους οπισθοφύλακάς του. Διά την
+συνέπειαν λοιπόν του νοήματος μεταφράσαμεν ως ανωτέρω.
+
+49) Καθ' ων ήδη επήρχοντο οι πελτασταί και οι περί τον
+Χειρίσοφον οπλίται.
+
+50) Ή: δεν απέχει από μας παρά ενάμισυ μόλις πλέθρον.
+
+51) Τα κατώτατα του Θώρακος, απολήγοντα εις δερματίνας λωρίδας,
+ουχί σπανίως κεκαλυμμένας από ελάσματα μετάλλινα.
+
+52) Ή, κατ' άλλην ερμηνείαν: . . . όστις καθώς έλεγεν, είχεν
+εξαγορασθή ως δούλος εν Αθήναις και όστις εβεβαίου ότι εγνώριζε
+την γλώσσαν ανθρώπων τούτων. «Και αναμφιβόλως — προσέθηκεν — η
+χώρα αύτη θα ήναι η πατρίς μου . . .»
+
+53) «Τάσσοντες δηλαδή τους 100 άνδρας του λόχου τον ένα μετά
+τον άλλον και αφήνοντες διαλείμματα μεταξύ των λόχων». Ίδε
+«Ξενοφ. Ανάβασιν εκ διορθώσεως και ερμηνείας I. Πανταζίδου•
+σελ. 286 σημ.
+
+54) Ή θα καταστούν ισχυρότεροί μας οι πολέμιοι.
+
+55) Το κείμενον ελέγει: «ώσπερ τροπής γεγενημένης». Το δε
+ξάνοιγμα της μεταφράσεώς του οφείλεται εις τον Πανταζίδην.
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Anabasis Volume 1, by Xenophon
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANABASIS VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 39764-0.txt or 39764-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/7/6/39764/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.