diff options
Diffstat (limited to '39764-0.txt')
| -rw-r--r-- | 39764-0.txt | 7521 |
1 files changed, 7521 insertions, 0 deletions
diff --git a/39764-0.txt b/39764-0.txt new file mode 100644 index 0000000..0f62aab --- /dev/null +++ b/39764-0.txt @@ -0,0 +1,7521 @@ +The Project Gutenberg EBook of Anabasis Volume 1, by Xenophon + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org/license + + +Title: Anabasis Volume 1 + +Author: Xenophon + +Translator: Dimitrios Anastasopoulos + +Release Date: May 22, 2012 [EBook #39764] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANABASIS VOLUME 1 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. A table of corrections has been taken into account. +otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold +words are included in &, words in italics in _. I have inserted +three notes included in {}. Footnotes have been converted to +endnotes. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. +Ένας πίνακας διορθώσεων έχει ενσωματωθεί στο κείμενο. Κατά τα +άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με +έντονους χαρακτήρες έχουν σημειωθεί με &, ενώ λέξεις με +πλαγίους με _. Έχω προσθέσει τρεις σημειώσεις, εντός {}. Οι +υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + +ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ + +ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ + + + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ + + ----- + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + +ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ + +ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ +ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ + + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ +ΒΙΒΛΙΑ Α'. — Δ'. + + + + + + + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ +1911 + + + ---- +ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΙΩΤΗ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4 + ---- + + +Όταν ο Ξενοφών εκστρατεύη με τους Μυρίους προς τα Κούναξα, +είναι μόλις ετών τριάκοντα. Είναι πλούσιος. Είναι ωραίος. Και +ανήκει εις μίαν των αριστοκρατικωτέρων των Αθηναίων τάξεων, την +τάξιν των «ιππέων». Η ωραιότης του έχει αρμονίαν ως η σκέψις +του. Ο διαβάζων τα συγγράμματά του, ιδίως την «Κύρου Παιδείαν» +και «Ανάβασιν», αντιλαμβάνεται όλον το ύψος της ωραιότητός του +αυτής. Ωραιότητος ευρύθμου αριστοκράτου Αθηναίου. + +Είναι ο λεπτός μεν, αλλ' εν αρμονία προς αρρενωπότητα ψυχής και +ήθους. Ο αβρός, ο μημουακτικός, ίσως και ο χαϊδεμμένος, αλλ' εξ +εκείνων οίτινες με τας ομαλότητας αυτάς περιβάλλουν χαλύβδινον +ψυχήν και πλαισιούν με όλον το σφρίγος του καθήκοντος κάθε της +ζωής των πράξιν. + +Εάν ανήκη εις τους αριστοκρατικούς, η αριστοκρατικότης του +γαληνιά και έλκει. Δεν ερεθίζει, δεν τρομάζει. Είναι — ως θα +ελέγαμεν σήμερα — από τους «μετριοπαθείς», δηλ. από τους +σκορπίζοντας γύρω των ένα ωραίον και ευγενέστατον γαλήνης και +ηρεμίας πνεύμα. Και αυτή η ορμή του ως στρατιώτου εις τον +πόλεμον υπολανθάνει μέσα του. Η ενεργητικότης του είναι +εσωτερική. Και ομοιάζει με την αόρατον ορμήν ποταμού, που +τρέχει μεν και τρέχει πάντοτε, αλλ' όταν τον βλέπης εις την +κοίτην του νομίζεις ότι ονειροπολεί ή κοιμάται . . . Που +αισθάνεσαι την ορμήν του, μόνον όταν εισέλθης στα νερά του και +αφεθής με υπακοήν εις την Μοίραν του . . . + +Ο Ξενοφών είναι ο μαθητής του Σωκράτους, αλλ' όχι όπως ο +Πλάτων, υψηλός και θείος. Δεν ανέρχεται αυτός, αλλά βαδίζει. +Και είναι τόσον καλόν και τόσον δυνατόν το βάδισμά του! Είναι +«ο ισχυρός» χωρίς να φαίνεται. Ο Διογένης ο Λαέρτιος τον λέγει +ντροπαλόν. Φαντασθήτε τον Ξενοφώντα «ντροπαλόν» δια μέσου της +εποποιίας των Μυρίων! Και όμως ήτο. Είχεν όλην των τοιούτου +είδους ντροπαλών την ασφάλειαν εις την χείρα και το μέτωπον. + +Οκτώ ολόκληρα έτη διατριβής με τον Σωκράτην του είχαν το +φρόνημα ατσαλώση. Η διαλεκτική εκείνου εισήλθεν εις κάθε πτυχήν +του πνεύματός του. Ακόμη και αυτή η σοφιστεία δεν του ήτο ξένη, +διδαχθείσα αυτώ υπό του ωφελιμωτέρου των Αθηναίων σοφιστών της +εποχής του, του Προδίκου. + +Εις τον Ξενοφώντα εχρειάζετο, όταν ανέτρεπε λόγους και πράξεις +αντιπάλων, έπρεπε δε ν' ανατρέψη αυτάς όχι εκ του συνήθους εν +Ελλάδι της αντιδράσεως και της αντιλογίας πνεύματος ορμώμενος, +αλλ' εκ του καθήκοντος και εκ της ισχύος και επιβολής των +περιστάσεων, εχρειάζετο, λέγω, ουχί σπανίως ως όπλον +μαχιμώτατον και η Σοφιστική. + +Ουχ ήττον ήτο και τότε, όπως πάντοτε, ηθικός. Με ωραιότητα +ηθικός. Ανέτρεπε πάλλων την σοφιστικήν του σπάθην προς όλα τα +σημεία. Δεν ήτο ο άνθρωπος του «νόμω καλόν, νόμω κακόν». Δεν +ήτον ο άνθρωπος «ο ποιών τον ήττονα λόγον κρείττω», δια να +ωφεληθή αυτός και διά να επιβληθή και δεσπόση και νικήση, απλώς +από χαιρέκακον εις τούτο ορμήν ωθούμενος. + +Και όταν εσοφιστεύετο, η σοφιστεία του είχεν ως σκοπόν την +ανωτέραν εκείνην ωφέλειαν, την, είτε υπέρ της προσωπικής του +αξιοπρεπείας και ηθικής ακεραιότητος της ψυχής του, είτε υπέρ +του γενικού καλού και γοήτρου εκείνων ους διώκει, +επιδιωκομένην. + +Είναι περίεργον ότι η ζωή του Ξενοφώντος είναι: σταθμοί εδώ και +σταθμοί εκεί. Όχι συνέχεια ζωής. Ο έρρυθμος αυτός ήτο πλέον +ξένος δια πολιτείαν έκρυθμον, ως η των Αθηνών. Το περιβάλλον +των ήτο ξένον προς την αριστοκρατικότητά του. Η Δημοκρατία είχε +πέση υπό τον Λύσανδρον. Και είχεν η Ολιγαρχία των Τριάκοντα +δαμάση κάθε έκδοτον ροπήν του Δήμου. Μεθ' ό ανέστησαν και πάλιν +όσα είχαν απομείνη λείψανα δημοκρατικά, των αρχαίων +συντηρητικών μεταβληθέντων εις ποιητικούς πλάνητας ή +επαγγελματικούς τυχοδιώκτας της ζωής. + +Ο Ξενοφών ήτον από τους τελευταίους. Η αρμονία έχουσα +αντιμέτωπον το χάος. Χάος δε ήσαν τα του Άστεως. Ο ωραίος +ιππεύς, ο ευγενής ευπατρίδης, ο κομψός και στωμύλος αυτός +έφηβος φεύγει εξ Αθηνών, ως έφυγαν όχι ολίγοι αριστοκρατικοί +αρχαίοι οίκοι της Γαλλίας μετά την επικράτησιν των Δημοκρατικών +της. + +Ο Ξενοφών αισθάνεται τας Αθήνας, αι οποίαι όμως δεν δύνανται να +τον αισθανθώσι πλέον. Τας αγαπά. Είναι η πατρίς του. Αλλ' η +Τύχη του τείνει τον δάκτυλον αυτής ή προς την Ασίαν με τον +Κύρον ή προς την Σπάρτην με τον Αγησίλαον, παντού αλλού πλέον +εκτός των Αθηνών. Και ο Ξενοφών ακολουθεί την οδόν, ην του +δεικνύει η Τύχη του. + +* * * + +Εγνώρισα ένα — μέγα και εις το ύψος του μοναδικόν — παράδειγμα +στρατηγού εγκολπωθέντος τους εχθρούς της πόλεως που τον +γέννησε, διά να φανερώση όλον το προς την Πολιτείαν της μέχρι +θανάτου μίσος του, τον Κοριολάνον. Και εγνώρισα εραστάς που +αγαπούν με φρίκην, με μίσος την αγαπημένην των. Που την +αποστρέφονται μεν ως αναξίαν των, και όμως, διότι επήραν άπαξ +μίαν φόραν έρωτος, την αγαπούν, την θέλουν. + +Το ιδανικόν των Αθηνών εις την διάνοιαν του Ξενοφώντος ήτο πολύ +ανώτερον των Αθηνών των χρόνων του. Ηγάπα το ιδανικόν των +Αθηνών εκείνων και, αν δεν εμίσει, δεν προσηρμόζετο όμως η ψυχή +του προς τας Αθήνας ταύτας, τας γεμάτας από δημαγωγίαν και +παράλυσιν. + +Προσκληθείς ίνα μεταβή εις τας Σάρδεις από τον φίλον του +Πρόξενον ανεχώρησεν εξ Αθηνών βέβαια με άφατον πίκρα στην +καρδία του. Αυτός ανήκεν εις τους Άρχοντας. Και οι Άρχοντες +είχαν απολέση όλην την παλαιάν των γοητείαν. Και έφευγε με το +μυστικόν δάκρυ του ισχυρού που δύναται μεν να αποχωρισθή, αλλά +χωρίς ποτέ να λησμονήση την αποχωριζομένην του. + +Τας αναλογίας της ψυχής του Ξενοφώντος αισθάνομαι εγώ, που έχω +την Αθηναίαν μητέρα μου όλην εις τα στήθη μου και αγαπώ τας +διεφθαρμένας και ακαλλιτέχνους και οχλοκρατικάς της σήμερον +Αθήνας με το μίσος εκείνο του εραστού που εσημείωσα άνω. Που +φεύγω με μίσος προς αυτάς, διά να τας ποθήσω, επανερχόμενος, +περισσότερον. Απόδημος κ' εγώ, ως ο Ξενοφών, ακολουθώ την +ωραίαν τυχοδιωκτικήν ζωήν αυτού, κρατών, αντί όπως εκείνος +σπάθην, κάλαμον. Και αντί, όπως εκείνος γράφων κατά τύχην, +γράφων κατ' ανάγκην και . . . κλαίων με το μειδίαμα πάντοτε στα +χείλη. + +Ο οργασμός του Ξενοφώντος, με τα τριάντα χρόνια του, με την +αγάπην του, με το μίσος του, με τας φιλοδοξίας του, με την +εξωσθείσαν εκ της πατρίδος του αρχαίαν αριστοκρατικήν φυήν του, +ο οργασμός αυτός εκδηλώνεται εν όλω αυτού τω μεγαλείω με 10 +χιλιάδας Έλληνας τυχοδιώκτας εις χώραν μακρυνήν, ξένων και +βαρβάρων, εις την Ασίαν. + +Φθάνει εκεί χωρίς να γνωρίζη τι θα κάμη ή τι θα γείνη. Η τύχη +του δουλεύει όμως. Η Ασία γεννά μίαν ωραίαν ψυχήν φιλόδοξον, +την ψυχήν του Κύρου. Που αγαπά και ευνοεί τους Έλληνας. Αλλά +και θέλει να εκθρονίση τον αδελφόν του, διά να βασιλεύσω αυτός +δυνάμει της αγάπης ταύτης. + +Ο Αρταξέρξης, ο αδελφός του, είναι ο πρεσβύτερος. Και η φύσις +αναγνωρίζει εις τον πρεσβύτερον αυτόν, ως εις κάθε πρεσβύτερον, +πρωτεία. Αλλ' ο Κύρος είναι ο διανοητικώτερος, ο ευγενέστερος. +Και το πνεύμα και η ευγένεια, ως φύσις και αυτά, διεκδικούν τα +δικαιώματά των επ' εκείνου. Η κτηνώδης κληρονομική βία +ετοιμάζεται προς πάλην κατά της αυθαιρέτου μεν, αλλ' εκ της +λεπτότητος και της διανοήσεως αντλούσης την ισχύν της, φύσεως +του Κύρου. + +Η πάλη γίνεται εις τα Κούναξα, παρά την Βαβυλώνα. Και, ως +συνήθως συμβαίνει εις τον κόσμον τούτον, η βία ενίκησε το +Πνεύμα. Τον στρατόν ακολουθεί και ο Ξενοφών, ως εθελοντής +φέρων, μαζή με την μετριόφρονα αυτήν του ιδιότητα, και την +μεγαλοφυίαν του. + +Εις τας Αθήνας ήτον ο κατ' εξοχήν σπόρτσμαν. Οπλομάχος, +φιλόστρατος, φίλαθλος, ιππεύς. Αυτά διά τους μυς, αφ' ενός, και +διά την ευρυθμίαν της ψυχής του, αφ' ετέρου. Είπομεν, ήτο και +μαθητής του Σωκράτους, μαθών τον τρόπον του πείθειν εις το +τέλειον. Αι δύο του αύται ιδιότητες, λέγει ο Πανταζίδης, +εξηγούν το στρατηγικόν αυτού δαιμόνιον κατά την Ανάβασιν και +Κατάβασιν εκείνην των Μυρίων. + +Πεζή, πεζοτάτη η εξήγησις. Οιονδήποτε Δαιμόνιον είναι +ανεπίδεκτον οιασδήποτε ερμηνείας συμφώνως προς καθεστώτας +νόμους, είτε κοινωνικούς τοιούτους είτε φυσικούς. Το +στρατιωτικόν δαιμόνιον του Ξενοφώντος ηδύνατο να υπάρχη και +άνευ των σπoρτ εκείνων, και άνευ της Σωκρατικής πειθούς αυτής. +Δεν επλάσθη δι' αυτών. Εξωραΐσθη μόνον και ερρυθμίσθη. Εζήτει +μίαν τινά διέξοδον εις την ζωήν. Αι Αθήναι δεν ήτο δυνατόν να +του την δώσουν πλέον. Και του την έδωκεν ο Κύρος στην Ασίαν. + +* * * + +Μέχρι της δολοφονίας των στρατηγών, ο Ξενοφών ήτον και αυτός +ένας από τους κάποιους του στρατεύματος. Και θα ήτον ακόμη +περισσότερον από τους κάποιους τούτους, εάν δεν κατέβαινε του +Κύρου να εκθρονίση τον αδελφόν του διά της βίας. Η Τύχη λοιπόν +ειργάζετο υπό την μορφήν της αποφάσεως της εκστρατείας ταύτης +και υπό την μορφήν της δολοφονίας των στρατηγών εκείνης, διά να +έλθη ένα ωραίον φαινόμενον Στρατηγικής στον κόσμον, ο Ξενοφών +αυτός, να έλθη δε ούτω υπέροχον και ούτω μοναδικόν, ώστε να +καταπλήξη, ως και κατέπληξε πράγματι, τον κόσμον. + +Ο συγγραφεύς των «Απομνημονευμάτων» και της «Κύρου Παιδείας» +δεν θα ήτο ικανός να τον δοξάση. Η ζωή του, άνευ της μοιραίας +Αναβάσεως αυτής, θα περιωρίζετο ίσως εις ένα άκαρπον +λακωνισμόν. βεβαίως εις μίαν μονότονον διέλευσιν των πεζοτέρων +κύκλων της, χωρίς ούτε τα «Απομνημονεύματα» ούτε η «Κύρου +Παιδεία» ούτε οιανδήποτε άλλο έργον του να δυνηθούν να τον +ανυψώσουν μέχρι του θαυμασμού του κόσμου όλου, ως τον ανύψωσε +μόνη η «Ανάβασις». + +Η Ανάβασις αυτή είναι ένα μεγαλούργημα. Αναπηδά «ο στρατηγός ο +δαιμόνιος» εκ του μέσου. Και αναπηδά με τόσην λιτότητα και +τόσην ηρεμίαν, ώστε νομίζεις ότι η Τακτική του, παρ' όλα τα, +άτινα διήλθε, βάσανα, δεν είναι παρά ένα ωραίον χάιδι του +ρυθμού και της συμμετρίας και της αρμονικότητος της καθολικής +του Σύμπαντος. + +Προσκαλούμενος εις τον στρατόν του Κύρου, ούτε εγνώριζε κατά +τίνος θα βαδίση αύριον. Εισήλθεν ως ένα άγνωστον νούμερο εις +αυτόν. Και τίποτε άλλο. Ο Κύρος και αυτόν και τους περί αυτόν, +εκτός του Κλεάρχου, είχε πείσει ότι θα βαδίσουν κατά των +Πισιδών, ενώ αυτοί εβάδιζαν κατά της μεγαλειοτέρας Ειμαρμένης, +την οποίαν ήτο δυνατόν ποτε να συναντήσουν άνδρες Έλληνες. + +Μία ορμή ήτο και μία ορμή εφέρετο εις τον στρατόν αυτόν. Αλλά +με γλύκα, με μυστικότητα, με ταπεινότητα. Και η ορμή αυτή ήτον +ο υιός του Γρύλλου. Όταν επεφάνη πλέον κατ' ανάγκην ως Ισχύς +και ως Μεγαλείον η ορμή αυτή, μετά την ήτταν του Κύρου παρά την +Βαβυλώνα, ήλλαξεν ο ρυθμός δέκα χιλιάδων Ελλήνων τότε +αυτοστιγμεί. Ο Ξενοφών είναι τότε η Πρόνοια. Είναι ο άγνωστος, +που έλκεται από την αφάνειαν υπό του θεού, διά να εκτελέση τα +προστάγματά του. + +Και πώς, αλήθεια, τα εκτελεί! Όχι ως Ζευς υψιβρεμέτης, αλλ' ως +ωραία χαμογελώσα Μοίρα, η οποία μόνον ένα «Εμπρός!» αιώνιον και +σταθερόν και αναλλοίωτον και ακατάβλητον έχει πάντοτε προ +οφθαλμών της . . . + +Ιδού η Ανάβασις αύτη, διά να ίδη ο αναγνώστης πώς βαδίζει ο +Ξενοφών και πώς μάχεται και πώς νικά και πώς αγορεύει και πώς +πείθει. Ένα πράγμα μόνον θα εξάρω εδώ. Ότι η Τέχνη είναι τόσον +ευρεία εις τους πόθους της, ώστε περιέλαβε και την Ανάβασιν +αυτήν ως ένα εκ των θαυμαστοτέρων εις τον κόσμον φαινομένων +της. Δεν ομιλώ περί του έργου αυτού ως συγγραφής. Αλλά περί της +Αναβάσεως ως εκστρατείας. Εις χείρας του Ξενοφώντος αποτελεί +αύτη καλλιτέχνημα. Τόσον ωραία βαδίζει, διατάσσει, αντιπαλαίει, +υπερπηδά, καταβάλλει, κατευνάζει, σαγηνεύει, συγχωρεί, επιτιμά, +οργίζεται, ώστε όλαι αι διαθέσεις αύται αποτελούν ένα υπέρτατον +καλλιτεχνικόν σύμπλεγμα κινήσεων διά μέσου των ορέων και των +ποταμών και των ερήμων και των αγρίων της Ασίας, τόσον +αρμονικόν ως όλον, τόσω συμμετρικόν εις τα μέρη του, ωσάν να +ήτο κάποιο τέλειον μεγάλου της Αρχαιότητος τεχνίτου άγαλμα. + +Ο Ξενοφών «έγραψε» την Ανάβασιν, πριν ή την γράψη πράγματι. Αι +αναλογίαι των καθ' έκαστα μερών του έργου τούτου, ασχέτως προς +τον μέγαν ή μικρόν βαθμόν της ωραιότητός των, νομίζει τις ότι +έπρεπε προηγουμένως να υπάρξουν εις τα καθ' έκαστον μέρη της +εκστρατείας ταύτης διά να συντεθούν κατόπιν εις σελίδας. Η +Ανάβασις λοιπόν δεν υπάρχει ως Έργον μόνον, αλλά και ως Ζωή. Η +τέχνη του είναι η τέχνη των βημάτων, των επιθέσεων, των +λογχισμών, των πηδημάτων, των φορών, των καταλήψεων, των νικών. + +Ο Ξενοφών λοιπόν είναι ο καλλιτέχνης στρατηγός εις τας μεγάλας +της εκστρατείας του γραμμάς. Και τόσον μάλιστα, ώστε να +κατορθώνη να διοχετεύη την καλλίτεχνον στρατηγικήν του ταύτην +και εις την περιγραφήν της. Είναι ο καλλιτέχνης στρατηγός, +ούτινος η τέχνη από των μαχών σύρεται και ξεχειλίζει μέχρι των +περγαμηνών και των παπύρων, όπου έγραφεν. + +* * * + +Επιστρέφει, και ο νόστος τον κατέχει ολόκληρον. Πατεί το πόδι +του εις το Βυζάντιον. Αλλά και εντεύθεν ο νόστος προς τας +Αθήνας παραμένει πάντοτε ακέραιος. Το ότι είδε «θάλατταν» επί +τέλους, θάλατταν Ελληνικήν, και ότι ευρίσκετο από της +Τραπεζούντος μέχρι του Βυζαντίου πάντοτε μεταξύ Ελλήνων, δεν +τον ικανοποίει. + +Εφιλοδόξει Αθήνας. Αλλ' αι Αθήναι του τον φυγαδεύουν διά +ψηφίσματος, κατ' άλλους μεν διά τον λακωνισμόν του, κατ' άλλους +δε διότι εξεστράτευσε μετά του εχθρού των Αθηναίων Κύρου. Το +πολυθρύλητον ζήτημα αυτό δεν θα εξακριβώσω εδώ. Το βέβαιον +είναι τούτο: ότι ο Ξενοφών ήτο φιλολάκων. Και ότι ο λακωνισμός +του αυτός ένα εκ των χαρακτηριστικωτέρων του αποτελεσμάτων έσχε +την μετά του χαρακτηριστικώτατα λακωνίζοντας επίσης Κύρου +εκστρατείαν του. + +Και λοιπόν, αφού ο Ξενοφών είναι φιλολάκων, είναι μισαθηναίος, +άρα! Άρα ο Ξενοφών είναι ένας επαίσχυντος, είναι ένας προδότης! +Έτι περισσότερον είναι, αφού φθάνει μέχρι του σημείου: εις την +εν Κορώνεια μάχην να είναι εν τω στρατοπέδω των Σπαρτιατών +παράπλευρος του Αγησιλάου! + +Όχι! μυριάκις όχι! Μία ψυχή ως η του Ξενοφώντος δεν κρίνεται +ποτέ εκ των έργων της, αλλ' εκ των προθέσεών της. Ο Ξενοφών ήτο +φιλολάκων! Και είθε, μετά τον θάνατον του Περικλέους, ότε +ενέσκηψαν εις τας Αθήνας τα ανεμοφορητότερα των τριόδων +πνεύματα, διά να διευθύνουν τας τύχας του ήδη παρημελημένου +Δήμου, είθε να εγίνοντο όλοι οι Αθηναίοι τότε φιλολάκωνες. +Πολιτικώς — εννοώ — να εφρόνουν τα των Λακώνων. + +Το εύχαρι και διαυγές και ακτινοβόλον πνεύμα των βεβαίως δεν +ήτο δυνατόν να μεταβαπτισθή εις Σπαρτιατικόν ώμον και +σκληροτράχηλον. Αλλά το πνεύμα αυτό, του οποίου και μίαν εγώ +ακτίνα δεν αντιζυγίζω προς όλον το διανοητικόν και +καλλιτεχνικόν (!) της Σπάρτης παρελθόν, το πνεύμα αυτό, +μαντεύον την κατωφέρειαν, εις ην εφέροντο τα πολιτικά των +Αθηναίων πράγματα, ηδύνατο πράγματι δι' επιδεξίας τινός χειρός +να οιακοστροφήση ταύτα προς την ομολογουμένην στιβαρότητα των +πολιτικών Σπαρτιατικών ηθών, προς μίμησιν εξ αυτών και +παραδειγματισμόν. + +Ο Ξενοφών ως πνεύμα ήτον Αθηναίος. Αλλ' ως χαρακτήρ +εσπαρτιάτιζε. Και θα εσπαρτιάτιζε, και εάν ακόμη δεν ανήκεν εις +τους Αριστοκρατικούς, την τάξιν την βλέπουσαν ομαλώς μεν, αλλά +και ισχυρώς, λιτώς μεν, αλλά και τετραγωνικά σωφρόνως, τα +πράγματα της ζωής του κόσμου. Ήθος άλλως τε σωκρατικώς +συγκεκροτημένον, χαρακτήρ δράσεως μεν, αλλά μετά λογικής, +συμμετρία απόλυτος όλων των ψυχικών και διανοητικών αυτού +δυνάμεων — χρήσιμα πάντα ταύτα, εάν δεν κατηυθύνοντο προς την +Στρατηγικήν, αλλά προς την Τέχνην, να ανεγείρουν νέον Παρθενώνα +εις τον κόσμον — όλα αυτά βεβαίως έκλιναν την πλάστιγγα της +ψυχής του προς την Σπάρτην. + +Ο Ξενοφών ήθελε τότε ό,τι ζητούμεν ημείς σήμερον. Κράτος δηλ. +και πάλιν Κράτος και μόνον Κράτος. Το πνεύμα, όπως και σήμερον, +έρρεε διά των οδών. Αλλ' η Πολιτεία κατέρρεε διά των τριόδων. +Και εθύμωνε και ηθύμει και ηγανάκτει βέβαια μέσα του. Όχι κατά +της Πατρίδος του. Αλλά κατά των Αθηναίων, θαπτόντων την ευγενή +Πατρίδα του. + +Υπάρχουν προδόται που γίνονται τοιούτοι εξ αγάπης ανυπερβλήτου, +ασυγκρίτου, ιδανικής προς τα πατρώα εδάφη. Προδόται που +εξαγνίζουν και εξωραΐζουν και εξιδανικεύουν την εις άλλα εδάφη +δράσεως ζοφεράν της προδοσίας έννοιαν. Όταν οι την πατρίδα μου +κατοικούντες Έλληνες είναι ανάξιοι αυτής και του παρελθόντος +της, εγώ δε θεωρούμαι πλέον υπ' αυτών ως άχρηστος και +απροσάρμοστος εις τα κατ' οίκον και δημοσία αίσχη των, και τους +Έλληνάς της τούτους εώ χαίρειν εις τας ατιμίας των και τα όργιά +των, έστω και διά παντός, και συμφιλιούμαι ακόμη προς τους +εχθρούς αυτής, ων η πολιτεία όμως και η προς τους νόμους +υποταγή και ευπείθεια, μεταβιβαζόμενα εις «τη δόλια» εκείνη, θα +την ανίστων εκ του τάφου ένδοξον, χωρίς εν τούτοις να υπάρχη +καμμία εκείθεν ελπίς μεταβιβάσεως• τοιαύτην, λέγω, πατρίδα, +όταν ανεπανορθώτως και ανεκκλήτως βλέπω φερομένην προς την +παρακμήν, τις μωρός θα με ονομάση προδότην, εάν, μη δυνάμενος +πλέον να την ωφελήσω διά της αγάπης μου, την αγαπώ πλέον διά +του μίσους μου ή της αδιαφορίας μου ή και της περιφρονήσεώς μου +; + +Όχι μόνον διότι ηκολούθησε τον φιλολάκωνα Κύρον εις την Ασίαν, +ή διότι η συντηρητικότης του, ήτις δεν ήτο τίποτε άλλο παρά +αρμονία, όχι σχολαστικισμός και όχι νοικοκυροσύνη άνοστη, +εστράφη προς την Σπάρτην, ης την πολιτείαν εζήλευε και εφθόνει, +αλλ' ακόμη και εάν ύψωνε χείρα εκδικητικήν εν Κορωνεία κατά των +συμπολιτών του, ων η συμπολιτοσύνη όμως έβλεπεν ότι ωδήγει τας +Αθήνας εις τον εν Χαιρωνεία όλεθρον, ακόμη, λέγω, και εάν τούτο +έπραττεν, όχι! μυριάκις όχι! ο Ξενοφών δεν είναι δυνατόν να +ονομασθή προδότης. Απέναντι των μεγάλων εκρήξεων ψυχής δικαίας +η υψίστη δικαιοσύνη βέβαια φθάνει πολλάκις εις αδικίαν. Αδικίαν +όμως που δεν ατιμάζει, αφού προέρχεται από την εξαιρετικήν, εξ +εξαιρετικής ψυχής, αντίληψιν αυτής και στάθμην. + +*** + +Φυγάς πλέον ο Ξενοφών. Και φυγάς διά παντός. Εις δωρηθέν αυτώ, +τιμής ένεκα, υπό της Σπάρτης κτήμα, τον Σκιλλούντα, ιδιωτεύει +ήδη έχων απέραντον υποστατικόν, ναούς, οικίας, τεμένη, κυνήγια, +δάση, ό,τι θα ηδύνατο να εμφανίση τον Ξενοφώντα τέλειον διά την +εποχήν εκείνην Άρχοντα, υπό την Νεοελληνικήν της λέξεως +σημασίαν. + +Ο Ξενοφών εκεί δεν είναι παρά μία νότα της Φύσεως ευγενεστάτη. +Αι αρμονίαι της ευρίσκουν τόσην ηχώ εις την ψυχήν του! Ο τίμιος +αυτός άνθρωπος, ο τίμιος άνευ μεταφυσικών ως ο Πλάτων +ιδεολογιών, την μεγαλοφυίαν του οποίου δεν είχε μεν ούτε το +ύφος ούτε την λεπτότητα ούτε την τέχνην, ον υπερτερεί όμως εις +την «τιμιωτέραν» διατύπωσιν των νοημάτων και διδασκαλιών του +μεγάλου Αθηναίου διδασκάλου των, ο τίμιος, λέγω, αυτός +άνθρωπος, έγεινεν εκεί εις το κτήμα του, όπου και συνέγραψεν +ό,τι υπό το όνομά του φέρεται, ένα κομμάτι Φύσεως τόσω ωραίον +και τόσω αρμονικόν, ώστε &μόνον& διά την ευγένειαν της ζωής του +αυτής να δικαιολογήται όλη η προς τους Σπαρτιάτας πολιτεία του. + +Ο Ξενοφών είναι ήθος, είναι πνεύμα, είναι κρίσις, είναι +χαρακτήρ. Είναι αυτή η υγεία της ζωής η φυσιολογικωτέρα. +Καμμίαν ανωμαλίαν δεν επήρεν από την Αττικήν Φύσιν. Και τίποτε +από το ευμετάβολον αυτής. Και τίποτε από το πτητικόν και +αερινόν και αιθέριον αυτής. + +Αλλ' η Αττική φύσις έρχονται ημέραι — και είναι όχι ολίγαι αι +ημέραι αυταί — καθ' ας είναι όλω και αρμονία. Άνθησις, ουρανός, +ατμόσφαιρα, φως, χρώμα, τα πάντα είναι εν αναλογία. Γύρω δε +γαλήνη και ηρεμία και ιερότης έξοχος. Μία ευσέβεια επιτάσσεται +τότε αοράτως προς το εκπάγλου κάλλους αυτό όραμα, ευσέβεια, υπό +την οποίαν γονατίζει η ψυχή και στρέφονται τα βλέμματα Άνω, +προς το Κυανούν, με την θειοτέραν μέσα των αναλαμπήν εκστάσεως +και λατρείας. + +Ο Ξενοφών λοιπόν είναι η ωραία υγεία της στιγμής αυτής. Ης έχει +την ευσέβειαν εκείνην όλην αναρπάση, και ης το μυστικόν ρέει +δι' όλης της ζωής του ως νάμα. Ο Ξενοφών είναι η μουσική η +προσγειοτέρα, που δεν έχει μεν τίποτε Μπετόβειον, έχει όμως +όλους τους ρυθμούς εντός της, παιάνος αρχαϊκού προς μάχην και +προς θρίαμβον. Το σώμα του ορθούται ακέραιον, ευθυτενές, σαν +σώμα ωραίου Έλληνος ανδρός, με ένα υπέρτατον αριστείον εις τα +στήθη του, το αριστείον της τιμής και της συνεπείας εις εαυτόν +εις κάθε λόγον του ή πράξιν. + +Εκεί, εις την Σκιλλούντα, τα έργα του που γράφει, γίνονται ένα +με την πέριξ υγείαν της Φύσεως και της Ζωής. Δεν ανέρχεται εις +τας μεταφυσικότητάς των. Αλλά τας παρατηρεί τιμίως και ασφαλώς. +Ο Ξενοφών είναι ο τύπος του &καλού καγαθού& υπό την αρχαίαν +έννοιαν των λέξεων. Είναι ο τύπος του χρηστού και του δικαίου. +Όλη η «Ανάβασις» θάλλει και ανθίζει και καρποφορεί αδρότατα την +χρηστότητα αυτήν, το δίκαιον αυτό, εις κάθε αυτής κύκλον. + +Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται και ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται». +Το του Ευαγγελίου Θείον αυτό ρήμα, η φύσει προφητική, αλλ' εκ +&των γεγονότων& προφητική κ' εκ των πραγμάτων, ψυχή του +προμαντεύει ούτω: «και ο Θεός (ο Θεός! η γενική του και +παγκόσμιος έννοια δεν διαφεύγει την Σωκρατίζουσαν μεν, +θυμόσοφον δε διάνοιαν του Ξενοφώντος) και ο Θεός ίσως άγει +ούτως, ος τους μεγαληγορήσαντας ως πλέον φρονούντας ταπεινώσαι +βούλεται, ημάς δε τους από των Θεών αρχομένους εντιμοτέρους +εκείνων καταστήσαι». + +Τίποτε το υπερφίαλον δεν έχει. Ντρίτος εις όλα. Ευθύς. Και με +κρίσιν, υπό το φως της οποίας ίσως θα ηδύνασο κάποτε ν' +αναμνησθής την εν τω Ευαγγελίω, με την οποίαν θα εκρίνοντο «οι +τα αγαθά ποιήσαντες» και «οι τα φαύλα πράξαντες». Τόσην ισχύν +έχει και τόσην κρυσταλλώδη διαφάνειαν εις το θέτειν τα +ζητήματα, εις το ερευνάν αυτά, εις το αποδεικνύειν, εις το +συνδυάζειν, εις το σταθμίζειν, εις το συμπεραίνειν. + +Η δε ευσέβειά του έχει και αυτή προαναπόλησίν τινα +χριστιανικήν, όταν λέγη ότι εν καιρώ κινδύνων και αποριών περί +του πρακτέου και επιβουλών και πολέμων και αγνοιών το «συν Θεώ +πράττειν» είναι θεσμός της ψυχής υπέρτατος. + +Ο «αριστοκράτης» Αθηναίος δεν ήτο δυνατόν ή να είναι ο +«ευσεβής» της Αναβάσεως υφ' όλας αυτού τας ποικιλίας. Όταν λέγη +«Θεόν» μόνον και ουχί «Θεούς», βεβαίως προφοιβάζεται την +Ευαγγελικήν του Ναζωραίου δόξαν. Και βεβαιότερον η τελευταία +αυτή, διά των λόγων του, διά των του Πλάτωνος. 400 έτη πριν +λάμψη εις τον κόσμον, ενωράθη επί του διανοητικού ουρανού του +Άστεως ως Λόγος. + +Η ευσέβεια αύτη είναι &η μόνη δυνατή φιλοσοφία& εις τον +Ξενοφώντα. Η μέχρι προλήψεων εδώ, η μέχρι καθολικότητος εκεί. +Εκεί φωνάζει εις την ψυχήν του η Παράδοσις και το Καθεστώς. Εδώ +φωνάζει η μεγάλη φωνή του Παύλου εμφαίνοντος τον «Άγνωστον +Θεόν». + +Ο άνθρωπος που διαρκώς μαντεύεται και σπλαγχνοσκοπεί και +οιωνοσκοπεί και θυσιάζει και ονειρεύεται απέκτησε καθ' έξιν, +γενομένην πλέον εις την ψυχήν του &ένστικτον&, μίαν σταθεράν +ψυχικήν ανάτασιν, από την οποίαν, εάν δεν εκπορεύεται πάντοτε ο +ενιαίος και μοναδικός Θεός, πάντοτε όμως εκπορεύεται ο αιώνιος +προς το Θείον σεβασμός, έστω και όταν ούτος φθάνη μέχρις +αίματος . . . + +*** + +Ο Πανταζίδης γράφων περί του Ξενοφώντος ως συγγραφέως λέγει — +υπό τινα βεβαίως τύπον μειώσεως της συγγραφικής του αξίας — ότι +«έγινε συγγραφεύς εκ τύχης και περιστάσεων, ουχί δε +συναισθανόμενος τοιαύτην εν εαυτώ αποστολήν». Τούτο είναι +αληθέστατον. Αλλ' — ερωτάται — τι θα 'πή «γράφειν εκ τύχης» και +«γράφειν εξ αποστολής»; Το γράφειν είναι απλούστατα ένστικτον, +το οποίον, από &δυναμικόν& που είναι, το κάνει &ενεργητικόν& +πότε η ανάγκη και πότε η περίστασις. + +Δύναται να υπάρχη «αποστολή συγγραφική» και όμως να μην υπάρχη +καμμία εις την συγγραφήν αξία. Και δύναται να γράψη κανείς «εκ +τύχης» και η τύχη να βγάλη εις το μέσον αριστούργημα. +Επαναλαμβάνω: αρκεί να υπάρχη το ένστικτον της πέννας. Και +ελησμόνησα να προσθέσω: αρκεί το ένστικτον αυτό να έχη +εξευγενισθή ή κληρονομικώς, από προγόνου εις απόγονον, ή διά +των εντυπώσεων και της πείρας ή από μίαν μεγάλην μεν, αλλ' +ωραίαν της ζωής σφοδρότητα. + +Την τέχνην θα την δώση ο όλος του συγγραφέως χαρακτήρ. Το ήθος +του, η περιπέτειά του, ο σκοπός του, η ευθύτης του, αι σπουδαί +του, το περιβάλλον όπου ζη και η ευγένεια. Ο Πλάτων είχεν +αποστολήν, ουδείς βέβαια αντιλέγει. Αλλ' εκ τούτου δεν έπεται +ότι η αφέλεια, η απλότης και η σαφήνεια, αι κυριώτεραι των +συγγραφών του Ξενοφώντος αρεταί, δεν δύνανται να φθάσουν το +ύψος της καλλιτεχνικής μορφής, εις το οποίον έφθασαν εξ άλλων +αρετών συγγραφικών τα έργα του εξ αποστολής γράψαντος ιδεολόγου +Πλάτωνος. + +Τάχα ο Δαυίδ, γράφων τους δαιμονίους του Ψαλμούς, είχεν +αποστολήν συγγραφικήν; Ή όλοι οι αρχαίοι Εβραίοι συγγραφείς, +Σολομών, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Ιώβ, όλοι εξ Εβραϊκής απόψεως +αριστοτέχναι του Θείου Ιερογράφοι, τάχα είναι κατώτεροι των εξ +αποστολής γραφόντων συγγραφέων, διότι ο μεν εξ αυτών έγραψεν +υπό την πίεσιν της Μετανοίας ή ο άλλος υπό την πίεσιν της +Ματαιότητος ή ο τρίτος υπό την πίεσιν των αγρίων της Πατρίδος +του δυστυχιών; + +Ένα είναι θετικόν, ότι ο Ξενοφών είναι «συγγραφεύς». Αλλ' εκεί +όπου φρονούν τινες ότι είναι έξοχος, εις την περιγραφήν, εγώ +φρονώ ότι είναι μετριώτατος. Είναι δε πράγματι έξοχος, όπου τον +εμπνέει η στρατιωτική του μεγαλοφυία, διά να πείση ή διά να +παρορμήση ή διά να ενθουσιάση, εις τας δημηγορίας του. + +Η παρατήρησις εν αυτώ είναι μοναδική και οξυτάτη και +λεπτομερής. Η σύνθεσίς της όμως χαλαρά ή αδεξία. Ήτον ο +Σωκράτης περιγραφικός; Παν άλλο. Ως διαλεκτικός, ως +ερωτηματικός, ως συνθετιστής ή αναλυτικός της ανθρωπίνης +σκέψεως ήτον αληθώς δαιμόνιος. Και ο Ξενοφών, εκεί όπου η +διαφάνεια του Αττικού αιθέρος επιτρέπει δι' αυτής να φαίνεται +και η ελαχίστη πτυχή του εγκεφάλου του, όπου γίνεται ένα με +αυτόν, όπου όλος ο Σωκρατικός αέρας διέρχεται ως απαλή θωπεία +ευγενεστάτη δι' όλων των πτυχών της διανοίας του, ο Ξενοφών +είναι αντάξιος μαθητής του διδασκάλου, και η δημηγορία του με +ό+λας τας ποικιλίας των γλωσσικών μορίων, αποτελούντων τους +στερεωτέρους της αρμούς, εγγίζει τότε όλα του «αριστουργήματος» +τα ύψη ανάερος, χαριτωμένη, ελαφρά, ευγενική, ωραία. Ως +ιστορικός δε, με την απλότητα, ην έχει, σε ξαφνίζει με τους +προσανατολισμούς της τους σεμνούς πολλάκις προς τα Ιερά των +Εβραίων Γράμματα. + +Ο Ξενοφών έχει δι' όλου του έργου του την επιβολήν δεμένην με +τον χαρακτήρα. Πλουτάρχειον χαρακτήρα με χρώματα Ρεμπράν. +Επιβολήν επί Αρκάδας και Λακεδαιμονίους και Μαντινείς και +Αχαιούς, επί πάντας, ων κατά την Ανάβασιν προέστη. Επιβολήν +ούτε εκ τραχύτητος, ούτε εκ σκαιότητος, ούτε εκ συνοφρυώσεων, +ούτε εκ θυμών, ούτε εξ εξοργίσεων. + +Είναι ο θηριοδαμαστής εκείνου του στρατεύματος, ο με πειθώ και +διαλεκτικήν και χάριν. Εάν δεν υπήρχεν αυτός μετά την +δολοφονίαν των στρατηγών, το στράτευμα εκείνο θα εγίνετο βορά +των βαρβάρων ή των θηρίων• θα εχάνετο μία δόξα, η της +Αναβάσεως. Και το ωραίον όνειρον που επέρασε διά των βαρβαρικών +χωρών εκείνων ως όνειρον Ελληνισμού υπέροχον, θα έσβυνε σαν +σαπουνόφουσκα στο χάος. Τώρα μένει. Η Τραπεζούς, η οποία πρώτη +είδε τα αρήια εκείνα σώματα, είναι τουλάχιστον εκεί ακόμη το +τέρμα της επί θάλατταν εποποιιακής εκείνης εκστρατείας. Και +είναι ο Ξενοφών η δύναμις του ονείρου αυτού, το φως του. + + +Ολίγας λέξεις ακόμη περί της μεταφράσεως. Εις αυτήν λέγω ότι +ηρνήθην σχεδόν εντελώς την ατομικότητά μου. Το ύφος μου εις +ελάχιστα σημεία μόνον έχω. Ηθέλησα να σεβασθώ τον συγγραφέα +καθ' ολοκληρίαν. Πιστώς δε μέχρι του ελαχίστου του, μέχρι του +επουσιωδεστάτου του μορίου. Ο σκοπός μου ήτο μόνον «τι θέλει να +'πή ο Ξενοφών». Τίποτε άλλο. Πώς θα το έλεγα εγώ, με το ιδικόν +μου ύφος, ούτε εσκέφθην. + +Περιέπεσα επίτηδες εις το «δυστύχημα» να μην έχη σχεδόν κανένα +ύφος η μετάφρασίς μου. Και εθυσίασα κάθε εγώ επί των σελίδων +του. Έως εκεί ενόμισα ότι έπρεπε να φθάση η ευλάβειά μου. Εάν η +Νεοελληνική γλώσσα, ακολουθούσα το ύφος και την ομαλότητα +οιουδήποτε αρχαίου συγγραφέως, χωρίς καμμίαν παρεμβολήν ούτε +του γούστου, ούτε του ύφους του μεταφραστού εις την μετάφρασιν, +παρουσιάζη αυτήν μετάφρασιν διά την σύγχρονων καλαισθησίαν και +μουσικήν σύνθεσιν της φράσεως άτονον και λιτήν και ήρεμον, έστω +και χαλαράν ακόμη, αδιαφόρησα. Είπα: ηρνήθην τον εαυτόν μου +εντελώς. Κ' επρόσεξα μόνον εις την ευσυνειδητοτέραν της φράσεως +απόδοσιν. Διά να είναι δε η απόδοσις αυτής τελειοτέρα, εντός +παρενθέσεως, όπου μεν επρόκειτο ν' αποδοθή σαφέστερον, ενέθεσα +και άλλην μετάφρασιν αυτής αναλυτικωτέραν, όπου δε ζωηρότερον +και παραστατικώτερον, και δημοτικήν. Με δύο λέξεις: Ο +αναγινώσκων την πολύμοχθον, την απ' ευθείας εκ του κλασικού +κειμένου μετάφρασίν μου αυτήν, φρονώ, ότι θα ηδύνατο να είπη +απεριφράστως, αρκεί μόνον ολίγον να προσέξη: την κατάλαβα! + + &_Δημήτριος Αναστασόπουλος + Ο Αθηναίος_& + + + +ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ + + +ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ + + + + +Κεφάλαιον πρώτον. + + + +Υπό του Δαρείου και της Παρυσάτιδος εγεννήθησαν δύο υιοί, των +οποίων ο μεγαλείτερος μεν ωνομάζετο Αρταξέρξης, ο νεώτερος δε +Κύρος. Επειδή δε ησθένει ο Δαρείος και προεμάντευε τον θάνατόν +του, επεθύμει να είναι πλησίον του και οι δύο υιοί του. + +Και ο μεγαλείτερος μεν ήτο παρών. Τον δε Κύρον προσεκάλεσε να +έλθη από την έδραν της διοικήσεώς του, της οποίας τον είχεν +αναδείξη σατράπην και στρατηγόν όλων των εν τη περιφερεία του +Καστωλού αθροιζομένων στρατευμάτων. Αναβαίνει λοιπόν ο Κύρος +παραλαβών μαζή του και τον ως φίλον υπ' αυτού θεωρούμενον +Τισσαφέρνην, προς τούτοις δε και τριακοσίους Έλληνας οπλίτας +υπό στρατηγόν τον Ξενίαν Παρράσιον. + +Αφού δε απέθανεν ο Δαρείος και κατέλαβε τον βασιλικόν θρόνον ο +Αρταξέρξης, ο Τισσαφέρνης συκοφαντεί τον Κύρον προς τον αδελφόν +του, ότι τάχα τον επιβουλεύεται. Ούτος δε πείθεται και +συλλαμβάνει τον Κύρον με τον σκοπόν να τον φονεύση. Η δε μήτηρ, +παρακαλέσασα αυτόν να τον αφήση ελεύθερον, τον αποστέλλει πάλιν +εις την έδραν του. + +Ο δε Κύρος, άμα ως απηλλάγη του κινδύνου και της γενομένης εις +αυτόν προσβολής, σκέπτεται να απελευθερωθή πλέον της εξουσίας +του αδελφού του και, αν το κατορθώση, να βασιλεύση αυτός αντ' +εκείνου. Προς τούτο, η μεν Παρύσατις, η μήτηρ του, υπεβοήθει +τον Κύρον παραμένουσα πλησίον του, αγαπώσα δε περισσότερον +αυτόν ή τον βασιλεύοντα υιόν της Αρταξέρξην. + +Οιοσδήποτε δε ήρχετο προς αυτόν παρά του βασιλέως (ως +απεσταλμένος), τοιούτων ηξιούτο υπό του Κύρου περιποιήσεων, +ώστε, επιστρέφων, να είναι μάλλον φίλος αυτού ή του βασιλέως. +Επεριποιείτο δε πάντας όσοι εκ των Περσών ήσαν πλησίον του, +ώστε και ικανοί να είναι προς πόλεμον εν καιρώ και ευνοϊκώς να +είναι διατεθειμένοι υπέρ αυτού. + +Τας δε Ελληνικάς στρατιωτικάς δυνάμεις συνήθροιζεν όσον του ήτο +δυνατόν κρυφίως, επί τω σκοπώ να καταλάβη εντελώς +απροετοίμαστον προς πόλεμον τον βασιλέα. Κατά τον εξής λοιπόν +τρόπον συνέλεγε τα στρατεύματα. Παρήγγειλεν εις έκαστον των +φρουράρχων των πόλεων, εις τας οποίας είχε προς φύλαξιν αυτών +φρουράς, να λαμβάνουν στρατιώτας Πελοποννησίους όσον το δυνατόν +περισσοτέρους και γενναιοτέρους, προφασιζόμενος ότι ο +Τισσαφέρνης επιβουλεύει τας πόλεις. Αληθώς δε αι Ιωνικαί πόλεις +ανήκον εις παλαιοτέραν εποχήν εις τον Τισσαφέρνην, δωρηθείσαι +εις αυτόν υπό του βασιλέως. Ήδη δε όλαι, εκτός της Μιλήτου, +είχαν αποστατήση προς τον Κύρον. + +Προβλέπων λοιπόν ο Τισσαφέρνης ότι και οι κάτοικοι της Μιλήτου +σκέπτονται επίσης ν' αποστατήσουν προς τον Κύρον, άλλους μεν εξ +αυτών εφόνευσεν, άλλους δε εξεδίωξεν. Ο δε Κύρος δεχθείς τους +φυγάδας και συγκροτήσας στράτευμα επολιόρκει κατά γην και κατά +θάλασσαν την Μίλητον και προσεπάθει παντί τρόπω να επαναφέρη +τους εκδιωχθέντας εις την πατρίδα των. Και το γεγονός αυτό του +εχρησίμευσεν ως νέα πρόφασις και πάλιν προς συλλογήν +στρατευμάτων. + +Προς δε τον βασιλέα Αρταξέρξην παρήγγειλε να δοθούν μάλλον εις +αυτόν, ως αδελφόν του, αι περί ων ο λόγος πόλεις, παρά να είναι +άρχων αυτών ο Τισσαφέρνης. Προς επιτυχίαν δε του σκοπού του +αυτού συνέπραττε και η μήτηρ του. Ούτω ο βασιλεύς την εναντίον +μεν αυτού επιβουλήν του Κύρου δεν ηννόει, ενόμιζε δε ότι ούτος +δαπανά διά τον στρατόν, επειδή ευρίσκετο εις πόλεμον με τον +Τισσαφέρνην. Ώστε δεν εδυσφόρει διόλου, βλέπων ότι αυτοί +επολέμουν κατ' αλλήλων. Άλλως τε ο Κύρος απέστελλε τακτικά εις +τον βασιλέα τους εκ των πόλεων εκείνων εισπραττομένους φόρους, +αι οποίαι έτυχε να υπάγωνταί ποτε υπό τον Τισσαφέρνην. + +Νέον δε στρατόν συνέλεγεν εν τη απέναντι της Αβύδου κειμένη +Χερρονήσω κατά τον εξής τρόπον. Ο Λακεδαιμόνιος Κλέαρχος ήτο +μεταξύ των φυγάδων. Τούτον γνωρίσας εκ του πλησίον ο Κύρος +εξετίμησε και του έδωκε δέκα χιλιάδας δαρεικών (1). Αυτός δε, +παραλαβών τα χρήματα, συνέλεξε δι' αυτών στράτευμα και, εκ της +Χερρονήσου ορμώμενος, επολέμει προς τους Θράκας τους υπεράνω +του Ελλησπόντου κατοικούντας, γενόμενος ούτω ωφέλιμος εις τους +Έλληνας. Ώστε και χρήματα εκουσίως συνεισέφερον αι +Ελλησποντιακαί πόλεις προς συντήρησιν των στρατιωτών του. +Τοιουτοτρόπως δε και τούτο το στράτευμα συνετηρείτο υπ' αυτού +κρυφίως. + +Ο δε Αρίστιππος ο Θεσσαλός, όστις είχε ποτε φιλοξενηθή υπό του +Κύρου, πιεζόμενος υπό των εν τη πατρίδι του στασιωτών του +αντιθέτου κόμματος, έρχεται προς τον Κύρον και του ζητεί ως δύο +χιλιάδας στρατιώτας και τον προς διατροφήν αυτών επί τρεις +μήνας ανάλογον μισθόν, νομίζων ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον +θα ηδύνατο να κατισχύση των αντιπάλων του. Ο δε Κύρος δίδει εις +αυτόν τέσσαρας χιλιάδας στρατιώτας και μισθόν δι' έξ μήνας και +τον παρακαλεί να μη συνδιαλλαγή μετ' αυτών, πριν ή συνεννοηθή +μαζή του. Ούτω δε και πάλιν ετρέφετο υπ' αυτού κρυφίως και το +εν Θεσσαλία στράτευμα. + +Προς τον επίσης δε φιλοξενηθέντα ποτέ υπ' αυτού Πρόξενον τον εκ +Βοιωτίας παρήγγειλεν, αφού λάβη όσον το δυνατόν περισσοτέρους +άνδρας, να σπεύση προς αυτόν, επειδή σκοπεύει να εκστρατεύση +κατά των Πισιδών (2) διότι οι Πισίδαι ούτοι ενοχλούν την χώραν +του. Προς δε τον εκ Στυμφαλίας Σοφαίνετον και τον εξ Αχαΐας +Σωκράτην, επίσης και τούτους φιλοξενηθέντας άλλοτε υπ' αυτού, +παρήγγειλε να λάβουν όσον το δυνατόν περισσοτέρους άνδρας και +να έλθουν προς αυτόν, επειδή σκέπτεται να πολεμήση μετά των +φυγάδων της Μιλήτου κατά του Τισσαφέρνους. Όλοι δε αυτοί +συνεμορφούντο προς τας παραγγελίας του. + + + +Κεφάλαιον δεύτερον. + + + +Όταν δε πλέον ενόμισεν ότι είναι κατάλληλος ο καιρός να +εκστρατεύση (να βαδίση προς τα μεσόγεια), επροφασίσθη κατ' +αρχάς ότι θέλει να εκδιώξη εντελώς από την χώραν των τους +Πισίδας. Συναθροίζει λοιπόν τα Περσικά και Ελληνικά στρατεύματα +ως εάν επρόκειτο να πολεμήση εναντίον των. Συγχρόνως δε +παραγγέλλει και εις τον Κλέαρχον να έλθη, αφού παραλάβη όσον +είχε μαζή του στράτευμα, και εις τον Αρίστιππον, αφού +συμφιλιωθή προς τους εν τη πατρίδι του αντιπάλους του, να του +αποστείλη όσον είχε πλησίον του στρατόν. Επίσης και εις τον +Ξενίαν τον εξ Αρκαδίας, όστις ήτο στρατηγός του εις τας πόλεις +υπάρχοντος ξενικού (μισθοφορικού) στρατού, παρήγγειλε να έλθη, +αφού παραλάβη όλους τους στρατιώτας, εκτός εκείνων, οίτινες +ήσαν επιτήδειοι προς υπεράσπισιν των φρουρίων (ακροπόλεων). + +Προσεκάλεσε δε και τους πολιορκούντας την Μίλητον και διέταξεν +όλους τους φυγάδας της να εκστρατεύσουν μετ' αυτού, υποσχόμενος +εις αυτούς, εάν ήθελον πολεμήση και συμπεριφερθή καλώς εις τον +πόλεμον, να μη τους στερήση της προστασίας του, πριν ή +επαναφέρη αυτούς εις την πατρίδα των. Ούτοι δε ευχαρίστως +επείθοντο. Διότι έδιδον ιδιαιτέραν πίστιν εις τους λόγους του. +Και παραλαβόντες τα όπλα ήλθον (ο είς μετά τον άλλον) εις τας +Σάρδεις. + +Και ο μεν Ξενίας ήλθεν, αφού παρέλαβεν εκ των ευρισκομένων εις +τας πόλεις στρατευμάτων περί τας τέσσαρας χιλιάδας οπλίτας. Ο +δε Πρόξενος ήλθε φέρων μαζή του οπλίτας μεν μέχρι χιλίων +πεντακοσίων, γυμνήτας δε (ευζώνους — ελαφρούς) μέχρι +πεντακοσίων. Ο δε εκ Στυμφαλίας Σοφαίνετος ήλθε φέρων χιλίους +οπλίτας, ο δε εξ Αχαΐας Σωκράτης έως πεντακοσίους οπλίτας, ο δε +εκ Μεγάρων Πασίων τριακοσίους μεν οπλίτας, τριακοσίους δε +πελταστάς. Ούτος δε, καθώς και ο Σωκράτης, ήτον εξ εκείνων, +οίτινες επολιόρκουν την Μίλητον. + +Και αυτοί μεν έφθασαν εις τας Σάρδεις, όπου ήτον ο Κύρος. Ο δέ +Τισσαφέρνης, εννοήσας καλώς όλα αυτά τα τεχνάσματα και +αντιληφθείς ότι όλη η πολεμική προπαρασκευή αυτή ήτο πολύ +μεγαλειτέρα παρ' όσον εχρειάζετο διά να εκστρατεύση τις κατά +των Πισιδών, μεταβαίνει εις τον βασιλέα Αρταξέρξην όσον ηδύνατο +ταχύτερον, φέρων μαζή του έως πεντακοσίους ιππείς. + +Και λοιπόν ο μεν βασιλεύς, αφού ήκουσε τα καθ' έκαστα από τον +Τισσαφέρνην περί της τοιαύτης, προπαρασκευής του Κύρου, +αντιπαρεσκευάζετο επίσης και αυτός προς πόλεμον. Ο δε Κύρος, +έχων μαζή του πάντα τα στρατεύματα, τα οποία ανέφερα ανωτέρω, +εξεκίνησεν από τας Σάρδεις. Και, προχωρών διά μέσου της Λυδίας +σταθμούς τρεις, παρασάγγας (3) είκοσι δύο, φθάνει εις τον +Μαίανδρον ποταμόν, έχοντα πλάτος δύο πλέθρα (4). Επ' αυτού +υπήρχε γέφυρα αποτελούμενη από επτά συνεχόμενα μεταξύ των +πλοία. Διαβάς τον ποταμόν αυτόν προχωρεί διά μέσου της Φρυγίας +σταθμόν ένα, παρασάγγας οκτώ και φθάνει εις Κολοσσάς, πόλιν +κατοικουμένην, πλουσίαν και μεγάλην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας +επτά. Και κατά το διάστημα τούτο ήλθεν εις την πόλιν αυτήν προς +συνάντησίν του ο εκ Θεσσαλίας Μένων, φέρων μαζή του χιλίους +οπλίτας και πεντακοσίους πελταστάς, Δόλοπας και Αινιάνας και +Ολυνθίους. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας είκοσι και φθάνει +εις Κελαινάς, πόλιν της Φρυγίας, κατοικουμένην επίσης, μεγάλην +και πλουσίαν. Ενταύθα υπήρχον ανάκτορα του Κύρου και κήπος +απέραντος, πλήρης αγρίων θηρίων, τα οποία εθήρευεν εκείνος +έφιππος, οσάκις ήθελε να γυμνάση και τον εαυτόν του και τους +ίππους του. Διά μέσου δε του κήπου τούτου ρέει ο Μαίανδρος +ποταμός, πηγάζων πλησίον των ανακτόρων, διερχόμενος δε και διά +μέσου της πόλεως των Κελαινών. + +Υπάρχουν δε και οχυρώτατα ανάκτορα του μεγάλου βασιλέως εις τας +Κελαινάς, πλησίον των πηγών του Μαρσύου ποταμού, κάτωθεν της +ακροπόλεως. Ρέει δε και ούτος διά μέσου της πόλεως και χύνεται +εις τον Μαίανδρον, έχων πλάτος είκοσι πέντε ποδών. Ενταύθα +λέγεται ότι ο Απόλλων έγδαρε τον Μαρσύαν, αφού τον ενίκησε +διαφιλονεικούντα από αυτόν τα πρωτεία της περί την μουσικήν +ικανότητος και τέχνης, ότι δε εκρέμασε το δέρμα του εις το +άντρον, από το οποίον πηγάζει ο ποταμός. Διά τούτο, δε και +καλείται έκτοτε ο ποταμός: Μαρσύας. + +Ενταύθα και ο Ξέρξης, ότε επέστρεφεν εκ της Ελλάδος, μετά την +μεγάλην εκείνην εν Σαλαμίνι ήτταν του, λέγεται ότι οικοδόμησε +τα ανάκτορα ταύτα και την ακρόπολιν των Κελαινών. Όπου και +έμεινεν ο Κύρος ημέρας τριάκοντα. Ήλθε δε εν τω μεταξύ ο +Λακεδαιμόνιος Κλέαρχος, φυγάς εκ της πατρίδος του, φέρων +χιλίους οπλίτας και οκτακοσίους πελταστάς Θράκας, και τοξότας +Κρήτας διακοσίους. Ταυτοχρόνως δε έφθασε και Σώσις ο +Συρακούσιος, φέρων τριακοσίους οπλίτας, και Σοφαίνετος ο Αρκάς, +φέρων χιλίους οπλίτας. Ενταύθα, εν τη μεγάλη περιοχή του κήπου, +επεθεώρησε και αρίθμησεν ο Κύρος τα Ελληνικά στρατεύματα, εύρε +δε ότι ανήρχοντο εις ένδεκα χιλιάδας οπλίτας και εις δύο +χιλιάδας περίπου πελταστάς. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις +Πέλτας, πόλιν οικουμένην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας τρεις, κατά +τας οποίας ο εξ Αρκαδίας Ξενίας εώρτασε την εορτήν των Λυκίων, +θύσας εις τους θεούς και συστήσας αγώνας, των οποίων βραβεία +ήσαν χρυσαί στλεγγίδες &(ξύστραι)&. Εθεάτο δε τους αγώνας +τούτους και ο Κύρος. Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας +δώδεκα και φθάνει εις την αγοράν των Κεράμων, πόλιν +κατοικουμένην, κειμένην δε εις τα έσχατα μεθόρια της Μυσίας. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας τριάκοντα και +φθάνει εις την πεδιάδα του Καΰστρου, πόλεως κατοικουμένης. +Ενταύθα έμεινεν ημέρας πέντε. Και εις τους στρατιώτας ωφείλοντο +μισθοί πλέον των τριών μηνών, πολλάκις δε ούτοι ήρχοντο εις την +μεγάλην θύραν της αυλής του Κύρου, ζητούντες επιμόνως τους +μισθούς των. Ο δε Κύρος τους έλεγε να περιμένουν, αν και +προφανώς εστενοχωρείτο διά την έλλειψιν χρημάτων. Διότι δεν ήτο +ίδιον του Κύρου να έχη χρήματα εις χείρας του και να μη +πληρώνη. + +Ενταύθα έρχεται εις τον Κύρον η Επύαξα, σύζυγος του Συεννέσιος, +βασιλέως της Κιλικίας. Διεδίδετο δε ότι του έδωκε πολλά +χρήματα. Το βέβαιον εν τούτοις είναι ότι επλήρωσε τότε ο Κύρος +εις τον στρατόν μισθούς τεσσάρων μηνών. Συνωδεύετο δε η +βασίλισσα και υπό φρουράς εκ στρατιωτών Κιλίκων και Ασπενδίων. +Και ελέγετο ότι εσυγγένευε με τον Κύρον. Εντεύθεν προχωρεί +σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις το Θύμβριον, πάλιν +κατοικουμένην. Ενταύθα, παρά την οδόν την άγουσαν εις την +πόλιν, ήτο κρήνη, η ονομαζομένη κρήνη του Μίδου, του βασιλέως +των Φρυγών, παρ' αυτήν δ' ελέγετο ότι ο Μίδας ούτος συνέλαβε +τον Σάτυρον ενώ έπινεν, αφού πρώτον ανέμιξε τα ύδατα αυτής με +οίνον. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις +το Τυριάειον, πόλιν κατοικουμένην. Ενταύθα έμεινεν ημέρας +τρεις, κατά τας οποίας λέγεται ότι η βασίλισσα της Κιλικίας +παρεκάλεσε τον Κύρον να της παρουσιάση τα στρατεύματα. Επιθυμών +λοιπόν ο Κύρος να συμμορφωθή προς την παράκλησίν της ταύτην +επιθεωρεί εις ανοικτήν πεδιάδα πάντα τα στρατεύματα Ελλήνων και +Περσών. + +Διέταξε δε τους Έλληνας να παραταχθούν, ως εάν ήσαν έτοιμοι +προς μάχην, να παρατάξη δ' έκαστος στρατηγός ξεχωριστά τους +ιδικούς του. Παρετάχθησαν λοιπόν εις φάλαγγα βάθους τεσσάρων +ανδρών. Και του μεν δεξιού κέρατος στρατηγός ήτον ο Μένων και +οι υπ' αυτόν αξιωματικοί• του δε αριστερού ο Κλέαρχος και οι +αξιωματικοί του. Οι επίλοιποι δε των στρατηγών διηύθυναν το +μέσον του στρατεύματος. + +Επεθεώρει λοιπόν ο Κύρος πρώτον μεν τους βαρβάρους (τους +Πέρσας) παρελαύνοντας ενώπιόν του, το μεν ιππικόν κατ' ίλας, το +δε πεζικόν κατά λόχους. Μετ' αυτούς δ' επεθεώρει τους Έλληνας, +αυτός μεν ο ίδιος παρελαύνων επί πολεμικού άρματος, η δε +βασίλισσα της Κιλικίας επί τεθρίππου αμάξης εις ένδειξιν τιμής. +Έφεραν δε όλοι χαλκίνας περικεφαλαίας και χιτώνας κοκκίνους και +περικνημίδας και ασπίδας γυμνάς. + +Αφού δε επεθεώρησε πάντας, εσταμάτησε το άρμα του προ του μέσου +του φάλαγγος και, αποστείλας εις τους Έλληνας στρατηγούς τον +διερμηνέα του Πίγρητα, διέταξε να εφορμήση τροχάδην όλη η +φάλαγξ με προτεταμένα τα όπλα (τας ασπίδας και τα δόρατα). Οι +στρατηγοί ανήγγειλαν ευθύς ενώπιον όλου του στρατεύματος τας +διαταγάς του Κύρου και, σαλπίσαντος του σαλπιγκτού, όλη η +φάλαγξ με τα όπλα προτεταμένα εφώρμησε προς τα εμπρός. Οι +στρατιώται εφ' όσον επροχώρουν, εκσπώντες όλοι εις τον δρόμον +των εις αλαλαγμούς ακρατήτους, εφέροντο δρομαίοι προς τας +σκηνάς (το μέρος όπου εστρατοπέδευαν), ως εκ τούτου δε κατέλαβε +μέγας φόβος τους Πέρσας, και η βασίλισσα της Κιλικίας, +ηναγκάσθη να φύγη και αυτή επί της αρμαμάξης της, και οι +πωληταί ωνίων επίσης μετ' αυτής, εγκαταλείψαντες τα ώνια, ενώ +οι Έλληνες, μόλις συγκρατούντες τους γέλωτας, είχον ήδη φθάση +προ του στρατοπέδου των. + +Η βασίλισσα, ιδούσα την λαμπρότητα και την εν γένει τάξιν του +στρατεύματος, εξέφρασε τον θαυμασμόν της προς τον Κύρον, όστις +εξ άλλου λίαν ηυχαριστήθη ιδών τον εις τους Πέρσας υπό των +Ελλήνων προξενηθέντα φόβον. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας είκοσι και φθάνει +εις το Ικόνιον, πόλιν κειμένην εις τα έσχατα όρια της Φρυγίας, +όπου και έμεινεν ημέρας τρεις. Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της +Λυκαονίας σταθμούς πέντε, παρασάγγας τριάκοντα. Την χώραν όμως +ταύτην ως εχθράν της σατραπείας του επέτρεψεν εις τους Έλληνας +να την διαρπάσουν &(πλιάτσικο)&. + +Ενταύθα ο Κύρος αποστέλλει διά της συντομωτέρας οδού την +βασίλισσαν εις την πατρίδα της (την Κιλικίαν), ως τιμητικήν δε +συνοδίαν της ορίζει τον στρατηγόν Μένωνα με όλους του τους +άνδρας. Ο δε Κύρος με το επίλοιπον στράτευμα προχωρεί διά μέσου +της Καππαδοκίας σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσι πέντε και +φθάνει εις Δάνα, πόλιν κατοικουμένην, μεγάλην και πλουσίαν, +όπου και έμεινεν ημέρας τρεις και όπου εθανάτωσε κάποιον Πέρσην +ονομαζόμενον Μεγαφέρνην, αξιωματικόν της Περσικής αυλής, όστις +εφρόντιζε περί της παρασκευής της πορφύρας, και κάποιον άλλον +προϊστάμενον των υπάρχων, επί τω λόγω ότι ούτοι επεβουλεύοντο +την ζωήν του. + +Από του μέρους τούτου προσεπάθουν να εισβάλουν εις την +Κιλικίαν, της οποίας το μόνον πέρασμα ήτον αμαξιτός δρόμος, +τόσον όμως απόκρημνος, ώστε ήτον απολύτως αδύνατον να διέλθουν +δι' αυτού τα στρατεύματα, εάν τις αιφνιδίως ήθελε τα εμποδίση. +Προς τούτοις ελέγετο ότι και ο Συέννεσις ευρίσκετο επί των +εκατέρωθεν κορυφών των ορέων, φυλάττων τα στενά. Διά τον λόγον +δε τούτον και έμεινεν ο Κύρος μίαν ημέραν εις την πεδιάδα. + +Την επομένην όμως έφθασεν εις το στράτευμα απεσταλμένος λέγων +ότι είχεν εγκαταλείψη ο Συέννεσις τας κορυφάς, επειδή έμαθεν +ότι ο στρατός του Μένωνος ευρίσκετο ήδη εντός της Κιλικίας +διαβάς τα όρη, και ότι ο Ταμώς, κυβερνών τα πλοία των +Λακεδαιμονίων και του Κύρου, περιέπλεε τα από Ιωνίας εις +Κιλικίαν παράλια, απειλών απόβασιν. + +Ο Κύρος λοιπόν ανέβη τα όρη, χωρίς ουδείς να του εμποδίση την +διάβασιν, εντεύθεν δε είδε και το μέρος, όπου οι Κίλικες +εφύλαττον. Κατόπιν καταβαίνει εις πεδιάδα μεγάλην και εύφορον, +γεμάτην από νερά και διάφορα καρποφόρα δένδρα και αμπέλους, +παράγουσαν δε αφθόνους δημητριακούς καρπούς, σουσάμι, κεχρί, +αραβόσιτον, κριθήν και σίτον, περιβαλλομένην δε από του ενός +άκρου της θαλάσσης εις το άλλο από όρη μεγάλα και υψηλά. + +Κατελθών διά της πεδιάδος ταύτης διήνυσε σταθμούς τέσσαρας, +παρασάγγας είκοσι πέντε και φθάνει εις Ταρσόν, πόλιν της +Κιλικίας μεγάλην και πλουσίαν, όπου και ήσαν τα ανάκτορα του +βασιλέως των Κιλίκων Συεννέσιος, και όπου, διά μέσου της +πόλεως, ρέει ποταμός, ονομαζόμενος Κύδνος, έχων πλάτος δύο +πλέθρων. + +Την πόλιν ταύτην εγκατέλιπον οι κάτοικοι με τον βασιλέα των +Συέννεσιν, καταφυγόντες επί των ορέων εις τόπον οχυρόν, έμειναν +δε μόνον οι έχοντες καπηλεία καθώς και οι πλησίον της θαλάσσης +εις Σόλους και εις Ισσούς κατοικούντες. + +Η δε Επύαξα, η σύζυγος του Συεννέσιος, είχεν ήδη φθάση εις +Ταρσούς πέντε ημέρας πριν ή φθάση ακόμη ο Κύρος. Κατά δε την +διάβασιν των ορέων, προς το μέρος της πεδιάδος, κατεστράφησαν +δύο λόχοι του Μένωνος. Και ως αιτία της καταστροφής αυτής +φέρεται: κατ' άλλους μεν ότι κατεσφάγησαν, ενώ κάπου εκεί επάνω +διήρπαζον, υπό των Κιλίκων, κατ' άλλους δε ότι, μείναντες οπίσω +και μη δυνάμενοι ν' ανεύρουν το υπόλοιπον στράτευμα ουδέ την +οδόν, εχάθησαν, περιπλανηθέντες, εις τα όρη. Ήσαν δ' εν όλω +ούτοι οπλίται περί τους εκατόν. + +Οι δε άλλοι Έλληνες, εξωργισμένοι διά την καταστροφήν αυτήν των +συστρατιωτών των, μόλις έφθασαν εις την πόλιν, αμέσως και την +διήρπασαν, καθώς και τα εν αυτή ανάκτορα του βασιλέως. Ο Κύρος +δ' εξ άλλου, μετά την εις Ταρσούς είσοδόν του, έστειλεν αμέσως +και προσεκάλεσε τον Συέννεσιν, όστις όμως απήντησεν ότι ούτε +πρωτήτερα είχεν έλθη ποτέ εις ρήξιν με κανένα ανώτερόν του, +ούτε τώρα επεθύμει να συγκρουσθή με τον Κύρον, έως ου επί +τέλους επείσθη από την γυναίκα του να προσέλθη, αφού πρώτον +έλαβε παρά του Κύρου υπόσχεσιν περί της ασφαλείας της ζωής του. + +Κατόπιν τούτων, αφού συνηντήθησαν, ο μεν Συέννεσις εδώρησεν εις +τον Κύρον άφθονα χρήματα διά το στράτευμα, ο δε Κύρος εδώρησεν +εις τον Συέννεσιν δώρα, τα οποία οι της Περσίας βασιλείς +θεωρούν άξια να τιμήσουν ένα βασιλέα, δηλαδή ίππον φέροντα +χρυσούς χαλινούς και περιδέραιον χρυσούν και βραχιόλια χρυσά +και ακινάκην (μάχαιραν καμπύλην) χρυσούν και στολήν Περσικήν, +υποσχεθείς συγχρόνως εις αυτόν ότι δεν θα διαρπαγή πλέον εν τω +μέλλοντι η χώρα του, τους δε αιχμαλωτισθέντας εκ των υπηκόων +του, ότι δύναται να τους παραλάβη οπίσω, οπουδήποτε και εις +οιουδήποτε χείρας ήθελε τους συναντήση. + + + +Κεφάλαιον τρίτον. + + + +Ενταύθα (εις την Κιλικίαν) έμεινεν ο Κύρος και ο στρατός του +είκοσιν ημέρας. Διότι οι στρατιώται του δεν ήθελαν να +προχωρήσουν πλέον, επειδή ήρχισαν ήδη να υποπτεύωνται ότι +βαδίζουν εναντίον του μεγάλου βασιλέως. Έλεγαν δε ότι δεν είχαν +προς τον σκοπόν τούτον μισθωθή. Πρώτος δε ο Κλέαρχος εβίαζε +τους στρατιώτας του να προχωρούν. Ούτοι όμως, ότε ηναγκάσθησαν +να βαδίσουν διά της βίας, και αυτόν τούτον τον Κλέαρχον +ελιθοβόλησαν και τα υποζύγια του. + +Ο Κλέαρχος τότε μεν μόλις διέφυγε τον εκ λιθοβολισμού θάνατον, +κατόπιν δε, αφού ενόησεν ότι δεν θα ημπορέση να τους +εξαναγκάση, προσεκάλεσεν εις γενικήν συνέλευσιν τους στρατιώτας +του. Και κατ' αρχάς μεν επί αρκετήν ώραν εδάκρυεν ιστάμενος +σιωπηλός ενώπιόν των οι δε στρατιώται, βλέποντες αυτόν ούτω +δακρύοντα, εθαύμαζαν και αυτοί σιωπώντες. Μετ' ολίγον δε +ωμίλησε προς αυτούς ως εξής: + +«Άνδρες στρατιώται, μην απορήτε ότι με μεγάλην μου στενοχωρίαν +φέρω την τοιαύτην των πραγμάτων κατάστασιν. Διότι ο Κύρος και +φίλος καλός προς εμέ υπήρξε, και, διωκόμενον εκ της πατρίδος +μου, με περιέβαλε διά πλείστων τιμών, και δέκα χιλιάδας +δαρεικών μου έδωκε. Τους οποίους και παραλαβών δεν εκράτησα διά +τον εαυτόν μου, ουδέ διά διασκεδάσεις μου εξώδευσα. αλλά πάντας +προς χάριν σας κατεδαπάνησα. + +Και πρώτον μεν επολέμησα κατά των Θρακών και μαζή σας τους +ετιμώρουν υπέρ της Ελλάδος, εκδιώκων αυτούς από την Χερρόνησον, +επειδή ήθελαν ν' αρπάσουν από τους ενοικούντας Έλληνας την γην +των. Επειδή δε κατόπιν με προσεκάλεσε πλησίον του ο Κύρος, +μετέβην και πάλιν μαζή σας προς αυτόν, όπως, εάν τυχόν ήθελε με +χρειασθή, του φανώ χρήσιμος αντί των τόσων ευεργεσιών, τας +οποίας παρ' αυτού έλαβον. + +»Αλλά σεις τώρα δεν θέλετε πλέον να με ακολουθήσετε. Είμαι +λοιπόν ηναγκασμένος ή να προδώσω σας, γενόμενος φίλος του +Κύρου, ή να φανώ ψεύστης προς εκείνον, μένων με σας. Εάν λοιπόν +θα πράξω πράξιν δικαίαν ή όχι δεν γνωρίζω, αποφασίζων να +προτιμήσω σας και μαζή σας να υποστώ εκ καθήκοντος παν ό,τι +ήθελον φέρη αι περιστάσεις. Κανείς δε δεν θα είπη ποτέ ότι εγώ, +οδηγήσας Έλληνας εις βαρβαρικάς χώρας, επρόδωσα τα ελληνικά +συμφέροντα, προτιμήσας την φιλίαν των βαρβάρων. + +»Και αφού σεις δεν θέλετε να πεισθήτε εις εμέ, αρνούμενοι να με +ακολουθήσετε, θ' ακολουθήσω τότε εγώ σας και ας γείνη ό,τι +γείνη. Διότι δι' εμέ σεις είσθε και πατρίς και φίλοι και +σύμμαχοι, με σας δε, όπου και αν ευρεθώ, νομίζω ότι θα είμαι +πάντοτε σεβαστός και άξιος τιμών, ενώ μακράν σας νομίζω ότι +ποτέ δεν θα ημπορέσω ούτε προς οιονδήποτε φίλον να φανώ +ωφέλιμος, ούτε οιονδήποτε εχθρόν να αποκρούσω. Λοιπόν έχετε +πεποίθησιν όλοι ότι εγώ θα σας ακολουθήσω όπου σεις θελήσετε». + +Αφού είπε ταύτα, τόσον οι στρατιώται αυτού του ιδίου, όσον και +οι άλλοι όλοι, ακούοντες ότι συμφώνως προς την επιθυμίαν των +δεν επέμενε πλέον να βαδίση κατά του βασιλέως, επεδοκίμασαν +τους λόγους του. Περισσότεροι δε των δύο χιλιάδων ανδρών εκ του +στρατού του διοικουμένου υπό του Ξενίου και του Πασίωνος, +λαβόντες τα όπλα και τας σκευοφόρους αμάξας εστρατοπέδευσαν +παρά τον Κλέαρχον. + +Ο δε Κύρος, δι' όλα αυτά απορών και λυπούμενος, έστειλε και +προσεκάλεσε τον Κλέαρχον, αλλ' ούτος εν τω φανερώ μεν ηρνείτο +να μεταβή, κρυφά όμως από τους στρατιώτας του παρήγγελλε να έχη +θάρρος, επειδή εφρόνει ότι τα πράγματα θέλουν ησυχάση. Τον +συνεβούλευε δε να στέλλη συχνά να τον προσκαλή. Αλλ' ούτος +ηρνείτο πάντοτε να υπάγη προς συνάντησίν του. + +Μετά ταύτα συναθροίσας και τους στρατιώτας του και όσους είχαν +ήδη προσέλθη εις αυτόν και οιονδήποτε άλλον θέλοντα να τον +ακούση, είπε τα εξής: «Άνδρες στρατιώται, είναι φανερόν πλέον +ότι αι σχέσεις του Κύρου προς ημάς είναι τοιαύται, οποίαι είναι +και αι ιδικαί μας προς αυτόν. Διότι ούτε ημείς είμεθα ήδη +στρατιώται του, αφού δεν τον ακολουθούμεν, ούτε εκείνος μας +δίδει πλέον μισθούς. Ότι όμως είναι της γνώμης πως τον +αδικούμεν, το γνωρίζω πολύ καλά. Ώστε, αν και με προσκαλεί, +όπως είδατε, αρνούμαι να υπάγω προς αυτόν, προ πάντων μεν διότι +εντρέπομαι, αναγνωρίζων ότι εντελώς διέψευσα τας υποσχέσεις, +τας οποίας του έδωκα (τον εξηπάτησα), έπειτα δε και διότι +φοβούμαι μήπως, αφού με συλλάβη, με καταδικάση δι' όσα νομίζει +ότι τον ηδίκησα. + +»Εγώ λοιπόν φρονώ ότι δεν είναι ώρα πλέον να απρακτώμεν ούτε ν' +αδιαφορούμεν διά τα συμφέροντά μας, αλλά να σκεφθώμεν τι πρέπει +να αποφασίσωμεν διά το μέλλον. Και εφ' όσον μεν διαμένομεν +ενταύθα, μου φαίνεται ότι πρέπει να σκεφθώμεν πώς όσον το +δυνατόν να διαμείνωμεν ασφαλέστερον, ή, εάν μας φανή καλόν ν' +απέλθωμεν τώρα, πώς όσον το δυνατόν ασφαλέστερον ν' απέλθωμεν, +και πώς τα προς συντήρησίν μας αναγκαία να προμηθευθώμεν. Διότι +χωρίς αυτά βεβαίως τίποτε δεν αξίζει ούτε ο στρατηγός ούτε ο +στρατιώτης. + +» Ο Κύρος δε είναι μεν έξοχος φίλος εις εκείνον, εις τον οποίον +είναι όντως φίλος, εχθρός δε θανάσιμος εκείνου, εις τον οποίον +εκήρυξε τον πόλεμον. Έχει δε υπό τας διαταγάς του δύναμιν και +πεζικήν και ιππικήν και ναυτικήν, την οποίαν όλοι ανεξαιρέτως +και βλέπομεν ενώπιόν μας και καλώς γνωρίζομεν. Διότι, άλλως τε, +νομίζω ότι δεν είμεθα και πολύ μακράν αυτού. Ώστε είναι καιρός +πλέον να λέγη τις παν ό,τι νομίζει ότι είναι καλλίτερον». Αφού +είπε ταύτα, εσιώπησε. + +Μετά ταύτα δε εσηκώνοντο άλλοι μεν μόνοι των, διά να ειπούν όσα +ενόμιζαν ότι έπρεπε να είπουν, άλλοι δε εγκάθετοι &(βαλτοί)& +από τον Κύρον, επιδεικτικώς εκφραζόμενοι εις ποίαν αμηχανίαν θα +περιήρχοντο, εάν έμεναν ή ανεχώρουν χωρίς την συγκατάθεσίν του. +Ένας μάλιστα εξ αυτών, προσποιούμενος ότι βιάζεται να επιστρέψη +όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την Ελλάδα, είπε να εκλέξουν όσον +δύνανται τάχιστα άλλους στρατηγούς, εάν δεν θέλη να τους +οδηγήση εις τας πατρίδας των ο Κλέαρχος. Ν' αρχίσουν δε ν' +αγοράζουν τα προς συντήρησίν των αναγκαία — ήτο δε η αγορά +εντός του βαρβαρικού στρατεύματος — και να ετοιμάζουν τας +αποσκευάς των. Να έλθουν δε προς τον Κύρον και να του ζητήσουν +πλοία προς αναχώρησιν. Εάν δε ηρνείτο να τους δώση τοιαύτα, να +του ζητήσουν αρχηγόν (οδηγόν), ο οποίος να τους οδηγήση ως +φίλος διά της χώρας του. Εάν δε και οδηγόν ακόμη αρνηθή να τους +δώση, να προετοιμασθούν όσον δύνανται τάχιστα ως προς μάχην, να +αποστείλουν δε ταυτοχρόνως άνδρας να προκαταλάβουν τας κορυφάς +των ορέων, διά να μη προφθάσουν να τας καταλάβουν ούτε ο Κύρος, +ούτε οι Κίλικες, από τους οποίους και πολλούς άνδρας και πολλά +πράγματα έχομεν αρπάση. Και αυτός μεν τοιαύτα είπε περίπου. +Μετά τούτον δε ο Κλέαρχος ωμίλησεν ως εξής: + +«Κανείς από σας δεν πρέπει να προτείνη να γείνω εγώ ο στρατηγός +της εκστρατείας ταύτης. Διότι πολλοί λόγοι υπάρχουν, διά τους +οποίους δεν πρέπει να δεχθώ, θα υπακούσω όμως, όσον μου είναι +δυνατόν, εις τον άνδρα εκείνον, τον οποίον ηθέλετε εκλέξη ως +αρχηγόν, διά να μάθετε ότι γνωρίζω και να υποτάσσωμαι, +περισσότερον από κάθε άλλον άνθρωπον». + +Μετά τον Κλέαρχον εσηκώθη άλλος, καταδείξας μεν την ανοησίαν +εκείνου, όστις συνεβούλευσε να ζητήσουν πλοία από τον Κύρον, +σαν να εσκόπευεν ούτος να κάμη ανάποδα την εκστρατείαν του +(προς τας Σάρδεις), ειπών δε ότι «είναι εντελώς ανόητον να +ζητούμεν οδηγόν από τον Κύρον, του οποίου τόσον πολύ +εζημιώσαμεν την επιχείρησιν. Εάν δε δώσωμεν πίστιν και εις τον +οδηγόν, τον οποίον ήθελε μας δώση, τι θα ημπόδιζε τούτον να +διατάξη τον στρατόν να προκαταλάβη τας κορυφάς των ορέων, προς +ζημίαν μας; + +» Διότι εγώ αφ' ενός μεν θα εδίσταζα να εισέλθω εις τα πλοία, +τα οποία θα μας έδιδε, και τούτο μήπως μαζή με τα πλοία μας +καταβυθίση, εξ άλλου δε θα εφοβούμην να ακολουθήσω τον οδηγόν +που θα μας ώριζεν, υποπτευόμενος μήπως μας οδηγήση εις μέρος, +από το οποίον θα μας ήτον εντελώς αδύνατον πλέον να εξέλθωμεν. +Θα επροτίμων μάλλον, αν επρόκειτο να φύγω παρά την θέλησιν του +Κύρου, να φύγω χωρίς να με ίδη, το οποίον όμως δεν είναι +δυνατόν. + +» Αλλ' εγώ όσα μεν είπαμεν έως τώρα τα κρίνω ως φλυαρίας. +Εκείνο δε το οποίον μοι φαίνεται ορθόν είναι να υπάγουν προς +τον Κύρον οι καταλληλότεροι από ημάς μ' επί κεφαλής αυτών τον +Κλέαρχον, και να τον ερωτήσουν πώς σκέπτεται να μας +χρησιμοποιήση. Και εάν πρόκειται να μας χρησιμοποιήση καθ' ον +τρόπον εχρησιμοποίει μέχρι προ ολίγου τους μισθοφόρους +στρατιώτας του, να τον ακολουθήσωμεν και να φιλοτιμηθώμεν να μη +φανώμεν χειρότεροι εκείνων, οι οποίοι ανέβησαν με αυτόν +πρωτήτερα (5). + +» Εάν δε πρόκηται να υποβληθώμεν εις κόπους περισσοτέρους, +μεγαλειτέρους και επικινδυνοτέρους εκείνων, τους οποίους μέχρι +τούδε εδοκιμάσαμεν, ν' αξιώσωμεν από αυτόν ή να μας παραλάβη +και πάλιν μαζή του, αφού, εννοείται, μας πείση περί τούτου, ή +να μας επιτρέψη να αναχωρήσωμεν, αφού συγκατανεύση και πεισθή +εις τους λόγους μας ως φίλος. Τοιουτοτρόπως, εάν μεν τον +ακολουθήσωμεν, θα τον ακολουθήσωμεν προθυμότατα και ως φίλοι +του. Εάν δε επιστρέψωμεν, να επιστρέψωμεν ασφαλώς εις την +πατρίδα μας. Οιανδήποτε δε απάντησιν μας δώση, ν' αναγγελθή +αύτη εδώ ενώπιον όλων. Και ημείς, αφού την ακούσωμεν, να +εκφέρωμεν επ' αυτής την γνώμην μας με φρόνησιν». + +Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν καλοί εις όλους, και εκλέξαντες τους +καλλιτέρους άνδρας τους αποστέλλουν μαζή με τον Κλέαρχον προς +τον Κύρον. Ούτος δε, αφού του εζήτησαν την γνώμην περί των +αποφασισθέντων εις το στράτευμα, τους απήντησεν ότι έμαθεν ότι +ο εχθρός του Αβροκόμας είναι ήδη πλησίον του Ευφράτου ποταμού, +εις απόστασιν δώδεκα σταθμών από του στρατοπέδου του. Εναντίον +αυτού λοιπόν τους είπεν ότι θέλει να βαδίση. Και, εάν μεν +πραγματικώς ευρίσκεται εκεί, είναι απόλυτος ανάγκη να τον +τιμωρήση. Εάν δε έχει φύγη, τότε θα αποφασίσωμεν πλέον εκεί επί +τόπου τι πρέπει να κάμωμεν. + +Αφού δε ήκουσαν ταύτα οι εκλεχθέντες, επέστρεψαν και τα +ανήγγειλαν εις τους στρατιώτας. Ούτοι δε, αν και υπωπτεύθησαν +ότι ο Κύρος σκοπεύει να τους οδηγήση κατά του βασιλέως, εν +τούτοις απεφάσισαν να τον ακολουθήσουν. Αλλά προ τούτου ζητούν +να τους αυξήση τον μισθόν ο Κύρος, όστις και τους υπόσχεται να +δώση εις όλους μισθόν κατά το ήμισυ μεγαλείτερον εκείνου, τον +οποίον ελάμβανον πρωτήτερα. Δηλαδή εις έκαστον στρατιώτην +ενάμισυ δαρικόν, αντί ενός, κατά μήνα. Ότι δε είχε σκοπόν να +τους οδηγήση κατά του βασιλέως, περί τούτου, τουλάχιστον εν τω +φανερώ, ούτε εδώ τίποτε από κανένα δεν ηκούσθη. + + + +Κεφάλαιον τέταρτον. + + + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα και φθάνει εις +τον Ψάρον ποταμόν, του οποίου το πλάτος ήτο τρία πλέθρα. +Εντεύθεν προχωρεί σταθμόν ένα, παρασάγγας πέντε και φθάνει εις +τον Πύραμον ποταμόν, του οποίου το πλάτος ήτο έν στάδιον. +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς δύο παρασάγγας δέκα πέντε και φθάνει +εις Ισσούς, πόλιν κειμένην εις τα έσχατα όρια της Κιλικίας, +παρά την θάλασσαν, κατοικουμένην δε, μεγάλην και πλουσίαν. + +Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις. Και ήλθαν προς τον Κύρον τα εκ +Πελοποννήσου προερχόμενα τριάκοντα πέντε πλοία με ναύαρχον τον +Πυθαγόραν τον Λακεδαιμόνιον. Ωδήγει δε ταύτα εκ της Εφέσου ο +Αιγύπτιος Ταμώς, έχων υπό τας διαταγάς του άλλα είκοσι πέντε +πλοία του Κύρου, διά των οποίων επολιόρκει την Μίλητον, ότε +ήτον ακόμη αύτη φίλη του Τισσαφέρνους, και επολέμει μετά του +Κύρου εναντίον του. + +Ήλθε δε μαζή με τα πλοία, προσκληθείς από τον Κύρον, και ο +Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος, φέρων επτακοσίους οπλίτας, των +οποίων ήτο στρατηγός, διατελών υπό τας διαταγάς του Κύρου. Τα +πλοία προσωρμίσθησαν πλησίον της σκηνής του. Τότε δε και οι υπό +τον στρατηγόν Αδροκόμαν υπηρετούντες μισθοφόροι Έλληνες, περί +τους τετρακοσίους περίπου οπλίτας, αποσκιρτήσαντες ήλθαν προς +τον Κύρον και συνεξεστράτευαν μαζή του κατά του βασιλέως. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμόν ένα, παρασάγγας πέντε και φθάνει εις +τας πύλας της Κιλικίας και της Συρίας. Ήσαν δε αι πύλαι αύται +δύο τείχη, των οποίων το εσωτερικόν μεν, το προς τα μεθόρια της +Κιλικίας, κατείχεν ο Συέννεσις και φρουρά εκ Κιλίκων, το +εξωτερικόν δε, το προ της Συρίας, ελέγετο ότι εφυλάσσετο από +φρουράν του βασιλέως. Διά μέσου δε των δύο αυτών τειχών ρέει +ποταμός ονομαζόμενος Κάρσος, έχων πλάτος ενός πλέθρου. Το +μεταξύ των τειχών διάστημα ήτο τριών σταδίων. Δεν ήτο δε +δυνατόν να το διέλθη τις διά της βίας. Διότι η πάροδος ήτο +στενή και τα εκατέρωθεν τείχη έφθαναν έως την θάλασσαν, άνωθεν +δε ήσαν βράχοι απότομοι. Επί των δύο λοιπόν τειχών αυτών ήσαν +αι πύλαι. + +Σκοπεύων ο Κύρος να περάση διά μέσου αυτών έστειλε και +προσεκάλεσε τον στόλον, διά να αποβιβάση έσω και έξω των πυλών +στρατόν, όστις θα εξεβίαζε τους πολεμίους, εάν τυχόν παρά τας +πύλας της Συρίας παρεμόνευαν τοιούτοι, πράγμα το οποίον +υπωπτεύετο ο Κύρος ότι ήθελε πράξη ο Αβροκόμας, φέρων μαζή του +πολύν στρατόν. Ο Αβροκόμας όμως απέφυγε να πράξη τούτο, αφού δε +έμαθεν ότι ο Κύρος ευρίσκεται εν Κιλικία, στρέψας προς τα οπίσω +εβάδιζεν εκ της Φοινίκης προς τον βασιλέα με στρατόν, ως +ελέγετο, τριακοσίων χιλιάδων. + +Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Συρίας σταθμόν ένα, παρασάγγας +πέντε και φθάνει εις Μυρίανδον, πόλιν κατοικουμένην υπό των +Φοινίκων και κειμένην παρά την θάλασσαν. Ήτο δε αύτη εμπορικός +λιμήν και ήσαν εν αυτώ προσωρμισμένα πολλά εμπορικά πλοία. + +Ενταύθα έμειναν ημέρας επτά. Και Ξενίας ο Αρκάς, στρατηγός, και +Πασίων ο Μεγαρεύς εισελθόντες εις πλοίον και θέσαντες εντός +αυτού τα πολυτιμότερα αυτών πράγματα απέπλευσαν κατά την γνώμην +μεν των περισσοτέρων προσβληθέντες εις την φιλοτιμίαν των, +διότι ο Κύρος επέτρεπεν εις τον Κλέαρχον να έχη υπό τας +διαταγάς αυτού τους στρατιώτας των, οι οποίοι εντούτοις ήλθαν +προς αυτόν (τον Κλέαρχον) νομίζοντες ότι θα επιστρέψουν εις την +Ελλάδα, όχι δε ότι θα εκστρατεύσουν εναντίον του βασιλέως. +Επειδή δε ουδαμού οι στρατηγοί ούτοι εφαίνοντο, διεδόθη ότι +τους καταδιώκει ο Κύρος με τα πλοία του. Και άλλοι μεν ηύχοντο +να συλληφθούν, αφού τόσον δειλοί εδείχθησαν, άλλοι δε τους +ώκτειρον, εάν τυχόν συνελαμβάνοντο. + +Ο Κύρος όμως συγκαλέσας τους στρατηγούς είπε: «Μας εγκατέλειψαν +οι στρατηγοί Ξενίας και Πασίων. Ας μάθουν όμως ότι ούτε να +κρυφθούν είναι δυνατόν, διότι γνωρίζω πολύ καλά πού +ευρίσκονται, ούτε να μου διαφύγουν, διότι δύναμαι όποτε θέλω να +συλλάβω το πλοίον των με τα πλοία μου. Σας ορκίζομαι, εν +τούτοις, εις τους θεούς ότι δεν θα τους καταδιώξω, ούτε θα είπη +κανείς ότι, εφ' όσον μεν ευρίσκεταί τις εκ των στρατιωτών μου +εις τον στρατόν, τον χρησιμοποιώ εις τας ανάγκας μου, όταν δε +θελήση να απέλθη, ότι τον συλλαμβάνω και τον κακομεταχειρίζομαι +και του παίρνω οπίσω τα χρήματά του. Ας υπάγουν όπου θέλουν, +συναισθανόμενοι ότι αυτοί μάλλον εφάνησαν κακοί προς ημάς ή +ημείς προς εκείνους. Αν και έχω δε υπό την εξουσίαν μου και τα +τέκνα των και τας γυναίκας των, φυλασσομένας εις τας Τράλλεις, +εν τούτοις ούτε αυτών θέλω τους στερήση, αλλά θα τους επιτρέψω +να τας παραλάβουν και πάλιν, ένεκα της προ της φυγής αυτών +αρίστης προς εμέ διαγωγής των». + +Και ο μεν Κύρος είπε ταύτα. Εκ των Ελλήνων δε, εάν τις ήτο +ακόμη όχι και πολύ πρόθυμος διά την ανάβασιν, βλέπων την προς +τους αποστατήσαντας τοιαύτην μεγαλοψυχίαν του Κύρου, +συνεξεστράτευε μαζή του έτι ευχαριστότερον και προθυμότερον. + +Μετά ταύτα ο Κύρος προχωρεί σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας +είκοσι και φθάνει εις τον Χάλον ποταμόν, όστις είχε πλάτος ενός +πλέθρου και ήτο πλήρης μεγάλων και ημέρων ιχθύων, τους οποίους +οι Σύροι ελάτρευαν ως θεούς και δεν επέτρεπαν εις κανένα να +τους βλάπτη, όπως επίσης και τας περιστεράς. Αι δε κώμαι, εις +τας οποίας είχαν τας σκηνάς των, ήσαν ιδιοκτησία της +Παρυσάτιδος, προωρισμέναι εις το να εισφέρουν ωρισμένον φόρον +διά τας δαπάνας της ζώνης {;} της. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς πέντε, παρασσάγγας τριάκοντα και +φθάνει εις τας πηγάς του ποταμού Δάρδατος, του οποίου το πλάτος +ήτο ενός πλέθρου. Ενταύθα ήσαν τα ανάκτορα του Βελέσυος, άλλοτε +άρχοντος της Συρίας, και κήπος εκτεταμένος και ωραίος, εις τον +οποίον ευρίσκοντο καρποφόρα δένδρα και των τεσσάρων εποχών του +έτους. Εκ τούτων ο Κύρος τον μεν κήπον κατέκοψε, τα δε ανάκτορα +κατέκαυσεν. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και +φθάνει εις τον Ευφράτην ποταμόν, έχοντα πλάτος τεσσάρων +σταδίων. Και πόλις εκεί υπήρχε μεγάλη και πλουσία, ονομαζομένη +Θάψακος. Ενταύθα έμεινε πέντε ημέρας. Και ο Κύρος, αφού έστειλε +και προσεκάλεσε τους Έλληνας στρατηγούς, τους ανήγγειλεν ότι η +εκστρατεία γίνεται εναντίον του μεγάλου βασιλέως και ότι ο +δρόμος των είναι προς την Βαβυλώνα. Τους λέγει δε να +αναγγείλουν ταύτα εις τους στρατιώτας και να τους πείσουν με +κάθε τρόπον να τον ακολουθήσουν. + +Οι στρατηγοί συγκαλέσαντες τους στρατιώτας ανήγγειλαν τους +λόγους του Κύρου. Οι δε στρατιώται δυσηρεστούντο κατά των +στρατηγών και τους έλεγαν ότι, αν και εγνώριζαν ταύτα προ +πολλού, τους τα απέκρυπτον. Ηρνούντο δε να προχωρήσουν, εάν δεν +τους επλήρωναν, όπως άλλοτε επλήρωσαν και εκείνους, οίτινες +είχαν αναβή μαζή με τον Κύρον προς τον πατέρα του. Αν και τότε +δεν μετέβαιναν διά να πολεμήσουν, αλλ' απλώς και μόνον διότι +είχε προσκαλέση τον Κύρον ο πατήρ του. + +Οι στρατηγοί ανήγγειλαν ταύτα εις τον Κύρον. Ούτος δε υπεσχέθη +να δώση εις έκαστον στρατιώτην πέντε αργυράς μνας, άμα ως +φθάσουν εις την Βαβυλώνα, ολόκληρον δε τον μισθόν από της +Βαβυλώνος μέχρις ου επαναφέρη τους Έλληνας εις την Ιωνίαν. Και +οι περισσότεροι μεν εκ των Ελλήνων επείσθησαν, κατόπιν των +υποσχέσεων αυτών. Αλλ' ο στρατηγός Μένων, πριν ή ακόμη γείνη +γνωστόν τι θ' αποφασίσουν οι άλλοι στρατιώται (οι μη +πεισθέντες), δηλ. αν θ' ακολουθήσουν ή όχι τον Κύρον, +συνήθροισε ξεχωριστά από αυτούς το στράτευμά του και είπε προς +αυτό τα εξής: + +«Ω άνδρες, εάν πεισθήτε εις εμέ, θα προτιμηθήτε από τον Κύρον +πολύ περισσότερον από τους άλλους στρατιώτας, χωρίς ούτε να +κινδυνεύσετε, ούτε να κοπιάσετε. Τι πρέπει, λοιπόν, να σας +συμβουλεύσω να κάμετε; Τώρα ο Κύρος έχει ανάγκην να τον +ακολουθήσουν οι Έλληνες βαδίζοντα κατά του βασιλέως. Η γνώμη +μου λοιπόν είναι ότι πρέπει να διαβήτε τον Ευφράτην ποταμόν, +πριν ακόμη γείνη γνωστόν ποίαν απάντησιν θα δώσουν οι άλλοι +Έλληνες εις τον Κύρον. + +»Διότι, εάν μεν αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, θα φανήτε ότι +σεις εγείνατε η αφορμή τούτου, διότι και πρώτοι σεις αρχίσατε +να διαβαίνετε τον ποταμόν. Διά την προθυμίαν σας δε ταύτην ο +Κύρος θα σας γνωρίζη χάριν, διά την οποίαν και θέλει εν καιρώ +σας ανταμείψη. Αναγνωρίζει δε περισσότερον από κάθε άλλον ο +Κύρος την χάριν την οποίαν του κάμνει τις. Εάν δε αρνηθούν να +τον ακολουθήσουν οι άλλοι Έλληνες, τότε επιστρέφομεν μεν όλοι +μαζή, σεις όμως, ως οι μόνοι εις τους λόγους του υπακούσαντες, +(ως οι μόνοι εις αυτόν πιστοί) θέλετε χρησιμοποιηθή από τον +Κύρον και εις φρούρια και εις αρχηγίας λόχων, οιουδήποτε δε +πράγματος θέλετε λάβη ανάγκην, είμαι εις θέσιν να σας βεβαιώσω +ότι, ως φίλοι του Κύρου, θα το έχετε». + +Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται επείσθησαν και διέβησαν τον +Ευφράτην, πριν ή ακόμη οι άλλοι απαντήσουν. Ο δε Κύρος, αφού +έμαθεν ότι είχαν διαβή ήδη τον ποταμόν, ηυχαριστήθη και διά του +(Αιγυπτίου) Γλου διεβίβασε τα εξής εις τον στρατόν: «Εγώ μεν, ω +άνδρες, επί του παρόντος σας ευχαριστώ. Θα προσπαθήσω δε με +κάθε τρόπον πώς και σεις εν καιρώ να μ' ευχαριστήσετε, άλλως να +χάσετε κάθε ιδέαν περί εμού ως Κύρου (άλλως &να μη με λένε +Κύρον&)». + +Οι μεν στρατιώται λοιπόν, πολλά ελπίζοντες, ηύχοντο ν' αποβή +ευτυχής η εκστρατεία του, εις τον Μένωνα δε ελέγετο ότι και +πλούσια δώρα του απέστειλε μετά μεγαλοπρεπείας και τιμών. Αφού +δε έπραξε ταύτα, ήρχισε να διαβαίνη τον ποταμόν• τον ηκολούθει +δε και όλον το άλλο στράτευμα. Εξ όσων δε τον διέβησαν, ουδείς +εβράχη υπεράνω των μαστών. + +Οι δε κάτοικοι της Θαψάκου έλεγαν ότι ουδείς ποτε άλλοτε διέβη +τον ποταμόν αυτόν πεζή, παρά μόνον τότε. Πάντοτε δε μόνον διά +πλοίων ήτο διαβατός, τα οποία όμως τότε προχωρών ο Αβροκόμας +κατέκαυσε, διά να μη διαβή ο Κύρος. Ενόμιζε δε (ο Κύρος) ότι εκ +θείας προνοίας συνέβαινε τούτο και ότι φανερώς υπεχώρει εις +αυτόν ο ποταμός ως μέλλοντα ποτέ να βασιλεύση. + +Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Συρίας σταθμούς εννέα, +παρασάγγας πεντήκοντα. Και φθάνει εις τον ποταμόν Αράξην. +Ενταύθα ήσαν κώμαι πολλαί πλούσιοι εις σίτον και οίνον. Όπου +και έμεινεν ο στρατός τρεις ημέρας, διά να προμηθευθή τροφάς. + + + +Κεφάλαιον πέμπτον + + + +Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Αραβίας σταθμούς ερήμους πέντε, +παρασάγγας τριάκοντα πέντε, έχων από τα δεξιά του τον Ευφράτην +ποταμόν. Εις την χώραν δ' αυτήν όλη μεν η γη ήτο πεδιάς ομαλή +ως θάλασσα, πλήρης δε αψίνθου. Εάν δε εις αυτήν εφύετο και +κανέν άλλο είδος θαμνώδους φυτού ή καλάμου, ευωδίαζαν όλα ως +αρώματα. + +Ουδέν υπήρχε δένδρον, αλλά θηρία παντός είδους, πλείστοι άγριοι +όνοι και πολλαί στρουθοκάμηλοι. Υπήρχον ακόμη και αγριόγαλλοι +και δορκάδες. Όλα δε αυτά τα θηρία κάποτε οι ιππείς τα +κατεδίωκον. Και οι μεν όνοι, καταδιωκόμενοι, εις τας αρχάς μεν +προέτρεχον, κατόπιν όμως εσταμάτων. Διότι έτρεχαν πολύ +ταχύτερον των ίππων. Μόλις δε ούτοι τους επλησίαζαν, πάλιν +ήρχιζαν να τρέχουν. Και δεν θα ήτο δυνατόν να τους συλλάβουν, +εάν δεν τους κατεδίωκον ο είς μετά τον άλλον οι ιππείς, κατ' +αποστάσεις. Τα δε κρέατά των ωμοίαζαν με το της ελάφου, ήσαν +όμως τρυφερώτερα. + +Στρουθοκάμηλον δε κανείς δεν κατώρθωσε να συλλάβη. Όσοι δε εκ +των ιππέων απεπειράθησαν να τας καταδιώξουν, πολύ ταχέως +έπαυσαν την καταδίωξιν. Διότι αμέσως απεμακρύνοντο φεύγουσαι, +τους μεν πόδας μεταχειριζόμεναι προς δρόμον, ανοίγουσαι δε τας +πτέρυγας ως ιστία. Τους δε αγριογάλλους, αν δυνηθή τις να τους +σηκώση ταχέως από την κοίτην των, τους συλλαμβάνει ευκόλως. +Διότι πετούν ολίγον μόνον, καθώς αι πέρδικες, και ευκόλως +κουράζονται. Το δε κρέας των είναι γλυκύτατον. + +Πορευόμενοι δε διά της χώρας ταύτης φθάνουν εις τον Μάσκαν +ποταμόν, έχοντα πλάτος ενός πλέθρου. Ενταύθα ήτο πόλις μεγάλη, +ονομαζομένη Κορσωτή, εγκαταλελειμμένη όμως υπό των κατοίκων, +περιεβρέχετο δε γύρω υπό του Μάσκα, όπου και έμειναν ημέρας +τρεις, διά να προμηθευθούν τροφάς. + +Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς ερήμους δέκα τρεις, παρασάγγας +ενενήκοντα, έχων πάντοτε από τα δεξιά τον Ευφράτην ποταμόν, και +φθάνει εις τας Πύλας. Εις τους σταθμούς αυτούς πολλά εκ των +ζώων απωλέσθησαν εκ πείνης. Διότι ούτε χόρτον υπήρχεν ουδαμού, +ούτε κανέν άλλο δένδρον, όλη δε η χώρα ήτο γυμνή βλαστήσεως. Οι +δε κάτοικοι αυτής, εξορύσσοντες και κατασκευάζοντες παρά τας +όχθας του ποταμού μυλοπέτρας, τας μετέφερον εις την Βαβυλώνα, +όπου τας επώλουν, διά του εκ της πωλήσεως δε χρήματος +αγοράζοντες σίτον έζων. + +Ετελείωσε δε πλέον ο σίτος του στρατεύματος και εις κανέν άλλο +μέρος δεν εύρισκαν να αγοράσουν παρά εις την Λυδίαν αγοράν, +εντός του βαρβαρικού στρατού του Κύρου. Αλλά και εδώ +ακριβώτατα, αντί τεσσάρων σίγλων (6) εκάστην καπίθην (7) σίτου +ή κριθής. Έκαστος δε σίγλος ισοδυναμεί προς επτάμισυ Αττικούς +οβολούς. Εκάστη δε καπίθη εχώρει δύο χοίνικας (8) Αττικάς. Οι +στρατιώται λοιπόν έζων &(επερνούσαν)& τρώγοντες κρέατα. + +Τινές δε εκ των σταθμών, τους οποίους διήρχετο ο Κύρος, εις +τους οποίους όμως έπρεπε να παραμείνη προς προμήθειαν ύδατος ή +χόρτου ξηρού διά τους ίππους (σανού), ήσαν εις μεγάλας απ' +αλλήλων αποστάσεις. Όταν δε κάποτε παρέστη ανάγκη να διέλθη ο +στρατός λασπώδη και στενήν οδόν, δυσκολοδιάβατον ένεκα τούτου +υπό των αμαξών, παρουσιάσθη αίφνης ο Κύρος με τα καλλίτερα και +πλουσιώτερον στολισμένα μέλη του επιτελείου του και διέταξε τον +Γλουν και τον Πίγρητα, αφού λάβουν απόσπασμα του Περσικού +στρατού, να εξαγάγουν εκ του πηλού τας αμάξας. Επειδή όμως του +εφάνησαν ότι ειργάζοντο με βραδύτητα, διέταξεν ωργισμένος τους +περί αυτόν κρατίστους εκ των Περσών να συμβοηθήσουν εις την +ταχυτέραν εξαγωγήν των αμαξών. + +Τότε θα ηδύνατό τις να λάβη μικράν τινα ιδέαν της στρατιωτικής +πειθαρχίας του Περσικού στρατού. Διότι, αφού έρριψαν τα πορφυρά +των ιμάτια (επανωφόρια), όπου έτυχε να ίσταται έκαστος, έτρεχαν +σαν να επρόκειτο περί σπουδαίας τινός νίκης, και μάλιστα εις +κατήφορον λόφου, φορούντες εκείνους τους πολυτελείς χιτώνας και +τας πλουσίως κεντητάς περισκελίδας, τινές δε εξ αυτών και +περιδέραια εις τον λαιμόν και βραχιόλια εις τας χείρας. Μαζή +λοιπόν μ' αυτά όλα αμέσως πηδήσαντες εις τον πηλόν έβγαλαν τας +αμάξας σηκωτάς ταχύτερον παρ' όσον κανείς θα εφαντάζετο. + +Εν γένει δε ο Κύρος εφαίνετο εις όλους ως άνθρωπος, όστις +εβιάζετο εις τον δρόμον του και όστις δεν έχανε τον καιρόν του +παντού όπου δεν ήτον ηναγκασμένος να χρονοτριβή προς προμήθειαν +τροφών ή άλλου τινός αναγκαίου διά τον στρατόν, νομίζων ότι +όσον ταχύτερον έφθανε, τόσω περισσότερον απροετοίμαστον προς +μάχην θα συνήντα τον βασιλέα, όσω δε βραδύτερον, τόσω +περισσότερον στρατόν ήθελε συναθροίση κατ' αυτού ο βασιλεύς. +Εις τον προσεκτικώς δε εξετάζοντα τα πράγματα ήτο φανερόν ότι +το Κράτος του βασιλέως ήτο μεν ισχυρόν κατά την έκτασιν της +χώρας και τον πληθυσμόν, ως εκ του μήκους όμως των αποστάσεων +και του διασκορπισμού των στρατιωτικών του δυνάμεων ήτον +ασθενέστατον, εάν τις επολέμει τον βασιλέα όσον το δυνατόν +ταχύτερον. + +Πέραν δε του Ευφράτου ποταμού, κατά τους ερήμους σταθμούς, ήτο +πόλις πλουσία και μεγάλη, ονομαζομένη Χαρμάνδη. Από αυτήν οι +στρατιώται ηγόραζον τα προς τροφήν αναγκαία, διαβαίνοντες με +σχεδίας τον ποταμόν κατά τον εξής τρόπον: Αφού πρώτον εγέμιζαν +με ξηρόν χόρτον τα δέρματα, με τα οποία εστεγάζοντο αι σκηναί, +τα συνεμάζευαν κατόπιν από τας τέσσαρας άκρας των και τα +συνέσφιγγαν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε από κανέν μέρος να μη +βρέχεται το χόρτον από το ύδωρ. Επ' αυτών λοιπόν επιβαίνοντες +διέβαινον τον ποταμόν και ελάμβανον τας τροφάς, δηλαδή οίνον +κατασκευασμένον από φοίνικας, και άρτον από αραβόσιτον, από τον +οποίον η χώρα ήτο γεμάτη. + +Επειδή δ' ενταύθα εμάλωσαν &(ελογόφεραν)& στρατιώται του +Μένωνος και του Κλεάρχου, ο Κλέαρχος, νομίσας ότι είχεν άδικον +ο στρατιώτης του Μένωνος, τον έδειρεν. Ούτος δε ελθών εις τον +λόχον του κατήγγειλε την πράξιν. Οι δε συστρατιώται του +ακούσαντες αυτόν ηγανάκτουν και ωργίζοντο εις βαθμόν μέγαν κατά +του Κλεάρχου. + +Την αυτήν δε ημέραν ο Κλέαρχος, αφού ήλθεν εις ο σημείον διέβη +ο στρατός τον ποταμόν και αφού επεσκέφθη την αγοράν (επεθεώρησε +τα αγορασθέντα τρόφιμα), απέρχεται έφιππος με ολίγους μόνον εκ +των στρατιωτών του εις την σκηνήν του διά μέσου του +στρατεύματος του Μένωνος. Ο Κύρος δεν είχεν ακόμη φθάση, +ευρισκόμενος έτι καθ' οδόν. Ενώ λοιπόν διήρχετο (ο Κλέαρχος), +κάποιος εκ των στρατιωτών του Μένωνος, σχίζων κάπου εκεί ξύλα, +μόλις τον είδε ρίπτει κατ' αυτού την αξίνην του. Και αυτός μεν +δεν τον επέτυχεν. Ευθύς αμέσως όμως άλλος τον κτυπά με λίθον +και κατόπιν άλλος και άλλος και έπειτα πολλοί, επειδή είχεν +εγερθή ήδη μεγάλη βοή (κατακραυγή) εις το στράτευμα. + +Ο Κλέαρχος λοιπόν αμέσως καταφεύγει εις τους ιδικούς του και +τους διατάσσει ευθύς να λάβουν τα όπλα των. Και τους μεν +οπλίτας του διέταξε να μείνουν επί τόπου εκεί, κρατούντες τας +ασπίδας επί των γονάτων. Αυτός δε παραλαβών τους Θράκας και +τους ιππείς, οι οποίοι ήσαν εις το στράτευμά του υπέρ τους +τεσσαράκοντα, και εξ αυτών δε οι πλείστοι επίσης Θράκες, +εβάδιζε κατά των στρατιωτών του Μένωνος, ώστε ούτος να εκπλαγή +και να τρέξη και αυτός ευθύς να λάβη με τους στρατιώτας του τα +όπλα. Όχι ολίγοι δε και εστάθησαν απορούντες περί του ποίαν +έκβασιν θα ελάμβανε το πράγμα. + +Ο δε Πρόξενος, ο οποίος έτυχε να έρχεται κατόπιν, +ακολουθούμενος από τάγμα οπλιτών, αφού ωδήγησεν αυτό ευθύς εις +το μέσον των διαμαχομένων, κατέθεοεν (ως προς ανάπαυσιν) κατά +γης τα όπλα και παρεκάλει τον Κλέαρχον να μην επιτεθή κατά του +Μένωνος. Ούτος όμως (ο Κλέαρχος) ηγανάκτει, διότι, ενώ αυτός +ολίγον έλειψε να φονευθή από τους λιθοβολισμούς, ο Πρόξενος του +συνίστα ήδη γαλήνην εις το πάθημά του. Του είπε λοιπόν να +απομακρυνθή από το μέσον (&να φύγη από τη μέση&) Εν τω μεταξύ +δε τούτω, ιδού έρχεται και ο Κύρος και μανθάνει τα γενόμενα. +Ευθύς αμέσως δε έλαβε τα μικρά ακόντια εις τας χείρας και με +τους πλησιεστέρους των πιστών του τρέχων ήλθεν εις το μέσον και +λέγει προς αμφοτέρους τους αντιπάλους τα εξής: «Κλέαρχε και +Πρόξενε και όσοι άλλοι Έλληνες είσθε παρόντες, δεν γνωρίζετε τι +κάμνετε. Διότι, εάν σκέπτεσθε να συνάψετε μάχην τινά προς +αλλήλους, πιστεύσατε ότι την ημέραν αυτήν και εμέ θα +καταστρέψετε και σας μετ' ου πολύ. Διότι εάν τα ημέτερα +πράγματα ευρίσκωνται εις κακήν κατάστασιν, τότε όλοι αυτοί, +τους οποίους βλέπετε τριγύρω σας, θα είναι δι' ημάς +εχθρικώτεροι βάρβαροι εκείνων, οίτινες είναι πλησίον του +βασιλέως (του βαρβαρικού στρατού του βασιλέως)». + +Ακούσας ταύτα ο Κλέαρχος ήλθεν εις τον εαυτόν του (συνήλθε). +Και ούτω, αφού κατέπαυσε και από τα δύο μέρη η φιλονεικία, +κατέθεσαν τα όπλα. + + + +Κεφάλαιον έκτον + + + +Ενώ δε επροχώρουν εντεύθεν, εφάνησαν ίχνη ίππων και κόπρος. Από +τα πατήματά των δε συνεπέραινε κανείς ότι θα ήσαν ίχνη ιππέων +ως δύο χιλιάδων. Ούτοι, εφ' όσον επροχώρουν, έκαιον και χόρτον +και ό,τι άλλο διά τον στρατόν χρήσιμον συνήντων εις τον δρόμον +των. Ο Ορόντας δε, Πέρσης ανήρ, εκ βασιλικού γένους καταγόμενος +και φημιζόμενος εις τα πολεμικά μεταξύ των αρίστων εκ των +Περσών, επιβουλεύει τον Κύρον και, ενώ πρότερον τον επολέμει, +ήδη υποκρίνεται φιλίαν προς αυτόν. + +Ούτος λοιπόν λέγει εις τον Κύρον ότι, εάν ήθελε του δώση +χιλίους ιππείς, ή θα εφόνευε δι' ενέδρας τους προκατακαίοντας +ιππείς, ή θα συνελάμβανε πολλούς εξ αυτών ζώντας, εμποδίζων +αυτούς από του να καίουν πλέον εφ' όσον προχωρούν, ότι θα +κατώρθωνε δε, ώστε να μην ημπορέσουν ποτέ, εάν τυχόν που +έβλεπαν το στράτευμα του Κύρου, να το αναγγείλουν εις τον +βασιλέα. + +Ο δε Κύρος, αφού ήκουσε ταύτα, τα ηύρεν επωφελή εις τον σκοπόν +του, και διέταξε να λάβη από έκαστον των στρατηγών μίαν ίλην +ιππικού. + +Ο δε Ορόντας, όταν είδεν ότι ήσαν έτοιμοι οι ιππείς, τους +οποίους ήθελε, γράφει επιστολήν προς τον βασιλέα, δι' ης του +αναγγέλλει ότι όσον ούπω φθάνει με ιππικόν όσον δύναται +περισσότερον. Του παρήγγειλεν όμως να διατάξη το ιππικόν του να +τον υποδεχθή ως φίλον. Προσθέτως δε του υπενθύμιζεν εις την +επιστολήν του και την προτέραν προς αυτόν φιλίαν και αφοσίωσιν. +Την επιστολήν λοιπόν αυτήν δίδει εις στρατιώτην, τον οποίον +αυτός ενόμιζε πιστόν. Αλλ' ούτος, λαβών αυτήν, την παραδίδει +εις τον Κύρον. + +Ο Κύρος δε, αφού την ανέγνωσε, συλλαμβάνει τον Ορόνταν και +συγκαλεί εις την σκηνήν του επτά εκ των περί αυτόν αρίστων +Περσών, διατάσσει δε και τους Έλληνας στρατηγούς να φέρουν +στρατιώτας, οι οποίοι να τοποθετηθούν περί την σκηνήν του με +προτεταμένα τα όπλα. Οι δε στρατηγοί, συμφώνως προς τας +διαταγές του ταύτας ενεργήσαντες, έφεραν ως τρεις χιλιάδας +στρατιώτας. + +Τον δε Κλέαρχον, τον οποίον τόσον αυτός, όσον και το λοιπόν +στράτευμα ενόμιζεν άξιον προτιμήσεως μεταξύ πάντων των άλλων +Ελλήνων, προσεκάλεσε και να εισέλθη εις την σκηνήν και λάβη +μέρος εις το συμβούλιον. Άμα δε, μετά το πέρας του συμβουλίου, +εξήλθεν, ανήγγειλεν εις τους φίλους του την κατά του Ορόντα +κρίσιν, όπως έγεινε. Διότι δεν ήτο το πράγμα μυστικόν. Διηγήθη +λοιπόν, ότι ο Κύρος ωμίλησεν ως εξής: «Σας εκάλεσα εδώ, φίλοι +μου, όπως διασκεφθώμεν μαζή, παν ό,τι είναι δίκαιον ενώπιον +Θεών και ανθρώπων, τούτο και να αποφασίσω περί του Ορόντα +τούτου. Τον άνθρωπον αυτόν, εις τας αρχάς, ο πατήρ μου διέταξε +να είναι υπήκοός μου. Κατόπιν, επειδή, όπως έλεγε, διετάχθη από +τον αδελφόν μου, μ' επολέμησε κατέχων την ακρόπολιν των +Σάρδεων. Αλλά κ' εγώ αντιπολεμών αυτόν βήμα προς βήμα κατώρθωσα +ώστε να νομίση ούτος ότι θα ήτο προτιμότερον να παύση τον κατ' +εμού πόλεμον, ούτω δε και εδώκαμεν ο είς προς τον άλλον χείρα +φιλίας (συνδιηλλάγημεν)». + +Μετά τους λόγους τούτους ο Κύρος, αποτεινόμενος προς τον +Ορόνταν, είπεν: «Ειπέ μου, ω Ορόντα, σε ηδίκησα ως τώρα εις +τίποτε;». «Όχι» απήντησεν αυτός. Και πάλιν ο Κύρος τον +ηρώτησεν: «Αν και, κατά την ομολογίαν σου, εις τίποτε ως τώρα +δεν σ' ηδίκησα, δεν είσαι συ, εν τούτοις, όστις απεστάτησες +κατόπιν εις τους Μυσούς, βλάπτων όσον σου ήτο δυνατόν την χώραν +μου;» «Μάλιστα» είπεν ο Ορόντας. «Όταν δε πάλιν ησθάνθης την +αδυναμίαν σου, δεν είσαι συ όστις ήλθες εις τον βωμόν της +Εφεσίας Αρτέμιδος και ωμολόγεις εκεί την μετάνοιάν σου, και, +αφού με κατέπεισες, δεν είσαι συ όστις ενόρκως με διεβεβαίωσες +και πάλιν περί της φιλίας σου και προς τον οποίον κ' εγώ +παρομοίαν έδωκα διαβεβαίωσιν;». «Μάλιστα» απήντησεν ο Ορόντας. + +«Εις τι λοιπόν σε ηδίκησα, ώστε να φωραθής ήδη διά τρίτην φοράν +επιβουλευόμενος την ζωήν μου;». «Εις τίποτε» απεκρίθη ο +Ορόντας. «Ομολογείς, λοιπόν» τον ηρώτησεν ο Κύρος ότι με +ηδίκησες;». «Δεν δύναμαι παρά να το ομολογήσω» είπεν ο Ορόντας. +Και πάλιν τον ηρώτησεν ο Κύρος: «θα ηδύνασο αρά γε να γείνης +εις το εξής εχθρός μεν του αδελφού μου, εις εμέ δε πιστός και +αφωσιωμένος φίλος;». Και ο Ορόντας απήντησε: «Και εάν εγενόμην, +ω Κύρε, φίλος σου, δεν θα ήτο δυνατόν ποτε να με πιστεύσης +πλέον ως τοιούτον». + +Απαντών εις ταύτα ο Κύρος, είπεν εις τους παρισταμένους: «Ο μεν +ανήρ τοιαύτα μεν έχει πράξη, τοιαύτα δε λέγει. Εξ υμών δε συ +πρώτος, ω Κλέαρχε, ειπέ την γνώμην σου, ό,τι κρίνεις εύλογον». +Ο δε Κλέαρχος είπε τα εξής: «Η γνώμη μου είναι, τον άνθρωπον +αυτόν να φονεύσωμεν &(να βγάλουμε από πάνω μας),& όσω το +δυνατόν ταχύτερον, διά να μην ευρισκώμεθα πλέον εις την ανάγκην +να προφυλαττώμεθα από αυτόν, τον καιρόν δε, τον οποίον θα +διεθέτομεν προς φύλαξίν του, να χρησιμοποιήσωμεν προς +περιποίησιν εκείνων, οι οποίοι είναι πάντοτε πρόθυμοι φίλοι +μας». Την γνώμην μου ταύτην, είπεν (ο Κλέαρχος), επεδοκίμασαν +και όλοι οι άλλοι. + +Μετά ταύτα δε, κατά διαταγήν του Κύρου, εγερθέντες όλοι, και +αυτοί ακόμη οι συγγενείς του, έπιασαν από την ζώνην τον +Ορόνταν, φανερώνοντες διά της πράξεώς των ταύτης την εις +θάνατον καταδίκην του. Κατόπιν εξήγαγον αυτόν της σκηνής +εκείνοι, οι οποίοι είχαν επί τούτω διαταχθή. Ότε δε, ούτω +απαγόμενον, τον είδαν όσοι και πρότερον τον είχαν ήδη +προσκυνήση, τον προσεκύνησαν και τότε, αν και εγνώριζαν ότι +απάγεται προς θάνατον. + +Αφού δε εισήχθη εις την σκηνήν του Αρταπάτου, του μάλλον πιστού +εκ των σκηπτούχων του Κύρου, κατόπιν κανείς δεν είδε πλέον τον +Ορόνταν, ούτε ζώντα, ούτε αποθανόντα. Όπως επίσης κανείς δεν +εβεβαίωσεν έκτοτε τον τρόπον με τον οποίον εθανατώθη, αλλ' +έκαστος εφαντάζετο αυτόν κατά συμπερασμόν. Ουδέ καν εφάνη ποτέ +εις κανέν μέρος ο τάφος του. + + + +Κεφάλαιον έβδομον + + + +Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Βαβυλωνίας σταθμούς τρεις, +παρασάγγας δώδεκα. Εις δε τον τρίτον σταθμόν περί το +μεσονύκτιον περίπου επιθεωρεί ο Κύρος εις την πεδιάδα τον +Ελληνικόν και Περσικόν στρατόν. Διότι ενόμιζεν ότι την επομένην +πρωίαν θα έλθη ο βασιλεύς με τον στρατόν του να πολεμήση. +Διέταξε λοιπόν τον μεν Κλέαρχον να διοική το δεξιόν μέρος του +στρατού, τον δε Μένωνα τον Θεσσαλόν το αριστερόν, αυτός δε ο +ίδιος έβαλεν εις γραμμήν τους ιδικούς του. + +Μετά δε την επιθεώρησιν, μόλις εξημέρωσεν, ελθόντες στρατιώται +τινες αυτομολήσαντες από τον στρατόν του μεγάλου βασιλέως, +έφεραν εις τον Κύρον ειδήσεις περί του στρατού του. Ούτος δε, +συγκαλέσας τους στρατηγούς και λοχαγούς των Ελλήνων, εζήτει την +γνώμην των περί του πώς θα κάμη την μάχην, και ο ίδιος τους +συνεβούλευεν ενθαρρύνων αυτούς ως εξής: + +«Ω άνδρες Έλληνες, αν και δεν εστερούμην βαρβάρων στρατιωτών, +εζήτησα εν τούτοις την βοήθειάν σας, και σας προσέλαβα εις τον +στρατόν μου ως συμμάχους μου, επειδή φρονώ ότι είσθε +ανδρειότεροι και δυνατώτεροι πολλών βαρβάρων. Προσπαθήσατε +λοιπόν να φανήτε άνδρες άξιοι της ελευθερίας, την οποίαν έχετε, +και διά την οποίαν εγώ σας μακαρίζω. Την ελευθερίαν ταύτην +μάθετε ότι εγώ θα επροτίμων αντί όλων των αγαθών τα οποία έχω, +ακόμη και αντί απείρως περισσοτέρων τούτων. + +»Επειδή δε γνωρίζω καλώς τα πράγματα, θα σας είπω εις ποίον +αποδύεσθε αγώνα. Ο μεν στρατός του βασιλέως είναι μέγας και +εφορμά με αλαλαγμούς πολλούς. Και αν δεν δειλιάσετε ως προς +τούτο, κατά τα άλλα όλα νομίζω ότι πρέπει και να εντραπώ να σας +είπω από τώρα ποίοι είναι οι άνθρωποι της χώρας ταύτης, τους +οποίους μετ' ολίγον θέλετε γνωρίση. Εάν εμφανήτε γενναίοι και +ευτυχήσωμεν εις τον αγώνα μας (νικήσωμεν), πάντα μεν, όστις θα +ήθελε να επιστρέψη εις την πατρίδα του, θα καταβάλω πάσαν +προσπάθειαν να επιστρέψη όσον το δυνατόν επίφθονος από τους +συμπατριώτας του, πολλοί δε από σας νομίζω ότι θα προτιμήσουν +να μείνουν πλησίον μου παρά να επιστρέψουν εις την πατρίδα +των». + +Παρών εκεί κατά τύχην ο εκ Σάμου φυγάς Γαυλίτης, πιστός του +Κύρου φίλος, απαντών εις ταύτα είπε τα εξής: «Και εν τούτοις, ω +Κύρε, λέγουν τινες ότι τώρα υπόσχεσαι πολλά ως εκ των +περιστάσεων, υπό τας οποίας ευρίσκεσαι, βαθμηδόν του κινδύνου +πλησιάζοντος. Εάν όμως τα πράγματα λάβουν καλήν έκβασιν, +λέγουσιν ότι θα λησμονήσης ό,τι υπεσχέθης. Τινές δε ότι, και +εάν ενεθυμείσο τας υποσχέσεις σου και είχες όλην την καλήν +θέλησιν να τας εκπληρώσης, δεν θα είχες την δύναμιν». + +Ακούσας ταύτα ο Κύρος είπεν: «Αλλά σας είναι γνωστόν, ω άνδρες, +ότι η εξουσία του πατρός μου εκτείνεται προς μεσημβρίαν μεν +τόσον ώστε να μη δύνανται να κατοικούν οι άνθρωποι ως εκ της +θερμότητος, προς βορράν δε τόσον, ώστε να μη δύνανται να +κατοικούν ως εκ του ψύχους. Ότι δε τας εν τω μεταξύ χώρας +διοικούν οι φίλοι του αδελφού μου. + +»Εάν δε νικήσωμεν, έχομεν την υποχρέωσιν να καταστήσωμεν σας, +τους φίλους μας, κυρίως των χωρών αυτών. Ώστε δεν φοβούμαι +μήπως δεν έχω επαρκή δώρα, διά να αμείψω έκαστον των φίλων μου, +εάν τυχόν νικήσω, αλλά μήπως δεν έχω αρκετούς φίλους τότε, διά +να τους τα δώσω. Εις έκαστον δ' εξ υμών των Ελλήνων θα προσφέρω +προσθέτως και στέφανον χρυσούν. + +Ακούσαντες ταύτα ούτοι και προθυμότεροι εφάνησαν προς δράσιν +και εις τους άλλους έσπευσαν να τα αναγγείλουν. Παρά τους +στρατηγούς δε, εφ' όσον ωμίλει εκείνος, είχαν εισχωρήση εις την +συνέλευσιν και άλλοι Έλληνες αξιωματικοί, αξιούντες να μάθουν +ποίαν αμοιβήν θα λάβουν, εάν νικήσουν. + +Ο δε Κύρος, αφού ικανοποίησε την περιέργειαν όλων, τους +απέλυσε. Τον παρώτρυναν δε όλοι, όσοι συνωμίλουν με αυτόν, να +μη πολεμήση, αλλά να ταχθή όπισθέν των Ελλήνων. Τότε ο Κλέαρχος +ηρώτησε τον Κύρον: «Φρονείς, ω Κύρε, ότι ο αδελφός σου θα +πολεμήση μαζή σου (ατομικώς);» «Μα τον Δία, απήντησεν ο Κύρος, +εάν είναι αληθώς υιός του Δαρείου και της Παρυσάτιδος, γνήσιος +δε αδελφός μου, ποτέ δεν θα καταδεχθώ εγώ να λάβω όσα ανωτέρω +ανέφερα, χωρίς να τον πολεμήσω (ως Κύρος)». + +Κατά την επιθεώρησιν λοιπόν των στρατευμάτων ευρέθησαν οπλίται +μεν Έλληνες δέκα χιλιάδες τετρακόσιοι και πελτασταί δύο +χιλιάδες πεντακόσιοι, βάρβαροι δε υπό τας διαταγάς του Κύρου +εκατόν χιλιάδες και άρματα δρεπανηφόρα είκοσιν. Ο δε στρατός +του βασιλέως (μετά του ακολουθούντος αυτόν όχλου) ελέγετο ότι +ανήρχετο εις ένα εκατομμύριον διακοσίας χιλιάδας και εις +δρεπανηφόρα άρματα διακόσια. Εκτός αυτών δε ηκολούθουν και έξ +χιλιάδες ιππέων, οίτινες ήσαν παρατεταγμένοι προ του βασιλέως +και των οποίων στρατηγός ήτον ο Αρταγέρσης. + +Ολοκλήρου του βασιλικού αυτού στρατεύματος άρχοντες και +στρατηγοί και ηγεμόνες ήσαν τέσσαρες, έκαστος τριακοσίας οδηγών +χιλιάδας, ο Αβροκόμας, ο Τισσαφέρνης, ο Γωβρύας και ο Αρβάκης. +Εξ όλων όμως τούτων έφθασαν εις τον τόπον της μάχης εννεακόσιαι +χιλιάδες και άρματα δρεπανηφόρα εκατόν πεντήκοντα. Ο δε +Αβροκόμας ήλθε πέντε ημέρας μετά την μάχην εκ Φοινίκης +ορμώμενος. + +Τας πληροφορίας ταύτας έδωκαν εις τον Κύρον όσοι εκ των εχθρών +είχαν αυτομολήση προ της μάχης και όσοι, μετά την μάχην, είχαν +συλληφθή αιχμάλωτοι του Κύρου. + +Εντεύθεν προχωρεί ούτος σταθμόν ένα, παρασάγγας τρεις, έχων +συντεταγμένον ως προς μάχην όλον τον στρατόν του, Ελληνικόν και +Περσικόν. Διότι ενόμιζεν ότι την ημέραν αυτήν θα του επιτεθή ο +βασιλεύς. Τα σημεία, άλλως τε, τούτο εφανέρωναν. Διότι εν τω +μέσω του σταθμού τούτου ήτον εσκαμμένη βαθεία τάφρος, έχουσα +πλάτος μεν πέντε οργυιάς, βάθος δε τρεις. + +Εξετείνετο δε η τάφρος αύτη προς τ' άνω διά της πεδιάδος, εις +έκτασιν δώδεκα παρασαγγών, μέχρι του τείχους της Μηδίας. Εδώ δε +πλησίον ήσαν αι διώρυγες, αι οποίαι ελάμβανον το ύδωρ από τον +Τίγρητα ποταμόν. Ήσαν δε τέσσαρες τον αριθμόν, έχουσαι εκάστη +πλάτος ενός πλέθρου, τόσον δε βαθείαι, ώστε να πλέουν εντός +αυτών σιταγωγά πλοία. Όλαι αυταί χύνονται εις τον Ευφράτην +ποταμόν, απέχουσαι η μία της άλλης παρασάγγην, επ' αυτών δε +είναι στημέναι γέφυραι. Παρά τον Ευφράτην δε ήτο πάροδος στενή +μεταξύ του ποταμού και της τάφρου, έχουσα πλάτος είκοσι ποδών. + +Την εν λόγω τάφρον κατεσκεύασεν ο βασιλεύς ως προφυλακτικόν +οχύρωμα κατά του Κύρου, ότε έμαθεν ότι ούτος επλησίαζε. Λοιπόν +την πάροδον εκείνην διελθόντες ο Κύρος μαζή με τον στρατόν του +ευρέθησαν εντός της τάφρου. + +Την ημέραν λοιπόν αυτήν δεν επολέμησεν ο βασιλεύς. Ήσαν όμως +φανερά πολλά ίχνη ίππων και ανθρώπων του υποχωρούντος βασιλικού +στρατού. + +Ενταύθα καλέσας ο Κύρος τον εξ Αμπρακίας Σιλανόν του έδωκε +τρεις χιλιάδας δαρεικούς, διότι ούτος, ένδεκα ημέρας πρωτήτερα, +ότε προσέφερεν εις τους θεούς θυσίας, του είπεν ότι επί δέκα +ημέρας δεν θα συγκροτήση μάχην ο βασιλεύς. Ο Κύρος δε του είχεν +είπη τότε ότι, εάν την μάχην ταύτην δεν συνάψη ο βασιλεύς κατά +το διάστημα των δέκα ημερών αυτών, δεν θα συνάψη μάχην πλέον. +Ότι δε, «εάν αποδειχθούν αληθείς οι λόγοι σου, υπόσχομαι να σου +δώσω δέκα τάλαντα». Τα χρήματα λοιπόν αυτά του έδιδε τώρα, +επειδή είχαν ήδη παρέλθη αι δέκα ημέραι. + +Επειδή δε ο βασιλεύς δεν ημπόδισε το στράτευμα του Κύρου να +διαβαίνη επί της τάφρου, ο Κύρος και οι περί αυτόν ενόμισαν ότι +έπρεπε ν' απελπισθούν πλέον περί συγκροτήσεως μάχης μετά του +βασιλέως. Διά τούτο δε ο Κύρος την επομένην εβάδιζε με +ολιγωτέραν προσοχήν. + +Την δε τρίτην ημέραν επορεύετο καθήμενος επί του άρματος και +ολίγους μόνον στρατιώτας έχων προτεταγμένους προ αυτού. Το δε +μέγα μέρος του στρατεύματος επορεύετο με ταραχήν και ατάκτως, +οι δε στρατιώται είχαν τα περισσότερα όπλα των επί των αμαξών +και των υποζυγίων. + + + +Κεφάλαιον όγδοον + + + +Και ήδη ήτο η ώρα, καθ’ ήν η αγορά ήτο γεμάτη από πλήθη, +πλησίον δ' εκεί που ήτον ο σταθμός, εις τον οποίον έμελλεν ο +στρατός να καταλύση, ότε ο Πατηγύας, ανήρ Πέρσης, εκ των πιστών +φίλων του Κύρου, παρουσιάζεται αίφνης τρέχων με καλπάζοντα +ιδρωμένον ίππον, εις πάντας δε όσους καθ' όσον συνήντα +εκραύγαζεν εις Περσικήν και Ελληνικήν γλώσσαν ότι ο βασιλεύς +έρχεται με μέγα στράτευμα, παρασκευασμένος ως προς μάχην. + +Ηγέρθη λοιπόν μεγάλη ταραχή. Διότι αμέσως όλος ο στρατός +ενόμισεν ότι ο βασιλεύς θα επιπέση εναντίον του, εις μεγάλην +ευρισκομένου αταξίαν. + +Και ο Κύρος, αφού επήδησε από το άρμα, ενεδύθη τον θώρακα και, +αφού ανέβη εις τον ίππον του, έλαβεν εις χείρας τα παλτά (όπλα. +Δηλ. την λόγχην και το ακόντιον) και εις όλους τους άλλους +παρήγγελλε να εξοπλίζωνται, έκαστος δε να τοποθετήται εις το +τάγμα του. + +Τότε λοιπόν όλοι, υπακούοντες εις τας παραγγελίας του αυτάς, με +μεγάλην ταχύτητα ελάμβανον τας θέσεις των, ο μεν Κλέαρχος +πλησίον του Ευφράτου ποταμού, ταχθείς εις τα δεξιά του υπ' +αυτόν στρατού, ο δε Πρόξενος πλησίον του Κλεάρχου, και οι +άλλοι, μετά τον Πρόξενον, ο δε Μένων και ο στρατός του κατέλαβε +το αριστερόν κέρας του όλου Ελληνικού στρατεύματος. + +Εκ δε του Περσικού στρατού, Παφλαγόνες μεν ιππείς, περί τους +χιλίους, παρετάχθησαν πλησίον του Κλεάρχου, εις τα δεξιά του, +μετά τούτων δε και οι Έλληνες πελτασταί. Εις δε το αριστερόν ο +ύπαρχος του Κύρου Αριαίος και οι λοιποί Πέρσαι. + +Ο δε Κύρος και οι ιππείς του, περί τους εξακοσίους, [εις το +μέσον], ωπλισμένοι όλοι, εκτός του Κύρου, με θώρακας και +παραμηρίδια (9) και κράνη. Ο Κύρος όμως, μαχόμενος, είχε σχεδόν +γυμνήν την κεφαλήν [λέγεται δε ότι και άλλοι Πέρσαι +διεκινδύνευαν μαζή του, χωρίς κράνος πολεμούντες]. + +Ολόκληρον δε το ιππικόν του Κύρου έφερε προμετωπίδια και +προστερνίδια (10), οι δε ιππείς εκράτουν προς τοις άλλοις και +Ελληνικάς μαχαίρας. + +Και ήτο λοιπόν ήδη μεσημβρία και ακόμη δεν είχαν φανή οι +πολέμιοι. Ότε δε ήρχιζεν η δείλη &(να βραδυάζη)&, εφάνη από +μακράν κονιορτός, λευκός ως νέφος, επί πολύν δε χρόνον κατόπιν +σαν κάποια ανά την πεδιάδα μαυρίλα εις έκτασιν μεγάλην. Όταν δε +έφθασαν πλησιέστερον, τότε ήρχιζε πλέον ν' απαστράπτη εδώ κ' +εκεί ο χαλκός και αι λόγχαι και να γίνωνται καταφανή τα +τάγματα. + +Και επί του αριστερού μεν κέρατος των πολεμίων εφάνησαν ιππείς +λευκοθώρακες, των οποίων ελέγετο ότι στρατηγός ήτον ο +Τισσαφέρνης. Μετά τούτους ήρχοντο οι φέροντες πλεκτάς από +κλάδους ιτέας ασπίδας. Μετ' αυτούς δε οπλίται, φέροντες +τοιαύτας εκ ξύλου, αι οποίαι έφθαναν μέχρι των ποδών. Οι +τελευταίοι δε ούτοι ελέγετο ότι ήσαν Αιγύπτιοι. Κατόπιν ήρχοντο +και άλλοι ιππείς. Κατόπιν και άλλοι τοξόται. Πάντες δε ούτοι +επορεύοντο κατά έθνη, έκαστον δε έθνος απετέλει ξεχωριστόν +τετράγωνον πλήρες ανθρώπων. + +Προηγούντο δε αυτών όλων άρματα εις αραιάς μεταξύ των +αποστάσεις, τα ονομαζόμενα δρεπανηφόρα, φέροντα υπό τα +καθίσματα των ηνιόχων δρέπανα, εκτεινόμενα εκ των αξόνων προς +τα πλάγια, όλα δε προς την γην βλέποντα, ώστε να διαμελίζουν +οιονδήποτε συνήντων εις τον δρόμον των. Ο σκοπός των δε ήτο: +επερχόμενα κατά των Ελληνικών ταγμάτων, να τα κατακόψουν. + +Αλλ' ο Κύρος, όσον αφορά την ην είχε δώση προηγουμένως +συμβουλήν, ότε συγκαλέσας τους Έλληνας τους παρεκίνει να μη +φοβηθούν διόλου τας βαρβαρικάς κραυγάς, τελείως ηπατήθη. Διότι +οι βάρβαροι επλησίαζαν ουχί με κραυγάς, αλλά, εφ' όσον ήτο +κατορθωτόν εις τόσω μέγα πλήθος, με ησυχίαν και σιγήν, με το +βήμα δε ίσον και αργόν. + +Και εν τω μεταξύ τούτω ο Κύρος, διερχόμενος έφιππος με τον +διερμηνέα του Πίγρητα και με τρεις ή τέσσαρας άλλους, εφώναζε +δυνατά εις τον Κλέαρχον να οδηγήση το στράτευμα προς το κέντρον +του εχθρού, διότι εκεί ήτον ο βασιλεύς. «Και εάν νικήσωμεν το +κέντρον» είπεν «η νίκη θα είναι υπέρ ημών». + +Βλέπων όμως ο Κλέαρχος το μέγα στίφος των ιππέων και ακούων τον +Κύρον να λέγη ότι ο βασιλεύς ήτο πέραν του αριστερού κέρατος +των Ελλήνων — διότι τόσον πολύ υπερτέρει ο βασιλεύς κατά το +πλήθος, ώστε, ενώ κατείχε το κέντρον του στρατού του, ευρίσκετο +πέραν του αριστερού κέρατος του Κύρου — ο Κλέαρχος όμως, βλέπων +και ακούων ταύτα, δεν ήθελε να αποσπάση από του ποταμού το +δεξιόν του κέρας, φοβούμενος μήπως περικυκλωθή και από τα δύο +μέρη. Εις δε τον Κύρον απεκρίθη ότι αυτός θα λάβη τα μέτρα του +να κανονισθή το πράγμα όπως πρέπει. + +Εν τω μεταξύ τούτω ο μεν Περσικός στρατός επροχώρει ομαλώς, ο +δε Ελληνικός, εξακολουθών ακόμη να τηρή την θέσιν του, +συνετάσσετο δεχόμενος τους προσερχομένους ακόμη εις τας τάξεις +του. Και ο Κύρος παρελαύνων ουχί πολύ μακράν του στρατεύματος +εθεάτο βλέπων και προς τα δύο μέρη, προς τον στρατόν του και +προς τους πολεμίους του. + +Ιδών δε αυτόν από του Ελληνικού στρατού Ξενοφών ο Αθηναίος και +κατευθύνας τον ίππον του πλαγίως αυτού, διά να τον συναντήση, +τον ηρώτα αν ήθελε να παραγγείλη τι. Ούτος δε σταματήσας είπε +και διέταξε να αναγγείλη εις όλους ότι και αι προς τους Θεούς +θυσίαι και τα σφάγια (όσα εις αυτούς προσεφέρθησαν) ήσαν +ευοίωνα. + +Ενώ δε έλεγε ταύτα, ήκουσε να διέρχεται τας τάξεις του στρατού +θόρυβος και ηρώτα τις και πόθεν προήρχετο ο θόρυβος ούτος. Ο δε +Ξενοφών είπεν ότι το σύνθημα δευτέραν ήδη φοράν διαβιβάζεται +δι' όλων των τάξεων του στρατού. Ο Κύρος ηπόρησε ποίος το έδωκε +πρώτος και ηρώτα οποίον ήτο το σύνθημα. Ο δε Ξενοφών απεκρίθη +«Ζευς σωτήρ» και «νίκη». + +Ο Κύρος, ακούσας τούτο, είπε: «Μάλιστα! Το δέχομαι ευχαρίστως, +εύχομαι δε να πραγματοποιηθή». Ταύτα δε ειπών επέστρεψεν εις +την θέσιν του. Και δεν απείχον ακόμη παρά τρία ή τέσσαρα στάδια +απ' αλλήλων αι δύο φάλαγγες (η του Κύρου και η του βασιλέως), +ότε οι Έλληνες ηκούσθησαν ψάλλοντες θούριον πολεμικόν άσμα, ενώ +ήδη ήρχιζαν να βαδίζουν κατά των πολεμίων. + +Ενώ δε επορεύοντο ούτω κατ' αυτών, κάποιο μέρος της φάλαγγος +εξέσπασε πέραν της γραμμής του ως κύμα, το δε όπισθεν +εναπομείναν στράτευμα ήρχισε να τρέχη τότε, διά να το προφθάση. +Και ταυτοχρόνως όλοι εκραύγασαν καθ' ον τρόπον κραυγάζουν οι εν +ώρα μάχης αλαλάζοντες προς τον Θεόν του πολέμου Άρην, ούτω δε +όλοι ομού εν αλαλαγμοίς έτρεχαν. Λέγουν δέ τινες, ότι εκτύπησαν +και τα δόρατά των εις τας ασπίδας των, προξενούντες φόβον εις +τους ίππους. + +Πριν ή δε ακόμη φθάσουν εις απόστασιν βολής τόξου, στρέφουν τα +νώτα οι βάρβαροι και φεύγουν. Και λοιπόν τότε τους κατεδίωκον +κατά κράτος οι Έλληνες και εφώναζαν προς αλλήλους να μη τρέχουν +τόσον &(να μη παίρνουν δρόμο)&, αλλά ν' ακολουθούν κατά πόδας +τον εχθρόν. + +Εκ των αρμάτων δε τούτου άλλα μεν εφέροντο διά μέσου αυτών των +πολεμίων, άλλα δε και διά μέσου των Ελλήνων χωρίς ηνιόχους. +Ούτοι δε (οι Έλληνες), οσάκις τα έβλεπαν ερχόμενα, έκαμαν +αμέσως τόπον, διά να περάσουν. Ένας δε και μόνος κατελήφθη +(ανετράπη) υπό άρματος, καταπλαγείς, όπως κάποτε συμβαίνει από +τους τρέχοντας ιππείς εις τα ιπποδρόμια. Και όμως ούτε καν +αυτός έπαθε τίποτε, όπως λέγουν, ούτε άλλος κανείς εκ των +Ελλήνων, εις την μάχην ταύτην, πλην ένας κατά το αριστερόν +κέρας, όστις και μόνος, ως ελέγετο, εκτυπήθη από τόξον. + +Ο δε Κύρος, βλέπων να νικά ο Ελληνικός στρατός και να καταδιώκη +ούτω τον πολέμιον, ευχαριστημένος πλέον και ανευφημούμενος υπό +των περί αυτόν ως βασιλεύς, δεν απεμακρύνθη, εν τούτοις, της +θέσεώς του προς καταδίωξίν του, αλλ' έχων περί εαυτόν +συγκεντρωμένην την εξ εξακοσίων ιππέων δύναμίν του εφρόντιζε να +παρακολουθή τας κινήσεις του βασιλέως. Διότι εγνώριζεν ήδη ότι +ούτος κατέχει το κέντρον του Περσικού στρατεύματος. + +Επίσης και όλοι οι στρατηγοί των βαρβάρων, οσάκις οδηγούν προς +μάχην πολεμικόν στρατόν, κατέχουν έκαστος το κέντρον του, +νομίζοντες ότι τοιουτοτρόπως και εν μεγαλειτέρα ασφαλεία είναι, +όταν η δύναμίς των υπάρχη εξ ίσου και από τα δύο μέρη, και ότι, +εάν ελάμβανον ανάγκην να διατάξουν τι, η διαταγή θα ηκούετο από +τον στρατόν εις το ήμισυ του προς τούτο απαιτουμένου χρόνου. + +Και ο βασιλεύς λοιπόν τότε, ει και κατείχε το κέντρον του +στρατεύματός του, ήτον όμως έξω του αριστερού κέρατος του +Κύρου. Επειδή δε κανείς εκ του στρατού του Κύρου δεν εμάχετο +κατ' αυτού, ουδέ καν με τους έμπροσθεν αυτού παρατεταγμένους +(ιππείς του), έστρεψε το κέρας του στρατού του προς τα εμπρός, +διά να περιζώση τον εχθρόν (τους Έλληνας). + +Οπότε ο Κύρος, φοβηθείς μήπως ο βασιλεύς εκ των όπισθεν +ερχόμενος κατακόψη τον Ελληνικόν στρατόν, τρέχει εναντίον του. +Και ορμών με τους εξακοσίους του νικά τους προ του βασιλέως +τεταγμένους, τρέπει εις φυγήν τους εξακισχιλίους ιππείς, και, +ως λέγεται, αυτός ο ίδιος &(με το χέρι του)& φονεύει τον +στρατηγόν αυτών Αρταγέρσην. + +Ευθύς δε ως ετράπησαν εκείνοι εις φυγήν, διασκορπίζονται καθ' +όλας τας διευθύνσεις και οι εξακόσιοι του Κύρου, ορμήσαντες +προς καταδίωξίν των, εκτός ολίγων, οίτινες έμειναν περί τον +Κύρον, σχεδόν μόνοι οι ονομαζόμενοι: ομοτράπεζοι. + +Ενώ δ' ευρίσκετο μ' αυτούς, βλέπει αίφνης τον βασιλέα και την +περί αυτόν σωματοφυλακήν του. Αμέσως δε μη συγκρατούμενος και +ειπών μόνον: ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ εφορμά εναντίον του και τον κτυπά +εις το στήθος και τον πληγώνει διά του θώρακος, καθώς βεβαιοί ο +ιατρός Κτησίας, όστις και εθεράπευσε το τραύμα του. Ενώ δε ο +Κύρος εκτύπα ούτω τον βασιλέα, κάποιος εκ του βασιλικού στρατού +ρίπτει εναντίον του ακόντιον με ορμήν υπό τον οφθαλμόν του. + +Ενταύθα λοιπόν μαχόμενοι και ο βασιλεύς και ο Κύρος και οι περί +αυτούς υπέρ της σωτηρίας εκατέρου των αδελφών εφονεύθησαν εκ +μεν των περί τον βασιλέα όσοι υπό του Κτησίου αναφέρονται. +Διότι ούτος ήτο πλησίον του. Και αυτός δε ο Κύρος εφονεύθη και +οκτώ εκ των περί αυτόν οι καλλίτεροι, ων τα σώματα είχαν πέση +&(σωριασθή)& επί του ιδικού του. + +Ο δε Αρταπάτης, ο εκ των σκηπτούχων πιστότατος εις αυτόν +θεράπων, λέγεται ότι, μόλις είδε να πίπτη ο Κύρος, επήδησεν από +του ίππου του και τον ενηγκαλίσθη. + +Και άλλοι μεν λέγουν ότι ο βασιλεύς διέταξέ τινα να τον σφάξη +επί του πτώματος του Κύρου, άλλοι δε ότι ηυτοκτόνησεν επ' +αυτού, διατρυπήσας εαυτόν διά της λόγχης του. Έφερε δε χρυσήν +τοιαύτην και περιδέραιον και βραχιόλια και όλα όσα συνηθίζουν +να φέρουν οι ευγενείς Πέρσαι. Διότι ο Κύρος τον είχε περιβάλη +με μεγάλας τιμάς διά την προς αυτόν αγάπην και αφοσίωσίν του. + + + +Κεφάλαιον ένατον + + + +Ο μεν λοιπόν Κύρος ούτως απέθανεν. Ανήρ εξ όλων όσοι +διεδέχθησαν τον παλαιόν εκείνον Κύρον ικανώτατος εις το +βασιλεύειν και αξιώτατος εις το άρχειν, καθώς ομολογείται παρά +πάντων όσοι έλαβαν πείραν των πραγμάτων της διοικήσεως του +Κύρου. + +Διότι πρώτον μεν, ότε ακόμη ήτο παις, εκπαιδευόμενος με τον +αδελφόν του και με τους άλλους των μεγιστάνων παίδας, εθεωρείτο +παρ' όλων και εις όλα ικανώτατος. + +Διότι όλοι οι των καλλιτέρων Περσών παίδες ανατρέφονται εις την +αυλήν του βασιλέως. Όπου θα ηδύνατό τις να διδαχθή πολλήν μεν +(περί τον βίον) φρόνησιν, ουδέν δε το αισχρόν ούτε να ίδη ούτε +ν' ακούση. + +Εις την αυλήν, προς τούτοις, και βλέπουν και ακούουν τόσον τους +τιμωμένους υπό του βασιλέως, όσον και τους ατιμαζομένους υπ' +αυτού. Ώστε από της παιδικής των ακόμη ηλικίας μανθάνουν να +άρχουν των άλλων και να άρχωνται. + +Εκεί ο Κύρος εφαίνετο ότι ήτον ο ντροπαλώτερος όλων των +ομηλίκων του και ότι υπήκουε περισσότερον από τους κατωτέρους +του εις τους μεγαλειτέρους αυτού την ηλικίαν. Έπειτα δε ηγάπα +πάρα πολύ τους ίππους, γνωρίζων την τέχνην να τους +μεταχειρίζεται μετά δεξιότητος. Πάντες δε τον έκριναν και εις +τας πολεμικάς ακόμη ασχολίας, εις το να ρίπτη το τόξον και το +ακόντιον, ότι και φιλομαθέστατος ήτο και μελετηρότατος. + +Όταν δ' έγεινεν έφηβος &(εμεγάλωσεν)&, έδειξε μεγάλην κλίσιν +εις το κυνήγιον, εις τας επιθέσεις του δε κατά των θηρίων ήτο +λίαν ριψοκίνδυνος. Όταν δέ ποτε ώρμησεν άρκτος εναντίον του, +δεν την εφοβήθη, αλλά συμπλακείς μαζή της έπεσε κάτω από τον +ίππον. Και όσα μεν υπέστη εκ της συμπλοκής τα εφανέρωναν αι +επουλωμέναι έκτοτε πληγαί του. Την εφόνευσεν όμως επί τέλους. +Εκείνος δε, όστις πρώτος έτρεξεν εις βοήθειάν του, εμακαρίζετο +παρ' όλων κατόπιν διά τα δώρα που έλαβεν. + +Αφού δε απεστάλη από τον πατέρα του σατράπης της Λυδίας και της +μεγάλης Φρυγίας και της Καππαδοκίας, και απεδείχθη εκεί +στρατηγός όλων των στρατευμάτων όσα είχαν διαταγάς να +συναθροίζωνται εις την πεδιάδα του Καστωλού, πρώτον μεν εφάνη +ότι εξαιρετικήν κατέβαλε φροντίδα να μη ψεύδεται ούτε προς +εκείνον με τον οποίον έκαμε σπονδάς ειρήνης ή ανακωχής, ούτε +προς εκείνον με τον οποίον ήρχετο εις συμφωνίας δι' οιανδήποτε +υπόθεσιν, ούτε προς εκείνον εις τον οποίον υπεσχέθη τι. + +Διά τούτο βεβαίως και τον ενεπιστεύοντο όσαι πόλεις εκήρυττον +αυτόν επίτροπόν των. Επίσης και όλος ο στρατός. Και εάν τις +εγίνετο εχθρός του, ήτο βέβαιος ότι, εις ενδεχομένας περί +ειρήνης σπονδάς μετά του Κύρου, δεν θα υφίστατο καμμίαν από +αυτόν ενόχλησιν παρά τας σπονδάς. + +Και τω όντι, ότε εκήρυξεν άλλοτε τον πόλεμον κατά του +Τισσαφέρνους, όλαι αι πόλεις εκουσίως των είχον προτιμήση αντί +του Τισσαφέρνους τον Κύρον, εκτός των Μιλησίων. Ούτοι δε +εφοβούντο αυτόν, μόνον και μόνον διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψη +τους φυγάδας (εις την τύχην των). + +Διότι και εμπράκτως και διά λόγου εβεβαίωνεν ότι δεν θα ήθελέ +ποτε να τους εγκαταλείψη, αφού άπαξ έγινε φίλος των, ούτε εάν +ακόμη μείνουν ολιγώτεροι, ούτε εάν ακόμη περισσότερον +δυστυχήσουν. + +Εφαίνετο δε πάντοτε καταβάλλων προσπαθείας να υπερτερήση πάντα +όστις ήθελε τον ωφελήση ή τον βλάψη. Τινές δε εκ των φίλων του +διηγούντο περί αυτού κάποτε κάποιαν του ευχήν, ότι δηλαδή είχε +ποτε ευχηθή εις τους Θεούς, τόσον μόνον χρόνον να ζήση, έως +ότου κατώρθωνε να υπερτερήση εις το ευεργετείν μεν πάντα +ευεργετούντα, εις το βλάπτειν δε πάντα κακουργούντα. + +Διά τούτο λοιπόν και πλείστοι όσοι εκ των συγχρόνων μας +ενεπιστεύθησαν εις αυτόν (άφησαν εις την διάκρισίν του) ως εις +τον μόνον άξιον πάσης εμπιστοσύνης άνδρα και τας περιουσίας των +και τας πόλεις των και τα σώματά των (την ασφάλειαν της ζωής +των). Παρά πάντα ταύτα όμως, δεν θα ηδύνατό τις βέβαια να είπη +ότι άφηνε να τον ξεγελούν οι αδικούντες και οι κακούργοι, αλλ' +αμειλίκτως πάντας ετιμώρει. Πολλάκις δε έβλεπέ τις εις τας +μάλλον πολυσυχνάστους οδούς των πόλεων ανθρώπους στερουμένους +και ποδών και χειρών και οφθαλμών. Ούτω λοιπόν εις τας επαρχίας +τας διοικουμένας από τον Κύρον ηδύνατο αφόβως να βαδίζη +οιοσδήποτε Έλλην ή βάρβαρος, ήρκει μόνον να μην είχε βλάψη +ουδένα, να μεταβαίνη δε όπου ήθελε, φέρων μαζή του ό,τι του ήτο +δυνατόν ή εύκολον. + +Πάντα δε γενναίον και χρήσιμον προς πόλεμον υπό πάντων +ωμολογείτο ότι εξαιρετικώς ετίμα. Και εις τας αρχάς μεν +επολέμησε προς τους Πισίδας και τους Μυσσούς. Λοιπόν, ότε αυτός +ο ίδιος είχεν εκστρατεύση ποτέ κατά των χωρών αυτών, όλους +εκείνους, τους οποίους έβλεπε ριψοκινδυνεύοντας, εκήρυττεν +άρχοντας της χώρας την οποίαν εκυρίευε, κατόπιν δε και με άλλα +δώρα τους ετίμα. Ώστε εφαίνετο αξιών οι μεν ανδρείοι να είναι +ευτυχέστατοι, οι δε δειλοί και άνανδροι, σκλάβοι των. Διά τούτο +και ήσαν πάντοτε αφθονώτατοι εκείνοι οίτινες ήθελαν να +κινδυνεύουν υπέρ αυτού παντού όπου τυχόν εφαντάζοντο ότι θα το +εμάνθανεν ο Κύρος. + +Εάν δέ τις εγίνετο γνωστόν ότι εφιλοδόξει να αναδεικνύεται εις +δικαιοσύνην (ως φιλοδίκαιος), κάθε τρόπον κατέβαλλε να +αποκαθιστά τούτον πλουσιώτερον εκείνου όστις ήντλει τα κέρδη +του από τας αδικίας. Αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων δικαίως +εγίνετο υπέρ αυτού η διαχείρισις και ένεκα πάντων τούτων +αληθινόν στρατόν είχεν αποκτήση. Πράγματι δε. Διότι και οι +στρατηγοί και οι λοχαγοί, όσοι ένεκα κέρδους έπλευσαν προς +αυτόν (κατετάχθησαν εις τον στρατόν του), επείσθησαν ότι είναι +επικερδέστερον δι' αυτούς να πειθαρχούν τελείως εις τον Κύρον, +παρά ν' αποβλέπουν εις το κατά μήνα ωρισμένον κέρδος των (τον +μισθόν των). + +Αλλά και ο Κύρος πάλιν, εάν τις ήθελε πιστώς τον υπηρετήση, δεν +άφηνε ποτε άνευ ανταμοιβής τον ζήλον του. Αυτή δε είναι και η +αιτία, διά την οποίαν, καθώς λέγουν, απέκτησεν ο Κύρος εις κάθε +έργον του ικανωτάτους υπαλλήλους. + +Εάν δε έβλεπε κανένα να ήναι δεινός οικονομολόγος μετά +δικαιοσύνης, να καλλιεργή δε την χώραν, της οποίας ήτον ο +αρχηγός και να αυξάνη μετ' επιμελείας τας προσόδους της, από +αυτόν όχι μόνον δεν αφήρει τίποτε, αλλά και με περισσότερα +(μέσα) πάντοτε τον εφωδίαζε. Τοιουτοτρόπως όλοι και ευχαρίστως +ειργάζοντο και παρρησία, ενώπιον όλων, απέκτων περιουσίας, +οσαδήποτε δε και αν απέκτα τις δεν τα απέκρυπτεν από τον Κύρον. +Διότι προς πάντας τους ούτω φανερώς πλουτούντας, ούτος δεν +εδοκίμαζε κανένα φθόνον, προσεπάθει δε μόνον να χρησιμοποιή δι' +εαυτόν τα χρήματα εκείνων οι οποίοι τα έκρυπτον. + +Όσους δε ήθελε κάμη φίλους και ήτο βέβαιος ότι πραγματικώς τον +αγαπούν, τους έκρινε δε ότι θα ήσαν ικανοί συνεργάται του εις +παν ό,τι ήθελε να φέρη εις πέρας, τούτους ομολογείται παρά +πάντων ότι με μεγάλην προθυμίαν επεριποιείτο. + +Και λοιπόν, δι' ον λόγον αυτός ενόμιζεν ότι έχει ανάγκην φίλων, +όπως έχη τούτους συνεργάτας του, διά τον αυτόν λόγον και αυτός +φρόντιζε να είναι συνεργάτης των (βοηθός) όσον του ήτο δυνατόν +περισσότερον, εις κάθε τι που εκαταλάβαινεν ότι έκαστος εξ +αυτών είχεν ανάγκην. + +Ήτο δε ο μόνος εις το Κράτος ανήρ, κατά την γνώμην μου, ο +οποίος ελάμβανε τόσα πολλά δώρα διά τόσον πολλάς αιτίας. Τα +δώρα δε ταύτα ουδείς γενναιότερον αυτού εσκόρπιζεν (εδώρει εις +τους φίλους του, αποβλέπων κυρίως εις τους τρόπους εκάστου και +εις ό,τι έκαστος εξ αυτών εστερείτο περισσότερον. + +Και ως προς εκείνα, τα οποία του απεστέλλοντο πανταχόθεν προς +στολισμόν του σώματός του, είτε εν πολέμω στολισμόν, είτε εν +ειρήνη, και ως προς αυτά ακόμη λέγεται ότι κάποτε είπεν ότι το +σώμα του δεν θα ήτο δυνατόν ποτε με όλα αυτά να στολισθή, +επίστευεν όμως στολισμόν του μέγιστον να βλέπη όλους τους +φίλους του καλώς εστολισμένους. + +Και το να υπερτερή μεν τους φίλους του εις τας ευεργεσίας δεν +ήτο διόλου παράδοξον, επειδή ήτο βέβαια πλουσιώτερός των. Το να +τους υπερτερή όμως εις το να φροντίζη υπέρ των αναγκών των και +εις το να ευχαριστήται να ήναι προθυμότατος εις όλα, τούτο, εις +εμέ τουλάχιστον, φαίνεται εξαιρετικώς θαυμασμού άξιον. + +Διότι πολλάκις ο Κύρος, οπότε θα ελάμβανεν οίνον παρά πολύ +γλυκύν, απέστελλεν εξ αυτού εις τους φίλους του ημίκενα αγγεία, +λέγων εις αυτούς ότι από μακρού ήδη χρόνου δεν έχει λάβη τόσον +γλυκύν οίνον. Τούτον, λοιπόν, σου αποστέλλει και σε παρακαλεί +να τον πίης σήμερον με τους μάλλον αγαπητούς σου φίλους. + +Ημιφαγωμένας δε χήνας επίσης απέστελλε πολλάκις και ημίσεις +άρτους και άλλα τοιαύτα, διατάσσων τον υπηρέτην του να λέγη εις +εκείνους εις τους οποίους τα απέστελλεν: Από αυτά έφαγεν ο +Κύρος και ευχαριστήθη. Επιθυμεί, λοιπόν, να τα δοκιμάσετε και +σεις. Οσάκις δε (ένεκα ανομβρίας) ο σανός ήτο σπανιώτατος, +αυτός δε, διότι είχε πολλούς φροντιστάς και υπηρέτας, ηδύνατο +να προμηθευθή τοιούτον, απέστελλεν εξ αυτού και εις τους φίλους +του, παραγγέλλων εις αυτούς να τον δώσουν εις τους προς +ιππασίαν προωρισμένους ίππους των, διά να μη φέρουν ούτοι τους +φίλους του πεινώντες. + +Εάν δέ ποτε εξήρχετο εις περίπατον και επρόκειτο πλείστοι να +τον ίδουν καθ' οδόν, προσκαλών ενώπιόν των τους φίλους του, +συνομίλει με σοβαρότητα μαζή των, διά να δείξη φανερά εις όλους +εκείνους τους οποίους νομίζει αξίους της εκτιμήσεώς του. Ώστε +εγώ τουλάχιστον, εξ όσον ακούω, νομίζω ότι ουδείς ηγαπήθη υπό +περισσοτέρων Ελλήνων ή Περσών όσον ο Κύρος. + +Απόδειξις τούτου είναι και το εξής γεγονός. Από μεν τον Κύρον, +εφ' όσον ήτον υπό τον αδελφόν του, ουδείς έφυγε, διά να γείνη +οπαδός του βασιλέως, εκτός του Ορόντα εκείνου (ως είδομεν +ανωτέρω). Και αυτός δα ο Ορόντας δεν το κατώρθωσε, διότι +εκείνον τον οποίον ενόμιζε πιστότατόν του υπηρέτην, πολύ +γρήγορα τον ηύρε να αγαπά περισσότερον τον Κύρον ή αυτόν. Από +δε τον βασιλέα, πολλοί προς τον Κύρον απεσκίρτησαν, αφ' ότου οι +δύο αδελφοί έγειναν πολέμιοι προς αλλήλους, και μάλιστα εκείνοι +οι οποίοι ηγαπώντο από τον βασιλέα περισσότερον. Τούτο δε, +διότι ενόμιζαν ότι, εάν ήσαν καλοί (πιστοί) παρά τον Κύρον, θα +ηξιούντο περισσοτέρων τιμών υπ' αυτού ή υπό του βασιλέως. + +Έτι δε μεγαλειτέρα απόδειξις της αγαθότητός του και της +κρίσεως, με την οποίαν ορθώς εστάθμιζε τους εύνους και +σταθερούς και αφωσιωμένους φίλους του, είναι και εκείνο το +οποίον συνέβη κατά τον θάνατόν του. + +Ενώ δηλαδή αυτός απέθνησκεν, όλοι οι περί αυτόν φίλοι και +ομοτράπεζοι απέθαναν μαχόμενοι υπέρ του Κύρου εκτός του +Αριαίου, όστις έτυχε να ήναι τεταγμένος εις το αριστερόν κέρας, +ως αρχηγός του ιππικού. Αλλά και αυτός, μόλις έμαθε τον θάνατον +του Κύρου, έφυγε μαζή με όλον το στράτευμα, του οποίου ήτον +ηγεμών. + + + +Κεφάλαιον δέκατον + + + +Ενταύθα, λοιπόν, αποκόπτεται η κεφαλή και η δεξιά χειρ του +Κύρου. Ο βασιλεύς δε και οι περί αυτόν, διώκοντες τους +πολεμίους, επιπίπτουν εις το στρατόπεδον του Κύρου. Και ο μεν +μετά του Αριαίου στρατός δεν μένει εκεί πλέον, αλλά φεύγει διά +μέσου του στρατοπέδου του εις τον σταθμόν, από τον οποίον είχεν +ορμηθή. Ελέγετο δε ότι το διάστημα της μέχρι του σταθμού οδού +ήτο παρασάγγαι τέσσαρες. + +Ο βασιλεύς δε και οι περί αυτόν πλείστα όσα τότε διαρπάζουν +πράγματα, λαμβάνει δε (υπό την κατοχήν αυτού και κυριότητα) και +την Φωκαΐδα, παλλακίδα του Κύρου, γυναίκα συνετήν, περί ης +ελέγετο ότι ήτον ωραιοτάτη. + +Η δε Μιλησία, ήτις ήτο νεωτέρα, αρπαγείσα εις τας αρχάς υπό των +περί τον βασιλέα, τους ξεφεύγει κατόπιν, φέρουσα μόνον τον +χιτώνα της, και τρέχει προς όσους Έλληνας έτυχε να είναι την +στιγμήν εκείνην εις τας σκευοφόρους των αμάξας ωπλισμένοι, οι +οποίοι και αντιταχθέντες, πολλούς μεν εκ των διαρπαζόντων +εφόνευσαν, τινές δε εξ αυτών και εφονεύθησαν. Δεν ετράπησαν +πράγματι εις φυγήν (εγκαταλείποντες την Μιλησίαν εις την τύχην +της), αλλά και ταύτην έσωσαν και όσα άλλα πράγματα και +ανθρώπους έτυχε να ευρίσκωνται εις τας αμάξας των (καταφυγόντας +κατά την ώραν του διωγμού εκεί). + +Ενταύθα βασιλεύς και Έλληνες απεμακρύνθησαν αλλήλων έως +τριάκοντα στάδια. Αλλ' οι μεν Έλληνες εδίωκον τους προς το +μέρος των βαρβάρους, νομίζοντες ότι ενίκων πάντας. Οι δε +βάρβαροι ετρέποντο εις διαρπαγάς, νομίζοντες ότι ήσαν ήδη και +αυτοί πάντες νικηταί. + +Αφού δε οι μεν Έλληνες έμαθαν ότι ο βασιλεύς με όλον του το +στράτευμα είχε φθάση μέχρι των αποσκευών, ο δε βασιλεύς, εξ +άλλου, εμάνθανεν από τον Τισσαφέρνην ότι οι Έλληνες το καθ' +εαυτούς νικούν και προχωρούν προς τα εμπρός διώκοντες, τότε ο +μεν βασιλεύς συναθροίζει τον στρατόν του και παρατάσσεται, ο δε +Κλέαρχος, καλέσας τον Πρόξενον, διότι αυτός ήτον ο πλησιέστερός +του, συνεσκέπτετο μαζή του αν πρέπει ν' αποστείλουν μόνον +μερικούς ή όλοι μαζή να σπεύσουν εις βοήθειαν του στρατοπέδου. + +Εν τω μεταξύ τούτω οι Έλληνες ενόμισαν ότι ο βασιλεύς εφαίνετο +(εκ των κινήσεών του) ότι έμελλε να τους επιτεθή και πάλιν εκ +των όπισθεν. Και οι μεν Έλληνες, στραφέντες, ητοιμάζοντο να τον +υποδεχθούν ούτω (εκ των όπισθεν) ερχόμενον. Ο δε βασιλεύς +(μετανοήσας ίσως) ήλλαξε διεύθυνσιν, δι' ου δε δρόμου είχε +προηγουμένως προσπεράση, ότε ήτο πέραν του αριστερού κέρατος +των Ελλήνων, διά του αυτού και επέστρεψεν (απεμακρύνθη των +Ελλήνων), αναλαβών και τους εν καιρώ της μάχης προς τους +Έλληνας λιποτακτήσαντας και τον Τισσαφέρνην με τους περί αυτόν. + +Διότι ο Τισσαφέρνης κατά την πρώτην σύρραξιν δεν είχε φύγη, +αλλά διήλθεν έφιππος πλησίον του ποταμού, εις ο μέρος ήσαν +παρατεταγμένοι οι Έλληνες πελτασταί. Διερχόμενος δ' εκείθεν +ουδένα μεν εφόνευσεν, οι Έλληνες όμως, απομακρυνθέντες, τους +εκτύπων και τους ηκόντιζον. + +Των πελταστών δε αρχηγός ήτον ο εξ Αμφιπόλεως Επισθένης, περί +ου ελέγετο ό,τι ενήργησε κατά την περίστασιν ταύτην συνετώτατα. + +Ο Τισσαφέρνης, λοιπόν, μόλις απηλλάγη των ακοντισμών, +μειονεκτήσας ούτω, δεν επιστρέφει μεν και πάλιν οπίσω, αλλά, +φθάσας εις το στρατόπεδον των Ελλήνων, συναντά εκεί τον βασιλέα +και, μαζή ανασυντάξαντες πάλιν τας δυνάμεις των, επορεύοντο. + +Ότε δ' έφθασαν κατά το αριστερόν κέρας των Ελλήνων, εφοβήθησαν +ούτοι, μήπως ο εχθρός πλησιάζων τον στρατόν του προς το κέρας +των και περικυκλώνων και από τα δύο μέρη αυτούς, τους κατακόψη. +Ενόμισαν δε καλόν ν' αναπτύξουν το κέρας του στρατού των κατά +μέτωπον και να βάλουν όπισθεν αυτών τον ποταμόν. + +Ενώ δε εσκέπτοντο ταύτα, ο βασιλεύς, αντιπαρελθών (το αριστερόν +κέρας των Ελλήνων), παρέταξε τον στρατόν του απέναντί των, εις +ο σχήμα τον είχε παρατάξη, ότε το πρώτον επήρχετο ίνα συνάψη +μάχην. Μόλις δε είδαν οι Έλληνες ότι οι Πέρσαι τους επλησίασαν +και ότι ήσαν ήδη παρατεταγμένοι προς μάχην, ευθύς, αφού έψαλαν +το πολεμικόν των άσμα, ώρμησαν κατ' αυτών με πολύ μεγαλητέραν ή +πρότερον προθυμίαν. + +Οι βάρβαροι όμως δεν εδέχθησαν την επίθεσίν των, αλλ' έφευγαν +πολύ πλέον μακρύτερα ή πρότερον. Οι Έλληνες δε τους κατεδίωκον +μέχρι κώμης τινός, όπου και εστάθησαν. + +Διότι άνωθεν της κώμης ήτο λόφος, επί του οποίου, αίφνης +επιστρέψαντες εκ της φυγής, εσταμάτησαν οι περί τον βασιλέα, +όχι οι πεζοί, αλλ' οι ιππείς του, από τους οποίους και εγέμισεν +ο λόφος τόσον, ώστε, ως εκ του πλήθους των, να μη γνωρίζουν οι +Έλληνες ποίαν απόφασιν πρόκειται να λάβουν κατ' αυτών οι +βάρβαροι. Έλεγαν δε τότε ότι έβλεπαν το βασιλικόν σημείον, +χρυσούν τινα δηλαδή αετόν ανυψωμένον επί ξυλίνου ακοντίου. + +Επειδή δε και προς τον λόφον επροχώρουν οι Έλληνες, τον +εγκαταλείπουν τότε οι ιππείς, όχι όμως πλέον όλοι μαζή, αλλά +καθ' ομάδας και προς διαφόρους διευθύνσεις. &(Άλλοι από 'δω και +άλλοι από 'κεί)&. Ούτω δε κατ' ολίγον απεγυμνώθη ο λόφος από +τους ιππείς, έως ότου όλοι εκείθεν απεχώρησαν. + +Ο Κλέαρχος, λοιπόν, δεν ανεβίβαζε τον στρατόν του εις τον +λόφον, αλλά, στρατοπεδεύσας κάτωθεν αυτού, αποστέλλει Λύκιον +τον Συρακούσιον με κάποιον άλλον (εις τον λόφον) με την +διαταγήν, αφού κατοπτεύσουν τι είναι υπέρ αυτόν, να τον +ειδοποιήσουν. + +Και ο Λύκιος, αφού τον διέτρεξεν έφιππος και παρετήρησε παντού, +του αναγγέλλει ότι οι εχθροί φεύγουν κατά κράτος. + +Ότε δε συνέβαιναν ταύτα, ο ήλιος ήτο περί την δύσιν του σχεδόν. +Ενταύθα, λοιπόν, εσταμάτησαν οι Έλληνες και, θέσαντες κατά γης +τα όπλα, ανεπαύοντο. Συγχρόνως δε ηπόρουν ότι ο Κύρος ουδαμού +εφαίνετο, ούτε κανείς άλλος παρουσιάσθη εκ μέρους του +ερχόμενος. Διότι δεν εγνώριζαν ακόμη ότι εφονεύθη, αλλ' +ενόμιζαν ή ότι είναι μακράν ήδη καταδιώκων τους εχθρούς, ή ότι +επροχώρησε προς τα εμπρός (προς βορράν), διά να καταλάβη κανένα +τόπον (μέρος εύθετον προς υπεράσπισίν του). + +Και εσκέπτοντο αν πρέπει, μείναντες εκεί, να μεταφέρουν ενταύθα +και τας αποσκευάς των, ή αν πρέπει ν' απέλθουν εις το +στρατόπεδόν των. Ενόμισαν, λοιπόν, καλλίτερον να απέλθουν και +φθάνουν σχεδόν κατά την ώραν του δείπνου εις τας σκηνάς των. + +Και ούτω μεν ετελείωσεν η ημέρα αυτή. Ευρίσκουν δε τα +περισσότερα πράγματά των διαρπαγέντα, ακόμη και ό,τι τρόφιμον +και ποτόν υπήρχε. Τας δε αμάξας, αι οποίαι ήσαν γεμάται άλευρα +και οίνον, προετοιμασθείσαι ούτω επίτηδες από τον Κύρον, ίνα, +εάν ποτε παρουσιασθή εις τον στρατόν μεγάλη έλλειψις τροφίμων, +διανεμηθούν εις τους Έλληνας — ελέγετο δε ότι ήσαν τοιαύται +αμάξας περί τας τετρακοσίας — και ταύτας ακόμη (τας αμάξας) +είχαν ήδη διαρπάση οι περί τον βασιλέα. + +Ώστε οι πλείστοι εκ των Ελλήνων έμειναν την εσπέραν εκείνην +χωρίς δείπνον. Είχαν δε μείνη και την μεσημβρίαν χωρίς γεύμα. +Διότι πριν ή καταλύση ο στρατός, διά να γευματίση, ανεφάνη ο +βασιλεύς. Ούτω λοιπόν επέρασαν την νύκτα ταύτην. + + + + +ΒIΒΛIΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ + + + + +Κεφάλαιον πρώτον + + + +Κατά ποίον, λοιπόν, τρόπον συνήθροισε τον Ελληνικόν στρατόν ο +Κύρος, ότε εξεστράτευσε κατά του αδελφού του Αρταξέρξου, και +όσα κατά την ανάβασιν του στρατού αυτού επράχθησαν και πώς +έγεινεν η μάχη, και πώς απέθανεν ο Κύρος, και πώς, ελθόντες εις +το στρατόπεδον οι Έλληνες, εκοιμήθησαν, νομίζοντες ότι καθ' +όλην την γραμμήν ενίκων και ότι ο Κύρος έζη, — πάντα ταύτα +έγειναν γνωστά δι' όσων μέχρι τούδε είπομεν. + +Άμα δε εξημέρωσε, συνελθόντες οι στρατηγοί ηπόρουν ότι ο Κύρος +ούτε άλλον τινά αποστέλλει, διά να τους ειδοποιήση τι πρέπει να +κάμουν, ούτε ο ίδιος πουθενά εφαίνετο. Απεφάσισαν, λοιπόν, αφού +προετοιμάσουν τα πράγματά των, όσα τους είχαν μείνη από την +διαρπαγήν, και εξοπλισθούν, να βαδίσουν προς τα εμπρός, έως ου +συναντηθούν με τον Κύρον. + +Ενώ δε ήρχιζαν να βαδίζουν, καθ’ ήν στιγμήν ανέτελλεν ο ήλιος, +ήλθεν ο άρχων της Τευθρανίας Προκλής, καταγόμενος από τον +Λάκωνα Δημάρατον (βασιλέα της Σπάρτης), και Γλους ο υιός του +Ταμώ, οίτινες έλεγαν ότι ο μεν Κύρος εφονεύθη, ο δε Αριαίος ότι +έχει ήδη φύγη, ευρισκόμενος με τους λοιπούς βαρβάρους εις τον +σταθμόν, από τον οποίον την προηγουμένην ημέραν είχαν ξεκινήση, +ότι δε τους ειδοποίει ότι καθ' όλην εκείνην την ημέραν θα τους +επερίμενεν, εάν εσκόπευαν να έλθουν (πλησίον του), την επομένην +όμως ότι εμελέτα ν' αναχωρήση διά την Ιωνίαν, από την οποίαν +ήλθεν. + +Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί και οι άλλοι Έλληνες ελυπούντο +κατάκαρδα. Ο δε Κλέαρχος τους είπε τα εξής: «Είθε ο Κύρος να +έζη! Επειδή όμως απέθανεν, αναγγείλατε εις τον Αριαίον ότι και +τον βασιλέα νικώμεν και, όπως βλέπετε, ουδείς πλέον μάχεται +εναντίον μας, και, εάν δεν ήρχεσθε σεις, θα εβαδίζαμεν ήδη +ημείς κατά του βασιλέως. Υποσχόμεθα δε εις τον Αριαίον, εάν +έλθη εδώ, να τον ανακηρύξωμεν βασιλέα. Διότι εις τους κατόπιν +μάχης νικητάς (καθώς γνωρίζετε) ανήκει και η Αρχή. + +Αφού είπε ταύτα, αποστέλλει (προς τον Αριαίον) τους +αγγελιοφόρους και μαζή με αυτούς τον Λάκωνα Χειρίσοφον και τον +Θεσσαλόν Μένωνα. Όστις και αφ' εαυτού ήθελε (μόνος του +επρότεινε) να υπάγη. Διότι και φίλος του Αριαίου ήτο και είχε +ποτε φιλοξενηθεί υπ' αυτού. Και αυτοί μεν ανεχώρησαν, ο +Κλέαρχος δ' επερίμενε (την απάντησιν). + +Το δε στράτευμα επρομηθεύετο τροφήν και ύδωρ, όπως ηδύνατο, +σφάζον εκ των φορτηγών του ζώων τους βους και τους όνους. +Απομακρυνόμενοι δε ολίγον από του μέρους, εις το οποίον έγεινεν +η μάχη, επρομηθεύοντο ξύλα συλλέγοντες τα βέλη, τα οποία ήσαν +εκεί αφθονώτατα και τα οποία οι Έλληνες ηνάγκαζον τους +λιποτακτούντας από τον στρατόν του βασιλέως να ρίπτουν κατά +γης, καθώς και τας πλεκτάς και από ξύλον ασπίδας, τας οποίας +μετεχειρίζοντο οι Αιγύπτιοι. Ήσαν δε εν αχρηστία και περιτταί +δι' έλλειψιν ζώων και πολλαί άμαξαι, ακόμη δε και πολλά δόρατα +και ακόντια. Με όλα, λοιπόν, τα ξύλα αυτά αφού έβρασαν όσα +ήθελαν κρέατα, έφαγαν την ημέραν εκείνην. + +Και ήτον ήδη η ώρα (η προ μεσημβρίας δεκάτη), καθ’ ήν η αγορά +ήτο πλήρης ανθρώπων, ότε έρχονται εκ μέρους του βασιλέως και +του Τισσαφέρνους κήρυκες, εξ ων όλοι μεν οι άλλοι ήσαν Πέρσαι, +είς δε και μόνον Έλλην, ονομαζόμενος Φαλίνος, όστις έτυχε να +ευρίσκεται πλησίον του Τισσαφέρνους, ιδιαιτέρως παρ' αυτού +τιμώμενος. Διότι επροσποιείτο ότι εγνώριζε καλώς την +στρατιωτικήν τακτικήν και οπλομαχίαν. + +Ούτοι, λοιπόν, προσελθόντες και καλέσαντες τους στρατηγούς των +Ελλήνων λέγουν ότι ο βασιλεύς, επειδή είναι (αυτός) ο νικητής +και επειδή (αυτός) εφόνευσε τον Κύρον, προστάζει τους Έλληνας, +αφού του παραδώσουν τα όπλα, να έλθουν εις την αυλήν του +βασιλέως, και εκεί, αν ημπορούν, να επιτύχουν παρ' αυτού κανέν +καλόν (να τον καταφέρουν να τους φανή καλός). + +Και ταύτα μεν είπαν οι κήρυκες του βασιλέως. Οι δ' Έλληνες με +αγανάκτησιν ήκουσαν τους λόγους των. Ο δε Κλέαρχος ταύτην και +μόνην την απάντησιν τους έδωκεν: ότι δεν είναι ίδιον των +νικητών να παραδίδουν τα όπλα των. (Απευθυνόμενος δε προς τους +στρατηγούς είπεν:) «Σεις όμως, ω άνδρες στρατηγοί, αποκριθήτε +εις αυτούς εδώ ό,τι σεις ευστοχώτερον και καλλίτερον (διά την +περίστασιν) νομίσετε. Εγώ δε θα επιστρέψω αμέσως. Διότι τον +είχε καλέση κάποιος εκ των υπηρετών του, διά να ίδη βγαλμένα +εκεί κάπου τα σπλάγχνα των σφαγίων, επειδή κατά την στιγμήν +εκείνην ετύχαινε να προσφέρη εις τους Θεούς θυσίαν. + +Τότε, λοιπόν, απεκρίθη Κλεάνωρ ο Αρκάς, ο μεγαλήτερος όλων +(σεβαστότερος), ότι είναι αποφασισμένοι όλοι ν' αποθάνουν πριν +ή παραδώσουν τα όπλα. Ο δε Πρόξενος ο Θηβαίος προσέθηκεν: «Αλλ' +εγώ, ω Φαλίνε, απορώ διά ποίον εκ των δύο λόγων ζητεί ο +βασιλεύς τα όπλα; ως νικητής ή ως δώρα, λόγω φιλίας; Εάν μεν τα +ζητή ως νικητής, τις η ανάγκη να τα ζητή ούτω δι' απεσταλμένων, +και δεν έρχεται να τα λάβη μόνος του; Εάν δε θέλη να τα λάβη +διά της πειθούς (φιλικώς), ας μας είπη τι θα δώση εις τους +στρατιώτας, εάν ούτοι του τα παραδώσουν χάριν φιλίας (ως εις +φίλον)». + +Εις ταύτα ο Φαλίνος απήντησεν: «Ο βασιλεύς φρονεί ότι είναι +νικητής, αφού εφόνευσε τον Κύρον. Διότι τις άλλος πλέον του +διαφιλονικεί την βασιλείαν; Νομίζει δε ότι και σεις είσθε υπό +την εξουσίαν του, αφού σας έχει εις το μέσον της χώρας του και +εντός αδιαβάτων ποταμών, και τόσον πλήθος ανθρώπων δύναται να +οδηγήση εναντίον σας, ώστε, και εάν ακόμη τους παρέδιδεν εις +χείρας σας, δεν θα ηδύνασθέ ποτε να τους φονεύσετε». + +Μετ' αυτόν Θεόπομπος ο Αθηναίος είπεν: «Ω Φαλίνε, τώρα, όπως +βλέπεις και συ, κανέν άλλο καλόν πλέον δεν μας έμεινεν παρά τα +όπλα και η ανδρεία. Εάν μεν λοιπόν έχωμεν &(στα χέρια μας)& τα +όπλα, νομίζομεν ότι δυνάμεθα να χρησιμοποιήσωμεν και την +ανδρείαν μας. Εάν όμως τα παραδώσωμεν, θα χάσωμεν και την ζωήν +μας. Μη φαντάζεσαι, λοιπόν, ότι τα μόνα αγαθά, τα οποία μας +έμειναν, θα σας τα παραδώσωμεν, αλλά με αυτά, ακόμη και υπέρ +των ιδικών σας αγαθών θα πολεμήσωμεν». + +Ακούσας δε ταύτα ο Φαλίνος εγέλασε και είπεν: «Αλλ' (ομιλών +ούτω) ομοιάζεις, ω νεανίσκε, με φιλόσοφον και αληθώς χαριέστατα +μας λέγεις πράγματα! Μάθε όμως ότι είσαι ανόητος φανταζόμενος +ότι η ανδρεία σας θα νικήση την στρατιωτικήν δύναμιν του +βασιλέως». + +Άλλοι δέ τινες ωμίλησαν με ολιγώτερον θάρρος, ειπόντες ότι όπως +και εις τον Κύρον εφάνησαν πιστοί, ούτω και εις τον βασιλέα θα +εφαίνοντο πάρα πολύ χρήσιμοι, εάν ήθελε να γείνη φίλος των. Και +είτε εις άλλο τι, οιονδήποτε, θέλει να τους χρησιμοποιήση, είτε +διά να εκστρατεύση εις την Αίγυπτον, είναι προθυμότατοι να τον +βοηθήσουν να την υποτάξη. + +Εν τω μεταξύ τούτω επανήλθεν ο Κλέαρχος και ηρώτησεν αν έδωσαν +ήδη την απάντησιν. Ο δε Φαλίνος, διακόψας, είπεν: «Πάντες μεν +οι προλαλήσαντες, ω Κλέαρχε, έχουν έκαστος ιδιαιτέραν (περί του +πρακτέου) γνώμην. Συ δε ειπέ μας τι φρονείς». + +Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Όσον αφορά εμέ, ω Φαλίνε, μ' +ευχαρίστησίν μου σε είδα εδώ, νομίζω δε και όλοι οι άλλοι. +Διότι και συ είσαι Έλλην και όλοι ημείς επίσης, όσους ενώπιόν +σου βλέπεις. Επειδή δε ευρισκόμεθα εις τοιαύτας κρισίμους +περιστάσεις, ζητούμεν να μας συμβουλεύσης τι πρέπει να πράξωμεν +εις όσα μας προτείνεις. + +»Συ, λοιπόν, εν ονόματι των Θεών, συμβούλευσέ μας ό,τι νομίζεις +ότι είναι έντιμον και ωφέλιμον και ό,τι θα σου περιποιήση τιμήν +εν τω μέλλοντι, πάντοτε μνημονευόμενον υπό των μεταγενεστέρων, +ότι δηλαδή ο Φαλίνος, σταλείς ποτε υπό του βασιλέως, διά να +είπη εις τους Έλληνας να παραδώσουν τα όπλα, τους συνεβούλευσε, +ζητούντας την συμβουλήν του, τα εξής. Γνωρίζεις δε πολύ καλά +ότι εξ άπαντος θα γείνη γνωστόν εις την Ελλάδα παν ό,τι ήθελες +μας συμβουλεύση». + +Ο Κλέαρχος διά των λόγων τούτων ήθελε να παρασύρη ανεπαισθήτως +προς τους σκοπούς του τον Φαλίνον, επιθυμών και αυτός ακόμη ο +πρεσβευτής του βασιλέως να τους συμβουλεύση να μη παραδώσουν τα +όπλα, και τούτο, διά να γείνουν περισσότερον ευέλπιδες οι +Έλληνες. + +Ο Φαλίνος όμως, στρέψας τον λόγον επιτηδείως, παρά πάσαν +προσδοκίαν του Κλεάρχου είπε τα εξής: «Όσον μεν αφορά εμέ, ω +Κλέαρχε, εάν μία και μόνη εκ των απείρων (περί σωτηρίας) +ελπίδων, (ας έχετε), ήναι: το να σωθήτε πολεμούντες τον +βασιλέα, θα σας συνεβούλευον να μη παραδώσετε τα όπλα. Εάν όμως +δεν υπάρχη καμμία ελπίς σωτηρίας άνευ της θελήσεως του +βασιλέως, σας συμβουλεύω να σωθήτε δι' ου τρόπου νομίζετε σεις +ευκολώτερον». + +Εις τους λόγους τούτους ο Κλέαρχος απήντησε: «Και αύτη μεν +είναι η γνώμη σου. Όσον όμως αφορά ημάς, ειπέ εις τον βασιλέα +τα εξής: ότι ημείς φρονούμεν ότι, εάν μεν ήναι ανάγκη να +γείνωμεν φίλοι του βασιλέως, θα του είμεθα επωφελέστεροι φίλοι, +έχοντες τα όπλα μας ή παραδίδοντες αυτά εις άλλον. Εάν δε ήναι +ανάγκη να γείνωμεν εχθροί του, θα ηδυνάμεθα καλλίτερα να τον +πολεμώμεν με τα όπλα εις χείρας μας ή να τα παραδώσωμεν εις +χείρας τρίτου». + +Ο δε Φαλίνος είπεν: «Όσα μεν μας είπατε θα τα αναγγείλωμεν εις +τον βασιλέα. Αλλά, προς τούτοις, και τα εξής ακόμη μας διέταξεν +ούτος να σας είπωμεν: «ότι, εάν μεν μείνετε εις ην θέσιν +ευρίσκεσθε, θα κηρυχθή ειρήνη (μεταξύ μας). Εάν δε βαδίσετε +προς τα εμπρός ή επιστρέψετε (εις τας πατρίδας σας), θα +συνεχισθή ο πόλεμος. Ειπέτε, λοιπόν, ποίον εκ των δύο +προτιμάτε: να μείνετε και να γείνη ειρήνη ή ν' αναγγείλω εις +τον βασιλέα ότι θα συνεχίσετε τον κατ' αυτού πόλεμον;». + +Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Ανάγγειλε, λοιπόν, και ως προς το +ερώτημά σου τούτο, ότι και ημείς την αυτήν γνώμην έχομεν οίαν +και ο βασιλεύς». «Και ποία είναι η γνώμη αύτη;» ηρώτησεν ο +Φαλίνος. Και ο Κλέαρχος απήντησεν: «Εάν μεν μείνωμεν ενταύθα, +κηρύττομεν ειρήνην, εάν δε προχωρήσωμεν ή επιστρέψωμεν, +πόλεμον». + +Ο δε Φαλίνος ηρώτησε και πάλιν: «Ειρήνην ή πόλεμον ν' +αναγγείλω;». Και ο Κλέαρχος την αυτήν και πάλιν έδωκεν +απάντησιν: «Ειρήνην μεν, εάν μείνωμεν, πόλεμον δε, εάν +προχωρήσωμεν ή επιστρέψωμεν». Ποίον δε εκ των δύο επροτίμα, δεν +το εφανέρωσεν. + + + +Κεφάλαιον δεύτερον + + + +Και ο μεν Φαλίνος, λοιπόν, και οι μετ' αυτού ανεχώρησαν. Οι δε +αποσταλέντες ήδη εις τον Αριαίον Προκλής και Χειρίσοφος +επέστρεψαν, εκτός του Μένωνος, όστις έμεινε πλησίον του. Ούτοι, +λοιπόν, κατ' εντολήν του Αριαίου, είπαν ότι υπάρχουν πολλοί +Πέρσαι καλλίτεροι αυτού, οι οποίοι δεν θα τον ηνείχοντο ως +βασιλέα. «Αλλ' εάν θέλετε όλοι μαζή ν' αναχωρήσετε, σας +παραγγέλλει να έλθετε αυτήν την νύκτα αμέσως. Ειδεμή, θ' +αναχωρήση την πρωίαν μόνος του». + +Ο δε Κλέαρχος είπεν: «Εάν μεν έλθωμεν, βεβαίως ούτω πρέπει να +πράξωμεν, καθώς λέγετε. Ειδεμή, πράξατε ό,τι σεις νομίσετε +συμφερώτερον». Τι δ' εσκόπευεν αυτός να πράξη, ούτε εις αυτούς +το ανεκοίνωσεν. + +Μετά ταύτα, ενώ ήδη έδυεν ο ήλιος, συγκαλέσας τους στρατηγούς +και λοχαγούς, τους είπε τα εξής: «Ενώ, ω άνδρες, προσέφερον εις +τους Θεούς θυσίαν, διερωτών αυτούς να μάθω αν πρέπει να +βαδίσωμεν κατά του βασιλέως, είδα ότι δεν έδειξαν τα +(εκβληθέντα) σπλάγχνα ευοίωνα σημεία. Επόμενον δε ήτο να μη +δείξουν. Διότι, όπως προ ολίγου έμαθα, εν μέσω ημών και του +βασιλέως υπάρχει ο Τίγρης ποταμός, με πλοία μόνον διαπλεόμενος, +τον οποίον ημείς όμως, μη έχοντες τοιαύτα, δεν θα δυνηθώμεν να +διαβώμεν (να περάσωμεν). Αλλ' ούτε ενταύθα είναι δυνατόν να +μένωμεν. Διότι δεν δυνάμεθα να έχωμεν τα προς τροφήν αναγκαία. +Όσον αφορά όμως: το να υπάγωμεν εις τους φίλους του Κύρου, τα +σπλάγχνα μας έδειξαν πολύ ευοίωνα σημεία. + +Κατά τον εξής λοιπόν τρόπον πρέπει να ενεργήσωμεν: Πηγαίνετε +πρώτον να δειπνήσετε με ό,τι έκαστος από σας έχει. Όταν δε +σαλπίση η σάλπιγξ σιωπητήριον [όταν δε δοθή διά του κέρατος +(νυκτερινής σάλπιγγος) το προς ανάπαυσιν σημείον], αρχίσατε +τότε να ετοιμάζετε τα πράγματά σας. Όταν δε σαλπίση το +δεύτερον, φορτώσατέ τα εις τα ζώα. Όταν δε τέλος σαλπίση και το +τρίτον, ακολουθήσατε τότε τον αρχηγόν σας, τα μεν ζώα έχοντες +προς το μέρος του ποταμού, τους δε οπλίτας προς τα έξω». +΄ +Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί και λοχαγοί ανεχώρησαν και +ενήργουν συμφώνως προς τας παραγγελίας του. Του λοιπού δε, ο +μεν Κλέαρχος ήτον ο γενικός αρχηγός του στρατού +(αρχιστράτηγος), εκ των περί αυτόν δε οι μεν επείσθησαν εις +αυτόν, όχι διότι τον είχαν αναγνωρίση ως τοιούτον, αλλά διότι +έβλεπαν ότι μόνος αυτός εξ όλων εσκέπτετο όπως θα έπρεπε να +σκέπτεται ένας αρχηγός, οι δε λοιποί ήσαν εντελώς άπειροι. + +[Ο από Εφέσου της Ιωνίας μέχρι του τόπου της μάχης αριθμός των +σταθμών και παρασαγγών, τους οποίους διέτρεξαν οι Έλληνες, ήσαν +ενενήκοντα τρεις σταθμοί ή πεντακόσιοι τριάκοντα πέντε +παρασάγγαι ή δέκα εξ χιλιάδες και πεντήκοντα στάδια. Από δε του +τόπου της μάχης μέχρι της Βαβυλώνος η απόστασις ελέγετο ότι ήτο +τριακοσίων εξήκοντα σταδίων]. + +Κατόπιν, αφού ήδη ενύκτωσε, Μιλτοκύθης μεν ο Θραξ, έχων και +τους ιππείς του, ανερχομένους εις τεσσαράκοντα, και έως +τριακοσίους εκ των πεζών Θρακών, ελιποτάκτησε προς τον βασιλέα. + +Ο δε Κλέαρχος προηγείτο των άλλων, συμφώνως προς όσα είχεν +υποδείξη, ούτοι δε ηκολούθουν. Φθάνουν δε εις τον πρώτον +σταθμόν, όπου ήτον ο Αριαίος με τον στρατόν του, περί το +μεσονύκτιον. Και αφού (οι στρατιώται) έθεσαν εν τάξει κατά γης +τα όπλα, συνήλθον οι στρατηγοί και λοχαγοί των Ελλήνων περί τον +Αριαίον. Και Έλληνες και Αριαίος μετά των περί αυτόν αρίστων +ωρκίσθησαν να μη προδώσουν ποτέ αλλήλους, αλλά να ήναι πάντοτε +μεταξύ των σύμμαχοι. Οι δε Πέρσαι ωρκίσθησαν προς τούτοις και +να οδηγούν χωρίς κανένα δόλον τον στρατόν κατά την πορείαν του. + +Ωρκίσθησαν δε πάντα ταύτα, αφού επί ασπίδος έσφαξαν και ταύρον +και κάπρον και κριόν, εις το αίμα των οποίων οι μεν Έλληνες +έβαπτον ξίφος, οι δε βάρβαροι λόγχην. Αφού δε εδόθησαν ούτω +αμοιβαίως λόγοι πίστεως, είπεν ο Κλέαρχος: «Εμπρός, λοιπόν, +τώρα, ω Αριαίε, επειδή και σεις και ημείς την αυτήν πορείαν +πρόκειται να κάμωμεν, ειπέ μας ποίαν γνώμην έχεις περί αυτής, +να επιστρέψωμεν δι' ης ήλθομεν οδού, ή άλλην τινά καλλιτέραν +ταύτης έχεις κατά νουν; + +»Εάν μεν επιστρέψωμεν δι' ης ήλθομεν, θα καταστραφώμεν εντελώς +από την πείναν. Διότι μας εσώθησαν πλέον αι τροφαί. (Ενθυμείσαι +δε ότι) εις απόστασιν δέκα επτά σταθμών εκ των πλησιεστέρων, +ούτε όταν ηρχόμεθα εδώ επρομηθεύθημεν, έστω και το ελάχιστον, +από την χώραν ταύτην. Όπου δε (της χώρας) υπήρχε κάτι τι, +διερχόμενοι δι' αυτής το απετελειώναμεν. Σκεπτόμεθα, λοιπόν, +τώρα (σκοπεύομεν) να βαδίσωμεν μακροτέραν οδόν, ώστε να μη +στερηθώμεν των προς τροφήν αναγκαίων. + +»Νομίζω δε ότι πρέπει τους πρώτους σταθμούς να πορευώμεθα όσω +το δυνατόν μακροτάτους, και τούτο διά να απομακρυνθώμεν όσω το +δυνατόν περισσότερον του βασιλικού στρατού. Διότι, εάν εφάπαξ +απομακρυνθώμεν αυτού δρόμον δύο ή τριών ημερών, δεν θα υπάρχη +πλέον κανείς φόβος να μας φθάση ο βασιλεύς. Διότι με ολίγον μεν +στρατόν δεν θα τολμήση να μας ακολουθήση &(να μας πάρη το +κατόπιν)&, με πολύν δε, δεν θα δυνηθή ταχέως να βαδίση. Ίσως δε +στερηθή και των τροφίμων. Αυτή είναι η γνώμη μου». + +Το στρατήγημα τούτο &(κόλπο)& του Κλεάρχου ουδέν άλλο επεδίωκεν +ή να δραπετεύσωμεν εν ανάγκη ή να φύγωμεν. Αλλ' η τύχη εφάνη +στρατηγικωτέρα ημών. Διότι, αφού εξημέρωσεν, ήρχισαν να +βαδίζουν έχοντες προς τα δεξιά τον ήλιον, υπολογίζοντες δε ότι +κατά την δύσιν του ακριβώς, θα φθάσουν εις χωρία της Βαβυλωνίας +χώρας. Και εις τούτο μεν δεν ηπατήθησαν. + +Περί το δειλινόν όμως τους εφάνη ότι είδαν ιππείς του εχθρικού +στρατού. Και όσοι εκ των Ελλήνων έτυχε να μην ήναι εις τας +τάξεις των, έτρεξαν αμέσως εις αυτάς. Και ο Αριαίος, όστις +μέχρις εκείνης της στιγμής εφέρετο εφ' αμάξης, διότι ήτο +πληγωμένος, καταβάς αυτής ενεδύετο τον θώρακά του. Μετ' αυτού +δε και οι στρατιώται του. Ενώ δε ούτω εξωπλίζοντο, ήλθαν οι +προαποσταλέντες ήδη προς ανίχνευσιν σκοποί λέγοντες ότι δεν +ήσαν ιππείς, αλλά φορτηγά ζώα κάπου εκεί βόσκοντα. Ευθύς δε +τότε ενόησαν όλοι ότι εκεί που πλησίον ήτο στρατοπεδευμένος ο +βασιλεύς. Άλλως τε ουχί πολύ μακράν εφαίνετο εις τα εν λόγω +χωρία και καπνός. + +Ο Κλέαρχος, εν τούτοις, δεν ωδήγησε τον στρατόν του κατά των +πολεμίων, γνωρίζων ότι ούτος και κουρασμένος ήδη ήτο εκ της +πορείας και νήστις. Είχε δε και εντελώς βραδυάση πλέον. Αλλ' +ούτε και εξέκλινε του δρόμου του (δεν ήλλαξε διεύθυνσιν), +προσέχων μήπως νομισθή (από τον βασιλέα) ότι φεύγει. Αλλά κατ' +ευθείαν προχωρών με την εμπροσθοφυλακήν του, κατεσκήνωσεν, ενώ +ήδη ο ήλιος εβασίλευεν, εις τα πλησιέστερον κείμενα χωρία, από +τα οποία είχαν διαρπαγή υπό του βασιλικού στρατού και αυτά +ακόμη τα ξύλα των οικιών. + +Η μεν εμπροσθοφυλακή, λοιπόν, οπωσδήποτε εστρατοπέδευσεν. Οι δε +ερχόμενοι κατόπιν, εν μέσω σκότους προχωρούντες, κατέλυον όπως +ηδύνατο έκαστος, τόσον δε πολύ εθορύβουν, καλούντες αλλήλους, +ώστε αι φωναί των ν' ακούωνται ακόμη και εις το εχθρικόν +στρατόπεδον. Από το οποίον μάλιστα οι πληρέστεροι και +εγκατέλειψαν (φοβηθέντες) τας σκηνάς των. + +Τούτο δε έγεινε φανερόν την επομένην. Διότι τίποτε πλέον δεν +εφαίνετο εις τα πέριξ, ούτε φορτηγόν ζώον, ούτε στρατόπεδον, +ούτε καπνός. Ως φαίνεται δε και αυτός ο βασιλεύς ακόμη είχε +τρομάξη διά την έφοδον εκείνην του στρατεύματος. Εφανέρωσε δε +τον τρόμον του αυτόν με όσα ενήργει (έπραττε) την ακόλουθον +ημέραν. + +Αλλ' ενώ ήτο νυξ ακόμη, αίφνης καταλαμβάνονται από φόβον οι +Έλληνες, κρότος δε και θόρυβος εγείρεται, όπως συμβαίνει όταν +καταληφθή από φόβον αιφνίδιον, στρατόπεδον. + +(Εις το άκουσμα του θορύβου τούτου) ο Κλέαρχος διέταξε Τολμίδην +τον Ηλείον, όστις ήτον ο καλλίτερος των εν τω Ελληνικώ στρατώ +κηρύκων, και τον οποίον τυχαίως είχε την στιγμήν εκείνην +πλησίον του, να επιβάλη εις τους θορυβούντας σιωπήν, κηρύττων +εις όλον το στράτευμα ότι οι αρχηγοί του υπόσχονται εις +εκείνον, όστις θα καταγγείλη τον απολύσαντα τον όνον εις τα +όπλα (εις το στρατόπεδον), ως αμοιβήν του έν τάλαντον. + +Αφού όμως ταύτα εκηρύχθησαν, ενόησαν οι στρατιώται ότι μάταιος +ήτον ο φόβος των και ότι οι στρατηγοί των τίποτε δεν έπαθαν. +Ευθύς δε άμα εξημέρωσε, διέταξεν ο Κλέαρχος τους Έλληνας να +εξοπλισθούν όλοι ως εις μάχην. + + + +Κεφάλαιον τρίτον + + + +Εκείνο, λοιπόν, το οποίον είχα προηγουμένως γράψη, ότι +ετρόμαξεν ο βασιλεύς διά την έφοδον, εφάνη εκ του γεγονότος +τούτου: Ότι την μεν προηγουμένην ημέραν, αποστέλλων +αγγελιοφόρους του εις τους Έλληνας, τους διέτασσε να παραδώσουν +τα όπλα. Τότε δε, μόλις ανέτειλεν ο ήλιος, τους απέστειλε +κήρυκας, διά να κλείσουν ειρήνην μεταξύ των. + +Ούτοι, λοιπόν, αφού ήλθαν εις τας προφυλακάς, εζήτουν να ίδουν +τους στρατηγούς. Και αφού ανήγγειλαν την έλευσίν των οι +προφυλακές, ο Κλέαρχος, όστις έτυχε την ώραν εκείνην να +επιθεωρή το στράτευμα, παρήγγειλεν εις τους προφύλακας να +είπουν εις τους κήρυκας να περιμένουν, μέχρις ότου ευκαιρήση +(τελειώση την επιθεώρησιν). + +Αφού δε παρέταξε τον στρατόν, ώστε να ήναι η όλη φάλαγξ καθ' +όλην την έκτασιν πυκνή και θεαματικωτάτη, εκ δε των αόπλων +κανείς να μην ήναι θεατός, προσεκάλεσε τους αγγελιοφόρους, +αυτός ο ίδιος προϋπαντήσας αυτούς με τους μάλλον καλώς +ωπλισμένους και ωραιοτέρους εκ των στρατιωτών του, αφού +προηγουμένως παρήγγειλε και εις τους άλλους στρατηγούς κατά τον +αυτόν (επιδεικτικόν) τρόπον να προσέλθουν. + +Ότε δε τους επλησίασε, τους ηρώτα τι θέλουν. Ούτοι δε απήντησαν +ότι ήλθαν να διαπραγματευθούν περί ειρήνης, έχοντες εντολήν να +διαβιβάσουν εις τους Έλληνας τους λόγους του βασιλέως και τους +των Ελλήνων εις τον βασιλέα. + +Ο δε Κλέαρχος απήντησεν: «Αναγγείλατε λοιπόν εις αυτόν ότι εν +πρώτοις παρίσταται ανάγκη μάχης. Διότι δεν έχομεν τι να +φάγωμεν, ούτε θα ετόλμα κανείς να διαπραγματευθή με τους +Έλληνας περί ειρήνης, εάν δεν τους επρομήθευε πρωτήτερα +τροφάς». + +Ακούσαντες ταύτα οι αγγελιοφόροι άμέσως ανεχώρησαν και +επανήλθον πάλιν ταχέως. Τούτο δ' εφανέρωνεν ότι ο βασιλεύς ήτον +εκεί που πλησίον, ή άλλος τις, όστις ενήργει κατ' εντολήν του +τας διαπραγματεύσεις. Απήντησαν, λοιπόν, ότι ο βασιλεύς φρονεί +ότι έχει δίκαιον ο Κλέαρχος και ότι ήλθαν φέροντες μαζή των +οδηγούς, οίτινες, εάν κλεισθή ειρήνη μεταξύ των, θα τους +οδηγήσουν εις μέρη, όθεν θα προμηθευθούν τα προς τροφήν των +αναγκαία. + +Ο δε Κλέαρχος ηρώτα αν με μόνους τους ελθόντας και +επιστρέψαντας (εις τον βασιλέα) άνδρας θα συνθηκολογήση ή και +με τους άλλους (ή και με όλον τον στρατόν του βασιλέως) (11). + +Εκείνοι δε απήντησαν ότι «η ειρήνη κλείνεται με όλους, μέχρι +της στιγμής καθ’ ήν θ' αναγγελθούν οι λόγοι σας εις τον +βασιλέα». + +Αφού δε είπαν ταύτα, ο Κλέαρχος, απομακρύνας αυτούς ολίγον, +συνεσκέπτετο με τους στρατηγούς (περί του πρακτέου). Και εφάνη +λοιπόν (εις τους στρατηγούς) καλόν ότι πρέπει να γείνη η ειρήνη +όσον το δυνατόν ταχύτερον, εν ησυχία δε και ανενόχλητοι να +έλθουν εις ο μέρος ήσαν αι τροφαί, διά να προμηθευθούν εξ +αυτών. + +Εις ταύτα ο Κλέαρχος απήντησε: «Και εγώ την αυτήν έχω γνώμην. +Δεν θα την είπω όμως αμέσως (εις τους απεσταλμένους του +βασιλέως), αλλά θα χρονοτριβήσω ολίγον, έως ότου φοβηθούν μήπως +απεφασίσαμεν να μη γείνη ειρήνη. Νομίζω δε, προσέθηκεν, ότι από +τον αυτόν φόβον θέλουν καταληφθή και οι στρατιώται μας». Όταν +δε ενόμισεν ότι ήτο πλέον καιρός να επιστρέψη, είπεν εις αυτούς +ότι δέχεται την ειρήνην, και ευθύς διέταξε να τους οδηγήσουν +εις ο μέρος ήσαν αι τροφαί. + +Και αυτοί μεν προηγούντο• ο δε Κλέαρχος επορεύετο, +συνθηκολογήσας μεν ήδη, αλλ' έχων και τον στρατόν ως προς μάχην +έτοιμον, εις την οπισθοφυλακήν του οποίου και ευρίσκετο. +Συνήντων δε καθ' οδόν τάφρους και χάνδακας πλήρεις ύδατος, ώστε +να μη τους ήναι δυνατόν να διέλθουν άνευ γεφυρών. Κατεσκεύαζαν +λοιπόν τοιαύτας από φοίνικας ερριμμένους κατά γης ή από αυτούς +τους ιδίους κοπτομένους. + +Τότε δε ήτο ευκαιρία να γνωρίση τις κάλλιστα τον Κλέαρχον πώς +επεστάτει, διά μεν της δεξιάς χειρός κρατών το δόρυ, διά δε της +αριστεράς ράβδον. Ούτω, εάν του εφαίνετο κανείς των διά την +εργασίαν ταύτην προωρισμένων οκνηρός, εκλέγων τον περισσότερον +τιμωρίας άξιον τον εκτύπα (διά της ράβδου του) και συγχρόνως +αυτός ο ίδιος ήρχετο εις βοήθειάν του, εισερχόμενος μέσα εις +την λάσπην. Ώστε όλοι να εντρέπωνται μήπως δεν εκτελούν όπως +αυτός την εργασίαν των. + +Και ετάχθησαν πλησίον του οι μέχρι τριάκοντα ετών (στρατιώται). +Επειδή δε έβλεπαν οι πρεσβύτεροι ακόμη και τον Κλέαρχον με +σπουδήν και προθυμίαν εργαζόμενον, ήρχοντο εις βοήθειάν του και +αυτοί. + +Πολύ περισσότερον όμως των άλλων εβιάζετο ο Κλέαρχος, επειδή +υπώπτευεν ότι αι τάφροι δεν ήσαν πάντοτε ούτω πλήρεις ύδατος +[διότι η ώρα του έτους (Οκτώβριος μην) δεν ήτο κατάλληλος προς +άρδευσιν της πεδιάδος], αλλ' ότι ο βασιλεύς, θέλων ήδη να +παρεμβάλη πολλά προσκόμματα εις την πορείαν των Ελλήνων, είχεν +απολύση το ύδωρ εις την πεδιάδα. + +Πορευόμενοι δε έφθασαν εις τα χωρία, από τα οποία υπέδειξαν οι +οδηγοί ότι ηδύναντο να λάβουν τροφάς, και εις τα οποία υπήρχε +πολύς σίτος και οίνος εκ φοινίκων, από τους αυτούς καρπούς δε +και όξος βρασμένον. + +Εκ των καρπών δ' αυτών οι μεν κατωτέρας ποιότητος, όμοιοι προς +εκείνους τους οποίους ανευρίσκει τις και εις την Ελλάδα, ήσαν +προωρισμένοι διά τους υπηρέτας, οι δε εκλεκτοί διά τους κυρίους +των, θαυμάσιοι κατά το κάλλος και το μέγεθος, χρώματος δε ως το +του ηλέκτρου. Εκ των οποίων και ουκ ολίγοι ξηραινόμενοι +εχρησίμευαν ως τραγήματα (ξηροί καρποί) μετά το φαγητόν. Είτε +δε μόνοι των είτε συνοδευόμενοι και από οίνον οι ξηροί αυτοί +καρποί, αν και γλυκύτατοι την γεύσιν, επροξένουν πάντοτε, +τρωγόμενοι, κεφαλαλγίαν. + +Ενταύθα πρώτην φοράν έφαγαν οι στρατιώται από τον μυελόν +&(μελούδι)& του φοίνικος, εθαύμασαν δε οι περισσότεροι εξ αυτών +το είδος και την εντελώς ξεχωριστήν αυτού γλυκύτητα. Ως οι +ξηροί καρποί δε και ούτος επροξένει κεφαλαλγίαν εις τον +τρώγοντα. Ο δε φοίνιξ εκείνος, από του οποίου ήθελεν αφαιρεθή ο +μυελός, όλος εξηραίνετο. + +Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις. Και εκ μέρους του μεγάλου +βασιλέως ήλθεν ο Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως +και άλλοι τρεις Πέρσαι. Ηκολούθουν δε και δούλοι πολλοί. Αφού +δε τους προϋπάντησαν οι στρατηγοί των Ελλήνων, πρώτος ο +Τισσαφέρνης έλεγε διά διερμηνέως τα εξής: + +«Εγώ, ω άνδρες Έλληνες, γειτονεύω με την Ελλάδα (ως γνωρίζετε), +και επειδή σας είδα να περιέλθετε εις πολλάς αμηχανίας, ενόμισα +ότι μου παρουσιάζετο ήδη μοναδική ευκαιρία να καταβάλω πάσαν +δυνατήν προσπάθειαν όπως ζητήσω και λάβω παρά του βασιλέως την +άδειαν να σας επαναφέρω και πάλιν σώους εις την πατρίδα σας, +φρονών ότι ηθέλετε μ' ευγνωμονή διά τούτο τόσον σεις, όσον και +πάσα η άλλη Ελλάς. + +»Τοιαύτα λοιπόν φρονών παρεκάλουν τον βασιλέα λέγων ότι +εδικαιούμην να λάβω παρ' αυτού τοιαύτην χάριν, διότι εγώ ήμην +εκείνος, όστις τον ειδοποίησα πρώτος ότι εκστρατεύει ο Κύρος +εναντίον του, και εγώ ήμην επίσης εκείνος, όστις, ευθύς ως τον +ειδοποίησα περί της εκστρατείας, πρώτος του παρέσχον την +βοήθειάν μου, εκ των απέναντι δε των Ελλήνων παραταχθέντων κατά +την μάχην μόνος εγώ δεν έφυγα, αλλά τρέξας ηνώθην με τον +στρατόν του βασιλέως εις το στρατόπεδόν σας, όπου ούτος ήλθεν, +αφού εφόνευσε τον Κύρον και αφού τους μετά του Κύρου +πολεμούντας Πέρσας έτρεψεν εις φυγήν με αυτούς εδώ, τους +οποίους τώρα βλέπετε πλησίον μου και οίτινες είναι πιστότατοι +και αφωσιωμένοι καθ' όλα εις αυτόν. + +»Και περί όλων μεν αυτών μου υπέσχετο ότι θα σκεφθή. Με +διέτασσε δε, αφού έλθω προς σας, να σας ερωτήσω διά ποίον λόγον +εκστρατεύσατε εναντίον του. Σας συμβουλεύω, λοιπόν, να του +απαντήσετε μετριοπαθώς, και τούτο, διά να ημπορέσω ευκολώτερον +να επιτύχω καλόν τι παρ' αυτού υπέρ της υποθέσεώς σας». + +Αφού είπε ταύτα, οι Έλληνες παραμερίσαντες ολίγον +συνεσκέπτοντο. Επ' ονόματι δε αυτών απήντησεν ο Κλέαρχος ως +εξής: «Ημείς ούτε συνήλθομέν ποτε επί τω σκοπώ να πολεμήσωμεν +τον βασιλέα, ούτε καν εφαντάσθημεν ότι εκστρατεύοντες με τον +Κύρον εβαδίζαμεν κατά του βασιλέως. Διότι, όπως και συ πολύ +καλά γνωρίζεις, πολλάς προφάσεις εύρισκεν ούτος (ο Κύρος) καθ' +οδόν, ίνα και υμάς καταλάβη απροετοιμάστους (προς μάχην) και +ημάς οδηγήση εις τούτο εδώ το μέρος. + +»Όταν όμως, επί τέλους, είδαμεν να περιέρχεται ο Κύρος εις πολύ +δύσκολον θέσιν, ησχύνθημεν και θεούς και ανθρώπους να φανώμεν +προδόται προς αυτόν, ενώ πρωτήτερα με τόσην προθυμίαν εδεχόμεθα +τας ευεργεσίας του. + +»Αφού δε απέθανεν ο Κύρος, ούτε εσκέφθημέν ποτε να +διεκδικήσωμεν την βασιλικήν εξουσίαν από τον βασιλέα, ούτε ποτέ +είχαμεν καμμίαν αφορμήν, ένεκα της οποίας ηθέλαμεν να βλάψωμεν +την χώραν του, πολύ δε ολιγώτερον να τον φονεύσωμεν, θα +ηθέλαμεν δε μόνον να επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας, εάν δεν +ήθελε κανείς μας ενοχλήση. + +»Εάν όμως επιτεθή τις εναντίον μας, θα προσπαθήσωμεν και ημείς +με την βοήθειαν των Θεών να τον εκδικηθώμεν. Αλλ' εάν και είς +μόνος υπάρχη, όστις θα ήθελε να μας ευεργετήση, ακόμη και +τούτου δεν θέλομεν φανή κατώτεροι, αντευεργετούντες αυτόν με +κάθε τρόπον». + +Και ο μεν Κλέαρχος ούτως ωμίλησεν. Ακούσας δε ταύτα ο +Τισσαφέρνης απήντησεν ως εξής: «Όσα μου είπατε θέλω διαβιβάση +εις τον βασιλέα, και εις σας πάλιν θέλω διαβιβάση όσα εις +απάντησίν σας ήθελε μου παραγγείλη ούτος. Έως ότου δε εγώ +επιστρέψω, ας κρατή ειρήνη μεταξύ μας, θέλομεν δε σας παράσχη +κάθε ευκολίαν προς προμήθειαν τροφών». + +Και την μεν ακόλουθον ημέραν ο Τισσαφέρνης δεν ήλθε, πράγμα τα +οποίον ενέβαλεν εις ανησυχίαν τους Έλληνας. Την τρίτην όμως +ελθών είπεν ότι, αφού διεπραγματεύθη το ζήτημα μετά του +βασιλέως, έρχεται ήδη έχων την άδειαν παρ' αυτού πώς να επιτύχη +την επιστροφήν των Ελλήνων εις τας πατρίδας των, αν και πολλοί +εκ των περί τον βασιλέα είχαν εις τούτο όλως εναντίαν γνώμην, +ότι δηλαδή δεν θα ήτο πρέπον εις ένα βασιλέα ν' αφήση ούτω +ελευθέρους εκείνους, οίτινες εξεστράτευσαν εναντίον του. + +Τέλος δε είπε: «Και τώρα σας είναι πλέον επιτετραμμένον +(δύνασθε) να βασισθήτε εις τον λόγον μας, ότι πράγματι κατά την +μέχρι της πατρίδος σας πορείαν θα σας παράσχωμεν εντελώς +φιλικήν την χώραν και χωρίς κανένα δόλον θα σας οδηγήσωμεν +μέχρι της Ελλάδος, παρέχοντες τακτικώς τρόφιμα προς αγοράν εις +τον στρατόν σας. Όπου δε δεν θα ήτο δυνατόν ν' αγοράσετε +τοιαύτας, θα σας επιτρέψωμεν να λαμβάνετε τα προς τροφήν σας εκ +της χώρας. + +»Σεις δε εξ άλλου είναι ανάγκη να μας ορκισθήτε ότι πράγματι θα +βαδίζετε ως διά μέσου χώρας φιλικής, χωρίς ουδεμίαν να +προξενήσετε ζημίαν ή ουδένα να βλάψετε εις τον δρόμον σας, +προμηθευόμενοι τροφάς ή ποτά, καθ’ ήν περίπτωσιν δεν θα ήναι +δυνατόν ημείς αυτοί να σας παρέχωμεν τοιαύτας προς αγοράν. Εάν +όμως σας παρουσιάζωμεν τροφάς, θα προμηθεύεσθε τα προς +διατροφήν του στρατού σας αναγκαία αγοράζοντες». + +Αφού παρεδέχθησαν ταύτα οι Έλληνες, ωρκίσθησαν και έδωκαν τας +δεξιάς των εις τους Έλληνας στρατηγούς και λοχαγούς ο +Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως, λαβόντες και +αυτοί τας των Ελλήνων (εις πίστωσιν των όρκων των). + +Μετά ταύτα δε ο Τισσαφέρνης, είπε: «Και τώρα μεν λοιπόν εγώ +απέρχομαι προς τον βασιλέα, ευθύς δε ως τελειώσω τας υποθέσεις +μου (άμα ως επιτύχω όσα χρειάζομαι), θα επανέλθω, διά να +προετοιμασθώ, όπως σάς μεν οδηγήσω εις την Ελλάδα, εγώ δε +απέλθω εις την έδραν της, ην εξουσιάζω, επαρχίας μου». + + + +Κεφάλαιον τέταρτον + + + +Μετά ταύτα επερίμεναν τον Τισσαφέρνην και οι Έλληνες και ο +Αριαίος, εστρατοπεδευμένοι πλησίον αλλήλων επί είκοσι και πλέον +ημέρας. Κατά το διάστημα δε αυτό έρχονται εις τον Αριαίον και +οι αδελφοί του και όλοι όσοι (του) ήσαν αναγκαίοι, επίσης δε +καί τινες εκ των Περσών (έρχονται) εις τους συντρόφους του, +οίτινες (Πέρσαι) ενεθάρρυναν και υπέσχοντο είς τινας επ' +ονόματι του βασιλέως, ότι δεν θα μνησικακήση ούτος κατ' αυτών +διά την μετά του Κύρου εκστρατείαν των, ουδέ δι' οιονδήποτε +άλλο εξ όσων μέχρι τούδε συνέβησαν. + +Εφ' όσον δε εγίνοντο ταύτα, οι περί τον Αριαίον εφωρώντο +ελάχιστα προσέχοντες (λαμβάνοντες υπ' όψει) τους Έλληνας. Διά +τον λόγον δε τούτον και οι περισσότεροι των Ελλήνων ήσαν μαζή +των δυσηρεστημένοι, προσερχόμενοι δε εις τον Κλέαρχον και εις +τους άλλους στρατηγούς έλεγαν: + +«Τις ο λόγος, δι' ον εξακολουθούμεν ακόμη να μένωμεν ενταύθα; Ή +μήπως τάχα δεν γνωρίζομεν ότι με κάθε τρόπον θα προσπαθήση ο +βασιλεύς να μας καταστρέψη, διά να εμπνεύση και εις τους άλλους +Έλληνας τον φόβον να μην εκστρατεύουν πλέον του λοιπού εναντίον +του μεγάλου βασιλέως; Και τώρα μεν απαιτεί από ημάς να μένωμεν +εδώ, επειδή ο στρατός του έχει ήδη διασκορπισθή. Όταν όμως +συναθροισθή πάλιν, τίποτε δεν θα τον εμποδίση να επιτεθή +εναντίον μας. + +Ίσως δε (ταύτην την στιγμήν) κάπου εδώ ανασκάπτει τάφρον ή +ανεγείρει τείχος (οχυρώνει), διά να μας εμποδίση την προς τα +πρόσω πορείαν μας. Διότι βεβαίως ποτέ δεν θα θελήση εκουσίως +του (ποτέ δεν θα συγκατανεύση), επιστρέφοντες εις την Ελλάδα, +ν' αναγγείλωμεν ότι ημείς, αν και είμεθα τόσον ολίγοι, +ενικήσαμεν τον βασιλέα μέσα εις την χώραν του και, αφού τον +ενεπαίξαμεν ούτω νικηθέντα, επεστρέψαμεν εις την πατρίδα μας». + +Ο δε Κλέαρχος εις τους λέγοντας ταύτα απεκρίθη τα εξής: «Κ' +εγώ, όπως σεις, έχω υπ' όψει όλα όσα μου είπατε. Σκέπτομαι όμως +ότι, εάν αναχωρήσωμεν τώρα (χωρίς την θέλησιν του βασιλέως), θα +φανώμεν ότι αναχωρούμεν ως εχθροί του (με τον σκοπόν αργότερα +να τον πολεμήσωμεν) και ότι ενεργούμεν παρά τας συνθήκας. Εκτός +τούτου, πρώτον μεν κανείς δεν θα μας φέρη τροφάς διά να +αγοράσωμεν, ουδέ θα εύρωμεν κανέν μέρος, διά να προμηθευθώμεν +τοιαύτας. Εξ άλλου δε δεν θα έχωμεν κανένα να μας οδηγήση κατά +την οδοιπορίαν μας. Συγχρόνως δε, εάν τοιαύτας λάβωμεν +αποφάσεις, οποίας σεις προ ολίγου αναφέρατε, αμέσως ο Αριαίος +ήθελεν αποσκιρτήση εις το εχθρικόν στρατόπεδον. Ούτω δε, όχι +μόνον κανείς πλέον φίλος δεν θα μας απομείνη, αλλά θα κηρυχθούν +εχθροί μας και όλοι οι μέχρι τούδε φίλοι μας. + +»Εάν δε υπάρχη και κανείς άλλος, εκτός του Ευφράτου, ποταμός, +τον οποίον πρέπει (θα έπρεπε) να διαβώμεν, δεν ηξεύρω. Ως προς +τον Ευφράτην όμως τούτον, όλοι γνωρίζομεν ότι δεν δυνάμεθα να +τον διαβώμεν, εάν τυχόν ήθελαν μας εμποδίση οι πολέμιοι. Εάν δε +παρίστατο ανάγκη να πολεμήσωμεν, στερούμεθα συμμάχου ιππικού, +ενώ οι πλείστοι των εχθρών μας είναι ιππείς και μάλιστα +αξιόλογοι. Ώστε, εάν μεν ηθέλαμεν νικήση, θα ενικώμεν χωρίς +κανένα να φονεύσωμεν. Εάν δε ηθέλαμεν νικηθή, κανείς από ημάς +δεν θα εσώζετο (12). + +»Εγώ μεν λοιπόν, εάν έχη ο βασιλεύς, του οποίου τόσον πολλαί +είναι (ως γνωρίζετε) αι συμμαχικαί δυνάμεις, να μας καταστρέψη, +δεν γνωρίζω διά ποίον λόγον θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να +ορκισθή και να ομολογήση επισήμως πίστιν προς ημάς, κατόπιν δε +να φανή επίορκος εις τους Θεούς και τον δοθέντα περί πίστεως +και φιλίας λόγον του ενώπιον Ελλήνων και Περσών να μη τηρήση». +Και άλλα πολλά τοιαύτα έλεγεν (ο Κλέαρχος). + +Εν τω μεταξύ δε τούτω ήλθεν ο Τισσαφέρνης με τον στρατόν του, +σκοπεύων δήθεν να επιστρέψη εις την χώραν του, και ο Ορόντας, +διευθυνόμενος με τον στρατόν του και αυτός εις Αρμενίαν, +γαμβρός δε επί θυγατρί του βασιλέως. + +Εντεύθεν δε, προηγουμένου του Τισσαφέρνους και παρέχοντος +τροφάς προς αγοράν διά τους Έλληνας, επορεύοντο. Συνεπορεύετο +δε και ο Αριαίος, έχων τον βαρβαρικόν στρατόν του Κύρου, μαζή +με τον Τισσαφέρνην και Ορόνταν, συστρατοπεδευόμενος δε με τον +στρατόν των. + +Οι δ' Έλληνες, υποπτεύοντες αυτούς, επροχώρουν μόνοι των, +έχοντες ιδίους οδηγούς. Οσάκις δ' εστρατοπέδευον, απείχον +πάντοτε αλλήλων ένα παρασάγγην και ολιγώτερον. Και ως να ήσαν +εχθροί εφυλάσσοντο ο είς από τον άλλον. Εννοείται δε ότι και +τούτο τους ενέβαλεν εις όχι ολίγην υποψίαν μεταξύ των. + +Κάποτε δε και συνέβαινεν, ενώ συνέλεγαν ξύλα από το ίδιον μέρος +ή χόρτα ή άλλα παρόμοια, ν' αλληλοδέρνωνται αμειλίκτως, ώστε +και τούτο ν' αποτελή μίαν πάρα 'πάνω αφορμήν προς έχθραν. + +Διελθόντες δε τρεις σταθμούς έφθασαν εις το καλούμενον τείχος +της Μηδίας, το οποίον και επέρασαν. Ήτο δε οικοδομημένον το +τείχος τούτο με ψημένας πλίνθους, συνδεομένας με άσφαλτον, έχον +πλάτος μεν είκοσι ποδών, ύψος δε εκατόν. Το μήκος του δε +(διήκον από του Ευφράτου μέχρι του Τίγρητος) ελέγετο ότι ήτον +είκοσι παρασαγγών. Και απείχεν όχι πολύ της Βαβυλώνος. + +Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας οκτώ. Και +διέβησαν δύο διώρυγας, την μίαν μεν επί γεφύρας, την άλλην δε +επί επτά προς άλληλα συνδεδεμένων (εζευγμένων) πλοίων. Ήρχιζαν +δε αύται από του Τίγρητος ποταμού. Και εξ αυτών πάλιν, εις +διάφορα αυτών σημεία, διηνοίγοντο τάφροι προωρισμέναι προς +ποτισμόν της χώρας, εξ ων αι μεν πρώται ήσαν μεγάλαι, αι δε +κατόπιν μικρότεραι. Τέλος δε υπήρχον και μικροί οχετοί +&(αυλάκια)&, όπως οι εν Ελλάδι χρησιμεύοντες προς ποτισμόν των +αραβοσιτοσπάρτων αγρών. Και φθάνουν εις τον Τίγρητα ποταμόν, +πλησίον του οποίου ήτο πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος, +ονομαζομένη Σιττάκη, απέχουσα από τον ποταμόν δέκα πέντε +στάδια. + +Οι μεν Έλληνες λοιπόν κατεσκήνωσαν παρ' αυτήν, πλησίον κήπου +μεγάλου και ωραίου και καταφύτου από παντός είδους δένδρα, οι +δε Πέρσαι είχαν διέλθη τον Τίγρητα και δεν εφαίνοντο πλέον. + +Μετά το γεύμα δε ο Πρόξενος και ο Ξενοφών έτυχε να περιπατούν +προ του μέρους, εις το οποίον είχαν καταθέση τα όπλα, (έξωθεν +των όπλων). Ότε πλησιάσας άνθρωπός τις ηρώτησε τους προφύλακας +πού δύναταί τις να ίδη τον Πρόξενον ή τον Κλέαρχον. Τον Μένωνα +εν τούτοις δεν εζήτει, αν και ο άνθρωπος εκείνος ήρχετο εκ +μέρους του Αριαίου, όστις ήτο φίλος του Μένωνος. + +Αφού δε ο Πρόξενος του απεκρίθη: «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον +ζητείς», ο άνθρωπος αυτός του είπε τα εξής: «Με απέστειλεν ο +Αριαίος και ο Αρτάοζος, πιστοί φίλοι του Κύρου, ευνοϊκώς δε +διακείμενοι προς σας, οίτινες σας συνιστούν να προφυλάττεσθε +μήπως επιτεθούν εναντίον σας την νύκτα οι βάρβαροι. Υπάρχει δε +στρατός πολύς εντός του πλησίον κειμένου κήπου. + +»Και σας συνιστούν ακόμη ν' αποστείλετε φρουράν εις την γέφυραν +του Τίγρητος ποταμού, διότι σκοπεύει ο Τισσαφέρνης να την +καταστρέψη, αν ημπορή, την νύκτα, διά να μη διαβήτε, αλλά να +αποκλεισθήτε μεταξύ του ποταμού και της διώρυγος». + +Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί τον οδηγούν εις τον Κλέαρχον και +του ανακοινούν όσα τους είπεν. Ο δε Κλέαρχος, αφού τους +ήκουσεν, εταράχθη πολύ και εφοβείτο. + +Κάποιος δε νεανίας εκ των παρευρισκομένων εκεί, εννοήσας καλώς +περί τίνος επρόκειτο, είπεν ότι «είναι εντελώς ανακόλουθα +(αντιφατικά προς άλληλα) το να επιτεθούν και να καταστρέψουν +ταυτοχρόνως και την γέφυραν. Διότι πας τις αντιλαμβάνεται ότι, +επιτιθέμενοι καθ' ημών, ή θα νικήσουν, κατ' ανάγκην, ή θα +νικηθούν. Και εάν μεν νικήσουν, ποίος ο λόγος να καταστρέψουν +την γέφυραν; Διότι, και εάν πολλαί γέφυραι υπάρχουν, δεν θα ήτο +δυνατόν πλέον να εύρωμεν μέρος εις το οποίον, καταφυγόντες, να +σωθώμεν. + +»Εάν δε νικήσωμεν ημείς, τότε, καταστρεφομένης της γεφύρας, δεν +θα έχουν αυτοί μέρος, εις το οποίον, καταφυγόντες, να σωθούν. +Ουδέ θα ήναι δυνατόν εν τοιαύτη περιπτώσει να τους βοηθήση +κανείς εκ των πέραν του ποταμού ευρισκομένων βαρβάρων, εκ των +οποίων πάντως θα μένουν εκείσε ουκ ολίγοι». + +Ακούσας δε ο Κλέαρχος ταύτα, ηρώτησε τον απεσταλμένον: «Πόση +είναι η έκτασις της μεταξύ του Τίγρητος και της διώρυγος +ευρισκομένης χώρας». Ούτος δε είπεν: «ότι είναι πολλή και ότι +υπάρχουν εν αυτή και κώμαι και πολλαί και μεγάλαι πόλεις». + +Εγνώσθη όμως τότε, ότι οι βάρβαροι έστειλαν τον άνθρωπον αυτόν +από σκοπού, φοβούμενοι μήπως οι Έλληνες, διελθόντες την +γέφυραν, μείνουν εν τη (υπό του Τίγρητος και των διωρύγων +σχηματιζομένη) νήσω, έχοντες οχυρώματα αφ' ενός μεν τον +Τίγρητα, αφ' ετέρου δε την διώρυγα, λαμβάνουν δε τα προς τροφήν +αναγκαία εκ της εν τω μέσω χώρας, ήτις και αρκετή είναι και +εύφορος, και εκ των εν αυτή οικούντων καλλιεργητών της. Εκτός +τούτου, ηδύνατο να χρησιμεύση (η νήσος αύτη) και ως ορμητήριον, +από του οποίου να ενοχλή (βλάπτη) κανείς τον βασιλέα. + +Μετά ταύτα δε ανεπαύοντο. Εις την γέφυραν όμως απέστειλαν +φρουράν προς φύλαξιν, αλλ' από κανέν μέρος ούτε κανείς επετέθη +κατά των Ελλήνων, ούτε προς την γέφυραν ήλθε κανείς εκ των +εχθρών, ως εβεβαίωσαν (την επαύριον) οι φύλακες. + +Άμα δε εξημέρωσε, διέβαιναν με όσον το δυνατόν περισσότεραν +προφύλαξιν την γέφυραν, κατασκευασμένην διά τριάκοντα επτά +συνδεδεμένων προς άλληλα πλοίων. Διότι μερικοί των μετά του +Τισσαφέρνους Ελλήνων τους ειδοποίησαν (αίφνης) ότι οι εχθροί +έχουν σκοπόν να επιτεθούν κατ' αυτών, ενώ διαβαίνουν την +γέφυραν. Αλλά ταύτα μεν ήσαν ψευδή. Ενώ όμως διέβαιναν, εφάνη +προ αυτών μέ τινας άλλους ο Γλους, παρατηρών, αν (πράγματι) +διαβαίνουν τον ποταμόν. Αφού δε είδεν, επέστρεψε δρομαίως εις +το βασιλικόν στρατόπεδον). + +Από δε του Τίγρητος ποταμού επορεύθησαν σταθμούς τέσσαρας, +παρασάγγας είκοσι και φθάνουν εις τον Φύσκον ποταμόν, έχοντα +πλάτος ενός πλέθρου, και επ' αυτού γέφυραν. Και ενταύθα +κατοικείτο πόλις μεγάλη ονομαζομένη Ώπις, πλησίον της οποίας +απήντησε τους Έλληνας ο νόθος αδελφός του Κύρου και Αρταξέρξου, +φέρων από τα Σούσα και Εκβάτανα στρατόν πολύν, διά να βοηθήση +τον βασιλέα. Ούτος, σταματήσας τον στρατόν του, εθεώρει +διαβαίνοντας τους Έλληνας. + +Ο δε Κλέαρχος ωδήγει τον στρατόν εις δύο (διηρημένον), και +άλλοτε μεν επορεύετο, άλλοτε δε ίστατο. Όσον δε χρόνον ίστατο η +πρωτοπορεία του στρατεύματος, τοσούτον χρόνον ήτον ανάγκη να +ίσταται και όλον το στράτευμα. Ώστε και εις αυτούς τους Έλληνας +να φανή ο στρατός πάρα πολύς, και ο Πέρσης εκείνος να θεωρή +αυτόν με θαυμασμόν. + +Εντεύθεν δ' επορεύθησαν διά της Μηδίας σταθμούς ερήμους έξ, +παρασάγγας τριάκοντα και φθάνουν εις τας κώμας της Παρυσάτιδος, +της μητρός του Κύρου και του βασιλέως. Ταύτας ο Τισσαφέρνης, +προς καταφρόνησιν του Κύρου, επέτρεψεν εις τους Έλληνας να τας +διαρπάσουν, χωρίς όμως να προβούν και εις εξανδραποδισμόν των +κατοίκων. Υπήρχε δ' εκεί πολύς σίτος και πρόβατα και άλλα +χρήσιμα πράγματα. + +Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμούς ερήμους τέσσαρας, παρασάγγας +είκοσιν, έχοντες αριστερά τον Τίγρητα ποταμόν. Εις δε τον +πρώτον σταθμόν, πέραν του ποταμού, κατωκείτο πόλις μεγάλη και +πλουσία, ονομαζομένη Καιναί, από την οποίαν οι βάρβαροι +μετέφεραν επί σχεδίων κατασκευασμένων από δέρματα άρτους, +τυρούς και οίνον. + + + +Κεφάλαιον πέμπτον + + + +Μετά ταύτα φθάνουν εις τον Ζαπάταν ποταμόν, έχοντα πλάτος +τεσσάρων πλέθρων, όπου και έμειναν ημέρας τρεις. Κατά το +διάστημα δ' αυτό υπήρχαν μεν υποψίαι τινες (περί εμφανίσεως του +εχθρού), ουδεμία όμως εφαίνετο φανερά κατ' αυτών επιβουλή. + +Έκρινε, λοιπόν, καλόν ο Κλέαρχος να έλθη εις συνεννόησιν με τον +Τισσαφέρνην, διά να ίδη αν ήτο δυνατόν να παύσουν οπωσδήποτε αι +υποψίαι αύται, πριν ή ακόμη γείνη ένεκα τούτων πόλεμος. +Απέστειλε, λοιπόν, κάποιον να του είπη ότι είναι απόλυτος +ανάγκη να του ομιλήση. Ο δέ Τισσαφέρνης προθυμότατα του +παρήγγειλε να έλθη (εις συνάντησίν του). + +Αφού δε συνηντήθησαν, είπεν ο Κλέαρχος τα εξής: «Εγώ, ω +Τισσαφέρνη, γνωρίζω μεν πολύ καλά ότι έχουν γείνη μεταξύ μας +όρκοι και ότι αντηλλάγησαν αμοιβαίως λόγοι πίστεως και φιλίας +ότι ποτέ δεν θ' αδικήση ο είς τον άλλον. Εν τούτοις, και σέ +βλέπω να φυλάττεσαι από ημάς, ως εάν ήμεθα εχθροί σου, και +ημείς, βλέποντες ταύτα, αντιφυλαττόμεθα επίσης. + +»Επειδή δε δεν δύναμαι διόλου να φαντασθώ ότι συ προσπαθείς να +μας βλάψης, εγώ δε εξ άλλου είμαι εις θέσιν να σε διαβεβαιώσω +ότι και ημείς ουδέποτε εσκέφθημεν τοιούτο τι εναντίον σας, +ενόμισα καλόν να συνεννοηθώ μαζή σου πώς θα κατορθώσωμεν επί +τέλους ν' απομακρύνωμεν &(να βγάλουμε απ' τη μέση)& την μεταξύ +μας κρατούσαν δυσπιστίαν. + +»Διότι εγνώρισα όχι ολίγους έως τώρα ανθρώπους, οίτινες, άλλοι +μεν εκ διαβολών, άλλοι δε εξ υποψιών φοβούμενοι αλλήλους, +θέλοντες όμως και να προλάβουν πριν ή ακόμη αυτοί πάθουν +τίποτε, επροξένησαν ανηκέστους συμφοράς εις ανθρώπους, οίτινες +ούτε εσκέφθησαν ποτέ, ούτε ποτέ ηθέλησαν να βλάψουν αυτούς και +εις το ελάχιστον. + +»Φρονών, λοιπόν, ότι αι τοιαύται αφροσύναι (καχυποψίαι) +δύνανται να παύσουν, προ πάντων διά των απ' ευθείας +συνεννοήσεων, ήλθα προς σε με την πρόθεσιν να σου αποδείξω ότι +σφάλλεσαι μη εμπιστευόμενος εις ημάς. + +«Διότι πρώτος μεν και σπουδαιότατος λόγος, δι ον εμποδιζόμεθα +να ήμεθα πλέον πολέμιοι προς αλλήλους, είναι οι προς τους Θεούς +δοθέντες όρκοι. Όστις δε εκ των δύο μας ελέγχεται από την +συνείδησίν του ότι κατεπάτησε τους όρκους τούτους, ούτος, κατ' +εμέ, δεν θα ημπορέση ποτέ να ευτυχήση. Διότι δεν γνωρίζω ούτε +πώς θα ηδύνατό τις να αποφύγη την τιμωρίαν των Θεών, με +οποιανδήποτε και αν φεύγη ταχύτητα, ούτε εις ποίον σκοτεινόν +μέρος θα ηδύνατο να ζητήση καταφύγιον, ούτε πώς, έστω και εντός +οχυρωτάτου ακόμη τόπου, να προφυλαχθή. Διότι πανταχού τα πάντα +είναι εις την εξουσίαν των Θεών και πανταχού επί πάντων εξ ίσου +δεσπόζουν οι Θεοί. + +»Όσον μεν αφορά, λοιπόν, τους Θεούς και τους όρκους, τοιαύτην +έχω γνώμην. Προ των Θεών δ' αυτών και κατεθέσαμεν (ως αφιέρωμά +τι) την φιλίαν την οποίαν προς αλλήλους ωμολογήσαμεν. Εξ όλων +δε των ανθρωπίνων αγαθών σε νομίζω εγώ ως το μεγαλήτερον, του +οποίου ηδυνάμεθα να τύχωμεν εις τας παρούσας περιστάσεις. + +»Διότι με σε μεν (με την βοήθειάν σου), όλη μεν η διανυθησομένη +οδός θα ήναι εύκολος, κάθε δε ποταμός διαβατός, ουδεμίαν δε θα +αισθανθώμεν έλλειψιν τροφίμων. Χωρίς σε δε, όλη μεν η οδός θα +είναι σκοτεινή &(άραχλη και μαύρη),& διότι μας είναι άγνωστη +εντελώς, κάθε δε ποταμός δυσκολοδιάβατος, κάθε λαός δε φοβερός, +και φοβερωτέρα όλων η ερημία. Διότι θα συνοδεύεται αύτη πάντοτε +από στερήσεις των προς συντήρησίν μας αναγκαίων. + +»Εάν δε και, καταληφθέντες ποτέ από μανίαν, ηθέλαμεν σε φονεύση +καθ' οδόν, τι άλλο ηθέλαμεν πράξη ή, φονεύοντες τον ευεργέτην +μας, να απεκδυθώμεν εις αγώνα πάλης προς τον εν ακμαιότητι +δυνάμεων αναμένοντα πάντοτε να μας εκδικηθή μέγαν βασιλέα; +Ποίων δε και πόσων ελπίδων ήθελον στερηθή, εάν απεπειρώμην, +έστω και κατά τι, να σε βλάψω, περί τούτου θα σου ομιλήσω +αμέσως. + +Εάν επεθύμησά ποτε να γείνη φίλος μου ο Κύρος, έπραξα τούτο, +διότι ενόμιζα ότι ήτον ούτος τότε ο ικανώτερος να ευεργετή +οιονδήποτε ήθελε. Σήμερα όμως βλέπω ότι έχεις υπό την εξουσίαν +σου και τον στρατόν του Κύρου και την χώραν του, ότι διασώζεις +πλέον την Αρχήν σου και ότι την βασιλικήν (στρατιωτικήν) +δύναμιν, την οποίαν μετεχειρίζετο ως εχθράν του ο Κύρος, ταύτην +έχεις συ τώρα σύμμαχόν σου. + +» Ενώ, λοιπόν, ούτως έχουν τα πράγματα, τις θα ήναι τόσον +παράφρων, ώστε να μη θέλη να ήναι φίλος σου; Αλλ' εγώ θα σου +είπω ακόμη και το εξής, εκ του οποίου ελπίζω ότι και συ ο ίδιος +θα θελήσης να ήσαι φίλος μας: + +»Γνωρίζω καλώς ότι οι κάτοικοι της Μυσίας σας είναι +ενοχλητικοί. Αυτούς, λοιπόν, νομίζω ότι μ' αυτήν την δύναμιν, +που διαθέτω σήμερον, θα ηδυνάμην, προς χάριν σας, να ταπεινώσω. +Μανθάνω δε ότι και οι κάτοικοι της Πισιδίας και πολλοί άλλοι +λαοί ακόμη σας είναι ενοχλητικοί επίσης. Αλλά και τούτους φρονώ +ότι δύναμαι να αναγκάσω να μην ενοχλούν πλέον την ευδαιμονίαν +της χώρας σας. Τους δ' Αιγυπτίους, κατά των οποίων γνωρίζω ότι +είσθε ήδη είπερ ποτέ εξωργισμένοι, δεν βλέπω με ποίαν άλλην +συμμαχικήν δύναμιν θα ηδύνασθε να τους τιμωρήσητε καλλίτερον, +παρά με αυτήν την οποίαν έχω τώρα εις την διάθεσίν μου. + +»Αλλά και μεταξύ των κατοικούντων περί την χώραν σου λαών εάν +μεν ήθελες να ήσαι εις οιονδήποτε εξ αυτών φίλος, θα του ήσο +όσον το δυνατόν μέγιστος (φίλος ισχυρότατος). Εάν δε κανείς εξ +αυτών σε ηνώχλει, θα τον μετεχειρίζεσο ως κύριος και δεσπότης, +έχων βοηθούς σου και ημάς, οίτινες δεν θα σε υπηρετούμεν μόνον +διότι μας μισθοδοτείς, αλλά και διότι θα σου οφείλωμεν &(θα σου +γνωρίζωμεν)& δικαιοτάτην χάριν, επειδή μας έσωσες. + +»Εις εμέ, λοιπόν, πάντα ταύτα αναλογιζόμενον, θα εφαίνετο τόσον +παράδοξον να μην έχης πίστιν εις ημάς, ώστε και με μεγάλην μου +ευχαρίστησιν θα ήκουα το όνομα εκείνου, όστις είναι τόσον εις +το λέγειν δυνατός, ώστε να σε πείση ότι αληθώς ημείς σε +επιβουλεύομεν». + +Και, λοιπόν, ο μεν Κλέαρχος τοσαύτα είπεν. Ο δέ Τισσαφέρνης του +απήντησεν ως εξής: «Αλλ' ευχαριστούμαι, ω Κλέαρχε, πολύ, ακούων +σε τόσον φρονίμως ομιλούντα. Διότι, όταν έχης τοιαύτην (καλήν +περί εμού) γνώμην, και εάν ποτε διανοηθής κακόν τι εναντίον +μου, θα είχα υπ' όψει μου συγχρόνως ότι και εις τον εαυτόν σου +θα ήθελες να φανής κακός. Διά να εννοήσης δε ότι αδίκως ηθέλατε +φανή άπιστοι και εις τον βασιλέα και εις εμέ, άκουσε. + +»Εάν είχαμεν σκοπόν να σας καταστρέψωμεν, κατά τι θα μας +εφαντάζεσθε υστερούντας: κατά το πλήθος των ιππέων ή κατά το +πλήθος των πεζών ή κατά τον οπλισμόν, δι' ων όλων θα είμεθα εις +θέσιν να σας βλάψωμεν, χωρίς ημείς ουδέν να πάθωμεν κακόν; + +Ή μήπως νομίζετε ότι στερούμεθα καταλλήλων (επικαίρων) μερών, +διά να επιτεθώμεν εναντίον σας; Μη δεν είναι τόσαι και τόσαι +πεδιάδες, ανήκουσαι εις τους συμμάχους μας, τας οποίας σεις με +μεγάλους μόχθους θα διέλθετε; Μη δεν βλέπετε γύρω σας τόσα και +τόσα όρη, τα οποία είσθε ηναγκασμένοι να υπερβήτε, τα οποία +όμως μας είναι πάρα πολύ εύκολον, αφού τα προκαταλάβωμεν, να +σας τα καταστήσωμεν όλως ανυπέρβατα; Μη δεν είναι ακόμη τόσοι +και τόσοι ποταμοί, επί των οποίων θα ηδυνάμεθα ν' αποσπώμεν (να +παραπλανώμεν) εκ του στρατού σας τόσους, όσους θα ηθέλαμεν να +πολεμήσωμεν; (13) Τινάς εκ τούτων μάλιστα θα σας είναι απολύτως +αδύνατον να διαβήτε, εάν δεν σας διευκολύνωμεν ημείς την +διάβασίν των. + +»Εάν, εν τούτοις, και εις όλα αυτά αποτύχωμεν, έχομεν το πυρ, +διά του οποίου δυνάμεθα να καταστρέψωμεν κάθε καρπόν της γης. +Θα είχομεν, λοιπόν, την δύναμιν, τα πάντα κατακαίοντες, ν' +αντιτάξωμεν ούτω καθ' υμών την πείναν, την οποίαν, όσον και αν +ήσθε ανδρείοι, δεν θα δυνηθήτε ποτέ να πολεμήσητε (καταβάλετε). + +»Τόσα, λοιπόν, μέσα διαθέτοντες προς πόλεμον, χωρίς κανέν εξ +αυτών να μας είναι επικίνδυνον, πως έπειτα εξ όλων τούτων (των +μέσων) θα εξελέγομεν τον δι' επιβουλής εκείνον τρόπον (ον +ανέφερες), όστις μόνον μεν αυτός ενώπιον των Θεών είναι +ασεβέστατος, μόνος δε αυτός ενώπιον των ανθρώπων +παναισχρότατος; + +»Είναι άξιον δε ανθρώπων εντελώς ανικάνων και αδεξίων, +δεσμευομένων δε υπό της ανάγκης, προς δε και πονηρών, το να +θέλη τις δι' επιορκίας προς τους Θεούς και δι' απιστίας προς +τους ανθρώπους να πράττη τι (κατ' άλλου). Δεν είμεθα δα, ω +Κλέαρχε, ημείς ούτε τόσον ασυλλόγιστοι, ούτε τόσον ηλίθιοι. + +»Αλλά διατί άρα γε, ενώ μας ήτο εύκολον να σας καταστρέψωμεν, +δεν προέβημεν εις τούτο; Μάθε καλώς ότι αιτία τούτου είναι ο +διακαής μου πόθος να φανώ φίλος εις τους Έλληνας πιστός. Με το +ξενικόν δ' εκείνο στράτευμα, με το οποίον ανέβη (εξεστράτευσεν) +ο Κύρος, εξαγοράσας την προς αυτόν εμπιστοσύνην του διά +μισθοδοσιών, μ' αυτό τούτο τώρα θα καταβώ εγώ (θα κατέλθω εις +τα παράλια) πανίσχυρος, κερδίζων την προς εμέ εμπιστοσύνην του +δι' ευεργεσιών. + +»Εις πόσας μεν, λοιπόν, περιστάσεις δύνασθε να φανήτε χρήσιμοι +εις εμέ, ωμίλησες. Μίαν μόνον παρέλειψες, την και μεγίστην, ην +εγώ γνωρίζω, (την της καρδίας). Διότι την μεν επί της κεφαλής +τιάραν μόνος ο βασιλεύς έχει το δικαίωμα να φορή ορθήν, την δε +επί της καρδίας (δηλ. την βασιλικήν αυτής δύναμιν και τόλμην) +ίσως και άλλος τις εξ υμών των παρευρισκομένων εδώ ηδύνατο +ευπετώς (ακόπως) να φέρη». + +Αφού είπε ταύτα ο Τισσαφέρνης, νομίσας ο Κλέαρχος ότι +ειλικρινώς πράγματι ωμίλησε, του είπε: «Λοιπόν, αφού υπάρχουν +τόσοι σπουδαίοι λόγοι, διά να ήμεθα μεταξύ μας φίλοι, δεν +πρέπει άρα όλοι εκείνοι, οίτινες προσεπάθησαν διά διαβολών να +μας καταστήσουν πολεμίους, να καταδικασθούν εις θάνατον;» + +«Όσον μεν αφορά εμέ, είπεν ο Τισσαφέρνης, εάν θέλετε να έλθετε +εδώ, στρατηγοί ομού και λοχαγοί, θα σου φανερώσω όλους +εκείνους, οίτινες σε καταγγέλλουν ότι επιβουλεύεις εμέ και τον +στρατόν μου». + +«Κ' εγώ, είπεν ο Κλέαρχος, θα φέρω ενώπιόν σου όλους (όσους μου +εζήτησες), διά να σου καταστήσω γνωστόν από ποίους εγώ μανθάνω +τας περί σου διαβολάς». + +Μετά τους λόγους τούτους ο Τισσαφέρνης, θέλων να περιποιηθή τον +Κλέαρχον, του είπε να μείνη την εσπέραν εκείνην πλησίον του και +εις κοινόν με άλλους μαζή δείπνον τον προσεκάλεσε. Την επομένην +δε ο Κλέαρχος, ελθών εις το στρατόπεδον, εφαίνετο φιλικώτατα +διακείμενος προς τον Τισσαφέρνην, ανακοινώσας δε όσα του είπεν +ούτος, έλεγεν ότι πρέπει να υπάγουν εις αυτόν όλοι εκείνοι, +περί των οποίων του ωμίλησε την προηγουμένην, όσοι δ' εκ των +Ελλήνων ελεγχθούν διαβάλλοντες, αυτοί, ως προδόται και ως +διανοούμενοι να βλάψουν τους Έλληνας, να τιμωρηθούν. + +Υπώπτευε δε ότι ο Μένων ήτον ο διαβάλλων, γνωρίζων ότι αυτός με +τον Αριαίον είχεν επισκεφθή κρυφίως τον Τισσαφέρνην και ότι +είχε διεγείρη διχονοίας και ότι επεβούλευε τον Κλέαρχον, όπως, +ελκύων προς το μέρος του όλον το στράτευμα, γίνη φίλος του +Τισσαφέρνους. + +Ήθελε δε και ο Κλέαρχος, εξ άλλου, όλον το στράτευμα να ήναι +αφωσιωμένον εις αυτόν, και όσοι τον παρενοχλούν να εκδιωχθούν. +Τινές, εν τούτοις, εκ των στρατιωτών του αντέλεγαν να μην +υπάγουν όλοι οι λοχαγοί και στρατηγοί εις τον Τισσαφέρνην, ουδέ +να δίδουν πίστιν εις τους λόγους του. + +Ο Κλέαρχος όμως ισχυρώς αντέτεινεν, έως ότου κατώρθωσε να +υπάγουν πέντε μεν στρατηγοί, είκοσι δε λοχαγοί. Τους +ηκολούθησαν δε και εκ των άλλων στρατιωτών ως διακόσιοι, επί τω +σκοπώ δήθεν αγοράς τροφίμων (άοπλοι). + +Αφού δε έφθασαν εις την αυλήν του Τισσαφέρνους, οι μεν +στρατηγοί προσεκλήθησαν να εισέλθουν, δηλ. Πρόξενος ο Βοιώτιος, +Μένων ο Θεσσαλός, Αγίας ο Αρκάς, Κλέαρχος ο Λάκων και Σωκράτης +ο Αχαιός. Οι δε λοχαγοί έμειναν έξω. + +Μετ' ολίγον δε, δοθέντος του αυτού σημείου έσωθεν και έξωθεν +της αυλής, και οι εντός αυτής συνελαμβάνοντο και οι εκτός +εφονεύοντο. Μετά δε ταύτα τινές των βαρβάρων ιππέων, τρέχοντες +διά της πεδιάδος, εφόνευαν οιονδήποτε συνήντων εις τον δρόμον +των Έλληνα, δούλον ή ελεύθερον. + +Οι Έλληνες, βλέποντες την ιππηλασίαν των ταύτην εκ του +στρατοπέδου των, ηπόρουν και περί των πραττομένων υπ' αυτών +αμφέβαλλον, έως ου Νίκαρχος ο Αρκάς, φεύγων την καταδίωξιν των +ιππέων, ήλθε πληγωμένος εις την κοιλίαν και με τα έντερα εις +τας χείρας, και είπεν όσα συνέβησαν. + +Ευθύς, λοιπόν, όλοι οι Έλληνες, άμα τω ακούσματι, έτρεξαν εις +τα όπλα φοβισμένοι και νομίζοντες ότι πάραυτα &(τώρα όπου +είναι)& θα επιτεθούν οι εχθροί και κατά του στρατοπέδου των. + +Και εκείνοι μεν όλοι δεν ήλθαν. Ήλθεν όμως ο Αριαίος και ο +Αρτάοζος και ο Μιθριδάτης, οίτινες ήσαν πιστότατοι του Κύρου. + +Ο δε διερμηνεύς των Ελλήνων είπεν ότι είδε και ανεγνώρισε +μεταξύ αυτών και τον αδελφόν του Τισσαφέρνους. Συνηκολούθουν δε +προς τούτοις και άλλοι εκ των Περσών ωπλισμένοι, έως +τριακόσιοι. + +Ούτοι, αφού επλησίασαν, διέτασσον, εάν υπάρχη ακόμη κανείς +στρατηγός ή λοχαγός των Ελλήνων, να έλθη ενώπιόν των, ίνα του +αναγγείλουν τας διαταγάς του βασιλέως. + +Μετά δε ταύτα εξήλθον με προφύλαξιν οι Έλληνες στρατηγοί +Κλεάνωρ ο Ορχομένιος και Σοφαίνετος ο Στυμφάλιος, μετ' αυτών δε +και Ξενοφών ο Αθηναίος, διά να μάθη &(τίποτε)& περί του +Προξένου. Ο Χειρίσοφος δε μαζί με άλλους έτυχε να απουσιάζη εις +κάποιο χωρίον, προμηθευόμενος τροφάς. + +Αφού δε εστάθησαν ούτως ώστε όλοι να ακούουν, είπεν ο Αριαίος +τα εξής: «Ο μεν Κλέαρχος, ω άνδρες Έλληνες, επειδή εφάνη +επίορκος και παραβάτης των συνθηκών ετιμωρήθη διά θανάτου. Ο δε +Πρόξενος και ο Μένων, επειδή εφανέρωσαν την επιβουλήν του, +ηξιώθησαν μεγάλων τιμών. Από σας δε ζητεί ο βασιλεύς τα όπλα, +διότι λέγει ότι είναι ιδικά του, αφού ήσαν (όπλα) του δούλου +του εκείνου, του Κύρου». + +Εις ταύτα επ' ονόματι των Ελλήνων απεκρίθη Κλεάνωρ ο +Ορχομένιος: «Ω κάκιστε των ανθρώπων Αριαίε και οι άλλοι, όσοι +είσθε φίλοι του Κύρου, δεν αισχύνεσθε &(επί τέλους)& ούτε Θεούς +ούτε ανθρώπους, σεις οι οποίοι, αφού ωρκίσθητε ότι θα έχετε +τους αυτούς με ημάς φίλους και εχθρούς, μας επροδώσατε μαζή με +τον αθεώτατον και πανουργάτατον Τισσαφέρνην, και τους άνδρας +μεν εκείνους, ενώπιον των οποίον ωρκίσθητε, εφονεύσατε, τους δ' +επιλοίπους ημάς προδώσαντες, έρχεσθε ως εχθροί με όλους τους +πολεμίους εναντίον μας». + +Εις ταύτα ο Αριαίος απήντησεν: «Ο Κλέαρχος και ήδη και πρότερον +εφάνη επιβουλεύων τον Τισσαφέρνην και τον Ορόνταν και όλους +ημάς εδώ, όσοι μ' εκείνους συνειργάσθημεν». + +Τότε ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Εάν μεν ο Κλέαρχος παρέβαινε παρά +τους όρκους τας συνθήκας, ετιμωρήθη. Διότι δίκαιον είναι να +φονεύωνται οι επίορκοι. Τον Πρόξενον όμως και τον Μένωνα, +επειδή είναι ιδικοί σας μεν ευεργέται, ιδικοί μας δε στρατηγοί, +στείλατέ τους ενταύθα. Διότι είναι φανερόν ότι, φίλοι όντες +αμφοτέρων &(και των δύο μερών)&, θα προσπαθήσουν τόσον εις σας, +όσον και εις ημάς να δώσουν τας καλλιτέρας συμβουλάς». + +Χωρίς ουδεμίαν να δώσουν επ' αυτών απάντησιν οι βάρβαροι, αφού +επί μακρόν διελέχθησαν προς αλλήλους, ανεχώρησαν. + + + +Κεφάλαιον έκτον + + + +Οι μεν, λοιπόν, στρατηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον συλληφθέντες +ωδηγήθησαν προς τον βασιλέα και αποκεφαλισθέντες απέθανον(!). +Είς δ' εξ αυτών, ο Κλέαρχος, κατά την ομολογίαν όλων εκείνων +οίτινες εκ του πλησίον και εξ αναστροφής είχαν σχηματίση περί +αυτού γνώμην, εφάνη ανήρ και πολέμιος και φιλοπόλεμος εις +άκρον. + +Και τω όντι, εφ' όσον μεν διήρκει ο πόλεμος των Λακεδαιμονίων +προς τους Αθηναίους, επέμεινε μέχρι τέλους του πολέμου πολεμών. +Αφού δε έγεινεν ειρήνη, καταπείσας την πόλιν (την Σπάρτην) ότι +οι Θράκες αδικούν τους Έλληνας, και επιτυχών ό,τι ηδύνατο (όσας +ηδύνατο στρατιωτικάς δυνάμεις) παρά των εφόρων, εξέπλευσε διά +να πολεμήση κατά των Θρακών των κατοικούντων προς βορράν της +(Θρακικής) Χερρονήσου και Περίνθου. + +Αλλ' οι έφοροι, μετά την αναχώρησίν του, μετανοήσαντες, τις +οίδε διατί, προσεπάθουν να τον επαναφέρουν εκ του Ισθμού (εις +την Σπάρτην). Αυτός όμως, μη υπακούων πλέον εις την πρόσκλησίν +των, φεύγει διά θαλάσσης εις τον Ελλήσποντον. + +Ένεκα τούτου και κατεδικάσθη, ως απειθήσας, εις θάνατον υπό των +αρχόντων της Σπάρτης. Φυγάς δε πλέον ων, ήλθε προς τον Κύρον, +και με ποίους μεν λόγους τον πείθει (περί του κατά των Θρακών +πολέμου), έχομεν γράψη αλλαχού. Ο δε Κύρος του δίδει δέκα +χιλιάδας δαρεικών, τους οποίους λαβών ο Κλέαρχος δεν ετράπη εις +διασκεδάσεις και τρυφήν, αλλά συναθροίσας δι' αυτών στρατόν +επολέμει κατά των Θρακών, και, αφού τους ενίκησεν εις μάχην, +ελεηλάτει έκτοτε αυτούς διατελών πάντοτε εις πόλεμον μαζή των, +μέχρις ου ο Κύρος έλαβεν ανάγκην του στρατού του. Τότε δε και +απήλθεν προς αυτόν, διά να πολεμήση και πάλιν εκεί ως σύμμαχός +του. + +Ταύτα πάντα μου φαίνεται ότι είναι έργα ανδρός φιλοπολέμου, +όστις, ενώ ηδύνατο να ζη ησύχως άνευ αισχύνης και βλάβης +(ζημιών), προτιμά τον πόλεμον, και, ενώ ηδύνατο να ζη εν +ανέσει, προτιμά να καταπονή εαυτόν εις πολεμικάς επιχειρήσεις, +και, ενώ ακόμη ηδύνατο να έχη όσα ήθελε χρήματα ακινδύνως, +προτιμά να καταδαπανά ταύτα εις πολέμους. Ούτω, λοιπόν, ήθελε +να δαπανά το χρήμα του εις τον πόλεμον, ως εάν εξώδευεν αυτό +εις ηδονάς ή εις διασκεδάσεις. Ιδού διατί και πώς ήτο +φιλοπόλεμος. + +Αλλά και εκ τούτου ακόμη εφαίνετο ο πολεμικός του χαρακτήρ: ότι +ήτο λίαν φιλοκίνδυνος, ημέραν και νύκτα οδηγών τον στρατόν του +κατά των πολεμίων, με φρόνησιν δε πάντοτε φερόμενος και εις τας +δυσκολωτέρας ακόμη περιστάσεις, ως ωμολόγουν πανταχού πάντες οι +συνεργασθέντες μετ' αυτού. + +Ελέγετο δε ότι είχε την ικανότητα του άρχειν, εφ' όσον του το +επέτρεπεν ο δύσκολος όντως χαρακτήρ του, τον οποίον (όπως και +οι άλλοι Στρατιώται) είχε (δυστυχώς) κ' εκείνος. Διότι ήτον +ικανός εις το να φροντίζη καλλίτερον παντός άλλου πώς ο στρατός +του να έχη άφθονα τα προς τροφήν του αναγκαία και εις το να +προμηθεύεται αυτά εγκαίρως, ικανός δ' επίσης και εις το να +εμπνέη εις πάντα μετ' αυτού αναστρεφόμενον πειθώ και υπακοήν. + +Τούτο δ' επετύγχανεν εκ του ότι ήτο βαρύς τον χαρακτήρα. Διότι +και βλέμμα άγριον είχε και φωνήν τραχείαν και ετιμώρει πάντοτε +αυστηρότατα, ενίοτε δε και θυμωμένος, τόσον, ώστε να μετανοή +και αυτός ο ίδιος κάποτε. + +Αλλ' ετιμώρει πάντοτε κατόπιν αποφάσεως (δικαιολογημένως), +διότι ενόμιζεν ότι εις τίποτε δεν δύναται να χρησιμεύση +στράτευμα ατακτούν και μη τιμωρούμενον. Λέγεται δε ότι είχε +ποτε είπη ότι πρέπει ο στρατιώτης να φοβήται περισσότερον τον +στρατηγόν πάρα τους εχθρούς, προκειμένου να διαταχθή ή να +φυλάξη την θέσιν του ως φρουρός ή να μη ενοχλή τους φίλους (του +στρατεύματος) ή να βαδίση κατά του εχθρού απροφασίστως. + +Διά τούτο εις μεν τας δυσκόλους περιστάσεις με μεγάλην +προθυμίαν ο στρατός υπήκουεν εις αυτόν, ουδένα άλλον στρατηγόν +προτιμών αυτού. Διότι η σκυθρωπότης τότε του προσώπου του +λέγεται ότι εις τους θεωμένους αυτόν εφαίνετο φαιδρά, και η +αγριότης του ενομίζετο ως παλληκαριά κατά των πολεμίων, ώστε +εφαίνετο πλέον ουχί ως αγριότης, αλλ' ως σωτηρία. + +Όταν όμως απηλλάσσοντο πλέον του κινδύνου και είχαν όλην την +ελευθερίαν να απέλθουν του στρατεύματος, ίνα τεθούν υπό τας +διαταγάς άλλου στρατηγού, πολλοί τον εγκατέλειπον. Διότι +εστερείτο επαγωγότητος και χάριτος, φαινόμενος πάντοτε άγριος +την όψιν και ωμός. Τόσον, ώστε οι στρατιώται διέκειντο προς +αυτόν ως παίδες προς διδάσκαλον. + +Διότι ουδέποτε τον ηκολούθουν παρακινούμενοι από φιλίαν ή από +αγάπην. Όσοι όμως ήσαν πλησίον του ή κατά διαταγήν πόλεώς τινος +ή ένεκα ενδείας ή οιασδήποτε άλλης ανάγκης, όλοι αυτοί τυφλώς +υπήκουον εις αυτόν. + +Όταν ήδη είχαν αρχίση να νικούν τους εχθρούς υπό την αρχηγίαν +του, δύο ήσαν οι σπουδαιότεροι λόγοι, οι οποίοι καθίστων τους +μετ' αυτού συμπολεμούντας στρατιώτας, πολεμιστάς γενναίους και +ευπειθείς: η μεγάλη αφοβία απέναντι των πολεμίων και ο φόβος +μήπως, φαινόμενοι δειλοί, τιμωρηθούν από τον Κλέαρχον. + +Τοιούτος μεν, λοιπόν, ήτον ως άρχων. Το να άρχεται όμως υπό +άλλων (το να ήναι όμως υπό την εξουσίαν άλλων) ελέγετο ότι δεν +το πολυήθελεν. Ότε δε απέθνησκεν, ήτον ηλικίας πεντήκοντα +περίπου ετών. + +Πρόξενος δε ο Βοιώτιος, από της παιδικής του ακόμη ηλικίας +επόθει να γείνη ανήρ μεγαλουργός. Δι' αυτήν του δε την +επιθυμίαν έλαβεν επί μισθώ ως διδάσκαλον του Γοργίαν τον +Λεοντίνον. + +Αφού δε (αρκετά) εδιδάχθη παρ' αυτού, νομίσας ότι ήτον ήδη +ικανός και να άρχη και, φίλος ων των καλλιτέρων ανδρών της +εποχής του, ότι δεν θα ήναι κατώτερος αυτών εις το ευεργετείν, +ήλθεν εις τον Κύρον και μετέσχε της (ην ανωτέρω διηγήθην) +εκστρατείας του. Ήλπιζε δε ότι εκ ταύτης (της εκστρατείας) +ήθελεν αποκτήση και όνομα μέγα και δύναμιν μεγάλην και χρήματα +πολλά. + +Αν και επιθύμει δε τόσα, ήτον, εν τούτοις, λίαν φανερόν ότι δεν +θα ήθελε τίποτε απ' όλα αυτά να αποκτήση με αδικίαν, νομίζων +ότι έπρεπε να επιτύχη ταύτα με δικαιοσύνην και τιμιότητα, ποτέ +δε άνευ τούτων. + +Και καλών μεν και αγαθών στρατιωτών ήτον άξιος να ήναι αρχηγός. +Δεν ήτον όμως ικανός ούτε σέβας ούτε φόβον να εμπνεύση εις τους +στρατιώτας του, αλλ' αυτός μάλιστα εσέβετο τους στρατιώτας ή +αυτοί εκείνον. Και εφαίνετο ότι μάλλον εφοβείτο μη γείνη +μισητός εις τους στρατιώτας ή όσον εφοβούντο ούτοι μη δεν είναι +πειθαρχικοί εις αυτόν. Ενόμιζε δε ότι ήτον αρκετόν, διά να ήναι +και να φαίνεταί τις ικανός εις το άρχειν, να επαινή μεν τον +εκτελούντα το καθήκον του, να μην επαινή δε τον αδικούντα. Διά +τον λόγον δε τούτον οι μεν καλοί και αγαθοί των +συναναστρεφομένων αυτόν διέκειντο προς αυτόν ευνοϊκώτατα (τον +ηγάπων), οι δε άδικοι τον επεβούλευον ως ευμεταχείριστον &(του +χεριού των)&. Ήτο δε, ότε απέθανεν, έως τριάκοντα ετών. + +Μένων δε ο Θεσσαλός εφαίνετο ότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να +γείνη πλούσιος και ότι ήθελε (επεδίωκε) να ήναι αρχηγός, διά ν' +απολαμβάνη όσω το δυνατόν περισσότερα, να τιμάται δε, διά να +κερδίζη όσω το δυνατόν πλειότερα. Ήθελε δε να ήναι φίλος των +ισχυρών, διά να μη τιμωρήται όταν αδική. + +Διά να επιτυγχάνη δε όσα επεθύμει, ως συντομωτέραν εξέλεγεν +(ενόμιζεν) οδόν την διά της επιορκίας και του ψεύδους και της +απάτης, νομίζων την απλότητα και την αλήθειαν ανταξίαν μόνον +ηλιθίων ανθρώπων. + +Εφαίνετο δε ότι δεν ηνείχετο &(εχώνευε)& κανένα, εις όντινα δε +έλεγεν ότι ήτο φίλος του, τούτον καταφώρως επεβούλευε &(του +έσκαβε το λάκκο).& Και κανένα μεν εκ των εχθρών του δεν +επερίπαιζεν (επίτηδες), συνομιλών όμως με όσους ανεστρέφετο, +ωμίλει πάντοτε μαζή των σαν να τους εκορόιδευε. + +Και τα μεν κτήματα των πολεμίων δεν επεβούλευε. Διότι ενόμιζεν +ότι είναι δύσκολον να σφετερισθή &(αρπάξη)& κανείς την +περιουσίαν εκείνων οίτινες την φυλάττουν &(έχουν την έννοια +της).& Τα των φίλων όμως, μόνος αυτός ενόμιζεν ότι εγνώριζε την +τέχνην να τα σφετερίζεται ευκολώτατα ως αφύλακτα. + +Και όσους μεν εγνώριζεν επιόρκους και αδίκους, τούτους, ως +καλώς ωπλισμένους, (ως ακαταβλήτους, &ως ανθρώπους, με τους +οποίους δεν μπορούσε να τα βγάλη πέρα&), εφοβείτο. Τους δε +εναρέτους και την αλήθειαν λέγοντας προσεπάθει να +μεταχειρίζεται ως ανάνδρους. + +Και καθώς χαίρει κανείς (και όπως κάθε τίμιος άνθρωπος χαίρει) +διά την θεοσέβειαν και την αλήθειαν και την δικαιοσύνην, ούτω ο +Μένων έχαιρε, διότι ήτον ικανός να εξαπατά, να πλάττη ψεύδη και +να περιγελά τους φίλους του. Πάντα δε μη πανούργον ενόμιζε +πάντοτε ως απαίδευτον. Και δι' όσους μεν διενοείτο &(έβαζε στο +νου του)& ότι πρέπει ν' αποκτήσουν την πανουργίαν ταύτην, +διέβαλλε τους καλλιτέρους φίλους των (14). + +Διά να έχη δε πειθαρχικούς προς εαυτόν τους στρατιώτας, +κατώρθωνε να τους έχη συνεργούς στας αδικίας του. Είχε δε την +αξίωσιν να τιμάται και να κολακεύεται, εκφοβίζων επιδεικτικώς +τον κόσμον (επισείων επιδεικτικώς την απειλήν) ότι και την +δύναμιν πολλήν είχε και την θέλησιν να αδική. Οσάκις δ' +απεχώρει (απεμακρύνετο) κανείς από αυτόν, του κατελόγιζεν ως +ευεργεσίαν ότι, καθ' ον χρόνον τον είχεν εις την υπηρεσίαν του, +δεν τον εφόνευσε. + +Και όσα μεν ως αναπόδεικτα φέρονται περί αυτού, καλόν είναι να +μη πιστεύωνται. Όσα δε πάντες γνωρίζουν, είναι τα εξής: Ότε +ακόμη ήτον εις ανθηράν ηλικίαν, κατώρθωσεν ως ερωμένη του +Αριστίππου (15) να επιτύχη της στρατηγίας των ξένων. Με τον +Αριαίον δε, αν και ήτο βάρβαρος, διότι ούτος ηυχαριστείτο +αναστρεφόμενος ωραίους παίδας, ήλθεν εις μεγάλην οικειότητα. Ο +ίδιος δε, αγένειος ακόμη ων, είχεν ως ερωμένην του τον Θαρύπαν +γενειώντα (φέροντα πώγωνα). + +Όταν δ' εφονεύθησαν οι συστράτηγοί του, επειδή εξεστράτευσαν με +τον Κύρον κατά του μεγάλου βασιλέως, ει και ηνείχετο διά την +αυτήν, εις ην και εκείνοι, πράξιν, δεν εφονεύθη αμέσως, +θανατωθείς υπό του βασιλέως μετά τον θάνατον των άλλων +στρατηγών, ουχί καθώς ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί δι' +αποκεφαλισμού, όστις θεωρείται ακαριαίος θάνατος, αλλ', ως +λέγεται, δι' ακρωτηριασμών ως έσχατος κακούργος, μετά έν έτος +(από της συλλήψεώς του) αποθανών. + +Κατά τον αυτόν επίσης τρόπον εφονεύθησαν Αγίας ο Αρκάς και +Σωκράτης ο Αχαιός. Τούτους δε ούτε ως δειλούς εν ώρα πολέμου +ενέπαιξε κανείς ποτε, ούτε ποτέ ως φίλους τους εμέμφθη. Ήσαν δε +και οι δύο ηλικίας σχεδόν τριάκοντα πέντε ετών. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ + + + + +Κεφάλαιον πρώτον + + + +Όσα μεν, λοιπόν, κατά την ανάβασιν του Κύρου, έπραξαν οι +Έλληνες μέχρι της ημέρας της μάχης, και όσα μετά τον θάνατόν +του συνέβησαν, εμπιστευθέντων των Ελλήνων εις τας μετά του +Τισσαφέρνους συνθήκας, εγένοντο γνωστά εις όσα μέχρι τούδε +διηγήθημεν. + +Αφού δε οι στρατηγοί συνελήφθησαν (ηχμαλωτίσθησαν), και +εθανατώθησαν όσοι εκ των λοχαγών και των στρατιωτών ενέπεσαν +εις την παγίδα, οι Έλληνες ευρέθησαν ήδη εις μεγάλην +στενοχωρίαν περί του πρακτέου, αναλογιζόμενοι ότι ευρίσκονται +εις τα πρόθυρα της βασιλικής καθέδρας (της Βαβυλώνος), και ότι +γύρω των ήσαν πολλά και διάφορα έθνη και πόλεις εχθρικαί, και +ότι ουδείς πλέον εν τω μέλλοντι θα παρείχεν εις αυτούς τροφάς +προς αγοράν, ότι δε απείχον της Ελλάδος όχι ολιγώτερον των +χιλίων σταδίων, χωρίς εις τον δρόμον των να έχουν κανένα +οδηγόν, ποταμοί δε αδιάβατοι διεχώριζαν εν τω μεταξύ την προς +την πατρίδα άγουσαν οδόν, και ότι είχαν πλέον προδοθή και από +τους μετά του Κύρου συνεκστρατεύσαντας βαρβάρους, ούτω δε +απέμεναν τελείως πλέον εγκαταλελειμμένοι και έρημοι, ούτε ένα +καν ιππέα έχοντες σύμμαχόν των (ουδέ συμμαχικόν ιππικόν +έχοντες), ώστε να ήναι ήδη κατάφωρον ότι, εάν μεν ενίκων, δεν +θα ηδύναντο ούτε ένα να φονεύσουν, εάν δε ηττώντο, δεν θα +έμενεν ούτε ένας εξ αυτών — όλα αυτά αναλογιζόμενοι και εν +μεγίστη διατελούντες αθυμία, ολίγοι μεν εξ αυτών έφαγαν +&(ψωμί)& την εσπέραν εκείνην, ολίγοι δε άναψαν φωτιά (προς +θέρμανσίν των), πολλοί δε την νύκτα αυτήν δεν ήλθαν ούτε εις το +στρατόπεδόν των, αναπαυόμενοι όπου ετύχαινε έκαστος, μη +δυνάμενοι ως εκ της μεγάλης των λύπης να ησυχάσουν &(να +κλείσουν 'μάτι)& και ως εκ του μεγάλου πόθου πατρίδων, γονέων, +γυναικών, παίδων, τους οποίους ενόμιζαν ότι δεν θα ίδουν πλέον. +Εις τοιαύτην μεν, λοιπόν, οδυνηράν θέσιν ευρισκόμενοι όλοι, +ανεπαύοντο. + +Ήτο δε κάποιος εις τον στρατόν, ονομαζόμενος Ξενοφών, Αθηναίος +την πατρίδα, όστις ούτε ως στρατηγός, ούτε ως λοχαγός, ούτε ως +στρατιώτης συνηκολούθει, αλλ' όστις είχε προσκληθή εκ της +πατρίδος του από τον Πρόξενον, φίλον αυτού αρχαίον. Ούτος +υπεσχέθη εις αυτόν, ότι, εάν έλθη, θα τον κάμη φίλον του Κύρου, +όστις, κατά την γνώμην του, ήτον ο ικανώτερος ανήρ της πατρίδος +του. + +Ο Ξενοφών, λοιπόν, αναγνώσας την επιστολήν, εμπιστεύεται τα +περί του ταξειδίου εις τον Σωκράτην τον Αθηναίον (ζητών επ' +αυτού την συμβουλήν του). Ο δε Σωκράτης, φοβηθείς μήπως το να +γείνη φίλος του Κύρου (ο Ξενοφών) κριθή από την πόλιν των +Αθηνών ως πράξις αξιοκατάκριτος (αξιόποινος), διότι ο Κύρος +εφαίνετο (τότε) ότι προθύμως θα επολέμει με τους Λακεδαιμονίους +κατά των Αθηναίων, συμβουλεύει τον Ξενοφώντα να έλθη εις το +μαντείον των Δελφών και να κάμη γνωστά εις τον Θεόν (Απόλλωνα) +τα περί του ταξειδίου του, ζητών παρ' αυτού την συμβουλήν του. + +Ελθών ο Ξενοφών εις τους Δελφούς ηρώτα τον Απόλλωνα εις ποίον +εκ των Θεών πρέπει να προσφέρη θυσίαν και να προσευχηθή (ν' +απευθύνη τας ικεσίας του), διά να έχη το, όπερ σκέπτεται, +ταξείδιον ευτυχές και ωραίον, επιστρέψη δε, αφού επιτύχη του +σκοπού του, σώος και υγιής εις την πατρίδα του. Και +εχρησμοδότησεν εις αυτόν ο Απόλλων: «να την προσφέρη εις τους +Θεούς, εις τους οποίους πρέπει να την προσφέρη» (!). + +Αφού δε επέστρεψεν εις τας Αθήνας, λέγει τον χρησμόν αυτόν εις +τον Σωκράτην, όστις, αφού τον ήκουσε, τον εμέμφθη, διότι δεν +ηρώτησε πρώτα τον Θεόν, ποίον εκ των δύο να προτιμήση: ν' +αναχωρήση ή να φύγη; Εν τούτοις αυτός (ο Σωκράτης), επειδή ήτο +της γνώμης ότι πρέπει (του χρησμού μη απαγορεύοντος τούτο) ν' +αναχωρήση, περί τούτου προ πάντων ενδιεφέρετο να μάθη τώρα: πώς +θα ταξειδεύση όσον το δυνατόν καλλίτερα. «Αφού όμως ούτω +ηρώτησες (τον Θεόν)» του είπε «τότε πρέπει να εκτελέσης όσα σου +διέταξεν ο Θεός». + +Ο μεν Ξενοφών, λοιπόν, αφού προσέφερε θυσίας εις τους Θεούς, +σύμφωνα με τον χρησμόν του Απόλλωνος, εξέπλευσε. Προφθάνει δε +εις τας Σάρδεις τον Πρόξενον και τον Κύρον, σκοπεύοντας ήδη να +βαδίσουν την προς την Άνω Ασίαν οδόν (να εκστρατεύσουν προς την +Ά. Α.), εκεί δε (εις τας Σάρδεις) και συνεστήθη ο Ξενοφών προς +τον Κύρον (από τον Πρόξενον). + +Επειδή δε ο Πρόξενος έδειξε μεγάλην προθυμίαν να μείνη ο +Ξενοφών, την αυτήν έδειξε και ο Κύρος, όστις και του είπεν ότι, +ευθύς άμα τελειώση η εκστρατεία, θα τον αποστείλη αμέσως στην +πατρίδα του. Ελέγετο δε ότι η εκστρατεία θα γείνη κατά των +Πισιδών. Και εξεστράτευσε μεν, λοιπόν, (εστρατολογήθη, +προσελήφθη εις τον στρατόν) ο Ξενοφών, ούτως εξαπατηθείς — ουχί +βέβαια υπό του Προξένου. Διότι ούτε αυτός (ο Πρόξενος) ούτε +κανείς άλλος εκ των Ελλήνων, πλην του Κλεάρχου, εγνώριζαν ότι η +εκστρατεία γίνεται κατά του μεγάλου βασιλέως. Άμα όμως έφθασαν +εις Κιλικίαν, έγεινε πλέον γνωστός εις όλους ο σκοπός του +Κύρου. Αν και εφοβούντο δε &(ετρόμαζαν)& τον δρόμον, εν τούτοις +οι περισσότεροι χωρίς να θέλουν, εντρεπόμενοι αλλήλους και τον +Κύρον, ηκολούθησαν (διά να μη νομισθούν δειλοί). Εξ αυτών, +λοιπόν, ένας ήτο και ο Ξενοφών. + +Επειδή δε, εις ην κατάστασιν είχαν περιέλθη πλέον, ευρίσκοντο +εις μεγάλην αμηχανίαν περί του πρακτέου, ελυπείτο μεν και ο +Ξενοφών μαζή με όλους τους άλλους, μη δυνάμενος να κοιμηθή. +Μόλις δε ηυτύχησε να κοιμηθή ολίγον &(μόλις τον πήρε ο ύπνος)&, +είδεν όνειρον. Του εφάνη δηλαδή ότι, κατόπιν βροντής, έπεσε +κεραυνός εις τον πατρικόν του οίκον, και ότι έλαμψεν ως εκ +τούτου ολόκληρος. Τρομάξας αμέσως εσηκώθη. Και το όνειρον εκ +της μιας του μεν όψεως εξήγει ως καλόν, διότι, αν και ευρίσκετο +εν μέσω τόσων πόνων και κινδύνων, είχεν αξιωθή να ίδη σταλμένον +από τον Δία φως τοσούτον μέγα. Εκ της άλλης του όμως όψεως +εξηγών αυτό, εφοβείτο, διότι επίστευε μεν ότι προήρχετο από τον +βασιλέα Δία, αλλ' ότι το πυρ, το οποίον κατέλαμψεν ολόγυρα τον +οίκον του, εσήμαινεν ότι δεν θα ηδύνατο να εξέλθη εύκολα από +την χώραν του βασιλέως, εμποδιζόμενος από αρκετάς πανταχόθεν +δυσχερείας. + +Και ποίαν μεν σημασίαν ηδύνατο να έχη το τοιούτον όνειρον, +τούτο θα το έβλεπέ τις από τα μετά το όνειρον μέλλοντα να +λάβουν χώραν γεγονότα, άτινα και είναι τα εξής: Ευθύς αφού +εξύπνησεν ο Ξενοφών, η πρώτη σκέψις που του ήλθεν ήτο: «Τι +κάθημαι αδρανής εδώ; Η νυξ προχωρεί. Μόλις δε ξημερώση, +αφεύκτως θα μας καταλάβη ο εχθρός. Εάν, πάλιν, προσέλθωμεν εις +τον βασιλέα (ως φίλοι), ουδέν εμποδίζει, ύστερα από τους κόπους +τους οποίους υπέστημεν και ύστερα από τας συμφοράς τας οποίας +επάθαμεν, να αποθάνωμεν εν τω μέσω των χειροτέρων προσβολών και +ύβρεων. + +»Ουδεμία δε προετοιμασία γίνεται, ουδ' η ελαχίστη καταβάλλεται +φροντίς, διά να υπερασπίσωμεν εαυτούς κατά των πολεμίων, +καθήμεθα δε όλοι εδώ αμέριμνοι, σαν να μας ήναι επιτετραμμένον +να ησυχάζωμεν. Από ποίαν, λοιπόν, πόλιν περιμένω εγώ να έλθη ο +στρατηγός εκείνος, ο οποίος θα βάλη όλα αυτά εις ενέργειαν; +Ποίαν δε τάχα ηλικίαν έπρεπε να έχω (διά να κινηθώ); Εγώ +τουλάχιστον δεν θα μεγαλώσω βέβαια περισσότερον, εάν σήμερα +προδώσω τον εαυτόν μου εις τον εχθρόν». (16) + +Μετά τους λόγους τούτους εγείρεται και συναθροίζει πρώτον τους +λοχαγούς του Προξένου. Αφού δε συνήλθον, είπεν εις αυτούς τα +εξής: «Εγώ, ω άνδρες λοχαγοί, δεν δύναμαι να μένω αδρανής, όπως +ούτε σεις, νομίζω, ουδέ να ησυχάζω πλέον &(να μένω εδώ +κρυμμένος)&, βλέπων εις ποίας περιστάσεις ευρισκόμεθα. + +»Διότι οι μεν πολέμιοι είναι φανερόν ότι δεν εκήρυξαν καθ' ημών +τον πόλεμον, πριν ή νομίσουν ότι είναι εντελώς παρασκευασμένοι +δι' αυτόν, ενώ, τουναντίον, εξ ημών κανείς διά τίποτε απολύτως +δεν φροντίζει, όπως αποδυθώμεν όσον το δυνατόν καλλίτερα εις +τον αγώνα. + +»Εάν υποχωρήσωμεν και αφεθώμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως, +διά ποίων άραγε τρόπων ελπίζομεν να τον καταπραΰνωμεν; Αυτόν ο +οποίος και νεκρόν ακόμη τον ομομήτριον και ομοπάτριον αδελφόν +του ανεσταύρωσεν, αφού πρότερον του απέκοψε την κεφαλήν και την +χείρα; Φαντάζεσθε άρα γε τι έχομεν να πάθωμεν, ουδένα έχοντες +προστάτην, εκστρατεύσαντες δ' εναντίον του με τον σκοπόν να τον +καταστήσωμεν αντί βασιλέως δούλον, και στο τέλος, εάν μας ήτο +δυνατόν, να τον φονεύσωμεν; + +»Άρα γε δεν θα εξαντλήση όλην την οργήν του καθ' ημών, +αποφασισμένος, αφού μας κακομεταχειρισθή μέχρις εσχάτων (αφού +μας βασανίση), να εμπνεύση εις όλον τον κόσμον τον φόβον: +κανείς να μην εκστρατεύση πλέον του λοιπού εναντίον του; +Βεβαίως, λοιπόν, διά να μη περιέλθωμέν ποτε υπό την εξουσίαν +του, τα πάντα πρέπει να μετέλθωμεν. + +»Όσον μεν αφορά εμέ, καθ' όλην την διάρκειαν των συνθηκών, +ουδέποτε έπαυσα να ελεεινολογώ μεν τους εαυτούς μας, να +μακαρίζω δε τον βασιλέα και τους ιδικούς του, εξετάζων τα κατ' +αυτούς λεπτομερώς, πόσην μεν δηλ. και ποίαν χώραν έχουν υπό τας +διαταγάς των, πόσον δε άφθονα τα προς διατροφήν, πόσους δε +υπηρέτας, πόσα δε κτήνη και χρυσόν και ενδύματα. + +»Όταν δε πάλιν ανελογιζόμην τα του στρατού των, ότι δηλ. +ουδενός μεν των αγαθών του μετείχομεν ημείς (εις κανένα μεν από +τα αγαθά του δεν ελαμβάναμεν μέρος), εάν δεν το εξαγοράζαμεν, +οιονδήποτε δε πράγμα, το οποίον ηθέλαμεν ν' αγοράσωμεν +&(επαζαρεύαμεν)&, εγνώριζαν (εκείνοι) ότι ολίγοι ακόμη εξ ημών +είχαμε τα μέσα &(τον παρά)&, διά να τ' αποκτήσωμεν, +εμποδιζόμενοι πλέον από τους όρκους να προμηθευθώμεν κατ' άλλον +ή διά της αγοράς των τρόπον τα προς διατροφήν μας αναγκαία — +ταύτα πάντα, λοιπόν, όταν ανελογιζόμην κάποτε, εφοβούμην πολύ +περισσότερον τας συνθήκας παρ' όσον φοβούμαι σήμερα τον +πόλεμον. + +»Αφού όμως, επί τέλους, παρέβησαν (διέλυσαν) εκείνοι τας +συνθήκας, νομίζω ότι και η περί αυτάς ολιγωρία και αυθαιρεσία +των, καθώς και αι επί της τηρήσεώς των ή μη υποψίαι μας δεν +υπάρχουν πλέον (διελύθησαν). Και τώρα μεταξύ ημών και εκείνων +προβάλλεται το ευγενέστατον αυτό αγώνισμα: περί του ποίοι εκ +των δύο μας θα αναδειχθούν καλλίτεροι άνδρες εις τον αγώνα +αυτόν, του οποίου είναι αγωνοθέται οι Θεοί, οίτινες φυσικά θα +ήναι με το μέρος μας. + +»Διότι οι μεν βάρβαροι προσέβαλον δι' επιορκίας τους Θεούς, +ημείς δε, αν και είχαμεν πάντοτε ενώπιόν μας τόσα αγαθά, +εμείναμεν όμως σταθερώς (μ' απόφασιν) μακράν των (χωρίς να τα +εγγίζωμεν), και τούτο, διά να μην ασεβήσωμεν στους όρκους μας. +Ώστε νομίζω ότι μας επιτρέπεται να βαδίσωμεν προς τον αγώνα με +φρόνημα πολύ μεγαλήτερον του των βαρβάρων. + +»Προσέτι δε έχομεν και σώματα ικανώτερα εκείνων εις το να +υποφέρουν το ψύχος και την ζέστην και τους κόπους. Έχομεν δ' +ακόμη με την βοήθειαν των Θεών και ψυχάς περισσότερον γενναίας. +Οι δε άνδρες των είναι πλέον ευκολοπλήγωτοι και ευκολοθάνατοι +ημών, (17) εάν, καθώς προτήτερα, μας χαρίσουν και πάλιν την +νίκην οι Θεοί. + +»Ίσως και πολλοί άλλοι εξ ημών έχουν υπ' όψει &(έχουν στο μυαλό +των)& όσα είπα, αλλά, δι' όνομα του Θεού, ας μην αναμένωμεν +πλέον άλλους να έλθουν προς ημάς, διά να μας παρακινήσουν προς +τας ωραίας αυτάς πράξεις (ας ανέφερα), τουναντίον μάλιστα ημείς +πρώτοι πρέπει να παρορμήσωμεν και τους άλλους προς την αρετήν +και την ανδρείαν. Εμπρός, λοιπόν! Φανήτε σεις οι καλλίτεροι των +λοχαγών και οι αξιοστρατηγότεροι των στρατηγών. + +»Ως προς εμέ δε, εάν αποφασίσετε να ορμήσετε προς την +πραγμάτωσίν των, θα σας ακολουθήσω. Εάν δε πάλιν με νομίσετε +άξιον να διευθύνω εγώ την καθόλου προς άμυναν ενέργειαν, δεν θα +προβάλω την ηλικίαν μου ως πρόφασιν, τουναντίον μάλιστα νομίζω +και ότι έχω όλην την δύναμιν (είμαι εις θέσιν) ν' απομακρύνω +από τον εαυτόν μου και όσας τυχόν δυσχερείας απαντήσω». + +Και ο μεν Ξενοφών είπε ταύτα. Οι δε λοχαγοί, αφού τον ήκουσαν, +του είπαν όλοι ομοθύμως ν' αναλάβη την διεύθυνσιν των υπέρ της +αμύνης καθόλου εργασιών. Κάποιος όμως, ονομαζόμενος +Απολλωνίδης, ομιλών Βοιωτικήν διάλεκτον, είπεν «ότι θα εφλυάρει +πας όστις ήθελε τολμήση να προτείνη ότι ηδυνάμεθα να επιτύχωμεν +την σωτηρίαν μας κατά τρόπον διαφορετικώτερον του διά του +εξευμενισμού του βασιλέως». Και συγχρόνως ήρχισε, μόλις είπε +ταύτα, ν' αναφέρη τους λόγους (ν' απαριθμή τας δυσχερείας). + +Διακόψας όμως αυτόν εις το μέσον του λόγου του ο Ξενοφών του +είπε τα εξής: «Ω παράξενε άνθρωπε, συ βεβαίως ούτε όσα βλέπεις +κατανοείς &(νοιώθεις)&, ούτε όσα ακούεις ενθυμείσαι. Εν +τούτοις, ευρίσκεσο και συ εις το ίδιο μέρος με αυτούς εδώ, ότε +ο βασιλεύς, αφού εφόνευσε τον Κύρον, επαρθείς διά το κατόρθωμά +του αυτό, μας διέταξε δι' απεσταλμένων του να παραδώσωμεν τα +όπλα. + +»Αφού δε ημείς δεν του τα παρεδώσαμεν, αλλ' εξοπλισμένοι +ελθόντες εστρατοπεδεύσαμεν πλησίον του, και τι δεν εμηχανεύθη +(διά να μας ελκύση) τότε, αποστέλλων πρέσβεις, ζητών συνθήκας +και προσφέρων τα προς διατροφήν μας, έως ότου επί τέλους +επέτυχε τας συνθήκας ταύτας; + +»Όταν δε πάλιν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί, βασιζόμενοι εις τας +συνθήκας, προσήλθον, καθώς τώρα δα συ μας συμβουλεύεις, εις τας +σκηνάς των άοπλοι, διά να συνομιλήσουν, μη τάχα &(για σένα)& +έπαυσαν πλέον σήμερα να ήναι αυτοί εκείνοι &(οι ίδιοι)&, +οίτινες, κτυπώμενοι, κεντώμενοι, υβριζόμενοι, δεν είχαν τα μέσα +ουδέ να αυτοκτονήσουν καν οι ταλαίπωροι, αν και φαντάζομαι +πόσον θα το επεθύμουν; Πάντα ταύτα, αν και γνωρίζεις πολύ καλά +συ, εν τούτοις τους μεν συνιστώντας την περί των όλων άμυναν +χαρακτηρίζεις ως φλυάρους, αποφαίνεσαι δε και πάλιν: +μεταβαίνοντες προς τον βασιλέα, να καταπραΰνωμεν με παρακλήσεις +την οργήν του. + +»Εγώ, ω άνδρες, νομίζω ότι ο άνθρωπος ούτος ούτε πρέπει να μας +πλησιάζη πλέον όπου και αν είμεθα, αφού δε του αφαιρέσωμεν την +λοχαγίαν και τον φορτώσωμεν με σκεύη, να τον χρησιμοποιούμεν +πλέον του λοιπού ως σκευοφόρον κτήνος. Διότι ούτος και την +πατρίδα καταισχύνει και όλην την Ελλάδα, τοιούτος ων προδότης, +αν και Έλλην». + +Εις το σημείον αυτό διακόψας τον Ξενοφώντα Αγασίας ο Στυμφάλιος +του είπεν: Αλλ' αυτός ουδέν, ουδέ τα ελάχιστον, έχει κοινόν +ούτε με την Βοιωτίαν, ούτε με την Ελλάδα. Αφού εγώ, τον είδα +άλλοτε να έχη τρυπημένα τα ώτα του &(και τα δυο του αυτιά)& +όπως οι κάτοικοι της Λυδίας». Και πράγματι τα είχεν. + +Αυτόν μεν, λοιπόν, τον έδιωξαν από τον στρατόν. Οι δε άλλοι, +ελθόντες εις τας τάξεις των (έκαστος εις το τάγμα του), όπου +μεν υπήρχε στρατηγός (όπου μεν έζη ο στρατηγός), τον εκάλουν +(ν' αναλάβη τα καθήκοντά του), όπου δε είχεν αποθάνη (φονευθή), +αντικαθίστων τον στρατηγόν δι' υποστρατήγου. Και όπου πάλιν ήτο +σώος (έζη) ο λοχαγός, εκάλουν εις το τάγμα του τον λοχαγόν. + +Αφού δε όλοι συνήλθον, ετοποθετούντο έμπροσθεν των όπλων. +Ανήλθον δε οι συνελθόντες στρατηγοί και λοχαγοί περίπου εις +εκατόν. Ότε δε εγένοντο ταύτα, ήσαν σχεδόν μεσάνυκτα. + +Ενταύθα Ιερώνυμος ο Ηλείος, ων ο γηραιότερος (σεβαστότερος) των +λοχαγών του Προξένου, ήρχισε να λέγη τα εξής: «Ω άνδρες +στρατηγοί και λοχαγοί, βλέποντες τας περιστάσεις, υπό τας +οποίας ευρισκόμεθα, απεφασίσαμεν και ημείς να συνέλθωμεν και +σας να προσκαλέσωμεν, όπως σκεφθώμεν όλοι μαζή, αν είμεθα εις +θέσιν να πράξωμεν τίποτε γενναίον (προς βελτίωσιν της +καταστάσεώς μας). Ειπέ μας, λοιπόν, και συ, ω Ξενοφών» είπεν +απευθυνόμενος προς αυτόν «όσα φρονείς ότι πρέπει να λεχθούν και +εις ημάς». + +Εκ τούτου (λαβών αφορμήν) ο Ξενοφών λέγει τα εξής: «Αλλά +βεβαίως όλοι γνωρίζομεν όσα μου ζητείτε να σας είπω, ότι δηλαδή +βασιλεύς και Τισσαφέρνης όσους μεν ημπόρεσαν εξ ημών συνέλαβον +(ηχμαλώτισαν), τους δ' άλλους είναι φανερόν ότι επιδιώκουν +(έχουν κατά νουν) πώς να τους φονεύσουν, εάν ημπορούν &(αν +περνάει απ' το χέρι τους)&. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα πάντα πρέπει +να μετέλθωμεν, διά να μη πλησιάσωμεν ποτέ, υπό οιασδήποτε και +αν ευρισκώμεθα περιστάσεις, τους βαρβάρους, αλλά να επιτύχωμεν +μάλλον να έλθουν εκείνοι προς ημάς. + +»Κατανοείτε, λοιπόν, καλώς ότι, αν και είσθε τόσοι μόνον, όσοι +αυτήν την στιγμήν συνήλθατε εδώ, σας δίδεται, εν τούτοις, +σπουδαιοτάτη ευκαιρία, διά να φανήτε επωφελείς εις τον στρατόν. + +»Διότι όλοι οι στρατιώται αυτοί έχουν προς σας τα βλέμματα +εστραμμένα, και αν τυχόν μεν σας ίδουν μικροψυχούντας, όλοι θα +φανούν δειλοί. Εάν όμως και σεις οι ίδιοι ολοφάνερα +παρασκευάζεσθε προς πόλεμον και τους άλλους παροτρύνετε προς +τούτο, μάθετε καλώς ότι θα σας ακολουθήσουν και ότι θα +προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να σας μιμηθούν. + +»Ίσως δε και δίκαιον είναι να ξεχωρίζετε σεις κατά τι από +αυτούς. Διότι σεις είσθε στρατηγοί, σεις λοχαγοί και ταξίαρχοι. +Και όταν ήναι ειρήνη, σεις απολαμβάνετε περισσότερον από αυτούς +και τιμάς και χρήματα. Διά τούτο, λοιπόν, αφού τώρα ευρισκόμεθα +εις εμπόλεμον κατάστασιν, πρέπει σεις οι ίδιοι να θελήσετε να +φανήτε καλλίτεροι από το πλήθος τούτο, προνοούντες υπέρ αυτού +και κοπιάζοντες, εάν και όπου παρίσταται ανάγκη. + +»Και εν πρώτοις μεν φρονώ ότι θα ωφελήσετε εις μέγαν βαθμόν το +στράτευμα, εάν φροντίσετε όπως αντικαταστήσουν όσον το δυνατόν +ταχύτερα τους αποθανόντας (νέοι) στρατηγοί και λοχαγοί. Διότι +άνευ αρχηγών ουδέν, ούτε καλόν, ούτε γενναίον, δύναται να +γείνη, και γενικώς μεν εις οιανδήποτε περίπτωσιν, εις τα +πολεμικά όμως, απολύτως τίποτε. Διότι είναι φανερόν ότι η μεν +πειθαρχία σώζει, η δε απείθεια και παραλυσία πολλούς μέχρι +σήμερον κατέστρεψεν. + +»Άμα δε ως εγκαταστήσετε τους αρχηγούς (18), όσους είναι +αναγκαίοι, και τους άλλους (τήδε κακείσε διεσπαρμένους) +στρατιώτας συναθροίσετε και ενθαρρύνετε, νομίζω ότι τότε θα +ήσθε πλέον έτοιμοι να αντιμετωπίσετε οιανδήποτε περίστασιν. + +»Διότι τώρα μεν ίσως και σεις οι ίδιοι εννοείτε ότι προσήλθαν +ούτοι εις τας τάξεις του στρατού με αθυμίαν, με αθυμίαν δ' +ωσαύτως και εις τας φρουρήσεις (όπου φυλάττουν ως φρουροί). +Ώστε, εις τοιαύτην περιελθόντας κατάστασιν, δεν γνωρίζω κ' εγώ +πώς θα ηδύνατο τις να τους χρησιμοποιήση, εάν λάβη τις εις τι +την ανάγκην των, είτε εν καιρώ νυκτός, είτε εν καιρώ ημέρας. + +»Εάν όμως δώση τις εις τον νουν των άλλην κατεύθυνσιν, ώστε να +μην ενθυμούνται (να μην έχουν υπ' όψει των) μόνον τι θα πάθουν, +αλλά και τι θα κάμουν, θα γείνουν τότε, βέβαια, πολύ +ευτολμότεροι. + +»Διότι πολύ καλά γνωρίζετε ότι ούτε το πλήθος, ούτε η ισχύς +είναι η δίδουσα τας νίκας εις τον πόλεμον, εκείνους δ' ως επί +το πλείστον δεν δύνανται να υπομείνουν οι αντίπαλοι, οι οποίοι +θα βαδίσουν, με την βοήθειαν των Θεών, ερρωμενέστεροι την ψυχήν +κατά των πολεμίων. + +»Έχω δ' υπ' όψει μου, ω άνδρες, και τούτο ακόμη: ότι, όσοι μεν +επιδιώκουν να ζήσουν διά παντός θεμιτού και αθεμίτου μέσου εν +καιρώ πολέμου, ούτοι κακώς (ανάνδρως) και αισχρώς ως επί το +πολύ αποθνήσκουν. Όσοι δε γνωρίζουν &(έχουν καταλάβη)& ότι ο +θάνατος είναι κοινός και αναγκαίος δι' όλους τους ανθρώπους, +αγωνίζονται όμως περί του πώς να αποθάνουν εντίμως εις την +μάχην, τούτους βλέπω περισσότερον πως των άλλων να φθάνουν εις +το γήρας, και να διάγουν, εφ' όσον ζουν, ευδαιμονέστερον. + +Πρέπει, λοιπόν, αφού τώρα μάθωμεν και ημείς καλά &(χωνέψωμε)& +όλα αυτά, διότι είπερ ποτέ μας δίδεται σήμερα η προς τούτο +κατάλληλος περίστασις, και ημείς ν' αναδειχθώμεν άνδρες +γενναίοι, και τους άλλους προς την γενναιότητα να +παρορμήσωμεν». + +Ούτος μεν, αφού είπε ταύτα, εσιώπησε. Μετά τούτον δ' είπεν ο +Χειρίσοφος τα εξής: «Αλλά μέχρι προς ολίγου ακόμη, ω Ξενοφών, +ουδέν άλλο εγνώριζα περί σου παρά μόνον ότι είσαι Αθηναίος. +Τώρα όμως και σε επαινώ δι' όσα και λέγεις και πράττεις και θα +ηυχόμην τοιούτοι άνδρες όπως συ να ήσαν όσον το δυνατόν +περισσότεροι εις το στράτευμα. Διότι τοιούτον ευτύχημα θα ήτον +αληθώς ευτύχημα δι' όλους μας. Και τώρα — προσέθηκεν — ας μη +χάνωμεν καιρόν πλέον, ω άνδρες, αλλ', απελθόντες αμέσως, +εκλέξατε όσοι εξ υμών έχετε ανάγκην αρχηγούς, αφού δε τους +εκλέξετε, έρχεσθε εις το μέσον του στρατοπέδου φέροντες μαζή +και τους εκλεγέντας. Κατόπιν συγκαλούμεν εκεί και τους λοιπούς +στρατιώτας. Ας προσέλθη δ' ενώπιόν μας, διά να κηρύξη την +πρόσκλησιν, και Τολμίδης ο κήρυξ». + +Και αμέσως, αφού είπε ταύτα, ηγέρθη, διά να μη χάνη πλέον +καιρόν, φέρη δε εις πέρας όσα η περίστασις και αι ανάγκαι +επέβαλλον• + +Μετά ταύτα εξελέγησαν στρατηγοί αντί μεν του Κλεάρχου Τιμασίων +ο Δαρδανεύς, αντί δε του Σωκράτους Ξανθικλής ο Αχαιός, αντί του +Αγίου Κλεάνωρ ο Αρκάς, αντί του Μένωνος Φιλήσιος ο Αχαιός και +αντί του Προξένου Ξενοφών ο Αθηναίος. + + + +Κεφάλαιον δεύτερον. + + + +Μετά το τέλος δε της εκλογής και ενώ ήδη ήρχιζε να ξημερώνη, +ήλθαν οι στρατηγοί εις το μέσον του στρατοπέδου, και +απεφάσισαν, αφού εγκαταστήσουν προφυλακάς, να συγκαλέσουν τους +στρατιώτας. Αφού δε και οι (άλλοι) στρατιώται συνήλθον, ηγέρθη +πρώτος Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος και είπε τα εξής: + +«Ω άνδρες στρατιώται, αι μεν περιστάσεις, υπό τας οποίας +ευρισκόμεθα, καθ' ας και στρατηγών καλών και λοχαγών και +στρατιωτών (ακόμη) στερούμεθα, είναι δυσκολώταται. Επί πλέον δε +και οι περί τον Αριαίον, οίτινες πρότερον ήσαν σύμμαχοι μας, +μας επρόδωσαν. + +»Εν τούτοις, είναι ανάγκη από τους παρευρισκομένους εδώ να +προέλθουν (εμφανισθούν) άνδρες γενναίοι, ανάγκη δε να μην +υποχωρήσωμεν, αλλά να προσπαθήσωμεν όπως, εάν μεν έχωμεν την +δύναμιν, νικώντες τελείως τον εχθρόν (κατισχύοντες των +περιστάσεων), σωθώμεν, εάν δε όχι, αποθάνωμεν γενναίως, μη +καταδεχόμενοι ποτέ να συλληφθώμεν ζώντες υπό των πολεμίων. +Διότι φρονώ ότι δυνάμεθα να υποστώμεν και τοιαύτας ακόμη +συμφοράς, τας οποίας όμως είθε οι Θεοί ν' αποστείλουν μόνον εις +τους εχθρούς μας». + +Μετ' αυτόν Κλεάνωρ ο Ορχομένιος ηγέρθη και είπε τα εξής: «Αλλά +βλέπετε μεν (έχετε ενώπιόν σας), ω άνδρες, την επιορκίαν και +την ασέβειαν του βασιλέως, βλέπετε δ' επίσης και την απιστίαν +του Τισσαφέρνους, όστις, αν και μας διεβεβαίου ότι και +γειτονικός φίλος της Ελλάδος ήτο και ιδιαιτέρας θα κατέβαλλε +φροντίδας, διά να μας σώση (διά να μας αποστείλη ζώντας εις την +πατρίδα μας), ορκισθείς ότι θα τηρήση όλα αυτά και δώσας εις +βεβαίωσιν της καλής του πίστεως την δεξιάν του, εν τούτοις, +εξαπατήσας ημάς, συνέλαβε τους στρατηγούς μας και, αφού ως +ομοτράπεζος αυτός ούτος συνέφαγε και συνωμίλησε με τον +Κλέαρχον, εφόνευσε πάντας, και δείπνα και υποσχέσεις και όρκους +καταπατήσας, χωρίς να φοβηθή ουδέ αυτόν τον επί της φιλοξενίας +εφορεύοντα Θεόν, Δία τον Ξένιον. + +»Ο δε Αριαίος, τον οποίον ημείς ηθέλαμεν να ανακηρύξωμεν +βασιλέα, και προς ον εδώσαμεν και από τον οποίον ελάβαμεν +υποσχέσεις και όρκους ότι δεν θα προδώσωμέν ποτε αλλήλους, και +αυτός ακόμη, ούτε τους Θεούς φοβηθείς, ούτε την μνήμην του +αποθαμμένου ήδη Κύρου σεβασθείς, αν και υπ' αυτού, εφ' όσον +έζη, ιδιαιτέρως όλως ετιμάτο, και αυτός, λοιπόν, αποστατήσας +ήδη προς τους μεγαλειτέρους εκ των εχθρών εκείνου (προς τους +μισητοτέρους του εχθρούς), προσπαθεί με κάθε τρόπον ημάς τους +φίλους του Κύρου να (μας) βλάψη. + +»Και αυτοί μεν όλοι θα τιμωρηθούν από τους Θεούς &(θα δώσουν +λόγο στους Θεούς)&. Εμείς δε πρέπει, έχοντες υπ' όψει πάντα +ταύτα, να μην εξαπατηθώμεν πλέον υπ' αυτών, αλλά, πολεμούντες +όσον δυνάμεθα καλλίτερα &(με τα σωστά μας)&, να υποστώμεν ό,τι +θα ήτο αρεστόν εις τους Θεούς». + +Μετά τούτον ο Ξενοφών εγείρεται ενδεδυμένος την ωραιοτέραν του +στολήν, ως εάν επρόκειτο να πολεμήση, νομίζων ότι, εάν μεν +δώσουν την νίκην οι Θεοί (εάν με την βοήθειαν των Θεών +νικήσουν), αρμόζει η λαμπροτέρα στολή εις τον νικώντα, εάν δε +παραστή ανάγκη ν' αποθάνουν, ότι είναι ορθόν, αφού έκρινεν +εαυτόν άξιον του καλλιτέρου στολισμού, με τον στολισμόν αυτόν +και ν' αποθάνη. Ήρχισε δε να λέγη τα εξής: + +«Την των βαρβάρων επιορκίαν και απιστίαν ανέφερε προ ολίγου και +ο Κλεάνωρ, γνωρίζετε δε και σεις, νομίζω. Εάν μεν, λοιπόν, +θέλωμεν να φιλιωθώμεν και πάλιν προς αυτούς, θα ευρεθώμεν εις +την ανάγκην ν' αποδειλιάσωμεν εκ νέου, λαμβάνοντες υπ' όψει +ποία και πόσα έπαθαν οι στρατηγοί μας, παραδώσαντες εαυτούς εις +χείρας των βαρβάρων, διότι έδωκαν πίστιν εις τους λόγους των. +Εάν όμως έχωμεν απόφασιν, δι' όσα από αυτούς έως τώρα +υπέστημεν, να τους τιμωρήσωμεν διά των όπλων και εν τω μέλλοντι +να εξακολουθώμεν πολεμούντες προς αυτούς, πολλάς και μεγάλας +τότε ελπίδας περί της σωτηρίας μας θα έχωμεν με την βοήθειαν +των Θεών &(αν θέλουν οι Θεοί)&. + +Ενώ δε έλεγε ταύτα, κάποιος επταρνίσθη. Ακούσαντες δε οι +στρατιώται, όλοι ομοθύμως προσεκύνησαν τον Θεόν, ο δε Ξενοφών +εξηκολούθησε: + +«Νομίζω, καλόν, ω άνδρες επειδή, ενώ εκάναμεν λόγον περί +σωτηρίας, εφάνη (ο πταρμός ούτος) ως οιωνός Διός του Σωτήρος, +νομίζω, λέγω, καλόν να τάξωμεν εις τον Θεόν αυτόν θυσίας εις +ανάμνησιν της σωτηρίας μας (να υποσχεθώμεν ότι θα προσφέρωμεν +εις τον Θεόν αυτόν θυσίας εις ανάμνησιν της σωτηρίας μας) εις +το πρώτον φιλικόν έδαφος το οποίον ηθέλαμεν πατήση, επίσης δε +και εις τους λοιπούς Θεούς (να τάξωμεν θυσίας) αναλόγως των +δυνάμεών μας &(το κατά δύναμιν)&. Εις οιονδήποτε δε εξ υμών +προσέθηκε — φαίνονται ορθοί οι λόγοι μου ούτοι, ούτος ας υψώση +την χείρα». Και ανύψωσαν ταύτην πάντες, μεθ' ο, αφού έταξαν εις +τους Θεούς, έψαλαν προς αυτούς άσμα ικετήριον. Αφού δε ούτω τα +προς τους Θεούς θρησκευτικά καθήκοντα εξετελέσθησαν, ο Ξενοφών +ήρχισε και πάλιν λέγων τα εξής: + +»Σας έλεγα, λοιπόν, ω άνδρες, ότι θα είχομεν πολλάς και καλάς +ελπίδας περί της σωτηρίας μας. Πρώτον μεν διότι ημείς +φυλάττομεν τους όρκους των Θεών, ενώ οι πολέμιοι εφάνησαν +επίορκοι και, παρά τους όρκους, παρέβησαν τας συνθήκας. Ούτω δ' +εχόντων των πραγμάτων, επόμενον είναι προς μεν τους πολεμίους +να διάκηνται οι Θεοί εχθρικώς, προς ημάς δε ως βοηθοί και +φίλοι, οίτινες πάντοτε είναι ικανοί και τους μεγάλους ταχέως να +καθιστούν μικρούς, και τους μικρούς, ακόμη και όταν ευρίσκωνται +εν μέσω συμφορών, να σώζουν ευκολώτατα όταν θέλουν. + +»Αλλ' εκτός τούτων, σας υπενθυμίζω και τους κινδύνους των +προγόνων μας, διά να μάθετε και ότι σας πρέπει (σας αρμόζει) να +ήσθε γενναίοι, και ότι, τη βοήθεια των Θεών, πάντοτε οι +γενναίοι σώζονται, ακόμη και από τας μεγαλητέρας συμφοράς. +Διότι, όταν οι Πέρσαι και οι περί αυτούς εξεστράτευσαν με μέγαν +στρατόν και στόλον κατά της Ελλάδος, με τον σκοπόν αμέσως να +καταστρέψουν τας Αθήνας, οι Αθηναίοι, τολμήσαντες να αντιστούν +κατ' αυτών, κατά κράτος τους ενίκησαν. + +»Και, αφού έταξαν (να προσφέρουν) ως θυσίαν εις την Θεάν +Αρτέμιδα τόσας αίγας όσους ήθελαν φονεύση εκ των πολεμίων, +επειδή ήτον αδύνατον να εύρουν αναλόγους προς τον αριθμόν των +φονευθέντων εχθρών (αίγας), απεφάσισαν να θύουν κατ' έτος +πεντακοσίας εξ αυτών, αίτινες και μέχρι σήμερον ακόμη +προσφέρονται εις την Θεάν. + +»Ότε δε κατόπιν ο Ξέρξης, συναθροίσας τον αναρίθμητον στρατόν +του, επήλθε κατά της Ελλάδος, και τότε ακόμη ενίκων οι ημέτεροι +πρόγονοι τους προγόνους τούτων και κατά γην και κατά θάλασσαν. +Πάντων τούτων προφανείς αποδείξεις έχετε τα εγερθέντα τρόπαια, +ως μαρτύριον δε μέγιστον την ελευθερίαν των πόλεων, εις τας +οποίας εγεννήθητε και ανετράφητε. Διότι κανένα εκ των ανθρώπων +δεν προσκυνείτε (αναγνωρίζετε) ως εξουσιαστήν και κύριον υμών, +αλλά μόνον τους Θεούς. + +»Και, λοιπόν, από τοιούτους μεν κατάγεσθε προγόνους. Δεν θέλω, +βέβαια, να είπω ότι τους καταισχύνετε. Παν άλλο. Δεν έχουν +παρέλθη ακόμη πολλαί ημέραι, αφ' ης, αντιταχθέντες εις τους +απογόνους των Περσών εκείνων, ενικάτε πολύ περισσοτέρους υμών +με την βοήθειαν των Θεών. + +»Και τότε μεν εφάνητε γενναίοι άνδρες, αγωνιζόμενοι περί της +βασιλείας του Κύρου. Τώρα όμως, οπότε ο αγών είναι περί της +σωτηρίας σας, οφείλετε βεβαίως και πολύ καλλίτεροι και +προθυμότεροι ν' αναδειχθήτε. + +»Αλλά και πλέον θαρραλέοι πρέπει να φανήτε τώρα πολεμούντες +κατά των πολεμίων. Διότι τότε, μη έχοντες πείραν αυτών, αν και +είχατε ακαταμέτρητον ενώπιόν σας πλήθος, εν τούτοις ετολμήσατε +με το πατροπαράδοτον εκείνο φρόνημα εις την ψυχήν σας να +βαδίσετε εναντίον των. Τώρα όμως, οπότε και πείραν έχετε αυτών, +την πείραν ότι θ' αποφύγουν, όσον και αν ήναι πολυπληθέστεροι +από σας, να συγκρουσθούν μαζή σας, υπάρχει τι πλέον το οποίον +να σας εμπνέη τον προς αυτούς φόβον; + +Αλλά ούτε ως μειονέκτημά σας να νομίσετε το γεγονός, ότι οι +περί τον Κύρον βάρβαροι, ενώ προτήτερα ήσαν σύμμαχοί μας &(με +το μέρος μας)&, μας έχουν εγκαταλείψη πλέον. Διότι ούτοι είναι +έτι ανανδρότεροι εκείνων τους οποίους ενικήσαμεν. Και βεβαίως, +αφού ηυτομόλησαν προς τους νικηθέντας, εγκαταλείψαντες ημάς +τους νικητάς. Είναι δε πολύ προτιμότερον, εκείνοι οίτινες +θέλουν να ήναι αρχηγοί φυγής (να δίδουν το σύνθημα της φυγής, +να διδάσκουν εις τους άλλους την φυγήν) να τάσσωνται εις το +πλευρόν των πολεμίων μας, παρά να τους βλέπωμεν εις τας τάξεις +του στρατεύματός μας. + +»Εάν δε κανείς εξ υμών λυπήται &(στενοχωρείται)&, διότι +στερούμεθα ιππικού, ενώ τουναντίον αφθονούν τοιούτου οι εχθροί +μας, ενθυμήθητε ότι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε άλλο +παρά δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Διότι ουδείς ουδέποτε (έως τώρα) +απέθανε δηχθείς ή λακτισθείς από ίππον εν ώρα μάχης, ουχί δε οι +ίπποι, αλλ' οι άνδρες (οι ιππείς) είναι εκείνοι οίτινες +κατορθώνουν παν ό,τι γενναίον συμβαίνει εις τας μάχας. + +»Μη δεν ευρισκόμεθα ημείς (μη δεν πολεμούμεν ημείς) επί εδάφους +πολύ ασφαλεστέρου εκείνου, επί του οποίου πολεμούσιν οι ιππείς; +Και τω όντι. Ούτοι μεν είναι κρεμασμένοι επί των ίππων, +φοβούμενοι όχι μόνον ημάς, αλλά και (ενδεχομένην) από των ίππων +πτώσιν των. Ημείς δε, βαδίζοντες ασφαλώς επί εδάφους, πολύ μεν +ισχυρότερον κτυπώμεν πάντα όστις ήθελε μας πλησιάση, πολύ δε +ευστοχώτερον επιτυγχάνομεν οιονδήποτε ηθέλομεν κτυπήση. Κατά έν +δε και μόνον δύνανται να μας υπερτερήσουν οι ιππείς: Κατά το +ότι πολύ ασφαλέστερον ημών δύνανται να τραπώσιν εις φυγήν. + +»Εάν δε, ενώ τας μάχας (τους εκ των μαχών κινδύνους) υπομένετε +με θάρρος, στενοχωρήσθε, εξ άλλου, διότι ούτε ο Τισσαφέρνης +πλέον δύναται να γείνη οδηγός μας, ούτε ο βασιλεύς να μας +παράσχη τροφάς προς αγοράν — σκεφθήτε ποίον εκ των δύο είναι +προτιμότερον: να έχωμεν οδηγόν εις την πορείαν μας τον +Τισσαφέρνην τούτον, όστις τόσον καταφώρως επεβουλεύθη ημάς ή +εκείνους τους οποίους, αιχμαλωτίζοντες καθ' οδόν ημείς, θα +ηδυνάμεθα να τους διατάσσωμεν να γείνουν οδηγοί μας, και +οίτινες δεν θ' αγνοούν βεβαίως ότι, εάν σφάλουν εις παν ό,τι +μας αφορά (εις παν ό,τι αφορά τα συμφέροντά μας), θα πληρώσουν +τα σφάλματά των με θάνατον ή με σωματικάς ποινάς; + +»Ποίον δ' εκ των δύο είναι επίσης προτιμότερον: ν' αγοράζωμεν +τα προς τροφήν μας αναγκαία από αγοράν, την οποίαν θα μας +παρείχον οι εχθροί μας, αντί πολλού χρήματος — του οποίου +(σημειωθήτω εν παρόδω) και στερούμεθα πλέον, αφού δεν +μισθοδοτούμεθα — αγοράζοντες ελαχίστας εξ αυτών ποσότητας, ή +ημείς οι ίδιοι δικαιωματικώς να τας προμηθευώμεθα, +μεταχειριζόμενοι οιονδήποτε έκαστος εξ ημών ήθελεν εγκρίνη +μέτρον; + +»Εάν, λοιπόν, έχετε μεν υπ' όψει ότι πάντα ταύτα είναι όντως +προτιμότερα, αλλά και νομίζετε ότι οι προ ημών ποταμοί ούτοι +είναι αδιάβατοι ή ότι επίτηδες και δολίως οι πολέμιοι μας +προσείλκυσαν πέραν ακόμη και του Τίγρητος, σκεφθήτε ότι, +προβάντες εις τοιαύτην τινά πράξιν οι βάρβαροι, εσκέφθησαν +αληθώς μωρότατα. Διότι όλοι οι ποταμοί, αν και είναι αδιάβατοι +πέραν των πηγών των, εις τους πλησιάζοντας προς τας πηγάς των +γίνονται διαβατοί, ουδέ καν το γόνυ τούτων βρέχοντες. + +»Εάν δε ούτε οι ποταμοί μας επιτρέψουν την επάνοδον (μας +αποκλείσουν), ούτε κανείς πλέον οδηγός της προς την πατρώαν +οδού εμφανισθή, φρονώ ότι και τότε ακόμη δεν μας είναι +επιτετραμμένον να μικροψυχήσωμεν (αποδειλιάσωμεν). Διότι έχομεν +υπ' όψει ότι και οι κάτοικοι της Μυσίας, οίτινες θα ηδυνάμεθα +να είπωμεν ότι δεν ευρίσκονται εις καλλιτέραν από ημάς θέσιν, +κατοικούν εντός της επικρατείας του βασιλέως πολλάς και +ευδαίμονας και μεγάλας πόλεις παρά την θέλησίν του, ότι δ' +επίσης και οι κάτοικοι της Πισιδίας και της Λυκαονίας — τους +τελευταίους δε τούτους, ενθυμείσθε ότι και ημείς οι ίδιοι +εγνωρίσαμεν — καρπούνται τας χώρας ταύτας (του βασιλέως), αφού +κατέλαβον ανά τας πεδιάδας τα πλέον οχυρά και απόκρημνα αυτών +μέρη. + +»Εγώ τουλάχιστον θα σας έλεγα ότι δεν μας συμφέρει ακόμη να +φαινώμεθα εις τους βαρβάρους ότι όντως έχομεν ξεκινήση διά την +πατρίδα μας, αλλ' ότι παρασκευαζόμεθα, διά να εγκατασταθώμεν +εις κάποιο εδώ τριγύρω μέρος. Διότι γνωρίζω ότι και εις τους +κατοίκους της Μυσίας ο βασιλεύς θα εχορήγει πολλούς οδηγούς, +ακόμη δε, (προς ασφάλειάν των περί της καλής του πίστεως), ότι +θα τους έδιδε και πολλούς αιχμαλώτους ως εγγύησιν της άνευ +δόλου απομακρύνσεώς των εκ της χώρας του, ότι δε και δρόμους +ευρυτάτους προς χάριν των θα κατεσκεύαζε, τοιούτους ώστε ν' +απέλθουν και επί τεθρίππων ακόμη αρμάτων, εάν ήθελαν (19). +Βεβαίως δε και προς χάριν μας γνωρίζω ότι πάντα όσα ανέφερα +(διά τους Μυσούς) θα έπραττε με μεγάλην του ευχαρίστησιν, εάν +μας έβλεπεν ότι προετοιμαζόμεθα να μείνωμεν (να εγκατασταθώμεν) +διά παντός εις την χώραν του. + +»Φοβούμαι όμως μήπως, αν άπαξ μάθωμεν να ζώμεν εδώ άνευ +εργασίας και να διερχώμεθα τον βίον μας εν αφθονία τροφών και +απολαύσεων, με ωραίας δε και ευσώμους γυναίκας και παρθένους +των Μήδων και Περσών συναναστρεφώμεθα, φοβούμαι, λέγω, μήπως, +καθώς οι λωτοφάγοι εκείνοι, λησμονήσωμεν πλέον διά παντός την +προς την πατρίδα άγουσαν οδόν. + +»Νομίζω, λοιπόν, ότι συνεπές και δίκαιον είναι κατά πρώτον +λόγον να προσπαθήσωμεν να φθάσωμεν εις την Ελλάδα, εκεί δε να +αποδείξωμεν εις την Ελλάδα και τους οικίους μας, ότι εκουσίως +των πένονται, αφού ημπορούν όλους εκείνους, οίτινες ζουν εκεί +τώρα με στερήσεις, να τους ίδουν, μετά τον ενταύθα αποικισμόν +αυτών, ποριζομένους τα προς το ζην εν αφθονία. Αλλ' είναι +φανερόν, ω άνδρες, ότι πάντα ταύτα τα αγαθά (όσα μέχρι τούδε +ανέφερα) ανήκουν εις τους νικητάς (τους ισχυρούς). + +»Λοιπόν, διά να πορευώμεθα όσον το δυνατόν ασφαλέστερον και, +εάν παραστή ανάγκη μάχης, διά να πολεμώμεν όσον το δυνατόν +γενναιότερον, πρέπει να σας προτείνω ταύτα: πρώτον μεν ότι +νομίζω ορθόν &(είμαι της γνώμης)& να κατακαύσωμεν όσας έχομεν +(σκευοφόρους) αμάξας, διά να μη μας ήναι στρατηγοί (διά να μη +μας διευθύνουν) κατά την πορείαν μας αι άμαξαι, αλλά να +βαδίζωμεν προς οιονδήποτε μέρος μας συμφέρει (ελεύθερα). Μετά +τούτο δε, να συγκατακαύσωμεν και τας σκηνάς, αίτινες και κατά +την μετακόμισίν των είναι οχληραί και εις ουδέν χρησιμεύουν, +ούτε εις το πολεμείν ούτε εις το συγκρατείν τα τρόφιμα. + +»Προσέτι δε να εξαφανίσωμεν (καταστρέψωμεν) και εκ των άλλων +σκευών τα περιττά, εκτός εκείνων τα οποία φέρομεν μαζή μας +χάριν του πολέμου ή προς μεταφοράν των τροφών ή ποτών, και +τούτο, διά να ήναι όσον το δυνατόν περισσότεροι οι ωπλισμένοι, +όσον το δυνατόν δε ολιγώτεροι οι σκευοφορούντες. Διότι +γνωρίζετε καλώς ότι, όταν μεν ηττώμεθα, τα πάντα είναι ξένα. +Όταν δε νικώμεν, είμεθα εις θέσιν να μεταχειριζώμεθα και αυτούς +ακόμη τους εχθρούς ημών ως σκευοφόρους. + +»Αλλά μου υπολείπεται ακόμη να σας είπω κάτι, όπερ νομίζω +σπουδαιότατον. Όλοι, βέβαια, γνωρίζετε ότι οι πολέμιοι δεν +ετόλμησαν να κηρύξουν καθ' ημών τον πόλεμον πριν ή συλλάβουν +τους στρατηγούς μας, φρονούντες ότι, εφ' όσον μεν ζουν οι +άρχοντες, πειθαρχούμεν δε προς αυτούς ημείς, ότι ημπορούμεν να +κατισχύσωμεν του πολέμου (να νικήσωμεν), ότι όμως μετά την +σύλληψίν των θα καταστραφώμεν εκ της εν τω στρατεύματι αναρχίας +και αταξίας. + +»Πρέπει, λοιπόν, οι μεν ήδη εκλεγέντες στρατηγοί να γείνουν +επιμελέστεροι των πρώην (των φονευθέντων), οι δε αρχόμενοι πολύ +ευτακτότεροι και μάλλον πειθαρχικοί προς τους στρατηγούς ή +πριν. + +»Εάν δε διά ψηφίσματος αποφασίσετε: έκαστος στρατιώτης μαζή με +τον στρατηγόν (συμπράττων με τον στρατηγόν) να τιμωρή κάθε +απειθούντα, τότε έτι περισσότερον θα διαψευσθούν αι (καθ' ημών) +προσδοκίαι των εχθρών μας. Ψηφιζομένου τούτου, θα ίδουν ούτοι +κατά την σημερινήν ημέραν να παρουσιάζωνται εις τον στρατόν μας +αναρίθμητοι αντί ενός Κλέαρχοι, οίτινες δεν θα επιτρέψουν ποτέ +εις κανένα να φανή δειλός. + +»Αλλ' είναι πλέον ώρα να μεταβώμεν από τους λόγους εις τα έργα. +Διότι ίσως εμφανισθούν προ ημών αιφνιδίως οι πολέμιοι. Λοιπόν, +εις οιονδήποτε εξ υμών φανούν όσα επρότεινα ορθά, ούτος όσον το +δυνατόν ταχύτερον ας τα επικυρώση, ίνα τα ίδωμεν ευθύς και +εφαρμοζόμενα. Εάν δε τυχόν υπάρχη και καμμία άλλη γνώμη +καλλιτέρα της ιδικής μου, ταύτην ακόμη και εις τον απλούν +στρατιώτην επιτρέπεται να προτείνη θαρραλέως. Διότι όλοι εξ +ίσου έχομεν ανάγκην σωτηρίας». + +Μετά τους λόγους αυτούς του Ξενοφώντος, Χειρίσοφος ο +Λακεδαιμόνιος είπεν: «Αλλ' εάν, παρ' όσα επρότεινεν ο Ξενοφών, +παρίσταται και άλλου τινός ακόμη ανάγκη, οφείλομεν αμέσως να το +εξετάσωμεν. Όσα δε προ ολίγου είπε, φρονώ ότι είναι καλόν να +ψηφίσωμεν ως τάχιστα. Όστις, λοιπόν, νομίζει ορθά (εγκρίνει) τα +προταθέντα, ας υψώση την χείρα». + +Και ταύτην μεν ύψωσαν όλοι ανεξαιρέτως. Ο δε Ξενοφών εγερθείς +και πάλιν είπε τα εξής: «Ω άνδρες, ακούσατε όσα, προς τούτοις, +νομίζω ακόμη ότι χρειάζονται. Είναι βεβαίως φανερόν εις όλους +ότι πρέπει να πορευώμεθα όπου δυνάμεθα να έχωμεν τα προς τροφήν +μας αναγκαία. Ακούω δε ότι εις απόστασιν ουχί μεγαλητέραν των +είκοσι σταδίων υπάρχουν χωρία πλουσιώτατα (ευφορώτατα). + +»Δεν θα μου εφαίνετο, λοιπόν, περίεργον, αν οι πολέμιοι, καθώς +οι δειλοί κύνες καταδιώκουν μεν και δαγκάνουν τους πλησιάζοντας +αυτούς (τους παρερχομένους προ αυτών), όταν ημπορούν, τρέπονται +δε εις φυγήν προ εκείνων οίτινες τους καταδιώκουν, εάν, λέγω, +οι πολέμιοι μας ηκολούθουν, απερχομένους, κατά πόδας &(μας +έπαιρναν το κατόπιν)&. + +»Ίσως, λοιπόν, θα ήμεθα περισσότερον εξησφαλισμένοι, εάν +εβαδίζαμεν κατά φάλαγγα τετράπλευρον, εκάστην πλευράν της +οποίας να απετέλουν οι οπλίται, διά να φυλάσσωνται ούτω +ασφαλέστερον εντός του τετραπλεύρου τούτου τα φέροντα τα σκεύη +υποζύγια και ο πολύς όχλος (οι μη μάχιμοι). Εάν, λοιπόν, από +τώρα παρίστατο ανάγκη να ορισθή ποίοι πρέπει να ήναι εκείνοι +οίτινες θα ηγούνται του τετραπλεύρου αυτού, τασσόμενοι κατά +μέτωπον (επί της κατέμπροσθεν αυτού πλευράς), και ποίοι (θα +είναι) επί των εκατέρωθεν αυτού (πλευρών), ποίοι δε θ' +αποτελούν την οπισθοφυλακήν αυτού, βεβαίως δεν θα έπρεπε να +περιμένωμεν να έλθουν πρώτα οι πολέμιοι, διά να σκεφθώμεν περί +του πρακτέου (διά ν' αποφασίσωμεν ποίους πρέπει να ορίσωμεν), +αλλ' αμέσως τώρα να χρησιμοποιήσωμεν τους προς τον σκοπόν αυτόν +ενδεδειγμένους. + +»Εάν μεν, λοιπόν, έχη τις υπ' όψει του άλλο τι καλλίτερον των +όσων είπα, ας το προτείνη, διά να τεθή εις εφαρμογήν ευθύς. +Άλλως θα ηυχόμην γενικός μεν αρχηγός του στρατού, επί της +έμπροσθεν πλευράς τασσόμενος, να ωρίζετο ο Χειρίσοφος, και δι' +άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι τυγχάνει να ήναι +Λακεδαιμόνιος. Επιμεληταί δε των εκατέρωθεν πλευρών ας ορισθούν +δύο εκ των αρχαιοτέρων στρατηγών. Ως οπισθοφυλακή δε, επί του +παρόντος, οι νεώτατοι ημείς, εγώ δηλαδή και ο Τιμασίων. + +»Ως προς τα άλλα δε, αφού άπαξ θέσωμεν εις εφαρμογήν την +τακτικήν αυτήν, θα σκεφθώμεν πάντοτε παν ό,τι ηθέλαμεν κρίνη ως +καλλίτερον. Αλλ' εάν, παρά ταύτα, έχη τις να προτείνη τίποτε +άλλο καλλίτερον, ας το είπη». Επειδή όμως ουδείς είχεν εναντίαν +γνώμην, είπε: «Πας όστις εξ υμών εγκρίνει όσα επρότεινα, ας +υψώση την χείρα». Ούτω δε απεφασίσθησαν και ταύτα. + +»Και, λοιπόν, τώρα» είπεν ο Ξενοφών «απερχόμενοι ας πράξωμεν +(ας θέσωμεν εις εφαρμογήν) τα αποφασισθέντα. Όστις δε από σας +τρέφει την επιθυμίαν να επανίδη τους συγγενείς και φίλους του, +ας μη λησμονή ότι από τούδε και εις το εξής οφείλει να ήναι +γενναίος. Διότι δεν θα ηδύνατο ή μόνον διά της γενναιότητος να +εκπληρώση την επιθυμίαν του ταύτην. Όστις επιθυμεί να ζη, ας +προσπαθή να ήναι πάντοτε νικητής (των περιστάσεων), έχων υπ' +όψει του ότι των μεν νικώντων ίδιον είναι να φονεύουν, των δε +ηττωμένων να φονεύωνται. Και εάν δε κανείς εξ υμών επιθυμή να +αποκτήση χρήματα, ας προσπαθήση να γείνη κύριος της επιθυμίας +του αυτής. Διότι οι νικηταί έχουν πάντοτε την δύναμιν και τα +ιδικά των (χρήματα) να σώζουν και τα των ηττημένων να λαμβάνουν +(ν' αποκτούν)». + + + +Κεφάλαιον τρίτον. + + + +Αφού ελέχθησαν ταύτα, ηγέρθησαν και, απελθόντες, κατέκαιον τας +αμάξας και τας σκηνάς, από τα περιττά δε, κάθε μεν πράγμα +χρήσιμον εμοίραζεν ο ένας εις τον άλλον, τα δε άλλα έρριπτον +εις το πυρ. Αφού δε έπραξαν ταύτα, ήρχισαν να ετοιμάζουν το +γεύμα των. Αλλά, ενώ το ετοίμαζαν, έρχεται ο Μιθραδάτης με +τριάκοντα περίπους ιππείς και, προσκαλέσας τους στρατηγούς εις +μέρος, από το οποίον ηδύνατο ν' ακούεται παρ' όλων, λέγει εις +αυτούς τα εξής: + +«Εγώ, ω άνδρες Έλληνες, και εις τον Κύρον ήμην πιστός φίλος, +καθώς γνωρίζετε όλοι σας, και τώρα διάκειμαι προς σας ευνοϊκώς. +Αλλά, εδώ όπου ευρίσκομαι την στιγμήν αυτήν, πολύ φοβούμαι +μήπως με κρίνετε ως ύποπτον διά την προς τον Κύρον φιλίαν μου +αυτήν και πίστιν. Ουχ ήττον εγώ, εάν σας έβλεπα να λαμβάνετε +κανένα σοβαρόν μέτρον (να σκέπτεσθε σοβαρόν τι) περί της +σωτηρίας σας, θα έσπευδα με όλους τους οπαδούς μου προς +βοήθειάν σας. Εις εμέ, λοιπόν, ως εις φίλον σας και καλοθελητήν +σας και επιθυμούντα μαζή σας να εκστρατεύση ειπέτε τι σκέπτεσθε +να πράξετε». + +Αφού συνεσκέφθησαν επ' αυτών οι στρατηγοί, κατ' απόφασίν των +και επ' ονόματι όλων απήντησε Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος τα +εξής: «Απεφασίσαμεν: εάν μεν κανείς δεν μας εμποδίση να +επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας, να διερχώμεθα την χώραν όσον +δυνάμεθα αβλαβέστατα. Εάν όμως μας παρουσιάση εμπόδια εις τον +δρόμον μας, θα τον πολεμούμεν εφ' όσον προχωρούμεν και όσον +δυνάμεθα σφοδρότερον». + +Μετά τους λόγους τούτους ο Μιθραδάτης προσεπάθει να τους πείση +ότι είναι εντελώς αδύνατον να σωθούν (να επιστρέψουν σώοι εις +την πατρίδα των) παρά την θέλησιν του βασιλέως. Εις το σημείον +ακριβώς αυτό εγίνετο γνωστόν εις τον στρατόν ότι ο Μιθραδάτης +είχε σταλή κρυφά προς κατασκόπευσιν. Διότι (συν τοις άλλοις) +και κάποιος εκ των οπαδών του Τισσαφέρνους τον παρηκολούθει +λαμβάνων περί του στρατού πληροφορίας. + +Ως εκ τούτου δε ενόμισαν οι στρατηγοί ότι η καλλιτέρα απόφασις, +την οποίαν ηδύναντο να λάβουν, ήτο να κηρύξουν αδιάλλακτον καθ' +όλην την γραμμήν τον πόλεμον κατά του εχθρού, εφ' όσον +ευρίσκοντο εν χώρα εχθρική. Εις τούτο προέβησαν και διότι οι +πολέμιοι πλησιάζοντες διέφθειρον (μετέβαλλον το φρόνημα) των +στρατιωτών. Ένα λοχαγόν μάλιστα, Νίκαρχον ονομαζόμενον, εξ +Αρκαδίας, παρέσυραν προς το μέρος των &(ξελόγιασαν)&, ώστε ν' +αποσκιρτήση με είκοσι περίπου στρατιώτας προς τους πολεμίους εν +καιρώ νυκτός. + +Μετά ταύτα, γευματίσαντες και διαβάντες τον Ζαπάταν ποταμόν, +εβάδιζαν συντεταγμένοι, έχοντες εν μέσω αυτών τα υποζύγια και +τον όχλον. Μόλις δε είχαν προχωρήση, ότε και πάλιν εμφανίζεται +ο Μιθραδάτης, έχων μαζή του περί τους διακοσίους ιππείς, +τοξότας δε και σφενδονήτας τετρακοσίους περίπου, λίαν ελαφρούς +και ελευθέρους (περί τας κινήσεις και το βάδισμα). Και +επροχώρει μεν ολίγον κατ' ολίγον ως φίλος δήθεν των Ελλήνων. +Άμα όμως τους επλησίασαν, αιφνιδίως άλλοι μεν εξ αυτών, ομού +ιππείς μετά πεζών, ετόξευαν, άλλοι δε εσφενδόνιζαν, πάντες δε +επλήγωναν. + +Οι δε οπισθοφύλακες των Ελλήνων εβλάπτοντο μεν (εκτυπώντο μεν), +δεν επροξένουν δε καμμίαν βλάβην εις τον πολέμιον. Διότι και οι +Κρήτες κοντήτερα των Περσών ετόξευαν, συγχρόνως δε, όντες +ωπλισμένοι ελαφρώς, ηναγκάζοντο να πολεμούν προφυλαγμένοι +(περιωρισμένοι) εντός του στρατοπέδου των (του τετραπλεύρου εξ +οπλιτών πλαισίου των), και οι ακοντισταί κοντήτερα των +σφενδονητών ακόντιζαν, ώστε να μη τους φθάνουν διόλου τα +ακόντιά των. Ως εκ τούτου ο Ξενοφών ενόμισε καλόν να τους +καταδιώξη &(να τους κυνηγήση)&. Και ήρχισαν, λοιπόν, την +καταδίωξιν όσοι εκ των οπλιτών και πελταστών έτυχε να ήναι μαζή +του εν τη οπισθοφυλακή. + +Καταδιώκοντες όμως δεν συνελάμβαναν κανένα εκ των πολεμίων. +Διότι ούτε ιππικόν είχαν οι Έλληνες, ούτε οι πεζοί εξ αυτών +ηδύναντο εν μικρώ χώρω να συλλαμβάνουν τους ήδη προ πολλού +φεύγοντας πεζούς. Επειδή τους ήτον αδύνατον να καταδιώκουν +(τους βαρβάρους) εις μεγάλην από του όλου (Ελληνικού) +στρατεύματος απόστασιν. + +Οι δε ιππείς των βαρβάρων, ακόμη και φεύγοντες, επλήγωναν τους +διώκτας των, τοξεύοντες εις τα όπισθεν αυτών από των ίππων των. +Όσον δε κατεδίωκον οι Έλληνες, τόσον έπρεπε να υποχωρούν πάλιν, +πολεμούντες. Ώστε καθ' όλην την ημέραν δεν διέτρεξαν +περισσότερον των είκοσι πέντε σταδίων, μόλις δε περί το +δειλινόν έφθασαν εις τας κώμας. + +Ένεκα όλων αυτών κατέλαβε και πάλιν το στράτευμα αθυμία. Ο +Χειρίσοφος δε και οι γηραιότεροι των στρατηγών κατηγόρουν τον +Ξενοφώντα, διότι, αποσπασθείς της φάλαγγος, ετράπη εις +καταδίωξιν του εχθρού, και αυτός ο ίδιος ούτω ριψοκινδυνεύσας +και εις τους πολεμίους ουδεμίαν σοβαράν βλάβην προξενήσας. + +Ακούσας ταύτα ο Ξενοφών έλεγεν ότι δικαίως τον κατηγόρουν, +άλλως τε και αυτά ταύτα τα αποτελέσματα (της καταδιώξεως) +εμαρτύρουν την αλήθειαν των λόγων των. «Αλλ' εγώ, είπεν, +ευρέθην ηναγκασμένος να καταδιώξω τον πολέμιον, επειδή σας +έβλεπα να ζημιώνεσθε μεν απρακτούντες (διατηρούντες τας εν τη +φάλαγγι θέσεις σας), να μην ημπορήτε δε, ουδέ κατ' ελάχιστον, +ν' αποδώσετε τα ίσα εις τον εχθρόν. + +»Τέλος πάντων, αφού ούτω ευρέθην πλέον εις την ανάγκην να τον +καταδιώξω, ομολογώ ότι, ως προς τα κατόπιν γενόμενα, είσθε εν +τη αληθεία. Διότι δεν ήμεθα εις θέσιν να βλάψωμεν περισσότερον +τον πολέμιον, επιστρέφαμεν δε πάντοτε ζημιωμένοι &(εις κακήν +κατάστασιν)&. Ας ευχαριστώμεν, λοιπόν, τους Θεούς, διότι ουχί +με μεγάλην δύναμιν, αλλά μ' ελαχίστους μόνον εβάδισα κατά του +εχθρού ώστε να μη τον βλάψω μεν επαισθητώς, να ήμαι όμως πλέον +εις θέσιν να σας φανερώσω τίνων ακόμη έχομεν ανάγκην (ποίας +ακόμη έχομεν ελλείψεις). + +Είναι ήδη βέβαιον ότι οι μεν πολέμιοι τοξεύουν και σφενδονίζουν +εις τοιαύτην (απ' αυτών) απόστασιν, εις οίαν ούτε οι Κρήτες, +αντιτοξεύοντες, δύνανται να φθάσουν, ούτε οι ακοντισταί. Όταν +δε τους καταδιώκωμεν, εις μεγάλην μεν απόστασιν από του +στρατεύματος μας είναι αδύνατον (δεν μας επιτρέπεται) να τους +καταδιώξωμεν, εις μικράν δε, ουδέ ο ταχύτερος (εξ ημών) πεζός +θα ηδύνατο διώκων να συλλάβη πεζόν (εκ των πολεμίων), έστω και +εις απόστασιν βολής τόξου. + +»Εάν, λοιπόν, έχωμεν σκοπόν (θέλωμεν) να τηρώμεν τούτους εις +απόστασιν, ώστε να μη δύνανται να μας βλάπτουν πλέον +πορευομένους, ανάγκη όσον το δυνατόν ταχύτερον να +παρασκευάσωμεν σφενδονήτας και ιππείς. Ακούω δ' ότι ευρίσκονται +εις το στράτευμά μας άνδρες, καταγόμενοι εκ Ρόδου, οι +περισσότεροι εκ των οποίων, όπως λέγουν, γνωρίζουν να ρίπτουν +την σφενδόνην, και των οποίων η βολή φθάνει εις διπλασίαν της +των Περσικών σφενδονών απόστασιν. Διότι αύται μεν, επειδή οι +Πέρσαι σφενδονίζουν με ογκώδεις λίθους, φθάνουν εις απόστασιν +μικράν. Οι δε Ρόδιοι γνωρίζουν να μεταχειρίζωνται ακόμη και τας +μολυβδίδας (εκ μολύβδου βλήματα). + +»Εάν, λοιπόν, εξετάσωμεν ποίοι εξ αυτών κέκτηνται σφενδόνας, +και αμείψωμεν άλλους μεν διά την χρήσιν των, άλλους δε διά τον, +ον θα λάβουν, κόπον να πλέξουν άλλας νέας (σφενδόνας), εάν δε +και τον θέλοντα να καταταχθή εις τας τάξεις των σφενδονητών, +από διάφορα άλλα βάρη (φρουράς ή αγγαρείας) τον ανακουφίσωμεν, +ίσως τότε φανούν τινες ικανοί να μας ωφελήσουν (και εις το +σφενδονίζειν). + +»Αλλ' εκτός τούτου, έχω υπ' όψει μου ότι ευρίσκονται εις τον +στρατόν και ίπποι, άλλοι μεν εξ αυτών πλησίον μου, άλλοι δε +εγκαταλελειμμένοι από τον Κλέαρχον, και ουκ ολίγοι +αιχμαλωτισθέντες, προς μεταφοράν δε χρησιμοποιούμενοι σκευών. +Εάν, λοιπόν, αφού συλλέξωμεν όλους αυτούς, τους +αντικαταστήσωμεν με (πραγματικά) σκευοφόρα υποζύγια (όνους, +ημιόνους κ.λ.π.), τους ίππους δε εις ιππείς μεταβάλωμεν, ίσως +και ούτοι συντελέσουν κάπως εις το να ενοχλήσουν τον φεύγοντα +εχθρόν». + +Και ταύτα πάντα εψηφίσθησαν. Κατά την νύχτα δε ταύτην οι μεν +σφενδονήται ανήλθον εις διακοσίους, οι δε ιππείς και ίπποι, +αφού εδοκιμάσθησαν την επομένην και ενεκρίθησαν, εις +πεντήκοντα. Πάντες δε ούτοι επρομηθεύθησαν δερματίνους θώρακας, +ίππαρχος δε όλων ωρίσθη, Λύκιος ο Πολυστράτου, Αθηναίος. + + + +Κεφάλαιον τέταρτον. + + + +Αφού δε έμειναν ενταύθα καθ' όλην ταύτην την ημέραν, επορεύοντο +την επιούσαν, περί τα ξημερώματα εγερθέντες. Διότι έπρεπε να +διαβούν χαράδραν, δι' ην εφοβούντο μήπως κατά την διάβασιν +επετίθεντο κατ' αυτών οι πολέμιοι. + +Πράγματι δε, ενώ την διέβαιναν, εμφανίζεται και πάλιν ο +Μιθραδάτης, έχων χιλίους μεν ιππείς, σφενδονήτας δε και τοξότας +έως τέσσαρας χιλιάδας. Διότι τόσους εζήτησε και έλαβεν από τον +Τισσαφέρνην, υποσχεθείς εις αυτόν ότι, αν τους λάβη, θα του +παραδώση τους Έλληνας, υπερηφανευτείς δ' ότι κατά την προσβολήν +της προτεραίας, αν και είχε μαζή του τόσον ολίγους, αυτός μεν +τίποτε δεν έπαθε, πλείστας δ' όσας ζημίας εφαντάζετο ότι +επροξένησεν εις τους αντιπάλους του. + +Ότε δε οι Έλληνες, διαβάντες πλέον την χαράδραν, απείχον αυτής +περί τα οκτώ στάδια, ήρχισε να την διαβαίνη και ο Μιθραδάτης με +όλην του την δύναμιν. Τότε (από τους Έλληνας στρατηγούς) +ειδοποιήθησαν ίνα ήναι έτοιμοι) εκείνοι εκ των πελταστών και +οπλιτών του Ελληνικού στρατού, οίτινες ήσαν επιτηδειότεροι εις +το καταδιώκειν, επίσης δε επροτρέποντο και οι ιππείς να +καταδιώκουν τον εχθρόν με θάρρος, έχοντες υπ' όψει ότι +ακολουθούνται (διώκονται) από ισχυράν εχθρικήν δύναμιν. + +Είχε πλέον αρκετά πλησιάση ο Μιθραδάτης (τους κατέφθανεν ήδη ο +Μιθραδάτης), τοξεύματα δε και σφενδονισμοί έφθαναν ήδη μέχρι +των Ελλήνων, όταν εκ του Ελληνικού στρατού εδόθη το σημείον της +επιθέσεως διά της σάλπιγγος, κ' ευθύς αμέσως τότε έτρεχαν προς +την αυτήν διεύθυνσιν όλοι όσοι είχαν ήδη προειδοποιηθή, μαζή μ' +αυτούς δ' εξώρμων (προς όλα τα σημεία) και οι ιππείς. Αλλ' οι +βάρβαροι δεν αντέσχον εις την καταδίωξιν και, υποστρέψαντες, +ετράπησαν εις φυγήν προς την χαράδραν. + +Εις τούτον, λοιπόν, τον διωγμόν εκ μεν των βαρβάρων πεζών +εφονεύθησαν πολλοί, εκ δε των ιππέων συνελήφθησαν ζωντανοί +(αιχμάλωτοι) εν τη χαράδρα περί τους δέκα οκτώ. Των δε +φονευθέντων εξ αυτών απέκοψαν τα μέλη οι Έλληνες αυθόρμητοι, +διά να παρουσιάσουν ούτω εις τους πολεμίους όσον το δυνατόν +φοβερώτερον θέαμα. + +Και οι μεν πολέμιοι τοιαύτην τύχην λαβόντες απήλθον. Οι δε +Έλληνες ασφαλώς πλέον πορευόμενοι κατά το υπόλοιπον διάστημα +της ημέρας έφθασαν εις τον Τίγρητα ποταμόν. + +Ενταύθα ήτο πόλις μεγάλη, εγκαταλελειμμένη υπό των κατοίκων, +ονομαζομένη δε Λάρισα, την οποίαν κατώκουν το πάλαι οι Μήδοι. +Του τείχους της πόλεως ταύτης το μεν πλάτος ήτον είκοσι πέντε +πόδες, το δε ύψος εκατόν. Είχε δε περίμετρον δύο παρασάγγας. +Και ήτον εκτισμένον όλον με οπτάς πλίνθους &(τούβλα),& έχον την +βάσιν λιθίνην, ύψους είκοσι ποδών. + +Την πόλιν αυτήν πολιορκών ο βασιλεύς των Περσών, ότε παρά των +Μήδων ελάμβαναν την αρχήν οι Πέρσαι, κατ' ουδένα τρόπον ηδύνατο +να την κυριεύση. Χάρις όμως εις έκλειψίν τινα τότε του Ηλίου, +καθ’ ήν εσκιάσθη υπό νεφέλης ούτος (20), μέχρι τοιούτου σημείου +εσκοτείνιασεν η πόλις, ώστε καθ' ολοκληρίαν εγκατέλειψαν αυτήν +οι άνθρωποι (εκ φόβου), ούτω δ' ερημωθείσα εκυριεύθη. + +Παρά την πόλιν ταύτην υπήρχε πυραμίς λιθίνη, έχουσα πλάτος μεν +ενός πλέθρου, ύψος δε δύο πλέθρων. Επί της πυραμίδος ταύτης +φοβηθέντες είχαν καταφύγη εκ των πλησίων χωρίων πολλοί εκ των +βαρβάρων. + +Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμόν ένα, παρασάγγας έξ, και φθάνουν +εις τείχος έρημον, μέγα, κείμενον πλησίον πόλεως, ονομαζομένης +Μέσπιλα, κατοικουμένης δέ ποτε υπό των Μήδων. + +Ήτο δε η μεν βάσις του τείχους από πελεκητόν κογχυλιάτην λίθον, +(21) έχουσα πλάτος πεντήκοντα ποδών και ύψος πεντήκοντα. + +Επί της βάσεως δε ταύτης ήτον οικοδομημένον πλίνθινον τείχος, +έχον πλάτος μεν πεντήκοντα ποδών, ύψος δ' εκατόν. Του τείχους +δε η περίμετρος ήτον έξ παρασάγγαι. Ενταύθα λέγεται ότι +κατέφυγέ ποτε η σύζυγος του βασιλέως Μήδεια, ότε οι Μήδοι +έχασαν την αρχήν, καταληφθείσαν υπό των Περσών. + +Την πόλιν δε ταύτην πολιορκών ο βασιλεύς των Περσών δεν ηδύνατο +να κυριεύση ούτε διά της επί μακρόν χρόνον πολιορκίας, ούτε διά +της βίας. Μόνον δε, αφού ο Ζευς κατετρόμαξε διά κεραυνού τους +κατοίκους (και τους ηνάγκασε να εγκαταλείψουν την πόλιν), +κατωρθώθη η κυρίευσις αυτής. + +Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμόν ένα, παρασάγγας τέσσαρας. + +Εις τον σταθμόν δε τούτον ανεφάνη ο Τισσαφέρνης φέρων μαζή του +και τους ιππείς με τους οποίους ήλθε και την δύναμιν του Ορόντα +του έχοντος (σύζυγον) την θυγατέρα του βασιλέως και τους +βαρβάρους με τους οποίους εξεστράτευσεν ο Κύρος και τους +βαρβάρους με τους οποίους εβοήθει τον βασιλέα ο (νόθος) αδελφός +του και, εκτός τούτων, και όσους ακόμη ο βασιλεύς του έδωκεν, +ώστε εφαίνετο ούτω πάρα πολύ το στράτευμα. + +Άμα δ' επλησίασεν, άλλα μεν των ταγμάτων του ετοποθέτησεν +όπισθεν (του Ελληνικού στρατού), άλλα δε μετέφερεν εις τα +πλάγια. Εν τούτοις, ούτε να κάμη έφοδον ετόλμα, ούτε να +ριψοκινδυνεύση ήθελε, διέταξε δε μόνον να σφενδονίζουν κατ' +αυτού και να τοξεύουν. + +Αλλ' αφού, διαταχθέντες, ήρχισαν και οι Ρόδιοι να σφενδονίζουν +και οι Κρήτες να τοξεύουν, τότε πλέον ουδείς των Ελλήνων +σφενδονητών και τοξοτών ηστόχει του σκοπού του, καθ' οιουδήποτε +των πολεμίων και αν έβαλλεν. Ούτε ήτον, άλλως τε, εύκολος η +αποτυχία, ακόμη και αν επεθύμει τις να κατορθώση τούτο (ένεκα +του μεγάλου πλήθους των βαρβάρων). Ούτω ο Τισσαφέρνης ηναγκάσθη +να αποχωρήση, πάρα πολύ ταχέως τεθείς εκτός βολής. Μετ' αυτών +δε συναπεχώρησαν και αι άλλαι τάξεις (του στρατού του). + +Μετά ταύτα, κατά το υπόλοιπον διάστημα της ημέρας οι μεν +(Έλληνες) επορεύοντο, οι δε (Πέρσαι) ηκολούθουν. Και δεν +ηδύναντο πλέον να βλάψουν (να ενοχλήσουν) οι βάρβαροι τους +Έλληνας ακροβολιστάς (Κρήτας και Ροδίους). Διότι και οι Ρόδιοι +εσφενδόνιζαν μακρότερον των Περσών σφενδονητών και οι Κρήτες +μακρότερον ετόξευον των Περσών τοξοτών. + +Μεγάλα δε ήσαν και τα Περσικά τόξα. (22) Ώστε όσα εκ των +Περσικών βελών εκυριεύοντο, εχρησιμοποιούντο από τους Κρήτας, +οίτινες μετεχειρίζοντο ούτω βέλη εχθρικά, με τα οποία, +ρίπτοντες και επαναρρίπτοντες αυτά προς τάνω, εγυμνάζοντο εις +το να τοξεύουν μακράν. Ευρίσκοντο δε και πολλά σχοινία εις τας +κώμας και μόλυβδος, χρήσιμα διά τας σφενδόνας. + +Και κατά την ημέραν μεν αυτήν, αφού ήδη εστρατοπέδευσαν οι +Έλληνες εις χωρία τυχαίως απαντηθέντα εις τον δρόμον των, +απεμακρύνθησαν οι βάρβαροι, μειονεκτούντες εκείνων κατά τον +ακροβολισμόν. Την δ' επιούσαν διημέρευσαν εκεί οι Έλληνες +προμηθευόμενοι τον προς διατροφήν των αναγκαιούντα σίτον. Διότι +εξ αυτού υπήρχε πάρα πολύς εις τα χωρία. Την επαύριον δ' +επορεύοντο διά μέσου της πεδιάδος, ακολουθούμενοι από τον +Τισσαφέρνην ακροβολιζόμενον. + +Τότε ενόησαν (οι Έλληνες) ότι το τετράπλευρον εκείνο +στρατιωτικόν των σώμα ήτο τακτική δι' αυτούς επιζημία, εις +περίπτωσιν καθ’ ήν ακολουθούν πολέμιοι. Διότι ήσαν ηναγκασμένοι +οι οπλίται, εάν μεν, ως εκ των συναντωμένων καθ' οδόν ορέων ή +γεφυρών ή ως εκ της στενότητος του δρόμου, συμπιέζωνται τα +εκατέρωθεν κέρατα του τετραπλεύρου, (23) να στενοχωρούνται και +να βαδίζουν με δυσκολίαν και αταξίαν, ούτως ώστε, εν τοιαύτη +ανωμαλία διατελούντες, να ήναι εν ώρα ανάγκης +δυσκολομεταχείριστοι. + +Οσάκις δε πάλιν (ευρυχωρίας επιφανείσης, τα πρότερον +συμπιεσθέντα κέρατα) διεχωρίζοντο, παρίστατο ανάγκη τότε οι +μέχρις εκείνης της στιγμής συμπιεζόμενοι να χωρίζωνται των εν +τω κέντρω οπλιτών, να κενούται ανδρών το μέσον των κεράτων και +να περιέρχωνται οι υφιστάμενοι ταύτα (στρατιώται) εις αθυμίαν, +ακολουθούντος μάλιστα παρά πόδας του εχθρού. + +Και οπόταν ήτον ανάγκη να διαβούν γέφυραν ή άλλην τινά +οιανδήποτε δίοδον, έσπευδεν έκαστος προς αυτήν, επιθυμών να +φθάση πρώτος. Ως εκ τούτου, λοιπόν, το στράτευμα ήτον ενταύθα +λίαν εκτεθειμένον εις τας επιθέσεις των πολεμίων. + +Αφού δ' ενόησαν πάντα ταύτα οι στρατηγοί, συνέταξαν (ωργάνωσαν) +έξ λόχους, από εκατόν άνδρας έκαστον, και διώρισαν (προς +διοίκησίν των) λοχαγούς και άλλους, πεντηκοντάρχους, και +άλλους, ενωμοτάρχας. Τούτων δε πορευομένων, οσάκις μεν +συνεπιέζοντο αι εκατέρωθεν πλευραί (κέρατα), άλλοι μεν (των +λόχων) έμεναν τελευταίοι, ώστε να μην ενοχλούν τα κέρατα +(ερχόμενοι όπισθέν των), άλλοι δε προηγούντο αυτών. + +Οσάκις δε εχωρίζοντο απ' αλλήλων αι πλευραί του τετραπλεύρου, +τότε το εκ του χωρισμού τούτου παρουσιαζόμενον διάστημα +επλήρουν (οι λοχαγοί) κατ' ενωμοτίας μεν, εάν ήτο το διάστημα +στενώτερον, κατά πεντηκοντάδας δε, εάν ήτο πλατύτερον, κατά +λόχους δε, εάν ήτο πλατύτατον (ότε πλέον τα κέρατα επανήρχοντο +εις την προτέραν θέσιν των). (24) Ώστε να ήναι πάντοτε πλήρες +το εν τω μέσω των πλευρών διάστημα. + +Εάν δε και ηναγκάζοντο να διαβούν δίοδόν τινα ή γέφυραν, δεν +εταράσσοντο (οι λόχοι), αλλά διέβαιναν έκαστος με την σειράν +του. Και οπουδήποτε αλλού της φάλαγγος υπήρχε κενόν τι, αμέσως +προσήρχοντο ούτοι (προς συμπλήρωσίν της). Κατ' αυτόν, λοιπόν, +τον τρόπον επορεύθησαν σταθμούς τέσσαρας. + +Ότε δ' επορεύοντο τον πέμπτον, είδαν κατοικίαν τινά +(μεγαλοπρεπή τινα έπαυλιν) και περί αυτήν πολλά χωρία, την δε +οδόν, άγουσαν προς το μέρος τούτο διά μέσου υψηλών γηλόφων, +οίτινες κατήρχοντο από του όρους, υπό το οποίον υπήρχε το +χωρίον (με την μεγαλοπρεπή εκείνην έπαυλιν). Και είδαν μεν, ως +ήτον επόμενον, με μεγάλην των ευχαρίστησιν τους λόφους οι +Έλληνες, αφού οι επερχόμενοι όπισθεν αυτών πολέμιοι ήσαν +ιππείς. + +Αλλ' αφού, πορευόμενοι, ανέβησαν από της πεδιάδος εις τον +πρώτον γήλοφον, ήρχισαν δε να κατέρχωνται και τούτον, διά ν' +ανέβουν τον (αμέσως ερχόμενον) κατόπιν, εμφανίζονται αίφνης επ' +αυτού οι βάρβαροι και από τα υψηλότερα σημεία του λόφου +επιτίθενται κατά των εν τη κατωφερεία ήδη ευρισκομένων Ελλήνων, +τους σφενδονίζουν, τους τοξεύουν με μανίαν, πληγώνουν πλείστους +εξ αυτών και τρέπουν εις φυγήν τους ψιλούς (ευζώνους), +αναγκάσαντες αυτούς να κλεισθούν εντός του εξ οπλιτών πλαισίου +του τετραπλεύρου. Ώστε κατά την ημέραν ταύτην ήσαν εντελώς +άχρηστοι τόσον οι σφενδονήται, όσον και οι τοξόται, διότι +ευρίσκοντο μαζή με τον εν τω μέσω του πλαισίου όχλον. + +Επειδή δε, πιεζόμενοι οι Έλληνες, ηναγκάσθησαν να καταδιώξουν +τον εχθρόν, οσάκις μεν οι (εξ αυτών) οπλίται κατώρθωναν με +μεγάλην των δυσκολίαν να φθάσουν εις την κορυφήν του όρους, οι +πολέμιοι (ιππείς) έφευγαν δρομαίοι. Οσάκις δε πάλιν επέστρεφαν +(διά να ενωθούν) προς το απομένον όπισθέν των στράτευμα, (25) +επάθαιναν και πάλιν τα ίδια όπως πρότερον (εσφενδονίζοντο κ. λ. +π.). Αλλά και επί του δευτέρου λόφου τα αυτά συνέβησαν, ώστε +από του τρίτου πλέον απεφάσισαν να μη μετακινηθούν &(να μη το +κουνήσουν)& διόλου, πριν ή μεταφέρουν τους πελταστάς από την +δεξιάν πλευράν του τετραπλεύρου προς το υπερκείμενον των λόφων +όρος. + +Αφού δε, (καταλαβόντες τα υπερκείμενα των λόφων πλευρά του +όρους), εδέσποσαν των ακολουθούντων (διωκόντων) αυτούς εχθρών, +έπαυσαν πλέον ούτοι να επιτίθενται κατά των καταβαινόντων τους +λόφους (Ελλήνων), φοβηθέντες μήπως οι Έλληνες, χωριζόμενοι ούτω +(βαθμηδόν), τους περικυκλώσουν και από τα δύο μέρη. + +Ούτω κατά το υπόλοιπον της ημέρας πορευόμενοι, άλλοι μεν εκ των +Ελλήνων ήρχοντο εις βοήθειαν των βαδιζόντων την επί των γηλόφων +οδόν (των μαχομένων επί της διά των γηλόφων αγούσης οδού), +άλλοι δε (εις βοήθειαν) των επί του όρους αφιχθέντων, έως ου +έφθασαν (όλοι) εις τας επ' αυτού (κειμένας) κώμας, όπου +εξέλεξαν οκτώ εκ των εμπείρων περί τας πληγάς (ιατρούς), διότι +οι πληγωθέντες ήσαν ουκ ολίγοι. + +Ενταύθα έμειναν ημέρας τρεις και ένεκα των πληγωμένων και διότι +είχαν άφθονα τα προς τροφήν αναγκαία, άλευρα, οίνον, άφθονον δε +και προωρισμένην διά τους ίππους, εις αποθήκας δε μαζή με άλλας +τροφάς αποκειμένην, κριθήν. Όλαι δε αι τροφαί αύται, επί ταυτό +συνηγμέναι, ανήκον εις τον σατράπην της χώρας. Την τετάρτην δ' +ημέραν καταβαίνουν (από του όρους) εις την πεδιάδα. + +Επειδή δε τους κατέφθασεν ο Τισσαφέρνης με τον στρατόν του, τα +μέχρι τούδε κατά την πορείαν των παθήματα τους εδίδαξαν αμέσως +να κατασκηνώσουν εις το πρώτον που συνήντησαν χωρίον, να +παύσουν δε πλέον να πορεύωνται μαχόμενοι. Διότι πολλοί είχαν +ήδη τεθή εκτός μάχης, οι πληγωμένοι δηλαδή, οι φέροντες αυτούς +και οι αναλαβόντες να φέρουν &(κουβαλούν)& τα όπλα των φερόντων +(τους πληγωμένους). + +Αφού δε κατεσκήνωσαν, και ήρχισαν ν' ακροβολίζωνται προς αυτούς +οι βάρβαροι, πλησιάζοντες βαθμηδόν προς το χωρίον, ήσαν ήδη οι +Έλληνες εις πολύ καλλιτέραν τούτων θέσιν. Διότι υπήρχε μεγάλη +διαφορά του να εφορμούν ούτοι εξ εφόδου από κατεχομένην θέσιν, +προς απομάκρυνσιν των βαρβάρων, από το να πολεμούν κατά +πολεμίων επερχομένων βαδίζοντες. + +Όταν δε πάλιν εβράδυασε, ενόμισαν καλόν ν' απέλθουν οι +πολέμιοι. Διότι οι βάρβαροι ουδέποτε εστρατοπέδευαν εις +απόστασιν από το Ελληνικόν στρατόπεδον μικροτέραν των εξήκοντα +σταδίων, (26) φοβούμενοι μήπως επιτεθούν κατ' αυτών οι Έλληνες +την νύκτα. + +Διότι εις πολλάς ταλαιπωρίας και κόπους υπεβάλλετο εν καιρώ +νυκτός το Περσικόν στράτευμα. Τους μεν ίππους των, δηλαδή, +έδεναν οι βάρβαροι, οι περισσότεροι δ' εξ αυτών ήσαν δεμένοι +διά της πέδης &(πεδικλωμένοι)& με την φάτνην των, διά να μη +φεύγουν, εάν τυχόν ήθελαν λυθή. Εάν δε επροκαλείτο κανείς +θόρυβος από τον εχθρόν, έπρεπεν ο Πέρσης ιππεύς να σελλώση +πρώτα τον ίππον, κατόπιν να του βάλη τον χαλινόν και κατόπιν, +αφού θωρακισθή, ν' ανέβη επί του ίππου. Όλα δε ταύτα ήσαν, +βέβαια, δυσκολώτατα, γινόμενα εν ώρα νυκτός και κατόπιν +αιφνιδίου εκ των πολεμίων θορύβου. Ένεκα τούτου, λοιπόν, +κατεσκήνουν εις μακράν από των Ελλήνων απόστασιν. + +Αφού δε ήρχισαν να εννοούν οι Έλληνες ότι οι πολέμιοι ήθελαν ν' +αποχωρήσουν, ότι δε μετέδιδον κρυφίως αναμεταξύ των το επί +τούτω σχετικόν παράγγελμα, ήρχισεν ο κήρυξ των να κηρύττη ότι +πρέπει να συσκευάζωνται προς αναχώρησιν, τώρα μάλιστα που +έγεινεν αισθητή η πρόθεσις της αναχωρήσεώς των από τους +πολεμίους. Και επί τινα μεν χρόνον επεβράδυναν την πορείαν των +οι βάρβαροι, περί την εσπέραν, όμως ανεχώρησαν. Διότι δεν +ενόμιζαν ασφαλές και σκόπιμον να βαδίζουν και να φθάνουν εις το +στρατόπεδόν των εν καιρώ νυκτός. + +Αφού δε εβεβαιώθησαν πλέον οι Έλληνες περί της αναχωρήσεως των +βαρβάρων, ανεχώρουν και αυτοί, ζεύξαντες πάλιν τους ίππους και +τα υποζύγια εις τα άρματα και τας αμάξας, εβάδισαν δε περί τα +εξήκοντα περίπου στάδια. Τοσαύτη δε ήτον η μεταξύ των αντιπάλων +στρατευμάτων απόστασις, ώστε ούτε την επομένην ούτε την τρίτην +ημέραν ανεφάνησαν πουθενά οι πολέμιοι. Κατά δε την τετάρτην +προχωρήσαντες (προτρέξαντες) οι βάρβαροι εν καιρώ νυκτός +καταλαμβάνουν θέσιν τινά δεξιά και υψηλότερα του μέρους, από το +οποίον επροτίθεντο να διαβούν οι Έλληνες, δηλαδή προεξοχήν τινα +όρους, υπό την οποίαν ήτον η άγουσα προς την πεδιάδα οδός. + +Αφού δε είδεν ο Χειρίσοφος ότι η προεξοχή αύτη είχεν ήδη +καταληφθή υπό των πολεμίων, προσκαλεί από της ουράς του +τετραπλεύρου τον Ξενοφώντα και τον διατάσσει, αφού παραλάβη +τους πελταστάς, να έλθη εις τα έμπροσθεν αυτού (εις το +μέτωπον). + +Αλλ' ο Ξενοφών τους μεν πελταστάς δεν έφερε. Διότι έβλεπεν +εμφανιζόμενον όπισθεν τον Τισσαφέρνην με όλον του το στράτευμα. +Ο ίδιος δε (ο Ξενοφών) πλησιάσας τον Χειρίσοφον τον ηρώτα: «Διά +ποίον λόγον με προσκαλείς;». Ούτος δε του απαντά:» Είναι +περιττόν να ερωτάς, αφού βλέπεις. Έχει ήδη προκαταληφθή ο +υπεράνω του δρόμου, από τον οποίον θα καταβώμεν, λόφος, δεν θα +ήναι δε δυνατόν να περάσωμεν, εάν δεν τους αποδιώξωμεν εκείθεν. +Αλλά διατί δεν έφερες τους πελταστάς;». + +Ο δε Ξενοφών του απήντησεν ότι δεν ενόμισε φρόνιμον να +εγκαταλείψη (ν' αφήση έκθετα) τα όπισθεν (νώτα) του στρατού, +εις στιγμήν καθ’ ήν εμφανίζονται πολέμιοι όπισθέν του. +Παρίσταται όμως ανάγκη (είναι όμως καιρός) — είπε — να +σκεφθώμεν πώς ν' αποδιώξωμεν τους βαρβάρους από τον λόφον +εκείνον (την προεξοχήν)». + +Ενταύθα ο Ξενοφών βλέπων ότι η κορυφή του όρους (εξ ου +προεξείχεν ο λόφος ούτος) ήτον υπεράνω αυτού του Ελληνικού +στρατεύματος και ότι από της κορυφής ταύτης υπήρχε διάβασις +προς τον λόφον, επί του οποίου ήσαν οι πολέμιοι, λέγει: +«Κάλλιστον νομίζω, ω Χειρίσοφε, να βαδίσωμεν όσον το δυνατόν +ταχύτερον προς την κορυφήν. Διότι, εάν την καταλάβωμεν, δεν θα +ημπορέσουν να παραμένουν πλέον οι υπεράνω της οδού +παραμονεύοντες πολέμιοι. Αλλά συ, εάν θέλης, μείνε εις το +στράτευμα, εγώ όμως έχω ήδη αποφασίση να υπάγω. Εάν, εν +τούτοις, νομίσης αναγκαίον (να υπάγης συ), πορεύου, εγώ δε μένω +ενταύθα». + +«Αλλά σου δίδω το δικαίωμα» είπεν ο Χειρίσοφος «να εκλέξης +οιονδήποτε εκ των δύο θέλεις». Αφού δε ο Ξενοφών απήντησεν ότι, +ως νεώτερος, προτιμά να πορευθή ο ίδιος, παρακαλεί τον +Χειρίσοφον να επιτρέψη να τον ακολουθήσουν άνδρες &(παρμένοι)& +από το μέτωπον. Διότι θα απήτει πολύν χρόνον να λάβη τις +τοιούτους από την ουράν. + +Και ο Χειρίσοφος, λοιπόν, συναποστέλλει τους από του μετώπου +πελταστάς, προς αντικατάστασιν των οποίων παρέλαβεν άλλους εκ +των εν τω μέσω του πλαισίου. Διέταξε δε ν' ακολουθήσουν τον +Ξενοφώντα και οι τριακόσιοι, τους οποίους αυτός είχε τοποθετήση +εις το μέτωπον του πλαισίου, εκ των μάλλον επιλέκτων ανδρών του +στρατεύματος. + +Εντεύθεν, λοιπόν, εβάδιζαν όσον ηδύναντο ταχύτερον. Οι δε επί +του λόφου πολέμιοι, μόλις ενόησαν την προς την κορυφήν (του +όρους) πορείαν των Ελλήνων, άμέσως και αυτοί ήρχισαν σφοδρώς να +αμιλλώνται ποίος να φθάση εις αυτήν πρωτήτερα. + +Και, λοιπόν, ενταύθα πολλή μεν κραυγή &(ξεφωνητό)& ήτον εκ +μέρους του ελληνικού στρατεύματος, πάντων παρακινούντων +αλλήλους προς έφοδον, πολλή δ' επίσης κραυγή εκ μέρους των περί +τον Τισσαφέρνην, παρορμώντων επίσης αλλήλους προς αντέφοδον. + +Ο δε Ξενοφών, παρελαύνων επί του ίππου του, ενεκαρδίωνεν όλους +λέγων: «Ω άνδρες, λάβετε υπ' όψιν σας ότι την στιγμήν αυτήν +αμιλλάσθε όπως φθάσετε εις την πατρίδα σας (ταχύτερον). Ότι +υπέρ των τέκνων σας και των γυναικών σας τώρα αγωνίζεσθε. Ότι, +εάν ολίγον μόνον τώρα κοπιάσωμεν, αμαχητί πλέον την επίλοιπον +οδόν θα πορευθώμεν». + +Σωτηρίδας δε ο Σικυώνιος είπε: «Δεν είμεθα, ω Ξενοφών, εις την +αυτήν και οι δύο θέσιν (δεν αγωνιζόμεθα υπό τας αυτάς +συνθήκας). Διότι συ μεν φέρεσαι επί ίππου, εγώ δε καταπονούμαι +(ταλαιπωρούμαι) φέρων την ασπίδα μου». + +Ακούσας ταύτα ο Ξενοφών πηδά αμέσως από του ίππου του και τον +σπρώχνει βιαίως έξω από τας τάξεις των πεζών, και, αφού του +αφήρεσε την ασπίδα, εβάδιζε μ' αυτήν όσον ηδύνατο ταχύτερον. +Ετύχαινε δε να φορή και τον ιππικόν θώρακα, ώστε ούτω με την +ασπίδα εκείνην ανά χείρας εστενοχωρείτο. Και επειδή, ως εκ του +βάρους του οπλισμού του, μόλις ηδύνατο ν' ακολουθή τους +στρατιώτας του, διέταξεν όσους μεν ήσαν έμπροσθεν να βαδίζουν +αργότερα, όσους δ' ήσαν όπισθεν, ν' ακολουθούν αυτούς εκ του +πλησίον. + +Οι δ' άλλοι στρατιώται κτυπούν και πληγώνουν και λοιδορούν τον +Σωτηρίδαν, έως ότου (επί τέλους) τον ηνάγκασαν να λάβη και +πάλιν την ασπίδα του και να βαδίζη. Ο δε Ξενοφών, αφού ανέβη +επί του ίππου του, εις όσα μεν μέρη ήσαν διαβατά επορεύετο +έφιππος, εις όσα δε αδιάβατα, εγκαταλείπων τον ίππον, έσπευδε +πεζός. Τέλος οι Έλληνες, παρατρέξαντες ούτω, μετά τοιαύτην +άμιλλαν, τους Πέρσας, κατορθώνουν να φθάσουν πρώτοι εις την +κορυφήν του όρους. + + + +Κεφάλαιον πέμπτον. + + + +Τότε, λοιπόν, οι μεν βάρβαροι στραφέντες έφευγαν όπου ηδύνατο +έκαστος. (27) Ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβη ήδη την ακρωρείαν. +Οι δε περί τον Τισσαφέρνην και τον Αριαίον (οι παρακολουθούντες +κατόπισθεν τους Έλληνας), τραπέντες άλλην οδόν (προς ανατολάς), +εξηφανίσθησαν. Οι περί τον Χειρίσοφον δε, καταβάντες (την εκ +της προεξοχής του όρους άγουσαν προς την πεδιάδα οδόν), +εστρατοπέδευσαν εις πλουσιώτατον από τρόφιμα χωρίον. Ήσαν δε +εις την παρά τον Τίγρητα ποταμόν πεδιάδα ταύτην και άλλα πολλά +αφθονούντα εις τροφάς χωρία. + +Περί την εσπέραν όμως αίφνης εμφανίζονται εις την πεδιάδα οι +πολέμιοι, και κατέσφαξάν τινας εκ των διεσκορπισμένων εν αυτή +προς αρπαγήν &(πλιατσικολόγημα)& Ελλήνων. Όχι ολίγα δε κοπάδια +(προβάτων και άλλων βοσκησίμων ζώων), διαβιβαζόμενα (από τους +Έλληνας) εις την αντίπεραν του ποταμού όχθην, συνελήφθησαν. + +Ενταύθα ο Τισσαφέρνης και οι μετ' αυτού ήρχισαν να καίουν τα +χωρία. Ένεκα τούτου δέ τινες εκ των Ελλήνων πολύ +εστενοχωρήθησαν, σκεφθέντες ότι, εάν τα κάψουν, δεν θα έχουν +πλέον που να προμηθευθούν τα προς τροφήν των αναγκαία. + +Και οι μεν περί τον Χειρίσοφον επέστρεψαν από το μέρος, εις το +οποίον είχαν προστρέξη προς βοήθειαν των κατασφαζομένων +Ελλήνων. Ο δε Ξενοφών, αφού κατέβη και αυτός (από την κορυφήν +εκείνην, ην είχε προ ολίγου καταλάβη), διερχόμενος έφιππος τας +τάξεις του στρατού, καθ’ ήν στιγμήν ακριβώς επανήρχοντο οι +προσδραμόντες εις βοήθειαν Έλληνες, έλεγε τα εξής: + +«Βλέπετε, ω άνδρες Έλληνες, ότι οι βάρβαροι αφίνουν πλέον με +τρόπον εις ημάς την χώραν των (εις την διάθεσίν μας). Διότι όσα +επεδίωκον καθ’ ήν εποχήν συνήπτον μαζή μας τας συνθήκας, να μη +καίωμεν δηλαδή (να μη καταστρέφωμεν) την χώραν του βασιλέως, +αυτοί οι ίδιοι διαπράττουν τώρα, καίοντες αυτήν σαν να μην ήναι +ιδική των. Εάν, εν τούτοις, αφήσουν διά λογαριασμόν των εις +κανέν μέρος τρόφιμα, θα ίδουν και ημάς αμέσως να βαδίζωμεν προς +το μέρος τούτο. + +»Αλλ', ω Χειρίσοφε, είπε, νομίζω καλόν να σπεύσωμεν να +υπερασπίσωμεν την χώραν ταύτην κατά των καιόντων, σαν να +επρόκειτο να υπερασπίσωμεν χώραν ιδικήν μας». Ο δε Χειρίσοφος +απεκρίθη: «Αλλ' εγώ δεν είμαι της αυτής γνώμης, φρονών ότι και +ημείς πρέπει ν' αρχίσωμεν να καίωμεν, διά ν' αναγκασθούν ούτω +πολύ ταχέως να παύσουν (καίοντες)». + +Αφού δ' απήλθον εις τα καταλύματά των, οι μεν άλλοι ησχολούντο +περί τα επιτήδεια. (28) Οι δε στρατηγοί και λοχαγοί συνήλθον +όλοι επί ταυτό, διά να συσκεφθούν, ευρισκόμενοι εις πολλήν +στενοχωρίαν περί του πρακτέου. Διότι αφ' ενός μεν υψούντο (προ +αυτών) όρη υπερύψηλα, αφ' ετέρου δε το βάθος του ποταμού ήτο +τοσούτον ώστε οι δοκιμάσαντες να το καταμετρήσουν είδαν ότι +ούτε αυτά τα δόρατα έφθαναν μέχρι του πυθμένος του. + +Ενώ δε εις τοιαύτην ευρίσκοντο στενοχωρίαν, προσελθών κάποιος +στρατιώτης, εκ Ρόδου καταγόμενος, είπεν: «Εγώ δύναμαι, ω +άνδρες, να σας διαβιβάσω (εις την αντίπεραν όχθην του ποταμού) +κατά τετρακισχιλίους οπλίτας, εάν μου χορηγήσετε όσα μου +χρειάζονται μέσα, μου δώσετε δε ως αμοιβήν των κόπων μου ένα +τάλαντον». + +Ερωτώμενος δε: τίνων έχει ανάγκην, απεκρίθη: «Μου χρειάζονται +δύο χιλιάδες ασκοί. Προς τούτο δύνανται να μου χρησιμεύσουν +πολλά των όσα βλέπω τριγύρω μου πρόβατα και αίγες και βόες και +όνοι, άτινα πάντα, αφού εκδαρούν και τα εξ αυτών δέρματα +εμφυσηθούν καλώς, δύνανται να μας διευκολύνουν την διάβασιν. + +»Θα λάβω δε ανάγκην και των σχοινίων, τα οποία μεταχειρίζεσθε +διά τα υποζύγια &(τριχιές)&. Αφού συνδέσω δηλ. μεταξύ των τους +ασκούς με τα σχοινία αυτά, και αφού (ούτω συνδεδεμένους) τους +κρατήσω επί της επιφανείας του ύδατος ακινήτους διά λίθων, τους +οποίους θα κρεμάσω απ' αυτών και θ' αφήσω ως αγκύρας εις τον +πυθμένα, και αφού δι' όλου του πλάτους του ποταμού μεταφέρω την +ασκογέφυραν ταύτην από της μιας εις την άλλην όχθην, δένων +αυτήν και από δυο της άκρα εις τας όχθας του, θα ρίψω επάνω της +διάφορα χόρτα και χαμόκλαδα και επ' αυτών κατόπιν θα επισωρεύσω +&(κουβαλήσω)& χώματα. + +»Και ότι μεν δεν θα καταβυθισθήτε (επ' αυτών φερόμενοι), θα το +ιδήτε αμέσως με τα μάτια σας. Διότι κάθε ασκός δύναται να φέρη +βάρος δύο ανδρών χωρίς κανένα φόβον καταδύσεως. Τα χόρτα δε και +τα χώματα εντελώς θα εμποδίζουν του να ολισθαίνη &(να +ξεγλιστρά)& τις επ' αυτού». + +Εις τους ακούσαντας ταύτα στρατηγούς η μεν γνώμη αύτη του +Ροδίου εφάνη ευφυεστάτη, η πραγματοποίησίς της όμως αδύνατος. +Διότι εις την αντίπεραν όχθην ευρίσκοντο πολλοί ιππείς εκ των +βαρβάρων, οίτινες θα ημπόδιζαν την διάβασιν και οίτινες ευθύς +αμέσως εις τους πρώτους, που θ' απετόλμων τοιαύτην τινά +ασκογέφυραν, δεν θα επέτρεπαν τίποτε από όσα ανέφερα να γείνη +(να πράξουν). + +Ενταύθα την μεν επομένην, αφού έκαυσαν τα καταλύματά των, +επανεχώρουν οπίσω εις τας ακαύστους κώμας, βαδίζοντες και πάλιν +την άγουσαν προς την Βαβυλώνα οδόν. Ώστε οι πολέμιοι έπαυσαν +πλέον να τους παρακολουθούν, θεώμενοι αυτούς (εκ του μακρόθεν) +και απορούντες προς ποίαν άρα γε διεύθυνσιν θα τραπούν οι +Έλληνες και τι σκέπτονται να πράξουν. + +Ενταύθα οι μεν άλλοι στρατιώται εφρόντιζαν περί των επιτηδείων. +Οι δε στρατηγοί και πάλιν συνήλθον προς σύσκεψιν και, αφού +πρώτον συνήθροισαν τους (εκ των εγχωρίων κατά την πορείαν των) +αιχμαλωτισθέντας, τους ηρώτων επισταμένως περί όλων των κύκλω +των χωρών, οποία τις δηλαδή ήτον εκάστη εξ αυτών. + +Ούτοι δε έλεγαν ότι προς νότον μεν η οδός έφερε προς την +Βαβυλώνα και την Μηδίαν, από την οποίαν και είχαν έλθη. Προς +ανατολάς δε ότι έφερε προς τα Σούσα και τα Εκβάτανα, όπου +λέγεται ότι διέρχεται το θέρος και την άνοιξιν ο βασιλεύς. Η δε +προς δυσμάς εις τον διαβαίνοντα τον ποταμόν οδός ότι έφερε προς +την Λυδίαν και την Ιωνίαν. Η δε τρεπομένη διά μέσου των ορέων +και προς βορράν ότι ήγε προς την χώραν των Καρδούχων. + +Περί τούτων δε έλεγαν ότι κατοικούν ανά τα όρη και ότι είναι +πολεμοχαρής λαός, μη υποτασσάμενος ουδ' εις αυτόν τον βασιλέα. +Ότι δε άλλοτε ποτε είχεν εισβάλη εις την χώραν των και +βασιλικός στρατός εξ εκατόν είκοσι χιλιάδων (προς υποταγήν +των). Εκ των οποίων όμως, ως εκ των δυσκολιών της διαβάσεως, +ουδείς εις την πατρίδα του επέστρεψεν. Οπόταν δε +εσυνθηκολόγησαν (κατόπιν συνθηκών ειρήνευσαν) με τον εν τη +πεδιάδι οικούντα σατράπην των, (έλεγαν) ότι δι' επιγαμιών +συνανεμίγησαν αναμεταξύ των, αυτοί προς τους Καρδούχους και οι +Καρδούχοι προς αυτούς. + +Ακούσαντες ταύτα οι στρατηγοί εκάθησαν ξεχωριστά (απεσύρθησαν) +από τους λέγοντας ότι εγνώριζαν τας προς εκάστην χώραν αγούσας +οδούς (αιχμαλώτους οδηγούς των), μη ανακοινούντες τίποτε περί +της οδού, την οποίαν έμελλον να βαδίσουν. + +Ενόμισαν, λοιπόν, οι στρατηγοί αναγκαίον να εισέλθουν διά των +ορέων εις την χώραν των Καρδούχων. Διότι έλεγαν ότι, αφού +διήρχοντο την χώραν ταύτην, θα ήσαν εις την φημισμένην και +ευδαίμονα Αρμενίαν, την οποίαν διώκει ο (ήδη προ πολλού φθάσας +εις αυτήν) Ορόντας. Από την Αρμενίαν δ' έλεγαν ότι είναι πλέον +η οδός ευκολοδιάβατος, προς οιονδήποτε μέρος και εάν ήθελέ τις +να βαδίση. + +Μετά ταύτα προσέφεραν θυσίας εις τους Θεούς, ερωτώντες αυτούς +πότε θα ήτον η κατάλληλος ώρα διά να ξεκινήσουν (διά να μάθουν +την κατάλληλον της αναχωρήσεως ώραν). Διότι εφοβούντο μήπως +προλάβουν και διαβούν πρώτοι οι πολέμιοι τα (Καρδούχια) όρη. +Και διέταξαν, αφού δειπνήσουν, να αναπαυθούν όλοι, αφού πρώτον +ετοιμάσουν τας αποσκευάς των, εις πρώτην δε διαταγήν των να +ήναι αμέσως έτοιμοι διά την πορείαν. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ + + + + +Κεφάλαιον πρώτον. + + + +Όσα μεν, λοιπόν, κατά την ανάβασιν των Μυρίων έγειναν μέχρι της +ημέρας της (περί τα Κούναξα) μάχης και όσα μετ' αυτήν συνέβησαν +κατά την διαπραγμάτευσιν των συνθηκών, τας οποίας ο βασιλεύς +και οι με τον Κύρον αναβάντες Έλληνες συνωμολόγησαν και όσοι +πόλεμοι, αφού βασιλεύς και Τισσαφέρνης παρέβησαν τας συνθήκας +ταύτας, επολεμήθησαν μεταξύ των Ελλήνων και του ακολουθούντος +τούτους Περσικού στρατεύματος — πάντα ταύτα έγειναν γνωστά εις +όσα μέχρι τούδε αφηγήθημεν. + +Αφού δε (οι Έλληνες) έφθασαν εις ο μέρος ο μεν Τίγρης ποταμός +είναι καθ' ολοκληρίαν αδιάβατος ως εκ του μεγάλου βάθους του +και πλάτους, ουδεμία δε υπήρχε διάβασις &(πέρασμα)&, τα δε +Καρδούχια όρη, απόκρημνα υπεράνω αυτού του ποταμού εκρέμαντο, +απεφάσισαν οι στρατηγοί να πορευθούν διά μέσου των ορέων. + +Διότι από τους (καθ' οδόν) συλληφθέντας αιχμαλώτους εμάνθαναν +ότι, εάν διέλθουν τα Καρδούχια όρη, θα συναντήσουν εις την +Αρμενίαν τας πηγάς του Τίγρητος ποταμού, τας οποίας, εάν μεν +θέλουν, δύνανται να διαβούν, εάν δε όχι, δύνανται να +παρακάμψουν. Ελέγετο δε ότι και αι πηγαί του Ευφράτου δεν ήσαν +και πολύ μακράν των πηγών του Τίγρητος. Τοιαύται δ' εν γένει +ήσαν αι πληροφορίαι των μέχρι της στιγμής αυτής (ούτω δ' εν +γένει είχον τα πράγματα των Ελλήνων μέχρι της στιγμής αυτής). + +Την δε εισβολήν εις την χώραν των Καρδούχων επιχειρούν κατά τον +εξής τρόπον, αφ' ενός μεν καταβάλλοντες πάσαν προσπάθειαν όπως +διαλάθουν την προσοχήν των εγχωρίων, αφ' ετέρου δε, όπως +φθάσουν όσον το δυνατόν ταχύτερο, πριν ή ακόμη προφθάσουν και +καταλάβουν τας κορυφάς των ορέων οι πολέμιοι: + +Ότε ήσαν περί την τελευταίαν νυκτερινήν φύλαξιν (περί ώραν καθ’ +ήν ήλλασσεν η τελευταία της νυκτός φρουρά), υπελείπετο δ' από +την νύκτα τόσον μόνον χρονικόν διάστημα, όσον ήρκει διά να +διέλθουν εν μέσω ακόμη σκότους την πεδιάδα, τότε, αφού +ηγέρθησαν από του ύπνου όλοι διά κατ' ιδίαν (από ανωτέρου εις +κατώτερον) διαβιβασθείσης διαταγής, πορευόμενοι φθάνουν με τα +ξημερώματα εις το όρος. + +Τότε, λοιπόν, ο μεν Χειρίσοφος προηγείτο του στρατεύματος, +λαβών το περί εαυτόν στράτευμα και όλους τους ευζώνους υπό την +αρχηγίαν του, ο δε Ξενοφών ηκολούθει με τους οπισθοφύλακας +οπλίτας, ουδένα έχων εύζωνον. Διότι και ουδείς εφαίνετο να +υπάρχη κίνδυνος, μήπως, ενώ προς τάνω εβάδιζαν (ενώ ανέβαιναν +τα όρη), τους ηκολούθει εκ των όπισθεν κανείς. + +Και, πριν ή ακόμη τον εννοήσουν οι πολέμιοι, ο Χειρίσοφος +ανέρχεται εις την κορυφήν. Έπειτα δε εβάδιζε βραδύτερον, +ηκολούθει δε πάντοτε όπισθέν του το μεγαλύτερον μέρος του +στρατεύματος εις τας ανά τα κοιλώματα και τους μυχούς των ορέων +κώμας. + +Τότε, λοιπόν, οι μεν Καρδούχοι, εγκαταλείψαντες τας οικίας των, +φέροντες δε μαζή των και τους παίδας και τας γυναίκας των, +έφευγαν ανά τα όρη. Τα δε τρόφιμα, εάν ήθελαν να λάβουν, ήσαν +αφθονώτατα, γεμάται δε και αι οικίαι των από χαλκώματα, από τα +οποία, εν τούτοις, ουδέν έλαβαν οι Έλληνες, ουδέ τους ανθρώπους +κατεδίωκον, σκοπίμως φειδόμενοι αυτών επί τη ελπίδι ότι θα +θελήσουν οπωσδήποτε οι Καρδούχοι να τους επιτρέψουν φιλικήν +διάβασιν διά της χώρας των, αφού ήσαν εχθροί του βασιλέως. Εάν +που όμως κανείς συνήντα κατά τύχην τρόφιμα, τα κατελάμβανεν. +Διότι είχαν μεγάλην έλλειψιν αυτών. Οι δε Καρδούχοι ούτε εις +τους προσκαλούντας αυτούς υπήκουον (έδιδαν ακρόασιν) ούτε +οιανδήποτε άλλην φιλικήν διάθεσιν εδείκνυον. + +Ότε δε κατέβαιναν οι τελευταίοι των Ελλήνων εις τας κώμας από +την κορυφήν, εν μέσω πλέον σκότους βαδίζοντες (βραδυάσαντες) — +επειδή, διά το είναι την οδόν στενήν, η διά των ορέων ανάβασις +και κατάβασις διήρκεσε καθ' όλην την ημέραν — τότε +συναθροισθέντες τινές εκ των Καρδούχων επιτίθενται κατά των +τελευταίων τούτων και, αν και ήσαν ολίγοι, εφόνευσάν τινας και +άλλους με λίθους και τοξεύματα σοβαρώς επλήγωσαν. Διότι εντελώς +αιφνιδίως και χωρίς καν ούτε να το φαντάζωνται ενεφανίσθη προ +αυτών &(επλάκωσεν)& ο Ελληνικός στρατός. + +Εάν όμως τότε συνηθροίζοντο (προς αντίστασιν) περισσότεροι, θα +εκινδύνευεν αφεύκτως να καταστραφή μέγα μέρος του στρατεύματος. +Και ταύτην μεν την νύκτα ούτως εις τας κώμας (υπαίθριοι) +εξενύκτισαν. Οι δε Καρδούχοι έκαιαν πολλά πυρά γύρω επί των +ορέων, ούτω δε φωτιζόμενοι έβλεπαν αλλήλους (πού και πόσοι +έκαστοι ευρίσκοντο). + +Άμα δ' εξημέρωσε, συνασθροισθέντες οι στρατηγοί και λοχαγοί των +Ελλήνων απεφάσισαν, έχοντες μόνον τα χρησιμώτερα και +ευρωστότερα των υποζυγίων, να βαδίζουν, εγκαταλείποντες τα +άλλα, ν' αφήσουν δ' επίσης και όλους τους προ ολίγου μόλις υπό +του στρατού συλληφθέντας αιχμαλώτους. + +Διότι ως εκ του πλήθους των υποζυγίων και των αιχμαλώτων +επεβραδύνετο η πορεία του στρατού, πολλοί δε και απείχον της +μάχης έχοντες την επιστασίαν τούτων, ως εκ του μεγάλου δε +αριθμού των αιχμαλώτων παρίστατο ανάγκη να προμηθεύωνται +διπλασίας ποσότητος τροφάς. Αφού δ' ενεκρίθησαν και ταύτα, +εκήρυξαν ανά το στράτευμα να συμμορφωθούν όλοι προς τας +διαταγάς των. + +Ότε, λοιπόν, γευματίσαντες, ήρχισαν να βαδίζουν, σταθέντες +οπίσω (σταματήσαντες ολίγον) εις κάποιο εκεί στενόν οι +στρατηγοί, εάν τυχόν εύρισκαν εις κανένα τίποτε εξ εκείνων, τα +οποία κατά τας διαταγάς των ώφειλαν να εγκαταλείψουν, του το +έπαιρναν, οι δε στρατιώται υπήκουον, άφηναν δε μόνον (χωρίς να +του το πάρουν) παν ό,τι τις είχε κλέψη, ως παραδείγματος χάριν +κανένα προς απόλαυσιν παιδί ή καμμίαν εκ των καλοκαμωμένων +γυναικών. Και ταύτην μεν την ημέραν ούτως επορεύθησαν, άλλοτε +μεν (οπωσδήποτε) μαχόμενοι, άλλοτε δε και αναπαυόμενοι. + +Την δε επομένην ενσκήπτει βαρύτατος χειμών, ουκ ήττον όμως ήτον +απόλυτος ανάγκη να βαδίζουν. Διότι δεν επήρκουν πλέον τα προς +συντήρησιν του στρατού τρόφιμα. Και επροπορεύετο μεν ο +Χειρίσοφος, ωπισθοφυλάκει δε ο Ξενοφών. + +Οι δε πολέμιοι (Καρδούχοι) ισχυρώς επετίθεντο και, επειδή τα +μέρη, από τα οποία διήρχοντο, ήσαν στενά &(κλεισούρες)&, +ετόξευαν και εσφενδόνουν τους Έλληνας εκ του πλησίον. Ώστε +ευρίσκοντο ηναγκασμένοι ούτοι, καταδιώκοντες αυτούς και πάλιν +επιστρέφοντες (στας θέσεις των), να βαδίζουν βραδέως. Και +συχνάκις ο Ξενοφών προέτρεπε (κρύφα) τον στρατόν να σταματά +ολίγον κάθε φορά που οι πολέμιοι ισχυρώς επετίθεντο εναντίον +του. + +Ενταύθα ο Χειρίσοφος, άλλοτε μεν, ότε (ιεραρχικώς) διεβιβάζετο +τοιαύτη κρυφή διαταγή, έμενεν οπίσω &(σταματούσε λίγο)&, τότε +όμως ηρνήθη να συμμορφωθή προς τας προτροπάς του Ξενοφώντος, +αλλά ταχέως εβάδιζε και κρυφοδιέτασσε να τον ακολουθούν όλοι, +ώστε ήτο πλέον εις πάντας φανερόν ότι θα είχε (πάντως) +παρουσιασθή κάποια δυσκολία. Εις τον βαδίζοντα δε +(παρερχόμενον) δεν εδίδετο καιρός να ίδη το αίτιον της σπουδής +αυτής (ταχυπορίας). Ώστε η πορεία εν τη οπισθοφυλακή ωμοίαζε +(μάλλον) προς φυγήν. + +Και τότε αποθνήσκει ανήρ γενναίος, Λάκων την πατρίδα, +ονομαζόμενος Κλεώνυμος, τοξευθείς διά της ασπίδος και του +δερματίνου θώρακος εις τας πλευράς, και Βασίας ο Αρκάς, λαβών +διαμπερές κτύπημα εις την κεφαλήν. + +Άμα δε έφθασαν εις σταθμόν, ευθύς όπως ήτο κ' ευρίσκετο ο +Ξενοφών, ελθών εις τον Χειρίσοφον, τον κατηγόρει διατί δεν +εσταμάτησεν ολίγον, αλλ' εξ αιτίας του ηναγκάσθησαν να φεύγουν +και να μάχωνται συγχρόνως. «Και ιδού τώρα ταποτελέσματα: Δύο +καλοί και γενναίοι άνδρες να φονευθούν (αδίκως), χωρίς να +ημπορέσωμεν ούτε τους νεκρούς των να λάβωμεν, ούτε να τους +θάψωμεν (ως είχομεν καθήκον)». + +Εις ταύτα ο Χειρίσοφος απεκρίθη: «Στρέψε το βλέμμα προς τα όρη +ταύτα και ιδέ ό,τι όλα είναι αδιάβατα. Μία δε και μόνη είναι +ανηφορική οδός, αυτή ην έχεις ενώπιόν σου, αλλά και επί ταύτης +ημπορείς να ίδης μέγα πλήθος ανθρώπων, οίτινες φυλάττουν, +προκαταλαβόντες ήδη, την οφρύν του όρους (το υψηλότατον της +ράχεως του όρους). + +»Διά τούτο, λοιπόν, έσπευδα και διά τούτο δεν σ' επερίμενα +διόλου, με την ιδέαν ότι ίσως ηδυνάμην να φθάσω την επί της +οφρύος ταύτης διάβασιν, πριν ή ακόμη καταληφθή από τον εχθρόν. +Οι δε οδηγοί, τους οποίους έχομεν, λέγουν ότι δεν υπάρχει άλλη +(διαβατή) οδός». + +Ο δε Ξενοφών λέγει: «Αλλ' εγώ εκράτησα ως οδηγούς δύο (μόνον) +άνδρας. Διότι ενεδρεύσαντες εφονεύσαμεν εξ αυτών τινας, επειδή +μας ήσαν ενοχλητικοί, πράγμα το οποίον συνετέλεσε και εις το να +ανακουφισθώμεν ουκ ολίγον, εάν δε μόνον τους δύο αυτούς +επροθυμήθημεν να πάρωμεν μαζή μας ζωντανούς, επράξαμεν τούτο, +διά να τους χρησιμοποιήσωμεν ως οδηγούς γνωρίζοντας την χώραν». + +Και ευθύς, αφού έφεραν ενώπιόν των τους δύο τούτους +αιχμαλώτους, λαβόντες έκαστον ξεχωριστά τους εξήταζον αν +εγνώριζαν καμμίαν άλλην, εκτός της φανεράς αυτής, οδόν. Και ο +μεν είς εξ αυτών δεν απήντησε προφασιζόμενος πλείστους όσους +λόγους, δι' ους εφοβείτο ν' απαντήση. Επειδή δε δεν έλεγε +τίποτε επωφελές (διά τον στρατόν), κατεσφάγη υπό τα βλέμματα +του άλλου. + +Ο δε απομείνας, (ερωτηθείς), είπεν ότι εκείνος μεν (ο σφαγείς) +ηρνείτο να είπη ότι εγνώριζεν άλλην τινά οδόν διά τον λόγον ότι +ετύχαινε να έχη εκεί κάπου θυγατέρα ύπανδρον. Αυτός όμως είπεν +ότι έχει υπ' όψει του οδόν, εις ην θα ήτο δυνατόν να βαδίζουν +ακόμη και υποζύγια. + +Ερωτηθείς δε, αν εις την οδόν αυτήν υπάρχη κανέν +δυσκολοδιάβατον μέρος, είπεν: «ότι τοιούτον είναι (κάποια) +κορυφή, την οποίαν, εάν δεν προλάβη τις να καταλάβη, είναι +εντελώς αδύνατον από οιονδήποτε άλλο μέρος να διαβή». + +Τότε απεφάσισαν (ενόμισαν καλόν ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών), +αφού συγκαλέσουν τους λοχαγούς των οπλιτών και τους ταξιάρχους +των πελταστών, να ομιλήσουν εις αυτούς περί της καταστάσεως και +να τους ερωτήσουν, ποίοι εξ αυτών είναι εκείνοι οι οποίοι θα +ήθελαν ν' αναδειχθούν άνδρες γενναίοι και εκουσίως των (ως +εθελονταί) ν' αναλάβουν να βαδίσουν κατά του εχθρού. + +Και των μεν οπλιτών (εθελοντών) αρχηγοί αναλαμβάνουν να γείνουν +ο εκ Μεθυδρίου της Αρκαδίας Αριστώνυμος και ο εκ Στυμφαλίας της +Αρκαδίας Αγασίας. Αμιλλώμενος όμως προς αυτούς Καλλίμαχος ο +Παρράσιος (Αρκάς και ούτος) λέγει ότι και αυτός έχει όλην την +επιθυμίαν να βαδίση, αλλ' αφού προσλάβη εθελοντάς (όχι εξ ενός +μόνον στρατιωτικού σώματος), αλλ' εξ ολοκλήρου του +στρατεύματος. «Διότι εγώ — είπεν — είμαι εις θέσιν να γνωρίζω +ότι, εμού αρχηγούτος, &(όταν μπω εγώ μπροστά)&, θα με +ακολουθήσουν πολλοί εκ των νέων». + +Μετά ταύτα ερωτούν οι στρατηγοί, εάν επιθυμή κανείς να +συμπορευθή ως ταξίαρχος και των ευζώνων («γυμνήτων»). (29) +Αναλαμβάνει δε να γείνη τούτων αρχηγός Αριστέας ο Χίος, όστις +περί τα τοιαύτα πολλάκις πολλού λόγου άξιος εφάνη εις το +στράτευμα. + + + +Κεφάλαιον δεύτερον. + + + +Και ήτο μεν βράδυ. Οι δε στρατηγοί (Χειρίσοφος και Ξενοφών) +διέτασσον τους εθελοντάς, αφού φάγουν χορταστικά &(αφού την +τηλώσουν)&, ν' αρχίσουν να πορεύωνται. Και αφού έδεσαν τον +οδηγόν, (διά να μη τους φύγη), τους τον παραδίδουν και +συμφωνούν: την μεν νύκτα, εάν κατορθώσουν και καταλάβουν την +κορυφήν, (30) να κρατήσουν την θέσιν των, άμα ξημερώση δε, να +τους ειδοποιήσουν διά της σάλπιγγος. Και — συμφωνούν ακόμη — +ούτοι μεν, όταν θα ήναι πλέον επάνω, να βαδίζουν κατά των +κατεχόντων την φανεράν διάβασιν (Καρδούχων), (31) αυτοί δε +(δηλαδή οι περί τον Χειρίσοφον μόνον) να τους βοηθήσουν, +βαδίζοντες (και αυτοί) προς το μέρος εκείνο όσον δυνηθούν +ταχύτερον. + +Αφού συνεφώνησαν ταύτα, εκείνοι μεν (οι εθελονταί), ανερχόμενοι +εις δισχιλίους περίπου, επορεύοντο. Έβρεχε δε ραγδαίως. Ο δε +Ξενοφών με τους οπισθοφύλακας προσεποιήθη ότι εβάδιζε (και +αυτός) διά της ευρείας οδού προς την διάβασιν, επί τω σκοπώ να +περισπάση επ' αυτής (της οδού) την προσοχήν των πολεμίων, να +διαλάθουν δε τούτους όσον ηδύναντο περισσότερον οι διά της +άλλης οδού (της στενής) βαδίζοντες εθελονταί. + +Αφού δε οι οπισθοφύλακες έφθασαν εις το χείλος μιας χαράδρας, +την οποίαν έπρεπε να διαβούν, διά να ανέλθουν τον ανήφορον, οι +βάρβαροι ήρχισαν να κυλίουν κατ' αυτών μεγάλα και στρογγυλά +τεμάχια βράχων, προς μεταφοράν εκάστου των οποίων θα απητείτο +άμαξα, και τα οποία, προσκρούοντα, όταν εφέροντο προς τα κάτω, +κατά των πετρών, εξετινάσσοντο εις μεγάλην καθ' όλας τας +διευθύνσεις απόστασιν. Ούτω δε ούτε να πλησιάση τις ήτο δυνατόν +προς την είσοδον της χαράδρας. + +Τινές δε εκ των λοχαγών, όταν δεν ηδύναντο να πλησιάσουν προς +αυτήν, προσεπάθουν να ανεύρουν άλλην. Και ταύτα έπραττον, +μέχρις ου ενύκτωσεν. Όταν δ' ενόμισαν ότι, απερχόμενοι, δεν θα +διεκρίνοντο πλέον από τον εχθρόν (ως εκ του σκότους), απήλθον +διά να δειπνήσουν, αφού όλοι τους ήσαν νηστικοί από της +προτεραίας. Ουχ ήττον οι πολέμιοι δεν έπαυσαν καθ' όλην την +νύκτα να κυλίουν λίθους. Εβεβαιούντο δε περί τούτου από τους +κρότους. + +Οι δ' έχοντες μαζή των τον οδηγόν εθελονταί, ερχόμενοι κυκλικώς +προς την διάβασιν διά της άλλης, της στενής, οδού, +καταλαμβάνουν αιφνιδίως τους (παρ' αυτήν) φύλακας, οίτινες, ως +εκ του ψύχους, είχαν ανάψη φωτιά και εθερμαίνοντο, και +επιπίπτουν κατ' αυτών, άλλους μεν φονεύσαντες, άλλους δε +καταδιώξαντες, αυτοί δε, νομίζοντες ότι είχαν φθάση πλέον εις +την κορυφήν, παρέμεναν ενταύθα. + +Αλλ' όπου έμεναν δεν ήτον η κορυφή, αλλά λόφος τις («μαστός») +υψούτο υπεράνω αυτών, πλησίον του οποίου διήρχετο η στενή αύτη +οδός, εφ' ης εκάθηντο οι θερμαινόμενοι εκείνοι φύλακες. Από το +μέρος τούτο όμως ηδύνατο να γείνη έφοδος κατά των πολεμίων, +οίτινες κάθηντο επί της φανεράς οδού. (32) + +Και την μεν νύκτα επέρασαν εδώ. Άμα δε ήρχισε να ξημερώνη, +εβάδιζαν συντεταγμένοι και αθορύβως κατά των πολεμίων. Επειδή +δε ήτον ομίχλη, επλησίασαν χωρίς να εννοηθούν. Αφού δε +αντίκρυσαν αλλήλους και η σάλπιγξ ήχησε δώσασα το σύνθημα, +επέπεσαν κατά των Καρδούχων αλαλάζοντες. Ούτοι δε δεν +αντεστάθησαν, αλλά εγκαταλιπόντες την διάβασιν ετράπησαν εις +φυγήν. Επειδή δε ήσαν ελαφρά ωπλισμένοι (και ηδύναντο να +τρέχουν ευκολώτερον), ολίγοι μόνον εφονεύθησαν. + +Οι δε περί τον Χειρίσοφον, άμα ως ήκουσαν την σάλπιγγα, έτρεξαν +ευθύς προς τάνω, κατά την φανεράν διάβασιν («οδόν»). Άλλοι δε +εκ των στρατηγών έτρεχαν προς αυτήν κατά διαφόρους απατήτους +δρόμους, όπου έτυχε να ευρίσκεται έκαστος, και αναβάντες, όπως +ηδύναντο, ανέσυραν αλλήλους διά δοράτων. + +Ούτοι δε (οι στρατηγοί) ήσαν και οι πρώτοι οίτινες ηνώθησαν με +τους προκαταλαβόντας την διάβασιν εθελοντάς. Ο δε Ξενοφών, έχων +μαζή του τους μισούς μόνον εκ των οπισθοφυλάκων, (αφού ήκουσε +και αυτός την σάλπιγγα), εβάδιζε την οδόν, την οποίαν είχαν ήδη +προ αυτού βαδίση οι έχοντες τον οδηγόν εθελονταί, διότι ήτον +καταλληλοτάτη διά την διάβασιν των υποζυγίων, όπισθέν των +οποίων έταξε τους άλλους μισούς εκ των οπισθοφυλάκων. + +Ενώ δε επορεύοντο, συναντούν λόφον υπεράνω της οδού, +κατειλημμένον υπό των πολεμίων (των εκ της καταληφθείσης ήδη +«φανεράς οδού» φυγόντων), τους οποίους ήτον ανάγκη ή να +εκδιώξουν ή να μείνουν εκεί όπως ήσαν, χωρισμένοι από των +εθελοντών και των περί τον Χειρίσοφον. Και αυτοί μεν ηδύναντο +να βαδίσουν την οδόν, ην οι περί τον Χειρίσοφον εβάδισαν, ως +προς τα υποζύγια όμως, δεν ήτο δυνατόν δι' άλλης οδού παρά δι' +αυτής μόνον να περάσουν προς την διάβασιν. Τότε λοιπόν, +παρακινήσαντες (δι' ενθουσιωδών λόγων) αλλήλους, εφορμούν κατά +του λόφου, έχοντες τους άνδρας των λόχων τον ένα μετά τον άλλον +τεταγμένους, μη επιδιώκοντες δε να τους περικυκλώσουν, αλλ' +(επίτηδες) αφήνοντες διέξοδον εις τους πολεμίους, εάν τυχόν +ήθελαν να φύγουν. + +Και μέχρι τινός μεν εφ' όσον ανέβαιναν, από οιονδήποτε μέρος +ηδύνατο έκαστος, οι βάρβαροι τους ετόξευαν και τους επλήγωναν. +Αλλ' ότε ήδη έφθαναν προς την κορυφήν, δεν τους επλησίασαν +πλέον, αλλ' εγκατέλειψαν τον λόφον πάντες, τραπέντες εις φυγήν. +Και, λοιπόν, αφού αντιπαρήλθον τον λόφον τούτον οι Έλληνες, και +ιδού βλέπουν μετ' ολίγον ενώπιόν των άλλον, επίσης και τούτον +υπό των Καρδούχων κατεχόμενον (των εκ του πρώτου λόφου +αποβληθέντων). Απεφάσισαν δε και κατά τούτου να βαδίσουν (όπως +κατά του πρώτου). + +Σκεφθείς όμως ο Ξενοφών μήπως, εάν άφηνεν έρημον τον +κυριευθέντα λόφον, οι πολέμιοι επανέκτων αυτόν και πάλιν, διά +να επιτεθούν κατά των παρερχομένων υποζυγίων — τα οποία, +σημειωθήτω, κατελάμβανον, πορευόμενα, μέγα μέρος της οδού ως εκ +της στενότητός της — αφήνει επί του (κυριευθέντος) λόφου τους +λοχαγούς Κηφισόδωρον τον Κηφισοφώντος, Αθηναίον, και Αμφικράτην +τον Αμφιδήμου, Αθηναίον επίσης, και Αρχαγόραν τον Αργείον, +φυγάδα, αυτός δε με τους άλλους εβάδιζε κατά του δευτέρου +λόφου, τον οποίον ωσαύτως διά του αυτού τρόπου κυριεύει. + +Ακόμη δε ύπελείπετο και τρίτος λόφος, (33) ανηφορικώτατος όμως +ούτος (λίαν απόκρημνος), ήτο δε ο λόφος ο υπερκείμενος της εκ +θερμαινομένων Καρδούχων φρουράς εκείνης της νυκτός, της υπό των +εθελοντών κατακοπείσης. Άμα δ' επλησίασαν οι Έλληνες, +εγκαταλείπουν αμέσως οι βάρβαροι αμαχητί τον λόφον («μαστόν»), +πράγμα το οποίον ενέβαλεν εις έκπληξιν όλους, υποπτευθέντας ότι +τον εγκατέλειψαν φοβηθέντες μήπως, περικυκλούμενοι, +επολιορκούντο υπό του Ελληνικού στρατού. Αυτοί όμως, ως +απεδείχθη εκ των υστέρων, ιδόντες ήδη από της κορυφής τα +όπισθεν αυτού γενόμενα (επί των άλλων λόφων), ετράπησαν όλοι +κατά των οπισθοφυλάκων (των φρουρούντων ήδη τον πρώτον +κυριευθέντα λόφον υπό τους τρεις λοχαγούς εκείνους). + +Και ο μεν Ξενοφών με τους νεωτέρους οπισθοφύλακας ανέβαινεν εις +την κορυφήν του μαστού, τους δε υπολοίπους διέταξε να +επιβραδύνουν το βήμα των, διά να προφθάσουν να ενωθούν μαζή των +(οι απομείναντες όπισθεν) τελευταίοι λόχοι, και, αφού +προσπεράσουν εις την φανεράν οδόν (την ήδη κατειλημμένην υπό +των Ελλήνων, ν' αναπαυθούν εις το ομαλόν αυτής μέρος &(ίσωμα)&. + +Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα, έρχεται δρομαίος Αρχαγόρας ο Αργείος και +αναγγέλλει ότι οι επί του πρώτου λόφου απεδιώχθησαν κακήν κακώς +και ότι εφονεύθησαν ο Κηφισόδωρος και ο Αμφικράτης και όσοι +άλλοι εκ των οπισθοφυλάκων δεν επρόφθασαν να πηδήσουν από του +βράχου. + +Αφού δε διέπραξαν ταύτα οι βάρβαροι, ήλθαν εις λόφον απέναντι +του μαστού κείμενον και χωριζόμενον από τούτου διά φάραγγος. +(34) Ιδών αυτούς ο Ξενοφών από του μαστού (του τρίτου λόφου), +ήρχισε να συνεννοήται μαζή τους διά διερμηνέως περί ειρήνης και +εζήτει τους νεκρούς των φονευθέντων. + +Ούτοι δε απήντησαν ότι θα τους αποδώσουν επί τω όρω να μη +καίουν τας οικίας των (οι Έλληνες). Συνήνεσε δε εις ταύτα ο +Ξενοφών. Αλλ' ενώ το μεν άλλο στράτευμα (οι οπισθοφύλακες και +τα υποζύγια) παρήρχετο (βαίνον προς το ανώτατον ομαλόν μέρος +της φανεράς οδού), αι δε περί ειρήνης διαπραγματευθείς +εξηκολούθουν, πάντες οι εκ των πέριξ τούτων μερών Καρδούχοι +συνέρρευσαν εις τον αντικρυνόν λόφον (τον «αντίπορον»), όπου +ανέμεναν («ίσταντο») ήδη οι πολέμιοι. + +Αλλ' ιδόντες ότι ήρχισαν να καταβαίνουν οι «από του μαστού» +προς τους άλλους οπισθοφύλακας, εκεί ένθα ούτοι ήσαν +παρατεταγμένοι αναμένοντες διαταγάς (εις ό μέρος «έκειτο τα +όπλα»), ώρμησαν πολυπληθείς και με μεγάλον θόρυβον (προς τον +εγκαταλειφθέντα μαστόν). Αφού δε έφθασαν εις την κορυφήν του, +από της οποίας ήδη ο Ξενοφών κατέβαινεν, ήρχισαν να κυλίουν +μεγάλους λίθους κατ' αυτού. Και ενός μεν των οπισθοφυλάκων +έσπασαν το σκέλος, ο κρατών δε την ασπίδα του Ξενοφώντος +υπασπιστής τον εγκατέλειψεν. + +Αλλ' ο οπλίτης Ευρύλοχος ο Λουσιεύς, Αρκάς, έτρεξεν αμέσως +πλησίον του και προτάξας προ αμφοτέρων (εαυτού τε και του +Ξενοφώντος) την ασπίδα του ωπισθοχώρει, ενώ οι άλλοι όλοι +απήρχοντο ήδη προς τους επί της φανεράς οδού συγκεντρωμένους +Έλληνας. + +Ούτω, λοιπόν, συνήλθον επί ταυτό όλοι οι Έλληνες και +κατεσκήνωσαν εκεί τριγύρω εις πολλάς και καλοκτισμένας οικίας, +έχοντες αφθονώτατα τα προς συντήρησίν των αναγκαία. Διότι, προς +τοις άλλοις, είχεν ο τόπος και άφθονον κρασί, τόσον, ώστε να το +αποθηκεύουν μέσα εις μεγάλους ασβεστωμένους λάκκους. + +Ο δε Ξενοφών και ο Χειρίσοφος κατώρθωσαν, ώστε να λάβουν τους +νεκρούς των από τους Καρδούχους αποδώσαντες εις αυτούς τον +οδηγόν των. Και ετέλεσαν εκ των ενόντων εις τους αποθανόντας +όσα εις παρομοίας περιστάσεις νομίζονται ως επιβεβλημένα εις +τους νεκρούς ανδρών γενναίων. + +Την δ' επομένην εβάδιζαν άνευ οδηγού. Μαχόμενοι δ' (ακόμη) οι +πολέμιοι και προκαταλαμβάνοντες κάθε στενόπορον μέρος, όπου και +αν ήτον, ημπόδιζαν τας παρόδους εις τους Έλληνας. + +Και λοιπόν, οσάκις μεν οι Καρδούχοι ημπόδιζαν το μέτωπον του +στρατού (την πρωτοπορίαν), ο Ξενοφών όπισθεν, παρεκβαίνων της +οδού του προς τα όρη, διέλυε την εις το μέτωπον απόφραξιν της +παρόδου, διαρκώς καταβάλλων προσπαθείας να αναβαίνη υψηλότερα +των εμποδιζόντων. + +Οσάκις δε πάλιν επετίθεντο κατά της οπισθοφυλακής, ο +Χειρίσοφος, παρεκβαίνων της οδού του (και αυτός) και προσπαθών +να ανέλθη υψηλότερα των εμποδιζόντων, διέλυε την απόφραξιν της +παρόδου εις την οπισθοφυλακήν, και τοιουτοτρόπως εβοήθουν +πάντοτε αλλήλους και μετά σθένους εφρόντιζεν ο είς διά τον +άλλον. + +Με πολλάς δε και διαφόρους ενοχλήσεις τους ηνώχλουν οι βάρβαροι +καταβαίνοντας από τα όρη μετά κάθε αυτών ανάβασιν. Διότι ήσαν +τόσον ελαφροί, ώστε και από πλησίον φεύγοντες να γλυτώνουν (από +τας επιθέσεις των Ελλήνων). Διότι τίποτε άλλο δεν έφεραν επάνω +των παρά τόξα μόνον και σφενδόνας. Ήσαν δε άριστοι τοξόται. Και +τα τόξα των ήσαν τριών πήχεων περίπου, τα δε βέλη των πλέον των +τριών πήχεων. Οσάκις δ' ετόξευαν, είλκον τας νευράς, πατούντες +δυνατά προς τα κάτω του τόξου με τον αριστερόν των πόδα. Τα δε +βέλη (ως εκ της μεγάλης ορμής, ην διά της τοιαύτης τοξεύσεως +ελάμβανον) ηδύναντο να διέλθουν διά των ασπίδων και θωράκων (να +διατρυπήσουν τας ασπίδας και τους θώρακας). Τα μετεχειρίζοντο +δε οι Έλληνες, περιπίπτοντα τυχόν εις χείρας των, ως ακόντια, +προσαρμόζοντες εις το μέσον δερματίνους βρόχους &(θηλειές)&, +(δι' ων, αφού ενέθετον εις αυτούς ένα ή δύο δακτύλους κατά την +στιγμήν του ακοντισμού, επέτεινον την φοράν του ακοντίου). (35) +Εις τα μέρη αυτά οι Κρήτες, των οποίων αρχηγός ήτο Στρατοκλής ο +Κρης, προσέφεραν μεγάλας υπηρεσίας εις το στράτευμα (36). + + + +Κεφάλαιον τρίτον. + + + +Και την ημέραν αυτήν επίσης διέμειναν εις τα χωρία τα κείμενα +υπεράνω της παρά τον Κεντρίτην ποταμόν πεδιάδος, του οποίου το +πλάτος ήτο δύο πλέθρων περίπου και όστις χωρίζει την χώραν των +Καρδούχων από την Αρμενίαν. Και οι Έλληνες ενταύθα +ανεκουφίσθησαν, ιδόντες με μεγάλην των χαράν πεδιάδα (ύστερα +από τόσω πολύμοχθον ανά τα Καρδούχια πορείαν). Απείχε δε από τα +όρη ο ποταμός έξ έως επτά Καρδουχικά στάδια. + +Και τότε μεν, λοιπόν, ανεπαύθησαν λίαν ευχαρίστως, και διότι +είχαν αφθονώτατα τα τρόφιμα και διότι ηδύναντο ανέτως πλέον να +αναμνησθούν των περασμένων πόνων των. Επί επτά ολοκλήρους +ημέρας, καθ' ας εβάδιζαν διά της χώρας των Καρδούχων, εμάχοντο +και υπέστησαν τόσας ζημίας, όσας εν γένει δεν υπέστησαν από τον +βασιλέα και τον Τισσαφέρνην. Απηλλαγμένοι, λοιπόν, πλέον απ' +όλα αυτά, ηδέως εκοιμήθησαν. + +Άμα όμως εξημέρωσε, βλέπουν εκεί που πέραν του ποταμού ιππείς +εξωπλισμένους, με τον σκοπόν να τους εμποδίσουν την διάβασιν, +πεζούς δε επί των παρά τον ποταμόν υψωμάτων, παρατεταγμένους +άνωθεν των ιππέων, με τον σκοπόν και αυτούς να τους εμποδίσουν +να μεταβούν (να περάσουν) εις την Αρμενίαν. Ήσαν δε ούτοι +Αρμένιοι και Μάρδοι και Χαλδαίοι μισθοφόροι του Ορόντα και του +Αρτούχα. Περί των Χαλδαίων δ' ελέγετο ότι ήσαν λαός +φιλελεύθερος και ισχυρός. Είχαν δε (όλοι) όπλα, πλεκτάς ασπίδας +και λόγχας. Αι δε όχθαι, επί των οποίων ήσαν ούτοι +παρατεταγμένοι, απείχον τρία έως τέσσαρα πλέθρα από τον +ποταμόν. Μία δε και μόνη οδός εφαίνετο άγουσα προς τ' άνω, σαν +να ήτο κατασκευασμένη με τα χέρια. Ταύτην προσεπάθουν να +διαβούν οι Έλληνες. (37) + +Αλλ' οι αποπειραθέντες να διέλθουν τον ποταμόν είδαν ότι το +ύδωρ του ανήρχετο υπεράνω των μαστών, και ότι, ως εκ των +μεγάλων και ολισθηρών λίθων, ήτο το έδαφος της κοίτης του +ανώμαλον, ότι δε ήτον απολύτως αδύνατον να τον διέλθη τις +κρατών τα όπλα του, διότι αμέσως παρεσύρετο από το ρεύμα του. +Εάν δε πάλιν έφερε τις ταύτα επί της κεφαλής κατά την διάβασιν, +εξετίθετο άοπλος εις τα βέλη και τα άλλα κτυπήματα των +πολεμίων. Εστράφησαν, λοιπόν, οπίσω και εστρατοπέδευσαν ενταύθα +παρά τον ποταμόν. + +(Ενεθυμήθησαν δε τότε και ότι), ότε ακόμη ήσαν κατά την +προηγουμένην νύκτα επί του όρους, είχαν ίδη να συναθροίζωνται +πολλοί εκ των Καρδούχων, ετοιμαζόμενοι προς επίθεσιν. Η αθυμία +των, λοιπόν, ήτο μεγάλη, επειδή έβλεπαν αφ' ενός μεν το +δυσκολοδιάβατον του ποταμού, αφ' ετέρου δε τους πέραν αυτού, +ετοίμους να εμποδίσουν την διάβασίν του, ακόμη δε και διότι, +εάν τον διέβαιναν, θα είχαν επιτιθεμένους όπισθέν των τους +Καρδούχους. + +Δι' όλα αυτά, λοιπόν, την ημέραν και την νύκτα ταύτην διήλθον +εν μεγάλη περί του πρακτέου αμηχανία. Ότε ο Ξενοφών είδεν +όνειρον. Του εφάνη δηλαδή ότι ήτο με πέδας δεμένος εις τους +πόδας, και ότι αύται μόναι των έπεσαν κάτω αιφνιδίως, ώστε +τελείως ν' απαλλαγή αυτών και να δύναται ν' ανοίγη τα σκέλη του +όσον ήθελε. Περί τα εξημερώματα δε έρχεται προς τον Χειρίσοφον +και λέγει ότι έχει πολλάς ελπίδας ότι τα πράγματα θα λάβουν +καλήν έκβασιν, του διηγείται δε το όνειρον. + +Ούτος δε πάρα πολύ ευχαριστείτο, και τότε ευθύς, έως ότου +ήρχιζε να γλυκοχαράζη, προσέφερον όλοι οι παρευρισκόμενοι +στρατηγοί θυσίας. Και αμέσως, από το πρώτον ακόμη σφάγιον +εφάνησαν τα ιερά καλά. Και απελθόντες από των ιερών οι +στρατηγοί και οι λοχαγοί έδωκαν εις τους στρατιώτας διαταγάς να +γευματίσουν. + +Και ενώ εγευμάτιζεν ο Ξενοφών, προστρέχουν προς αυτόν δύο +νεανίσκοι. (38) Διότι όλοι εγνώριζαν ότι είχεν επιτρέψη, και +όταν γευματίζη και όταν δειπνή, να τον πλησιάζη οιοσδήποτε +ήθελεν. Ακόμη δε και εάν κοιμάται να τον εξυπνούν, διά να του +αναγγέλλουν οτιδήποτε σχετικόν τις είχε με τον πόλεμον. + +Του έλεγαν, λοιπόν, τότε, ότι, ενώ συνέλεγαν φρύγανα, διά να τα +χρησιμοποιήσουν ως προσάναμμα της φωτιάς των, αντίκρυσαν εις +την αντίπεραν όχθην του ποταμού, επί των βράχων, οι οποίοι +εκτείνονται (φθάνουν) μέχρι των οχθών του, ένα γέροντα, μίαν +γυναίκα και κάτι κορίτσια να κρύπτουν μέσα εις σπηλαιώοη βράχον +κάτι που ωμοίαζε με μικρούς σάκκους γεμάτους ρούχα. + +Αφού είδαν την σκηνήν αυτήν, ενόμισαν ότι ήτον εντελώς +ακίνδυνον να διέλθουν τον ποταμόν. Διότι προς το μέρος τούτο +ουδέ εις αυτό το εχθρικόν ιππικόν είναι εύκολον να πλησιάση. +Έλεγαν, λοιπόν, ότι, αφού εξεδύθησαν, επέρασαν απέναντι γυμνοί, +ως εάν επρόκειτο να κολυμβήσουν, και κρατούντες εις χείρας των +τα ενδύματά των. Ότι, ούτω βαδίζοντες προς τα εμπρός, διέβησαν, +χωρίς ούτε την μέσην των να βρέξουν. Και ότι, αφού διέβησαν κ' +επήραν τους σάκκους με τα ρούχα, επέστρεψαν και πάλιν εις την +απέναντι όχθην. + +Ευθύς, λοιπόν, και αυτός ούτος ο Ξενοφών έκαμε με γεμάτα από +κρασί ποτήρια σπονδάς, διά να ευχαριστήση τους Θεούς, και τους +νεανίσκους προέτρεψε να γεμίσουν τα ποτήρια των διά τον αυτόν +σκοπόν και να ευχηθούν τόσον αυτοί, όσον και όλοι οι άλλοι οι +περί αυτόν εις τους Θεούς, τους φανερώσαντας τα ονείρατα, και +την διάβασιν («πόρον») να εκτελέσουν και όσα αγαθά ακόμη +υπολείπονται (αισίαν εις την πατρίδα επιστροφήν). Αφού δε έκαμε +σπονδάς, έφερεν αμέσως τους νεανίσκους εις τον Χειρίσοφον, προς +τον οποίον ούτοι επαναλαμβάνουν την διήγησίν των, και ο οποίος, +μόλις τους ήκουσεν, έκαμε και αυτός σπονδάς. + +Κατόπιν των οποίων, εις μεν τους άλλους (τους στρατιώτας) +έδωκαν διαταγάς να προετοιμάζονται, αυτοί δε (ο Ξενοφών και ο +Χειρίσοφος) συγκαλέσαντες τους στρατηγούς συνεσκέπτοντο πώς +όσον το δυνατόν ασφαλέστερα θα διαβούν τον ποταμόν και πώς θα +νικήσουν μεν τους έμπροσθεν (τους πέραν του ποταμού), δεν θα +πάθουν δε καμμίαν ζημίαν από τους εκ των όπισθεν ετοίμους προς +επίθεσιν Καρδούχους. + +Και απεφάσισαν να προηγηθή μεν εις την διάβασιν ο Χειρίσοφος, +έχων μαζή του το ήμισυ του στρατεύματος, το δε άλλο ήμισυ να +σταθή οπίσω με τον Ξενοφώντα (περιμένον), τα δε υποζύγια και ο +όχλος να διαβούν (ευρισκόμενα) εν τω μέσω τούτων. + +Αφού δ' εκανονίσθησαν όλα όπως πρέπει, ήρχισαν να πορεύωνται. +Προηγούντο δε οι νεανίσκοι, έχοντες προς τα αριστερά των τον +ποταμόν. Η οδός δε μέχρι του διαβατού μέρους ήτο τέσσαρα +περίπου στάδια. + +Αλλ' ενώ επορεύοντο, παραλλήλως από την απέναντι όχθην ώδευε +και το ιππικόν. Άμα δε έφθασαν εις το ωρισμένον μέρος της +διαβάσεως, παρετάχθησαν (ως προς μάχην), και αυτός πρώτος ο +Χειρίσοφος, αφού έθεσεν εις την κεφαλήν του στέφανον (κατά την +συνήθειαν των Λακεδαιμονίων) και αφού έβγαλε τον επενδύτην του, +έλαβε τα όπλα ανά χείρας, δίδων και εις όλους τους άλλους +διαταγάς να πράττουν το αυτό, εις δε τους λοχαγούς να φέρουν +τους λόχους των με τους άνδρας τεταγμένους τον ένα όπισθέν του +άλλου, παρατάσσοντες άλλους μεν εξ αυτών (των λόχων) προς τα +αριστερά του, άλλους δε προς τα δεξιά του. + +Και οι μεν μάντεις προσέφεραν σφάγια εις τον εν τω ποταμώ +οικούντα Θεόν προς εξευμένισίν του, οι δε πολέμιοι ετόξευαν και +εσφενδόνιζον. Ούτε τα βέλη των όμως, ούτε οι λίθοι έφθαναν +μέχρι του στρατού. Επειδή δε ήσαν ευοίωνα τα προσφερθέντα +σφάγια, έψαλαν πρώτον άσμα προς τον Απόλλωνα, επικαλεσθέντες +την βοήθειάν του, κατόπιν δε ήρχισαν αλαλαγμούς ζωηροτάτους, +ανεβόων δε και όλαι ομού αι γυναίκες. Διότι ουκ ολίγαι εταίραι +ήσαν εις το στράτευμα. + +Και ο μεν Χειρίσοφος με τον στρατόν του εισήλθον εις τον +ποταμόν. Ο δε Ξενοφών, αφού έλαβε τους ελαφροτέρους και πλέον +ελευθερόποδας εκ των σωματοφυλάκων, έτρεχεν έφιππος με όλην του +την δύναμιν εις το δυσκολοδιάβατον εκείνο πέρασμα του ποταμού, +το άγον κατά τον προς τα όρη της Αρμενίας δρόμον, +προσποιούμενος ότι, αφού διαβιβασθή εκείθεν, θα αποκλείση τους +παρά τον ποταμόν ιππείς. + +Οι δε πολέμιοι, βλέποντες μεν αφ' ενός τους περί τον Χειρίσοφον +να διαβαίνουν ευπετώς τον ποταμόν, βλέποντες δ' εξ άλλου τους +περί τον Ξενοφώντα να τρέχουν πάλιν οπίσω (προς το +δυσκολοδιάβατον εκείνο πέρασμα), φοβηθέντες μήπως τυχόν +αποκλεισθούν, τρέπονται με άλας των τας δυνάμεις εις φυγήν προς +τον υπεράνω του ποταμού (χειροποίητον) εκείνον δρόμον. Αφού δε +εισήλθον εις αυτόν, ετράπησαν άνω, προς το όρος. + +Λύκιος δε ο Πολυκράτους, ο Αθηναίος, ο διοικών το τάγμα των +ιππέων και Αισχίνης ο Ακαρνάν, ο το τάγμα των πελταστών διοικών +των περί τον Χειρίσοφον, αφού τους είδαν ούτοι κατά κράτος +φεύγοντας, τους ηκολούθησαν. Οι δε στρατιώται (οι περί τον +Χειρίσοφον) τους εφώναζαν (να παύσουν πλέον διώκοντες τους +ιππείς), διά να μη μένουν μόνοι των μακράν του ιππικού, (39) +αλλ' όλοι μαζή (όταν θα έπρεπε) να βαδίζουν την προς το όρος +άγουσαν. + +Ο δε Χειρίσοφος, εξ άλλου, αφού διέβη τον ποταμόν, τους μεν +ιππείς δεν κατεδίωκεν, αλλά, περάσας ήδη εις τα εκτεινόμενα +προς τον ποταμόν υψώματα, επετέθη αμέσως κατά των πολεμίων. +(40) Ούτοι δε αφ' ενός μεν βλέποντες τους ιππείς των να +τρέπωνται εις φυγήν, αφ' ετέρου δε τους οπλίτας να βαδίζουν +εναντίον των, εγκαταλείπουν τα υπεράνω του ποταμού υψώματα. + +Ο δε Ξενοφών, αφού είδεν ότι τα εκείθεν του ποταμού εξελίσσοντο +συμφώνως προς τας επιθυμίας και τα βλέψεις του, εστράφη βαδίζων +όσον ηδύνατο ταχύτερον προς τον ακόμη διαβαίνοντα τον ποταμόν +στρατόν. Διότι οι Καρδούχοι είχαν φανή πλέον καταβαίνοντες εις +την πεδιάδα με σκοπόν να επιτεθούν εναντίον του. + +Λοιπόν, ο μεν Χειρίσοφος κατείχεν ήδη τα υψώματα, ο δε Λύκιος +με ολίγους μόνον ιππείς, επιχειρήσας να καταδιώξη τους ήδη +φεύγοντας πεζούς, συνέλαβεν όσα σκευοφόρα υποζύγια έμειναν +οπίσω και, μαζή μ' αυτά, διάφορα ρουχικά και στρώματα και +αγγεία &(στρωσίδια και τσουμπλέκια).& + +Αλλ' εν τω μεταξύ εξηκολούθουν ακόμη να διαβαίνουν (τον +ποταμόν) τα σκευοφόρα υποζύγια των Ελλήνων και ο όχλος. Ο δε +Ξενοφών στραφείς προς τους Καδούχους παρετάχθη απέναντί των +προς επίθεσιν και διέταξε τους λοχαγούς να παρατάξη έκαστος τον +λόχον του κατ' ενωμοτίας, εκάστην των οποίων να οδηγήσουν +αριστερά («παρ' ασπίδα») της άλλης, κατά μέτωπον. (41) Και οι +μεν λοχαγοί και οι ενωμοτάρχαι να παραταχθούν (στραφούν) +απέναντι των Καρδούχων, οι δε ουραγοί να τοποθετηθούν απέναντι +του ποταμού. + +Οι δε Καρδούχοι, καθώς είδαν τους οπισθοφύλακας να +αποχωρίζωνται από τον όχλον και να φαίνωνται πλέον εις αυτούς +ολίγοι, επέδραμον εναντίον των ταχύτερον, ψάλλοντες (πολεμικάς) +τινας ωδάς. Ο δε Χειρίσοφος, επειδή ήτον ήδη εν πλήρει +ασφαλεία, αποστέλλει εις τον Ξενοφώντα τους πελταστάς και τους +σφενδονήτας και τους τοξότας με την εντολήν να συμμορφωθούν +απολύτως προς τας διαταγάς του. + +Μόλις όμως τους είδεν ο Ξενοφών αποπειρωμένους να διαβούν τον +ποταμόν, τους διατάσσει αμέσως δι' αγγελιοφόρου να μη κινηθούν, +αλλά να περιμένουν εκεί επί της όχθης του. Όταν δε αρχίσουν +αυτοί (οι περί τον Ξενοφώντα) να διαβαίνουν, τότε να εισέλθουν +κ' εκείνοι απέναντι μεν, αλλά χωριζόμενοι δεξιά και αριστερά +του στρατού του, προφασιζόμενοι &(καμωνόμενοι)& ότι θα τον +διαβούν, έτοιμοι όμως ως προς μάχην, οι μεν ακοντισταί έχοντες +τους δακτύλους εις την θηλειάν του ακοντίου, οι δε τοξόται τα +βέλη των επί των νευρών των τόξων. Να μη προχωρήσουν δε πολύ +εις τον ποταμόν. + +Αυτός δε διέταξε τους στρατιώτας του, όταν μεν ίδουν ότι τα +σφενδονήματα φθάνουν μέχρις αυτών και αι ασπίδες των αρχίζουν +να κροτούν από τα κτυπήματα των πολεμίων, να επιτεθούν, αφού +πρώτον επικαλεσθούν τον Θεόν διά παιάνος (ύμνου), εναντίον των. + +Άμα όμως ούτοι στραφούν προς τα όρη φεύγοντες, και σημάνη εκ +του ποταμού το πολεμικόν ο σαλπιγκτής, τότε, αφού στραφούν και +αυτοί δεξιά («επί δόρυ»), προηγηθούν δε όλων οι αρχηγοί των +ενωμοτιών, να τρέξουν πάντες εις τον ποταμόν και όσον δυνηθούν +ταχύτερον να τον περάσουν εις ην τάξιν θα ευρίσκεται έκαστος, +διά να μην εμποδίζουν κατά την διάβασιν αλλήλους. Διότι ο +επιτηδειότερος και γενναιότερος όλων θα ήναι εκείνος εκ των +αρχηγών («ουραγών»), όστις πρώτος ήθελε περάση εις την +αντίπεραν του ποταμού όχθην. + +Οι δε Καρδούχοι βλέποντες πλέον τους οπισθοφύλακας ολίγους +(μετά την διάβασιν του όχλου) — διότι και εξ αυτού (του όχλου) +πολλοί, οίτινες είχαν λάβη διαταγάς να μη διαβούν μετά των +άλλων, αλλά να μένουν, έφυγαν εκείθεν, ασχολούμενοι άλλοι μεν +με τα υποζύγια, άλλοι δε με τας αποσκευάς, άλλοι δε με τας +εταίρας — επετέθησαν με τόλμην αρχίσαντες να σφενδονούν και να +τοξεύουν. + +Οι δ' Έλληνες, αφού επεκαλέσθησαν πρώτον τον Θεόν, ώρμησαν +δρομαίως εναντίον των. Οι δε Καρδούχοι δεν αντέστησαν εις την +ορμήν των. Διότι ήσαν ωπλισμένοι διά μεν τον εκ των ορέων +κλεφτοπόλεμον, επαρκέστατα εις το να επιπίπτουν και να φεύγουν, +διά δε την εκ του συστάδην μάχην, όχι επαρκώς. + +Εις το σημείον τούτο σημαίνει ο σαλπιγκτής. Και οι μεν πολέμιοι +έφευγαν ακόμη περισσότερον, οι δ' Έλληνες, στραφέντες +αντιθέτως, προς τον ποταμόν, έφευγαν δι' αυτού όσον ηδύναντο +ταχύτερον. + +Εκ δε των πολεμίων, άλλοι μεν, εννοήσαντες το τέχνασμα, +επανέστρεψαν προς τον ποταμόν και, τοξεύοντες, επλήγωσάν τινας +εκ των Ελλήνων, άλλοι δε, οι και περισσότεροι, και μετά την +διάβασιν τούτων, εφαίνοντο ακόμη προς τα όρη φεύγοντες. Οι δε +περί τον Χειρίσοφον, προϋπαντήσαντες εν τω ποταμώ τον +διαβαίνοντα στρατόν του Ξενοφώντος, αναλαμβάνοντες θάρρος κ' εκ +τούτου προχωρήσαντες περισσότερον του πρέποντος, ευρέθησαν εις +την ανάγκην να τον ξαναπεράσουν, αφού ήδη είχαν διέλθη οι μετά +του Ξενοφώντος. Και εκ τούτων δ' επίσης ολίγοι επληγώθησαν. +(42) + + + +Κεφάλαιον τέταρτον. + + + +Αφού δ' επέρασαν όλοι εκείθεν του ποταμού, ανασυνταχθέντες και +πάλιν περί την μεσημβρίαν εβάδισαν διά μέσου της Αρμενίας, επί +πεδιάδος συνεχώς και ομαλών γηλόφων, ουχί ολιγώτερον των πέντε +παρασαγγών. Διότι ένεκα των προς τους Καρδούχους πολέμων δεν +υπήρχον πλησίον του ποταμού χωρία. + +Το δε χωρίον, εις το οποίον έφθασαν, και μεγάλον ήτο και +μεγαλοπρεπή κατοικίαν διά τον σατράπην είχε και προμαχώνες +(πύργοι) επί των περισσοτέρων οικιών υπήρχαν. Τα δε τρόφιμα +ήσαν αφθονώτατα. + +Εντεύθεν δ' επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας δέκα, μέχρις +ου υπερέβησαν τας πηγάς του Τίγρητος ποταμού. Εντεύθεν δ' +επορεύθησαν σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και έφθασαν +εις τον Τηλεβόαν ποταμόν, όστις ήτον ευδιάβατος, ουχί δε μέγας, +και περί τον οποίον ευρίσκοντο πολλά χωρία. + +Ο δε τόπος ούτος εκαλείτο δυτική Αρμενία και σατράπης εν αυτή +του βασιλέως ήτον ο Τιρίβαζος, ο και φίλος αυτού γενόμενος +κατόπιν, οσάκις δε ήρχετο εις επίσκεψίν του ο βασιλεύς, ουδείς +άλλος εκτός αυτού τον εβοήθει, διά να ανέρχεται επί του ίππου +του (!). + +Ούτος, λοιπόν, (ο Τιρίβαζος) επλησίασε με ιππικόν τον Ελληνικόν +στρατόν, και, προαποστείλας διερμηνέα, παρήγγειλεν ότι θα +επεθύμει να συνομιλήση με τους αρχηγούς του. Ούτοι δε +απεφάσισαν να τον ακούσουν. Και προσελθόντες εις επήκοον αυτού +τον ηρώτων τι θέλει. + +Ο δε Τιρίβαζος είπεν ότι θα ήθελε να συνθηκολογήση περί ειρήνης +μαζή των επί τω όρω ούτε αυτός να βλάπτη τους Έλληνας, ούτε +εκείνοι να καίουν τας οικίας, να λαμβάνουν δε όσα μόνον θα +εχρειάζοντο προς συντήρησίν των τρόφιμα. Οι στρατηγοί, +εγκρίναντες ταύτα, εσυνθηκολόγησαν επί τοις όροις αυτοίς περί +ειρήνης («εσπείσαντο»). + +Εντεύθεν δ' επορεύθησαν διά μέσου πεδιάδος σταθμούς τρεις, +παρασάγγας δέκα πέντε. Και ο Τιρίβαζος τους παρηκολούθει με τον +στρατόν του εις απόστασιν δέκα σταδίων. Και φθάνουν εις +μεγαλοπρεπή οικήματα και πολλά πέριξ των χωρία, γεμάτα από +πολλά και ποικίλα τρόφιμα. + +Ενώ δε εστρατοπεδεύοντο, αρχίζει την νύκτα να πίπτη χιών +άφθονος. Και προς τα εξημερώματα απεφάσισαν, διανεμόμενοι εις +διάφορα χωρία, να κατασκηνώσουν στρατός και στρατηγοί. Διότι +δεν έβλεπαν πολέμιον κανένα. Και εφρόνουν ότι ως εκ της πολλής +χιόνος θα ευρίσκοντο έτι περισσότερον εκεί εν ασφαλεία. + +Ενταύθα (εις τα χωρία αυτά) είχαν ό,τι ήθελαν. Όλα τα αγαθά. +Ζώα δηλαδή κατάλληλα διά θυσίας, σίτον, οίνους παλαιούς +ευώδεις, σταφίδας, όσπρια διάφορα. Τινές δε εκ των από του +στρατοπέδου διασκορπισθέντων έλεγαν ότι είχαν ίδη την νύκτα +διάφορα πυρά αναμμένα (λάμποντα). + +Ενόμισαν, λοιπόν, οι στρατηγοί (μετά την αναγγελίαν ταύτην) ότι +δεν ήσαν πλέον εν ασφαλεία, ούτω ανά τα χωρία διεσκορπισμένοι, +και ότι έπρεπε και πάλιν να συναθροίσουν τον στρατόν. Εφ' ω και +συνηθροίσθησαν. Άλλως τε εδώ κ' εκεί εφαίνετο να αιθριάζη &(να +ξανοίγη)& ο ουρανός. + +Την νύκτα όμως πίπτει φοβερά χιών, τόση, ώστε να σκεπάση, και +τα όπλα και τους ανθρώπους όλους κοιμωμένους. Ακόμη και τα ζώα +αυτά εζάρωσεν. Ώστε με μεγάλην των οκνηρίαν να σηκώνονται. +Διότι, εφ' όσον ήσαν ξαπλωμένα, η χιών, όση είχε πέση επάνω +των, παρείχεν εις κάθε ζώον, από το οποίον δεν κατέρρεεν (ως εκ +της αδρανείας του), θερμότητα. + +Όταν δε ο Ξενοφών, καταβαλών την εκ της θαλπωρής της χιόνος +ραθυμίαν, ηγέρθη γυμνός και ήρχισε να σχίζη ξύλα, ταχέως τότε +και κάποιος άλλος εγερθείς, αφού αφήρεσε την αξίνην από τας +χείρας του, τα έσχιζεν. Ως εκ τούτου και άλλοι εγερθέντες +ήναπτον πυρ και ήλειφον το σώμα των (διά να θερμανθούν). + +Διότι ενταύθα ευρίσκετο άφθονον χρίσμα (άλειμμα), με το οποίον +ηλείφοντο αντί ελαίου, κατασκευασμένον από λίπος χοίρου, από +σκυαμόλαδο, αμυγδαλόλαδο — από πικρά καμωμένο αμύγδαλα — και +από τρεμεντίνα. Από τα αυτά δε είδη ευρίσκετο και μύρον. + +Μετά ταύτα ενόμισαν ότι έπρεπε και πάλιν να κατασκηνώσουν +(διασκορπιζόμενοι) εις διαφόρους ανά τα χωρία οικίας. Ενταύθα, +λοιπόν, ελθόντες οι στρατιώται επέδραμον με μεγάλην των +ευχαρίστησιν και πολλάς κραυγάς ανά τας οικίας και τα τρόφιμα +&(ρεμούλα)&. Όσοι δε, πρωτήτερα από αυτούς επιδραμόντες, +έκαυσαν από ανόητον γενναιότητα και αναίδειαν τας οικίας, (εις +τας οποίας είχαν εισέλθη), ετιμωρήθησαν ως επιδείξαντες +άνανδρον εν αυταίς διαγωγήν. + +Εντεύθεν απέστειλαν την νύκτα με άνδρας Δημοκράτην τον εκ +Τήμνου εις τα όρη, όπου οι εκεί διεσκορπισμένοι (εκ του +στρατοπέδου) είχαν είπη ότι έβλεπαν λάμποντα πυρά. Διότι ο +Δημοκράτης ούτος είχεν ήδη εξακριβώση και πρωτήτερα πολλά +τοιαύτα, τα αληθινά ως αληθινά (ελέγχων) και τα ψευδή ως ψευδή. + +Πορευθείς, λοιπόν, είπεν ότι τα μεν πυρά δεν είδεν, επανήλθεν +όμως με κάποιον, ον καθ' οδόν συνέλαβε, φέροντα τόξον Περσικόν +και φαρέτραν και δίστομον πέλεκυν, οποίον και αι Αμαζόνες +φέρουν. + +Ερωτηθείς ο άνθρωπος ούτος: ποίος ήτον, απεκρίθη ότι ήτο Πέρσης +και ότι έρχεται από το στρατόπεδον του Τιριβάζου, διά να λάβη +τρόφιμα. Οι δε Έλληνες τον ηρώτων: πόσος ήτον ο στρατός του και +διά ποίον σκοπόν τον είχε συναθροίση. + +Ούτος δε είπεν ότι ο Τιρίβαζος ευρίσκετο εκεί (που) με όλον τον +στρατόν του, και με μισθοφόρους Χάλυβας και Ταόχους. Ότι είχε +παρασκευασθή με την πρόθεσιν να υπερβή το όρος προς το μέρος +των στενών του &(από της κλεισούραις του)&, από το οποίον και +μόνον υπήρχε διάβασις, και ότι εις το μέρος τούτο ακριβώς θα +επετίθετο αιφνιδίως κατά των Ελλήνων. + +Μόλις ήκουσαν ταύτα οι στρατηγοί αμέσως απεφάσισαν να +συναθροίσουν τον στρατόν. Και παρευθύς, αφήσαντες φρουράν και +ως στρατηγόν της ορίσαντες Σοφαίνετον τον Στυμφάλιον, +επορεύοντο έχοντες ως οδηγόν τον συλληφθέντα Πέρσην. + +Άμα δε ούτοι υπερέβησαν τα όρη, οι πελτασταί, αφού επροχώρησαν +αρκετά και παρετήρησαν λεπτομερώς το στρατόπεδον, δεν +εκρατήθησαν αναμένοντες τους (όπισθεν αυτών) οπλίτας, αλλ', +ανακράξαντες &(ξεφωνίσαντες)&, έτρεχαν κατ' επάνω του μ' ορμήν. +Οι δε βάρβαροι, ακούσαντες τον θόρυβον, δεν αντέστησαν, αλλ' +ετράπησαν πάντες εις φυγήν. Εν τούτοις εφονεύθησαν καί τινες +των βαρβάρων και ίπποι ως είκοσι τον αριθμόν συνελήφθησαν και η +του Τιριβάζου σκηνή εκυριεύθη, εντός της οποίας ευρέθησαν +αργυρόποδες κλίναι και διάφορα αγγεία με ποτά, προς δε και όσοι +έλεγαν ότι ήσαν οι αρτοκόποι και οινοχόοι του σατράπου. Αφού δ' +εξήτασαν και έμαθαν όλα αυτά (από τους πελταστάς) οι στρατηγοί +των οπλιτών, ενόμισαν φρόνιμον ν' απέλθουν εις το στρατόπεδόν +των όσον το δυνατόν ταχύτερον, μη τυχόν γείνη καμμία επίθεσις +κατά της εκεί καταλειφθείσης προς φύλαξιν φρουράς. Και ευθύς +αμέσως προσκαλέσαντες διά της σάλπιγγος όλον τον στρατόν, +ανεχώρησαν και έφθασαν αυθημερόν εις το στρατόπεδον. + + + +Κεφάλαιον πέμπτον. + + + +Την δ' επομένην ενόμισαν ότι το φρονιμώτερον ήτον αμέσως ν' +αναχωρήσουν, βαδίζοντες όσον ηδύναντο ταχύτερον, πριν ή +ανασυνταχθούν και πάλιν οι πολέμιοι και καταλάβουν τα στενά. +Ευθύς δ' ετοιμάσαντες τας αποσκευάς των επορεύοντο διά μέσου +πυκνοτάτης χιόνος, έχοντες οδηγούς πολλούς. Και αυθημερόν +υπερπηδήσαντες την κορυφήν του όρους, από την οποίαν έμελλε να +επιτεθή ο Τιρίβαζος, εστρατοπέδευσαν κάπου εκεί προχείρως. + +Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και +φθάνουν εις τον Ευφράτην ποταμόν, τον οποίον και διέρχονται, +βρεχόμενοι σχεδόν μέχρις ομφαλού, και του οποίου αι πηγαί +ελέγετο ότι δεν ήσαν και πολύ μακράν. + +Εντεύθεν επορεύοντο διά μέσου πεδιάδος, χιονιζόμενοι, σταθμούς +τρεις, παρασάγγας πέντε. Ο τρίτος όμως σταθμός υπήρξε δι' +αυτούς ταλαιπωρότατος. Βορράς έπνεε καταντικρύ των φοβερός +&(κατάμουτρα)&, καθολοκληρίαν κατακαίων όλα και ξεπαγιάζων τους +ανθρώπους. Όπου κάποιος εκ των μάντεων είπε να προσφέρουν +σφάγια (θυσίαν) εις τον Θεόν του ανέμου. Αμέσως δε και +προσφέρονται τοιαύτα. Όλοι δε είδαν ολοφάνερα ότι (αμέσως) το +κακόν του ανέμου εμετριάσθη. Ήτο δε το βάθος της χιόνος έως +μίαν οργυιάν. Ώστε και από τα υποζύγια και από τους αιχμαλώτους +πολλοί καθ' οδόν απέθαναν και εκ των στρατιωτών περί τους +τριάκοντα. + +Επέρασαν δε την νύκτα ανάπτοντες (διαρκώς) φωτιάν και +θερμαινόμενοι. Ξύλα δε ήσαν εις τον σταθμόν ουκ ολίγα. Τα οποία +όμως δεν επήρκουν και διά τους κατόπιν ερχομένους. Οι δε +ελθόντες πρωτήτερα και θερμαινόμενοι ήδη δεν άφηναν τους +αργοπορήσαντας να πλησιάσουν στη φωτιά των, εάν δεν τους έδιδαν +σίτον ή ό,τι δήποτε άλλο είχαν επάνω των φαγώσιμον. + +Τότε, λοιπόν, ό,τι είχεν έκαστος έδωκεν εις τον άλλον. Όπου δε +ήτο φωτιά αναμμένη, αναλυομένης, (ως εκ της θερμότητος), της +χιόνος, εσχηματίζοντο μεγάλοι λάκκοι μέχρι του εδάφους. Όπου +και ήτο δυνατόν να καταμετρήση τις το βάθος της χιόνος. + +Εντεύθεν δε, καθ' όλην την επιούσα ημέραν, επορεύοντο εν μέσω +χιόνων, πολλοί δε εκ των στρατιωτών έπαθαν από εξάντλησιν των +δυνάμεών των εκ της μαστιζούσης αυτούς μεγάλης πείνας +(«βουλιμίας»). Ο δε Ξενοφών, οπισθοφυλακών και συγκρατών +(προφθάνων) τους πίπτοντας εκ των στρατιωτών, ηγνόει οποία τις +ήτον η αρρώστιά των. + +Όταν δε κάποιος από τους γνωρίζοντας τα τοιαύτα του είπεν ότι +προφανώς έπαθαν από μεγάλην εκ της ασιτίας των εξάντλησιν, ότι +δε, εάν φάγουν κάτι, (έστω και ελάχιστον), θα αναζωγονηθούν, +τότε, περιερχόμενος (τριγυρίζων) τα υποζύγια, όπου ήθελεν εύρη +τίποτε φαγώσιμον το εμοίραζε και παντού απέστελλε τους +δυναμένους να περιτρέχουν (προς εξεύρεσιν τροφής), οίτινες +(ό,τι εύρισκαν) το έδιδαν αμέσως εις τους πάσχοντας. (43) + +Πράγματι δε, μόλις έτρωγαν κάτι, ανεζωογονούντο και επορεύοντο. +Ενώ δ' επορεύοντο, ο μεν Χειρίσοφος φθάνει &(κοντοφτάνει)&, +ότι ήρχισε να σκοτεινιάζη, εις κάποιο εκεί χωρίον, έμπροσθεν δε +του τειχίσματός του συναντά εκ του χωρίου ερχομένας γυναίκας +τινας και κόρας να υδροφορούν από κάποια εκεί πηγήν. + +Αύται, λοιπόν, τους ηρώτων: ποίοι είναι. Ο δε διερμηνεύς +απήντησεν εις Περσικήν γλώσσαν, ότι έρχονται εκ μέρους του +βασιλέως προς τον σατράπην. Εκείναι δε απεκρίθησαν ότι δεν +είναι ενταύθα (εις το χωρίον), αλλ' ότι απουσιάζει μακράν του +ένα παρασάγγην. Ούτοι δε, επειδή ήτον αργά, έρχονται μαζή με +τας υδροφόρους προς τον κωμάρχην, εντός του τειχίσματος. + +Και ο μεν Χειρίσοφος και όσοι ηδυνήθησαν εκ του στρατεύματος +εστρατοπέδευσαν ενταύθα, οι δε μη δυνάμενοι εκ των άλλων +στρατιωτών να διανύσουν την (μέχρι του χωρίου) οδόν +διενυκτέρευσαν (εις το ύπαιθρον) χωρίς να φάγουν τίποτε και +χωρίς φωτιά. Επίσης και εδώ απέθανάν τινες εκ των στρατιωτών +από το ψύχος. + +Τους ηκολούθουν δε (τους κατεδίωκον) όπισθεν αθροίσματά τινα +&(μπουλούκια)& εκ των βαρβάρων, αρπάζοντα όσα ζώα εύρισκαν +εξησθενημένα καθ' οδόν και περί της κατοχής των αναμεταξύ των +συμπλεκόμενα. Έμεναν δ' ακόμη οπίσω και όσοι εκ των στρατιωτών +είχαν εκ της χιόνος τυφλωθή και εκείνοι των οποίων τα δάκτυλα +των ποδών είχαν σαπίση από το ψύχος. + +Ανεκουφίζοντο δε ουκ ολίγον από το κακόν της χιόνος οι +οφθαλμοί, εάν προ αυτών εκράτει τις τίποτε μαύρον, ενώ +επορεύετο. Ως προς τους πόδας δε, εάν τις εκινείτο διαρκώς και +δεν ησύχαζε (δεν εκοιμάτο) διόλου και καθ' όλην την νύκτα είχεν +αυτούς ελευθέρους από τα υποδήματα. + +Δι' όσους όμως εκοιμώντο μ' αυτά &(με τα παπούτσια)&, +εισήρχοντο τα λουριά («ιμάντες») εις τους πρησμένους από το +ψύχος πόδας, και τα υποδήματα ολοτρόγυρα επάγωναν +&(εκοκκάλιαζαν)&. Διότι, επειδή είχαν ήδη φθαρή &(λυώση)& προ +πολλού τα παλαιά των υποδήματα, τα είχαν αντικαταστήση με +ακατέργαστα μονόπετσα τσαρούχια, καμωμένα από τα δέρματα βοών +προσφάτως εκδαρέντων. + +Ως εκ των ταλαιπωριών των, λοιπόν, αυτών έμεναν (ακόμη) οπίσω +τινές εκ των στρατιωτών. Οίτινες (μάλιστα) ιδόντες κάποια εκεί +που τοποθεσίαν να μαυρίζη, διότι δεν υπήρχε χιών εις το μέρος +τούτο, ενόμισαν (προς στιγμήν) ότι (εκεί) αύτη είχεν ήδη λυώση. +Πράγματι δε και είχε λυώση ένεκα θερμής τινος πηγής, η οποία +ήτον εκεί που πλησίον, εντός δασώδους φάραγγος. Προς το μέρος +αυτό τραπέντες οι στρατιώται εκείνοι εκάθηντο και δεν ήθελαν +διόλου να βαδίσουν. + +Ο δε Ξενοφών, επειδή ωπισθοφυλάκει (και, συνεπώς, ήτον εις +θέσιν ν' αντιλαμβάνεται καλλίτερον τα συμβαίνοντα), άμα ως +έμαθε περί τίνος πρόκειται, τους παρεκάλει επιτηδείως και με +τρόπον να μη μένουν οπίσω (από το στράτευμα), λέγων εις αυτούς +ότι έρχονται όπισθεν πολλοί πολέμιοι συγκεντρωμένοι +&(μαζεμμένοι)&. Εν τέλει δε (βλέπων τούτους αρνουμένους), και +εξωργίσθη. Ούτοι όμως τον παρεκάλουν να τους φονεύση (του +έλεγαν ότι καλλίτερον δι' αυτούς θα ήτο να τους φονεύση παρά να +προχωρήσουν). Διότι τους είναι απολύτως αδύνατον να βαδίσουν. + +Τότε ενόμισαν ότι έπρεπε να εκφοβίσουν, ει δυνατόν, τους +ακολουθούντας όπισθεν πολεμίους, διά να μην επιτεθούν κατά των +ασθενών και κουρασμένων. Και ήτο μεν ήδη σκότος, ούτοι δε (οι +πολέμιοι) τους επλησίασαν με μεγάλον θόρυβον, φιλονεικούντες +περί του τις πρώτος θα επιτεθή εναντίον των. + +Τότε, λοιπόν, οι οπισθοφύλακες, ως υγιαίνοντες, εξεγερθέντες +επετέθησαν κατά των πολεμίων. Οι δε ασθενείς, αναβοήσαντες όσον +ηδύναντο περισσότερον, εκτύπησαν τας ασπίδας προς τα δόρατα. Οι +δε πολέμιοι φοβηθέντες άφησαν εαυτούς να φέρωνται επί της +χιόνος προς την φάραγγα (ετράπησαν εις φυγήν), και ουδείς πλέον +ουδαμού έκαμε λόγον περί αυτών. + +Και ο μεν Ξενοφών με τους ιδικούς του, αφού είπαν εις τους +ασθενείς ότι την επομένην θα τους επισκεφθούν τινες (εκ των +στρατιωτών του), βαδίζοντες, πριν ή ακόμη διανύσουν τέσσαρα +στάδια, συναντούν εις τον δρόμον κοιμωμένους, καθ' ολοκληρίαν +δε από την χιόνα σκεπασμένους, τους (υπολειφθέντας από τους +περί τον Χειρίσοφον) στρατιώτας. Είδαν δε ότι ούτε ίχνος καν +φρουράς είχε τοποθετηθή (προς φρούρησίν των). Και τους +παρεκίνουν να επιστρέψουν. Ούτοι δε έλεγαν ότι, όσοι είναι +έμπροσθεν (όσοι προχωρούν) δεν πρέπει να υποχωρούν. + +Ο δε Ξενοφών, αφού επροσπέρασεν, απέστειλε προς αυτούς τους +ισχυροτέρους των πελταστών με την διαταγήν να εξετάσουν ποίον +είναι το αίτιον που τους εμποδίζει να τον ακολουθήσουν. Ούτοι +δε, (επιστρέψαντες), του ανήγγειλαν: διότι όλον το στράτευμα +επεθύμει να ησυχάση (να κοιμηθή) εκεί, όπως ευρίσκετο. + +Τότε και οι περί τον Ξενοφώντα διενυκτέρευσαν ενταύθα (εις το +ύπαιθρον) χωρίς φωτιά και άδειπνοι, εγκαταστήσαντες οίας +ηδύναντο φρουράς. Αφού δε εξημέρωσεν, ο μεν Ξενοφών, αποστείλας +προς τους ασθενούντας τους νεωτάτους (των οπισθοφυλάκων), τους +διέταξεν, αφού τους σηκώσουν (από τον ύπνον των), να τους +εξαναγκάσουν να βαδίσουν. + +Εν τούτω δε τω μεταξύ ο Χειρίσοφος αποστέλλει τινάς εκ των εν +τω χωρίω στρατοπεδευμένων στρατιωτών του, διά να εξετάσουν εις +ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται οι τελευταίοι (οι περί τον +Ξενοφώντα). Ούτοι δε, ιδόντες (αυτούς) με ευχαρίστησίν των, +τους μεν ασθενούντας παρέδωσαν εις αυτούς, διά να τους φέρουν +εις το στρατόπεδον, αυτοί δε επορεύοντο και, πριν διανύσουν +είκοσιν εν όλω στάδια, έφθασαν εις το χωρίον, όπου +εστρατοπέδευεν ο Χειρίσοφος. + +Αφού δε συνηντήθησαν, ενόμισαν ότι θα ήσαν εν πλήρει ασφαλεία, +εάν κατεσκήνου κατά κώμας ο στρατός. Και ο μεν Χειρίσοφος +έμενεν ενταύθα. Οι δε άλλοι, μοιρασθέντες προς αλλήλους όσας +είχαν προ των οφθαλμών των κώμας &(όσα έφτανε το μάτι των +χωριά),& επορεύοντο έκαστος με τους ιδικούς του εις ο έτυχεν +εις αυτόν χωρίον. + +Τότε, λοιπόν, ο λοχαγός Πολυκράτης ο Αθηναίος τους παρεκάλεσε +να τον αφήσουν ελεύθερον εις τας ενεργείας του. Και λαβών τους +ευζώνους ορμά κατά του χωρίου, το οποίον έτυχεν εις τον +Ξενοφώντα, και καταλαμβάνει απροόπτως όλους τους κατοίκους του +με τον αρχηγόν των και δέκα επτά πώλους συντηρουμένους, διά να +σταλούν ως φόρος εις τον βασιλέα, και την θυγατέρα του +κωμάρχου, μόλις προ εννέα ημερών νυμφευθείσαν, της οποίας ο +σύζυγος, επειδή επήγε την ημέραν εκείνην να κυνηγήση λαγούς, +δεν συνελήφθη μαζή με τους άλλους από τον Πολυκράτην. + +Αι δε οικίαι ήσαν υπόγειοι και είχαν την θύραν στενήν καθώς το +στόμα φρέατος, προς τα κάτω δ' ευρείαι. Αι δε είσοδοι διά μεν +τα ζώα ήσαν εσκαμμέναι, οι άνθρωποι όμως κατέβαιναν διά +(χωματίνης) κλίμακος. Εντός δε των οικιών συνδιαιτώντο μαζή με +τα μικρά των αίγες, χοίροι, βόες, όρνιθες. + +Τα δε κτήνη συνετηρούντο με ξηρόν χόρτον. Ήσαν δ' ακόμη και +σίτος και κριθαί και όσπρια και οίνος κρίθινος &(μπύρα)& μέσα +εις αγγεία, επίτηδες προωρισμένα διά κέρασμα («κρατήρας»), +εντός των οποίων υπήρχον και αυταί αι κριθαί, επιπλέουσαι μέχρι +του χείλους των αγγείων. Ακόμη δε και άχυρα υπήρχον εντός +αυτών, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, χωρίς κόμβους. + +Ένεκα τούτου δε, όταν τις εδίψα, έπρεπε να τον απομυζεί +&(ρουφάη)& από τον κρατήρα με κλειστά τα χείλη. Ήτο δε πάρα +πολύ δυνατός δι' εκείνον που τον έπινε χωρίς νερό. Πάρα πολύ δε +γλυκύς δι' εκείνον που τον είχε συνηθίση. + +Ο δε Ξενοφών εδείπνησε μαζή με τον άρχοντα του χωρίου και του +συνίστα να έχη θάρρος, διαβεβαιών αυτόν ότι και των τέκνων του +δεν θα στερηθή και από την οικίαν του θ' αναχωρήσουν, αφού +πρώτα την ξαναγεμίσουν με νέας τροφάς, (44) εάν είχε την +διάθεσιν να του υποδείξη κανένα χρήσιμον πράγμα διά το +στράτευμα, έως ότου φθάσουν εις άλλο Έθνος. + +Ούτος δε του το υπεσχέθη αμέσως και, φιλοφρονούμενος, του +έδειξεν ως τοιούτον οίνον εις ο μέρος ήτον εντός καταχώστων +αγγείων («αμφορέων») αποτεθειμένος. Ταύτην μεν, λοιπόν, την +νύκτα ούτω ανά τας διαφόρους κώμας διανεμηθέντες εκοιμήθησαν, +έχοντες τα πάντα εν αφθονία, όλοι οι στρατιώται, φυλάσσοντες δε +τον κωμάρχην και τα τέκνα του ούτως ώστε να τους βλέπουν. + +Την δ' επομένην ο Ξενοφών, παραλαβών τον κωμάρχην, επορεύετο +προς τον Χειρίσοφον. Από οιονδήποτε δε χωρίον διήρχετο, +διηυθύνετο προς τους χωρικούς και συνήντα παντού (στρατιώτας) +ευωχουμένους και ευθυμούντας, και από κανένα μέρος δεν τους +άφηναν να φύγουν, χωρίς να τους παραθέσουν γεύμα. + +Πανταχού δε, όπου και αν μετέβησαν, εις μίαν και την αυτήν +τράπεζαν παρέθετον κρέατα αρνίσια, κατσικίσια, χοιρινά, +μοσχαρίσια, ορνίθινα, μαζή με πολλούς άρτους, άλλους μεν +σιταρένιους, άλλους δε κριθίνους. + +Οσάκις δε ήθελε κανείς, φιλοφρονούμενος πρός τινα, να προπίη +εις υγείαν του, τον έσυρε (σχεδόν διά της βίας) άνωθεν του +κρατήρος, από τον οποίον ήτον υποχρεωμένος, αφού έσκυβεν από +'πάνω του, να πίνη ροφών σαν βώδι. Και εις τον κωμάρχην +επέτρεψαν να λαμβάνη ό,τι ήθελεν η καρδιά του. (45) Ούτος δε +δεν εδέχετο μεν απολύτως τίποτε, αλλ' όπου έβλεπε κανένα εκ των +συγγενών του, πάντοτε τον έσυρε προς το μέρος του. + +Αφού δε ήλθαν εις τον Χειρίσοφον, ηύραν και τους εκεί +κατασκηνούντας (στρατιώτας) στεφανωμένους με στεφάνους, από +ξηρόν χόρτον καμωμένους, παίδας δε Αρμενίους υπηρετούντας +αυτούς με βαρβαρικάς στολάς, εις τους οποίους, σαν να ήσαν +άλαλοι, υπεδείκνυαν διά νευμάτων παν ό,τι έπρεπε να κάμουν. +(46) + +Αφού δ' εχαιρετήθησαν ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος, από κοινού +ηρώτων τον κωμάρχην διά του ομιλούντος την Περσικήν διερμηνέως +«οποία τις ήτον η χώρα, εις ην ευρίσκοντο». Ούτος δ' έλεγεν +«ότι ήτον η Αρμενία». Και πάλιν τον ηρώτων: «διά ποίον +συνετηρούντο οι ίπποι». Και εκείνος απήντα ότι προωρίζοντο ως +φόρος διά τον βασιλέα. Ότι δε οι κάτοικοι οι την γείτονα χώραν +κατοικούντες ωνομάζοντο Χάλυβες». Περιέγραφε δε την άγουσαν εις +την χώραν των οδόν. + +Και τον μεν κωμάρχην τότε παραλαβών μαζή του ο Ξενοφών απήλθε +προς τους υπηρέτας (του κωμάρχου). Κάποιον δε ίππον, τον οποίον +είχεν αιχμαλωτίση προ πολλού, του τον προσφέρει (με την +σύστασιν), αφού τον παχύνη, να τον θυσιάση, διότι είχεν ακούση +ότι ήτον εκ των προς θυσίαν εις τον Ήλιον συντηρουμένων, +φοβούμενος μήπως αποθάνη &(ψοφήση)& ένεκα των κακοπαθειών, τας +οποίας είχεν υποστή εν τη οδοιπορία. Ο δε Ξενοφών λαμβάνει (δι' +εαυτόν) ένα εκ των πώλων (των διά βασιλικόν φόρον +προωρισμένων), δίδων επίσης από ένα και εις έκαστον των άλλων +στρατηγών και λοχαγών του. + +Οι δε εν τη χώρα ταύτη ίπποι ήσαν μικρότεροι μεν των Περσικών, +κατά πολύ όμως θυμοειδέστεροι. Τότε, λοιπόν, και ο κωμάρχης +τους εξηγεί &(τους μαθαίνει)& πώς να τυλίσσουν περί τους πόδας +των ίππων και των υποζυγίων μικρούς σάκκους, όταν οδοιπορούν εν +μέσω χιόνων, διότι χωρίς τους σάκκους αυτούς (θα) εβυθίζοντο +(ίπποι και υποζύγια) μέχρι της κοιλίας, + + + +Κεφάλαιον έκτον. + + + +Μετά οκτώ δ' ημέρας ο Ξενοφών τον μεν οδηγόν (κωμάρχην) +παραδίδει εις τον Χειρίσοφον, τους δε υπηρέτας του, +χαριζόμενος, αφήνει εις την διάθεσίν του, πλην του υιού του, +προ ολίγου μόλις εισελθόντος εις την εφηβικήν ηλικίαν, ον +παραδίδει εις τον Επισθένην τον Αμφιπολίτην προς φύλαξιν, με +την εντολήν όπως, εάν το νομίζη ορθόν, απέλθη κρατών (ως +όμηρον) και τούτον. Εις δε την οικίαν του εισεκόμισαν (αντί των +καταναλωθέντων υπ' αυτών τροφίμων) όσα ηδύναντο περισσότερα. + +Και ανασυνταχθέντες επορεύοντο. Προηγείτο δ' αυτών βαδίζων διά +της χιόνος ο κωμάρχης με λυτάς τας χείρας. Και ήδη ήσαν εις τον +τρίτον σταθμόν, και ο Χειρίσοφος εξωργίσθη εναντίον του, διότι +δεν τους ωδήγησεν εις χωρία. Ούτος δε, (δικαιολογούμενος), +έλεγεν ότι δεν υπήρχον τοιαύτα εις τον τόπον τούτον. Ο δε +Χειρίσοφος τον εκτύπησε μεν, δεν τον έδεσεν όμως. + +Ως εκ τούτου δ' εκείνος, (ευρών ευκαιρίαν), κατώρθωσε να +δραπετεύση την νύκτα, εγκαταλείψας τον υιόν του. Το γεγονός δ' +αυτό υπήρξε το μόνον που έγεινε, καθ' όλον το διάστημα της +οδοιπορίας, αφορμή ψυχρότητος μεταξύ του Χειρισόφου και του +Ξενοφώντος: η κακομεταχείρισις δηλ. του κωμάρχου από τον +Χειρίσοφον και η περί την φύλαξιν αυτού επιδειχθείσα αμέλεια. Ο +δ' Επισθένης ηγάπησεν («ηράσθη») τον παίδα, και, αφού τον +έφερεν εις την πατρίδα του, τον μετεχειρίζετο ως ερωμένην του +(ως καταλληλότατον διά να αφροδισιάζεται). + +Μετά ταύτα επορεύθησαν επτά σταθμούς, διανύοντες ανά πέντε +παρασάγγας εκάστην ημέραν, και φθάνουν εις τον Φάσιν ποταμόν, +έχοντα πλάτος ενός πλέθρου. Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο, +παρασάγγας δέκα. Εις ο δε μέρος υπήρχεν η από των ορέων προς +την πεδιάδα διάβασις, τους συνήντησαν οι των χωρών αυτών +κάτοικοι, οι Χάλυβες και οι Ταόχοι και οι Φασιανοί. Ο δε +Χειρίσοφος, αφού παρετήρησεν εις το μέρος τούτο της διαβάσεως +τους πολεμίους, έπαυσε πλέον να βαδίζη, απέχων αυτής μέχρι +τριάκοντα σταδίων, και τούτο, διά να μη πλησιάση τους πολεμίους +οδηγών την φάλαγγα κατά κέρας. (47) Διέταξε δε και τους άλλους +να παρατάξουν κατά παραγωγήν τους λόχους, διά να παρουσιασθή το +στράτευμα όλον κατά μέτωπον. + +Αφού δε ήλθαν οι οπισθοφύλακες, συνεκάλεσε τους στρατηγούς και +λοχαγούς και είπε προς αυτούς τα εξής: «Οι μεν πολέμιοι, όπως +βλέπετε, κατέλαβον την διάβασιν του όρους. Είναι δε καιρός να +σκεφθώμεν πώς θ' αγωνισθώμεν όσον το δυνατόν καλλίτερα. + +»Εγώ μεν, λοιπόν, νομίζω ορθόν να διατάξωμεν μεν να γευματίσουν +οι στρατιώται, ημείς δε να σκεφθώμεν αν σήμερον ή αύριον θ' +αποφασίσωμεν να υπερβώμεν το όρος». + +«Αλλ' όσον αφορά εμέ — είπεν ο Κλεάνωρ — φρονώ ότι, αφού ως +τάχιστα γευματίσωμεν, πρέπει να βαδίσωμεν, εξοπλιζόμενοι ως +τάχιστα, κατά των πολεμίων. Διότι, εάν αφήσωμεν να περάση η +σημερινή ημέρα ασκόπως (εάν χρονοτριβήσωμεν σήμερον), και οι +βλέποντες ήδη ημάς πολέμιοι θα γείνουν τολμηρότεροι, και άλλοι +πολύ περισσότεροι, τούτων τολμηροτέρων γινομένων, θα προστεθούν +βεβαίως εις αυτούς». + +Μετά τον Κλεάνορα ο Ξενοφών είπεν: «Η δε ιδική μου γνώμη είναι +η εξής: «Εάν μεν ήναι ανάγκη να πολεμήσωμεν, υπέρ παν άλλο +οφείλομεν να φροντίσωμεν πώς να πολεμήσωμεν όσον το δυνατόν +καλλίτερα. Εάν δε θέλωμεν να επιχειρήσωμεν την διάβασιν όσον το +δυνατόν ευκολώτερα, υπέρ παν άλλο μου φαίνεται ότι τούτο πρέπει +να σκεφθώμεν: πώς να υποστώμεν όσον το δυνατόν μεν ολιγωτέρας +ζημίας, όσον το δυνατόν δε ολιγωτέρους να απολέσωμεν άνδρας. + +»Και το μεν όρος, λοιπόν, είναι αυτό που βλέπετε, εκτεινόμενον +εις έκτασιν μεγαλητέραν των εξήκοντα σταδίων. Ουδαμού δ' αλλού +φαίνονται άνδρες παραμονεύοντες ημάς παρά μόνον όσοι είναι επί +της προς αυτό αγούσης οδού, (ην έχομεν ενώπιόν μας). Θα ήτο, +λοιπόν, πολύ προτιμότερον να προσπαθήσωμεν με κάθε τρόπον: και +να υποκλέψωμεν απαρατήρητοι κανένα κομμάτι από το υπόλοιπον +αφύλακτον («έρημον») όρος, και, αφού φθάσωμεν εις αυτό κρυφίως, +να το αρπάσωμεν, εάν ημπορούμεν, εξ εφόδου, παρά να πολεμήσωμεν +(εκ του συστάδην) προς οχυρά του όρους μέρη και άνδρας προς +μάχην ήδη προετοιμασμένους. + +»Διότι θα ήτο πολύ ευκολώτερον (ακινδυνότερον) να βαδίσωμεν +αμαχητί ανηφορικόν δρόμον (μη έχοντες ενώπιον μας πολεμίους) +παρά (να βαδίζωμεν δρόμον) ομαλόν, έχοντες όμως από το ένα +μέρος και από το άλλο (δεξιά και αριστερά μας) τον εχθρόν. Και +είναι προτιμότερον ακόμη να βαδίζη τις αμαχητί την νύκτα, +βλέπων καλά (μόνον) τα προ των ποδών του, παρά να πολεμή την +ημέραν (βλέπων καθ' όλον το μήκος της οδού). Η δε κρημνώδης γη +είναι πλέον υποφερτή στους πόδας, εάν οι άνδρες βαδίζουν +αμαχητί, παρά η ομαλή, εάν οι άνδρες κτυπώνται κατακέφαλα. + +»Και δεν μου φαίνεται δα ότι είναι ακατόρθωτον το να +υποκλέψωμεν κρυφίως κανένα σημείον (μέρος) του όρους, αφού +είναι μεν δυνατόν να βαδίσωμεν νύκτα (κατά των πολεμίων), ώστε +να μη μας ίδουν, είναι δε επίσης δυνατόν να προχωρήσωμεν επί +τοσούτον, ώστε να μη μας καταλάβουν. Κατά την γνώμην μου δε, +εάν προσποιηθώμεν ότι επιτιθέμεθα φανερά κατά των πολεμίων (εις +ο μόνον μέρος ευρίσκονται ούτοι), θα δυνηθώμεν να +χρησιμοποιήσωμεν υπέρ ημών περισσότερον αφύλακτον του όρους +μέρος. Διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι πολέμιοι θα έμεναν +περισσότερον μαζεμμένοι εις ην θέσιν ήδη ευρίσκονται. + +»Αλλά τι σημασίαν έχει η περί κλοπής ιδική μου γνώμη και κατά +τι θα ηδύνατο να συντελέση εις τον περί ου πρόκειται σκοπόν; +Διότι εγώ, ω Χειρίσοφε, ακούω περί υμών των Λακεδαιμονίων και +εν γένει περί όσων είναι ομότιμοι με σας (περί όλων των +σπαρτιατιζόντων όπως σεις), ότι από της παιδικής ακόμη ηλικίας +σπουδάζετε το κλέπτειν, και ότι δεν είναι εντροπή, τουναντίον +μάλιστα ότι είναι άξιον επαίνου το να κλέπτη τις όσα δεν +εμποδίζει ο νόμος. + +»Διά να κλέπτετε δε όσον το δυνατόν καλλίτερα, καταβάλλετε κάθε +προσπάθειαν να μη σας εννοούν (ενώ κλέπτετε). Διότι, συμφώνως +με τα έχοντα ισχύν νόμου έθιμά σας, εάν τυχόν συλληφθήτε +κλέπτοντες, τιμωρείσθε με μαστίγωσιν. Τώρα, λοιπόν, είπερ ποτέ +είναι διά σε ευκαιρία να επιδείξης την τέχνην σου αυτήν και να +προφυλαχθής, ώστε να μη συλληφθώμεν κλέπτοντες κανέν σημείον +του όρους, διά να μη ξυλισθώμεν &(διά να μη της φάμε)».& + +«Αλλ' όμως, είπεν ο Χειρίσοφος, κ' εγώ ακούω περί υμών των +Αθηναίων ότι είσθε ικανώτατοι (φοβεροί) περί το κλέπτειν τα +δημόσια, αν και ο (της τιμωρίας) κίνδυνος είναι μέγας διά τον +κλέπτοντα, και μάλιστα ότι οι ικανώτατοι περί το κλέπτειν είναι +και οι καλλίτεροί σας, εάν αληθώς εν Αθήναις κρίνωνται ως άξιοι +να διευθύνουν τα δημόσια πράγματα (να διαχειρίζωνται τα +δημόσια) οι καλλίτεροι». + +«Εγώ μεν, λοιπόν, απήντησεν ο Ξενοφών, είμαι πάντοτε έτοιμος, +έχων τους οπισθοφύλακας, να βαδίσω, ευθύς άμα δειπνήσωμεν, προς +κατάληψιν του όρους. Έχω δε μαζή μου και οδηγούς. Διότι οι +εύζωνοί μου, ενεδρεύοντες, συνέλαβόν τινας εκ των +παρακολουθούντων το στράτευμα λωποδυτών (του τόπου). Τούτους +ερωτήσας έμαθον ότι δεν είναι άβατον το όρος, αλλ' ότι βόσκεται +από βόας και αίγας. Ώστε, όταν άπαξ καταλάβωμεν μέρος τι εξ +αυτού, θα το έχωμεν ευδιάβατον (θα μας ήναι τότε ευδιάβατον) +και εις τα ζώα μας. + +» Ελπίζω δε ότι, όταν μας ίδουν οι πολέμιοι ευρισκομένους επί +της κορυφής όπως αυτοί, δεν θα τολμήσουν να παραμείνουν +(ανθιστάμενοι). Διότι και τώρα δεν τολμούν, κατερχόμενοι, να +παρουσιασθούν ισόπαλοι ημών &(να μετρηθούν μαζή μας)»&. + +Ο δε Χειρίσοφος είπε: «Και διά ποίον λόγον πρέπει να βαδίσης συ +(προς την κορυφήν), εκθέτων (εις την διάκρισιν του εχθρού) την +οπισθοφυλακήν; (48) Άλλους ν' αποστείλης, αν δεν παρουσιασθούν +τινες αφ' εαυτών (εκουσίως των) γενναίοι». + +Μετά τους λόγους τούτους του Χειρισόφου έρχεται με οπλίτας μεν +Αριστώνυμος ο Μεθυδριεύς, μ' ευζώνους δε Αριστέας ο Χίος και +Νικόμαχος ο Οιταίος. Οίτινες συνεφώνησαν (με τον Ξενοφώντα και +τον Χειρίσοφον), άμα ως καταλάβουν την κορυφήν του όρους, ν' +ανάψουν πολλά πυρά επ' αυτού (προς είδησίν των). + +Μετά ταύτα εγευμάτισαν. Και μετά το γεύμα επροχώρησεν +(επλησίασεν) ο Χειρίσοφος με όλον του το στράτευμα προς τους +πολεμίους περί τα δέκα στάδια, επί τω σκοπώ να τους εξαπατήση +όσον το δυνατόν περισσότερον, ότι διά της φανεράς αυτής οδού +και μόνον θα οδηγήση εναντίον των το στράτευμα. + +Αφού δ' εδείπνησαν κ' ενύκτωσεν, όσοι μεν ωρίσθησαν (διά την +κατάληψιν) ανεχώρησαν και καταλαμβάνουν (διά μυστικής οδού) το +όρος. Οι δε υπόλοιποι έμειναν ενταύθα αναπαυόμενοι. Αλλ' οι +πολέμιοι, μόλις ενόησαν ότι το όρος κατελήφθη, ηγρύπνουν και +έκαιον πολλά πυρά καθ' όλην την νύκτα. + +Άμα δ' εξημέρωσεν, ο μεν Χειρίσοφος, αφού προσέφερε θυσίαν εις +τους Θεούς, εβάδισε διά της φανεράς (προς την διάβασιν) οδού +κατά των πολεμίων. Οι δε καταλαβόντες ήδη τας κορυφάς του όρους +ώρμησαν εναντίον των. + +Εκ δε των πολεμίων πάλιν το μεν μεγαλείτερον μέρος έμεινε +κατέχον την διάβασιν («υπερβολήν») του όρους, μέρος δε μόνον εξ +αυτών εβάδισε κατά των καταλαβόντων τας κορυφάς (Ελλήνων). Πριν +ή δ' ακόμη συγκρουσθή το μεγαλήτερον μέρος των πολεμίων προς +τον διά της φανεράς οδού επερχόμενον Χειρίσοφον, έρχονται εις +σύγκρουσιν επί των κορυφών («κατά τα άκρα») πολέμιοι και +Έλληνες και νικούν οι δεύτεροι και τους καταδιώκουν. + +Εν τω μεταξύ δε τούτω και εκ των εκ της πεδιάδος επερχομένων +Ελλήνων οι μεν πελτασταί επιτίθενται δρομαίοι κατά των +παρατεταγμένων (επί της διαβάσεως) πολεμίων, με ταχύ δε βήμα +έρχεται κατόπιν των με τους οπλίτας του ο Χειρίσοφος. + +Οι δε πολέμιοι, οι επί της διαβάσεως ταύτης (ευρισκόμενοι), +(49) αφού είδαν ότι οι επί των κορυφών (με τους Έλληνας) +συγκρουσθέντες ενικήθησαν, τρέπονται εις φυγήν. Και εφονεύθησαν +μεν ουκ ολίγοι εξ αυτών, πλείσται δε όσαι πλεκταί ασπίδες +κατελήφθησαν, τας οποίας κόψαντες με τας μαχαίρας των οι +Έλληνες κατέστησαν αχρήστους. + +Ευθύς δε άμα ανήλθον όλοι (Χειρίσοφος και πελτασταί και εύζωνοι +και οπλίται) επί της (προς την πεδιάδα αγούσης) διαβάσεως, αφού +προσέφεραν θυσίαν εις τους Θεούς και έστησαν επ' αυτής (εις +ανάμνησιν της νίκης των) τρόπαιον, κατήλθον εις την πεδιάδα και +κατεσκήνωσαν εις χωρία, γεμάτα από πολλά αγαθά (τρόφιμα). + + + +Κεφάλαιον έβδομον. + + + +Μετά ταύτα δε επορεύθησαν εις την χώραν των Ταόχων βαδίσαντες +σταθμούς πέντε, παρασάγγας τριάκοντα. Και αι τροφαί εσώθησαν. +Διότι οι Ταόχοι κατώκουν οχυρά μέρη, εις τα οποία, (απ' όλα τα +πέριξ μεταφέροντες), είχαν συσσωρεύση όλας τας τροφάς. + +Αφού δ' επλησίασαν εις μέρος, εις το οποίον ούτε πόλις υπήρχεν, +ούτε οικία, και εις το οποίον είχαν συναθροισθή (ωχυρωμένοι) +και άνδρες και γυναίκες και πολλά κτήνη, ο μεν Χειρίσοφος, +ευθύς άμα έφθασε, κατηύθυνε κατ' αυτού την επίθεσίν του. Επειδή +δε οι πρώτοι εκ των επιτεθέντων κατεβλήθησαν &(απόστασαν)&, +ήλθαν κατόπιν άλλοι και πάλιν άλλοι. Διότι δεν ήτο δυνατόν όλοι +μαζή να τους περικυκλώσουν, επειδή το μέρος ήτον ολόγυρα +απόκρημνον. + +Αφού δε ήλθεν ο Ξενοφών με τους οπισθοφύλακας και τους +πελταστάς και τους οπλίτας, τότε ο Χειρίσοφος του λέγει: «Εις +καλήν ώραν ήλθατε. Διότι το μέρος αυτό είναι απόλυτος ανάγκη να +κυριευθή. Διότι θα στερηθή ο στρατός των τροφίμων του, εάν δεν +το καταλάβωμεν (διά πάσης θυσίας)». + +Τότε, λοιπόν, από κοινού συνεσκέφθησαν. Και επειδή ο Ξενοφών +ηρώτησε: «τι εμποδίζει ίνα εισβάλη τις εις το μέρος τούτο», ο +Χειρίσοφος απήντησε: «Καθώς βλέπεις, ένα μόνον μονοπάτι υπάρχει +(προς επίθεσιν). Όταν δε αποπειραθή τις να το προσπεράση, +κυλίουν άνωθέν του (οι πολέμιοι) από του μεγάλου αυτού βράχου +(τον οποίον βλέπεις) λίθους. Εκείνος δε ο οποίος ήθελε κτυπηθή, +ιδού τι παθαίνει». Και συγχρόνως του έδειξεν ανθρώπους έχοντας +συντετριμμένα και σκέλη και πλευράς. «Όταν δε τελειώσουν τους +λίθους, είπεν ο Ξενοφών, υπάρχει τίποτε άλλο, το οποίον να μας +εμποδίση να περάσωμεν; Τουναντίον μάλιστα! — δεν βλέπομεν (εκεί +επάνω) παρά τους ολίγους αυτούς ανθρώπους, και εξ αυτών δύο ή +τρεις μόνον ωπλισμένους. + +»Το δε μέρος, το οποίον είναι ανάγκη να διέλθωμεν κτυπώμενοι, +έχει, όπως και συ βλέπεις, έκτασιν ενός και ημίσεος μόλις +πλέθρου. (50) Εξ αυτού δε (του μέρους) έκτασις ενός πλέθρου +είναι δάσος από αραιά μεγάλα πεύκα, όπισθεν των οποίων +ιστάμενοι οι άνδρες τι θα ηδύναντο να πάθουν από τους +διευθυνομένους ή κυλιομένους εναντίον των λίθους; Ό,τι μένει, +λοιπόν, είναι ήμισυ περίπου πλέθρον, το οποίον ταχέως θα +διατρέξωμεν, όταν τους ολιγοστέψουν οι λίθοι». + +«Αλλά μόλις — είπεν ο Χειρίσοφος — αρχίσωμεν να προχωρούμεν +προς το δάσος, αμέσως τότε καταφέρονται πλείστοι όσοι λίθοι +εναντίον μας. Αυτό δ' ακριβώς θα ήτο δι' ημάς και το +επωφελέστερον. Διότι ταχέως ούτω θα καταναλώσουν τους λίθους. +Αλλ' ας βαδίζωμεν (ή Λοιπόν ας βαδίζωμεν) προς εκείνο το μέρος +του δάσους, από το οποίον ελάχιστον μόνον διάστημα θα έχωμεν να +διατρέξωμεν, εάν ημπορούμεν, και, εξ άλλου, θα οπισθοχωρούμεν +ευκολώτερα, εάν θέλωμεν». + +Μετά ταύτα επορεύοντο ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών και ο +Καλλίμαχος ο Παρράσιος, λοχαγός. Διότι ούτος κατ' εκείνην την +ημέραν είχε την αρχηγίαν εφ' όλων των λοχαγών της οπισθοφυλακής +— οι δε άλλοι λοχαγοί έμειναν αμετακίνητοι &(δεν το κούνησαν)& +— Με τον Καλλίμαχον, λοιπόν, επροχώρησαν σιγά υπό τα δένδρα έως +εβδομήκοντα άνδρες. Και όχι όλοι μαζή, αλλ' ένας-ένας, +προφυλαττόμενοι έκαστοι όπως ηδύναντο. + +Αγασίας δε ο Στυμφάλιος και Αριστώνυμος ο Μεθυδριεύς, λοχαγοί +και αυτοί εκ των οπισθοφυλάκων, και άλλοι ακόμη, εστάθησαν +&(εκοντοστάθησαν)& έξω των δένδρων. Διότι ήτον επικίνδυνον να +σταθούν εντός της περιοχής των δένδρων περισσότεροι του ενός +λόχου. + +Τότε, λοιπόν, ο Καλλίμαχος μηχανάται το εξής: Αρχίζει να +προτρέχη δύο-τρία βήματα από του δένδρου, όπισθέν του οποίου +ευρίσκετο. Όταν δε ήρχιζαν οι πολέμιοι να τον λιθοβολούν, +ευκολώτατα (ταχέως) υπεχώρει και πάλιν υπό το δένδρον. Εις +έκαστον δε τρέξιμο του περισσότεραι από δέκα άμαξαι πετρών +κατηναλίσκοντο. + +Ο δε Αγασίας, καθώς βλέπει τον Καλλίμαχον να τολμά τοιαύτα, και +το στράτευμα ολόκληρον να τον παρατηρή, φοβηθείς μήπως δεν +φθάση αυτός πρώτος εις το μέρος (όπου ευρίσκοντο οι πολέμιοι), +και χωρίς να καλέση εις βοήθειάν του ούτε τον πλησίον του +ιστάμενον Αριστώνυμον, ούτε Ευρύλοχον τον Λουσιέα, αμφοτέρους +ομοτίμους φίλους του, ούτε άλλον κανένα, προχωρεί μόνος του και +προσπερνά όλους (τρέχων προς τα εμπρός). + +Αλλ' ο Καλλίμαχος, μόλις τον είδε παρερχόμενον, τον πιάνει από +την περιφέρειαν της ασπίδος του και τον σταματά. Εν τω μεταξύ +δε τούτω παρατρέχει αυτούς &(τους ξεπερνά)& Αριστώνυμος ο +Μεθυδριεύς και μετά τούτον Ευρύλοχος ο Λουσιεύς. Διότι όλοι +αυτοί συνηγωνίζοντο τις να επιδειχθή περισσότερον γενναίος, +ανταγωνιζόμενοι ούτω προς αλλήλους. Ούτω δ' ερίζοντες, +κυριεύουν επί τέλους το περιμάχητον εκείνο μέρος. Διότι, αφού +άπαξ εισέδραμον, καμμία πλέον πέτρα δεν ερρίφθη άνωθεν. + +Και ήτο, λοιπόν, εδώ φοβερόν αληθώς το θέαμα! Διότι αι +γυναίκες, αφού πρώτα έρριπτον κάτω τα παιδιά των, εκρημνίζοντο +κατόπιν και αύται επάνω των, επίσης δε και οι άνδρες. Ενταύθα +Αινείας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, βλέπων κάποιον τρέχοντα προς τον +κρημνόν, έχοντα όμως πολυτελή στολήν, τον πιάνει (τον +προφθάνει) έξαφνα, προσπαθών να τον εμποδίση. Ούτος όμως τον +σύρει όπισθέν του, ούτω δε, φερόμενοι κατά των πετρών, +εξηφανίσθησαν και οι δύο φονευθέντες. Από το μέρος αυτό +αιχμάλωτοι μεν πολύ ολίγοι συνελήφθησαν, βόες δε και όνοι και +πρόβατα πολλά. + +Εντεύθεν επορεύθησαν διά της χώρας των Χαλύβων σταθμούς επτά, +παρασάγγας πεντήκοντα. Οι Χάλυβες ούτοι, διά μέσου των οποίων +διήλθον, ήσαν πολεμικώτατοι, ήλθαν δε οπωσδήποτε και εις χείρας +με τους Έλληνας (συνεπλάκησαν). Εφόρουν δε θώρακας λινούς μέχρι +του υπογαστρίου. Αντί δε πτερύγων, (51) είχαν πυκνά σχοινιά +στριμμένα από σπάρτα. + +Εφόρουν δε και περικνημίδας και κράνη και παρά την ζώνην έφεραν +μαχαίριον μακρόν όσον η προς το άκρον επικαμπής Λακωνική +μάχαιρα, διά του οποίου έσφαζαν πάντα όστις ήθελε περιέλθη εις +την εξουσίαν των (τους αιχμαλώτους των), των οποίων τας +κεφαλάς, αφού τας απέκοπτον, εκράτουν ανά χείρας πορευόμενοι, +οσάκις δ' έμελλε να τους ίδουν οι εχθροί των, εχόρευαν κ' +ετραγουδούσαν μ' αυτάς ενώπιόν των. Εκράτουν δε και δόρυ μήκους +δέκα πέντε πήχεων, με μίαν μόνον λόγχην προς τ' άνω. + +Ούτοι, λοιπόν, ανέμεναν τους Έλληνας εις τα χωριά των. Αφού δ' +επροσπέρασαν εκείνοι, τους ηκολούθουν πάντοτε, πότε με τους +Έλληνας και πότε με τους εχθρούς των συμπλεκόμενοι. Κατώκουν δε +εις τα πλέον οχυρά μέρη, εις τα οποία είχαν μεταφέρη και όλας +τας τροφάς των. Ώστε να μη δυνηθούν οι Έλληνες να λάβουν τίποτε +από την χώραν των φαγώσιμον, διά τούτο δε καθ' όλον αυτό το +διάστημα της οδοιπορίας των συνετηρούντο με τα αιχμαλωτισθέντα +από τους Ταόχους κτήνη. + +Κατόπιν οι Έλληνες έφθασαν εις τον Άρπασον ποταμόν, έχοντα +πλάτος τεσσάρων πλέθρων. Εντεύθεν επορεύθησαν διά της χώρας των +Σκυθηνών σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσι, φθάσαντες διά +μέσου πεδιάδος εις χωρία, εις τα οποία κατεσκήνωσαν τρεις +ημέρας και από τα οποία επρομηθεύθησαν τροφάς. + +Εντεύθεν, αφού διήλθον σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσιν, +έφθασαν εις πόλιν μεγάλην, κατοικουμένην και πλουσίαν, +ονομαζομένην Γυμνιάδα. Εκ της πόλεως αυτής ο της χώρας άρχων +αποστέλλει εις τους Έλληνας οδηγόν, διά να τους οδηγήση διά +μέσου της εχθρικής του χώρας. + +Αφού, λοιπόν, προσήλθεν ούτος, τους υπόσχεται ότι θα τους φέρη +εντός πέντε ημερών εις μέρος, από το οποίον θ' αντικρύσουν +θάλασσαν. Άλλως τους έλεγε: να τον καταδικάσουν εις θάνατον. +Γενόμενος, λοιπόν, οδηγός των, αφού εισέβαλεν εις την εχθρικήν +του χώραν, τους παρεκάλει να την κάψουν και να την +καταστρέψουν. Του είπαν δε τότε (του εφανέρωσαν) ότι δι' αυτόν +τον λόγον μόνον προσήλθεν εις αυτούς, όχι από αγάπην προς τους +Έλληνας. + +Και φθάνουν την πέμπτην ημέραν εις το όρος, το οποίον ωνομάζετο +Θήχης. Μόλις δ' επάτησαν επ' αυτού οι πρώτοι του στρατεύματος +και είδαν πέραν, προς το βάθος, την θάλασσαν, έρρηξαν κραυγάς +μεγάλας εκ χαράς. + +Ακούσας δε ο Ξενοφών και οι οπισθοφύλακες, ενόμισαν ότι και +άλλοι εχθροί εμπρός τους επετέθησαν. Διότι τους ηκολούθουν +όπισθεν και οι από της καιομένης εχθρικής των Σκυθηνών χώρας +πολέμιοι. Εξ αυτών οι οπισθοφύλακες κ' εφόνευσάν τινας και +ηχμαλώτισαν, στήσαντες εις αυτούς ενέδραν, και πλεκτάς ασπίδας +εκυρίευσαν περί τας είκοσι, κατασκευασμένας από πυκνότριχα +ακατέργαστα δέρματα βοών. + +Επειδή δε η βοή εγίνετο βαθμηδόν μεγαλητέρα και πλησιεστέρα +(προς το όπισθεν ερχόμενον λοιπόν στράτευμα), οι δε συνεχώς +κατόπιν επερχόμενοι έτρεχαν δρομαίοι προς τους διαρκώς +κραυγάζοντας, ούτω δε η βοή εγίνετο ακόμη μεγαλητέρα, όσον +περισσότεροι οι κραυγάζοντες εγίνοντο, υπέθεσεν ο Ξενοφών ότι +κάτι τι σπουδαίον θα συμβαίνη, και, αναβάς αμέσως εις τον ίππον +του και παραλαβών μαζή του τον Λύκιον και τους ιππείς, έτρεξε +ταχέως εις βοήθειάν των. + +Και τότε πλέον ευκρινώς ακούουν τους στρατιώτας όλους να +φωνάζουν: ΘΑΛΑΣΣΑ! ΘΑΛΑΣΣΑ! και να διαβιβάζουν την κραυγήν +αυτήν (αστραπιαίως) ο ένας εις τον άλλον. Τότε πλέον έτρεχαν +(προς την κορυφήν) όλοι και οι οπισθοφύλακες, και τα υποζύγια +εφέροντο τρέχοντα και οι ίπποι. + +Αφού δ' έφθασαν όλοι εις την κορυφήν, τότε (οι στρατιώται) +ενηγκαλίσθησαν αλλήλους και στρατηγούς και λοχαγούς δακρύοντες. +Και αιφνιδίως, κάποιου εκεί από του ενός εις τον άλλον +μεταδώσαντος ακαριαίως το σύνθημα εις όλους, όλοι οι στρατιώται +φέρουν λίθους και κατασκευάζουν μέγα εις σχήμα λόφου ύψωμα. + +Και επ' αυτού αφιέρωσαν πλήθος βοείων δερμάτων ακατεργάστων και +ράβδους (οδοιπορικάς) και όσας πλεκτάς ασπίδας εκυρίευσαν. Ο δε +οδηγός, ου μόνον έκοπτεν ο ίδιος εις τεμάχια τας ασπίδας, αλλά +και τους άλλους προς τούτο παρεκίνει. + +Κατόπιν οι Έλληνες τον αποστέλλουν εις την πατρίδα του, αφού +του εδώρησαν όλοι από κοινού ένα ίππον και μίαν φιάλην αργυράν +και μίαν Περσικήν ενδυμασίαν και δέκα δαρεικούς. Παρά ταύτα +πάντα όμως, επειδή είχεν ιδιαιτέραν επιθυμίαν προς τους +δακτυλίους, έλαβε και εξ αυτών πολλούς παρά των στρατιωτών. +Αφού δε τους έδειξε κάποιο χωρίον, εις το οποίον να +κατασκηνώσουν, και τον δρόμον, τον οποίον θ' ακολουθήσουν +βαδίζοντες προς την χώραν των Μακρώνων, αφού πλέον εβράδυασεν, +ανεχώρησεν, αρχομένης της νυκτός, εις την πατρίδα του. + + + +Κεφάλαιον όγδοον. + + + +Εντεύθεν επορεύθησαν οι Έλληνες διά της χώρας των Μακρώνων +σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα. Την πρώτην δε ημέραν έφθασαν +εις τον (Άρπασον) ποταμόν, όστις εχώριζε την χώραν των Μακρώνων +από την των Σκυθηνών. + +Είχαν δε εκ δεξιών μέρη αγριώτατα και εξ αριστερών άλλον +ποταμόν, εις τον οποίον εχύνετο ο χωρίζων τας δύο χώρας, (ον +ανέφερα), και τον οποίον ήσαν ηναγκασμένοι να διαβούν. Ήσαν δε +αι όχθαι του ποταμού αυτού (του «άλλου») δασώδεις από δένδρα +ουχί μεν μεγάλα, αλλά πυκνά. Ταύτα, αφού επλησίασαν οι Έλληνες, +ήρχισαν να κόπτουν, σπεύδοντες να εξέλθουν από το μέρος αυτό +όσον το δυνατόν ταχύτερον. + +Οι δε Μάκρωνες, φέροντες πλεκτάς ασπίδας και λόγχας και +τριχίνους χιτώνας, ήσαν παρατεταγμένοι εις την απέναντι της +διαβάσεως (του μέρους όθεν θα διέβαιναν οι Έλληνες) όχθην του +ποταμού και παρώρμων αλλήλους (προς επίθεσιν) και λίθους εις +τον ποταμόν έρριπτον. Διότι δεν έφθαναν μέχρι των Ελλήνων, ούτ' +έβλαπτον εξ αυτών κανένα. + +Τότε, λοιπόν, (εις την δύσκολον περίστασιν ακριβώς αυτήν) +προσέρχεται εις τον Ξενοφώντα στρατιώτης τις εκ των πελταστών, +όστις, καθώς έλεγεν, υπηρέτει ως δούλος εν Αθήναις και όστις +εβεβαίου ότι εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων τούτων. «(Και +τόσον καλά μάλιστα), ώστε — προσέθηκε — νομίζω πώς είναι η χώρα +των πατρίς μου. (52) Εάν δε δεν εμποδίζη τίποτε, θα ήθελα να +συνομιλήσω με αυτούς». + +«Αλλ' ουδέν υπάρχει εμπόδιον, του είπεν ο Ξενοφών, δύνασαι δε +ελευθέρως να συνομιλήσης και να μάθης πρώτον ποίοι είναι». +Ερωτήσαντος δε του στρατιώτου, απήντησαν εκείνοι ότι είναι οι +Μάκρωνες. «Ερώτησέ τους, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, τι τους +ηνάγκασε να αντιταχθούν εναντίον μας και διατί εκηρύχθησαν +εχθροί μας». + +Και πάλιν ερωτήσαντος εκείνου, ούτοι απεκρίθησαν: «Διότι και +σεις εκστρατεύσατε ως εχθροί κατά της χώρας μας». Εις απάντησίν +των διέταξαν οι στρατηγοί να τους βεβαιώση εκ μέρους των «ότι +δεν έχουν κανένα απολύτως κακόν σκοπόν εναντίον των, αλλ' ότι, +αφού επολέμησαν κατά του βασιλέως, απέρχονται ήδη εις την +Ελλάδα και ότι ο πόθος των είναι πλέον να φθάσουν (το +ταχύτερον) εις θάλασσαν». + +Οι Μάκρωνες δε τους ηρώτων «εάν περί όσων λέγουν θα ηδύναντο να +δώσουν εγγύησίν τινα (απόδειξιν)». Οι δ' Έλληνες απήντησαν: +«ότι είναι ευχαρίστως έτοιμοι και να δώσουν τοιαύτην και να +λάβουν». Κατόπιν τούτων οι μεν Μάκρωνες δίδουν (ως εγγύησιν +ειρήνης μεταξύ των) βαρβαρικήν λόγχην εις τους Έλληνας, οι δ' +Έλληνες εις εκείνους Ελληνικήν. Διότι διά της τοιαύτης +ανταλλαγής των λογχών είπον ότι ομολογείται παρ' αυτοίς η +μεταξύ των (περί ειρήνης) πίστις. Και τα δύο δε μέρη +επεκαλέσθησαν τους Θεούς ως μάρτυρας της διαμειφθείσης αυτής +ομολογίας των. + +Μετά την οποίαν ευθύς οι Μάκρωνες έκοπτον μαζή με τους Έλληνας +τα δένδρα από την ρίζαν και άνοιγαν διά του δάσους δρόμον, διά +να τους διευκολύνουν εις την αντίπεραν όχθην την διάβασιν, με +όλους τους στρατιώτας ανακατευόμενοι, και τροφάς παρείχον προς +αγοράν, όσας ηδύναντο, και επί τρεις ημέρας τους συνώδευσαν, +έως ου τους έφεραν εις τα όρια της Κολχίδος. + +Ενταύθα ήτο όρος μέγα, ευδιάβατον δε. Και επί τούτου οι Κόλχοι +ήσαν παρατεταγμένοι (έτοιμοι προς επίθεσιν). Και κατ' αρχάς μεν +οι Έλληνες αντιπαρετάχθησαν κατά φάλαγγα (κατά μέτωπον), επειδή +ούτω εσκέφθησαν να οδηγήσουν τον στρατόν προς το όρος. Έπειτα +δε απεφάσισαν οι στρατηγοί, αφού συναθροισθούν, να σκεφθούν πώς +θ' αγωνισθούν όσον το δυνατόν καλλίτερα. + +Είπε, λοιπόν, ο Ξενοφών «ότι νομίζει φρόνιμον, αφού +εγκαταλείψουν το σχέδιον της κατά φάλαγγα παρατάξεως, να +παραταχθούν κατ' ορθίους λόχους (53). Διότι η μεν φάλαγξ θα +διασπασθή αμέσως. Επειδή θα εύρωμεν το όρος αλλού μεν έχον +καλάς (διά την ανάβασιν) οδούς, αλλού δε όχι. Τούτο δ' ευθύς θα +προξενήση αθυμίαν εις τους στρατιώτας, όταν, παρατεταγμένοι +ούτω κατά φάλαγγα, ίδουν να διασπάται αύτη. + +«Αλλ' εκτός τούτου, εάν μεν βαδίσωμεν παρουσιάζοντες με μέτωπον +μεν μικρόν, με βάθος δε μεγαλήτερον την φάλαγγα, θα μείνουν +εκατέρωθεν αυτής παραπανιστοί οι πολέμιοι, (54) και εν τοιαύτη +περιπτώσει θα χρησιμοποιήσουν τους παραπανιστούς τούτους καθ' +ημών, καθ' οιονδήποτε θελήσουν τρόπον. Εάν δε πάλιν βαδίσωμεν +συντεταγμένοι με μέτωπον μεν μέγα, με βάθος δε μικρότερον, δεν +θα ήναι διόλου απορίας άξιον, αν η φάλαγξ διασπασθή εξ +επιθέσεως (κατ' αυτής) πολυαρίθμων ανθρώπων και βελών. Εις +οιονδήποτε δε μέρος ταύτης ήθελε γείνη η διάσπασις, το πράγμα +θα ήναι δι' όλην την φάλαγγα ολέθριον. + +Νομίζω, λοιπόν, ότι, αφού παραταχθώμεν κατ' ορθίους (λόχους) +και αφού αφήσωμεν μεταξύ αυτών διάστημα ανάλογον, να +καταλάβωμεν με τους λόχους τόσον χώρον, ώστε οι τελευταίοι εξ +αυτών να ευρεθούν έξω των εκατέρωθεν κεράτων του εχθρού. +Τοιουτοτρόπως δε και οι τελευταίοι λόχοι θα ήναι έξω της +φάλαγγος των πολεμίων, και το στράτευμα ούτω κατ' ορθίους +(λόχους) οδηγούντες οι καλλίτεροι (των λοχαγών μας), πρώτοι +αυτοί εξ όλων και θα πλησιάσουν τον εχθρόν, και εις ο μέρος του +όρους ήθελεν είσθαι εύκολος η ανάβασις, δι' αυτού θα οδηγήση +και έκαστος των λοχαγών τον λόχον του. + +»Και ου μόνον εις τα εν τω μεταξύ διαστήματα των λόχων δεν θα +ήναι εύκολον εις τους πολεμίους να εισχωρήσουν, αφού εκατέρωθεν +αυτών (των διαστημάτων) θα υπάρχουν λόχοι, αλλά και να +διασπάσουν, επίσης δεν θα ήναι εύκολον, λόχον όρθιον (κατά του +εχθρού) βαδίζοντα. Και εάν κανείς εκ των λόχων στενοχωρηθή, θα +προστρέξη αμέσως εις βοήθειαν του ο πλησίον (του). Και εάν ένας +και μόνον εξ αυτών κατορθώση από οιονδήποτε του όρους μέρος ν' +αναβή εις την κορυφήν του («άκρον»), δεν υπάρχει φόβος πλέον να +παραμείνη εκεί ούτε ένας καν των πολεμίων». + +Ταύτα πάντα (όσα ο Ξενοφών είπεν) ενεκρίθησαν, και αμέσως +παρετάχθησαν κατ' ορθίους λόχους. Ο δε Ξενοφών, απελθών εις το +αριστερόν κέρας εκ του δεξιού, (όπου όλοι οι αξιωματικοί είχαν +συνέλθη περί τον Χειρίσοφον προς σύσκεψιν), είπεν εις τους +στρατιώτας τα εξής: «Ω άνδρες, αυτοί τους οποίους βλέπετε (εκεί +κάτω) είναι οι μόνοι πλέον που μας εμποδίζουν να φθάσωμεν εκεί +όπου προ πολλού σπεύδομεν (να φθάσωμεν). Αυτούς, λοιπόν, +πρέπει, αν μας ήναι δυνατόν, και ωμούς ακόμη να τους +καταφάγωμεν». + +Αφού δ' έκαστος των λοχαγών κατέλαβε την θέσιν του και παρέταξε +κατ' ορθίους λόχους τον στρατόν, έγειναν λόχοι μεν εξ οπλιτών +περί τους ογδοήκοντα, εκάστου λόχου έχοντος περί τους εκατόν +άνδρας. Οι δε πελτασταί και οι τοξόται διηρέθησαν εις τρία +τμήματα, παραταχθέντες άλλοι μεν έξω του αριστερού κέρατος, +άλλοι δε έξω του δεξιού και άλλοι εις το μέσον, έκαστον δε +τμήμα απετελείτο από εξακοσίους σχεδόν άνδρας. + +Μετά ταύτα οι στρατηγοί διέταξαν από ανωτέρου εις κατώτερον +(ιεραρχικώς) όλον τον στρατόν να προσευχηθή εις τους Θεούς. +Αφού δε προσηυχήθησαν και επεκαλέσθησαν διά παιάνος (ύμνου +εμβατηριακού) την βοήθειάν των, ήρχισαν βαδίζοντες. Και ο μεν +Χειρίσοφος και ο Ξενοφών και οι μετ' αυτών πελτασταί εβάδιζαν, +αφού εξήλθον της φάλαγγος των πολεμίων εκατέρωθεν (αφού +υπερφαλάγγισαν τους πολεμίους και από τα δύο μέρη. Ο μεν +Χειρίσοφος εκ δεξιών, ο δε Ξενοφών εξ αριστερών). + +Οι δε πολέμιοι, μόλις τους είδαν, τρέχοντες παραλλήλως του +μετώπου των Ελλήνων, εκατέρωθεν δε διευθυνόμενοι, οι μεν κατά +του δεξιού, οι δε κατά του αριστερού των κέρατος, διεσπάσθησαν +ανοίξαντες εν τω μέσω της φάλαγγος αυτών μέγα κενόν. + +Οι δε Αρκάδες πελτασταί, των οποίων αρχηγός ήτον Αισχίνης ο +Ακαρνάν, άμα τους είδαν ούτω παρεκκλίνοντας (αποσυρομένους), +νομίσαντες ότι ετράπησαν εις φυγήν, έτρεξαν προς το όρος +ξεφωνήσαντες με όλην των την δύναμιν (από χαράν). Και ήσαν οι +πρώτοι ούτοι που ανέβησαν. Συνηκολούθουν δε αυτούς και οι +οπλίται Αρκάδες, των οποίων αρχηγός ήτο Κλεάνωρ ο Ορχομένιος. + +Οι δε πολέμιοι, αφού άπαξ ήρχισαν να τρέχουν, δεν εστάθησαν +πλέον, αλλ' ετράπησαν άλλος εδώ και άλλος εκεί (καθ' όλας τας +διευθύνσεις) εις φυγήν. Οι δ' Έλληνες αναβάντες +εστρατοπεδεύθησαν εις πολλά χωρία, έχοντα τα προς συντήρησίν +των αφθονώτατα. + +Και εξ όλων μεν των άλλων, (τα οποία ενταύθα είδαν), ουδέν +ιδιαίτερον υπήρχε, διά το οποίον να εκφράσουν θαυμασμόν. Τα +σμήνη μόνον των μελισσών ήσαν άπειρα εδώ. Και όσοι εκ των +στρατιωτών έφαγαν από τας κηρήθρας των (τας μελόπιτταις) +απεμωραίνοντο και εξήμουν &(εξερνούοαν)& και από διάρροιαν +κατελαμβάνοντο &(τους 'πήγαινε από κάτω)& και κανείς δεν +ηδύνατο να σταθή ορθός &(στα πόδια του)&, αλλ' όσοι μεν είχαν +φάγη ολίγον ωμοίαζαν με στουππί («σφόδρα») μεθυσμένους, όσοι δε +πολύ, άλλοι μεν με μαινομένους, άλλοι δε με νεκρούς. + +Ως νεκροί δε ούτω κατέκειντο πολλοί χαμαί σαν να είχαν τραπή +εις φυγήν υπό των πολεμίων και ευρίσκοντο ήδη μετ' αυτήν +κατάκοποι εκ του καμάτου και του φόβου. (55) Ένεκα τούτου δε +επεκράτει εις όλον το στράτευμα αθυμία. Την επομένην όμως, +χωρίς κανείς των ν' αποθάνη, ανελάμβαναν όλοι τας φρένας των +κατά την αυτήν περίπου ώραν (καθ’ ήν είχαν φάγη τας κηρήθρας). +Και άλλοι μεν την τρίτην, άλλοι δε την τετάρτην ημέραν +εσηκώνοντο, σαν να είχαν πάρη κανένα δυνατόν φάρμακον +(καθάρσιον ή ναρκωτικόν) προηγουμένως. + +Εντεύθεν επορεύθησαν σταθμούς δύο, παρασάγγας επτά και ήλθαν +εις την παραθαλασσίαν Τραπεζούντα, πόλιν κατοικουμένην από +Έλληνας και κειμένην εις τον Εύξεινον Πόντον, αποικίαν δε των +κατοίκων της Σινώπης εις την χώραν των Κόλχων. Ενταύθα έμειναν +περί τας τριάκοντα ημέρας, κατασκηνώσαντες εις τα Κολχικά +χωρία. + +Και εντεύθεν ορμώμενοι (έχοντες ταύτα ως ορμητήριον) ελεηλάτουν +την Κολχίδα. Τροφάς δε προς αγοράν παρείχον εις το στρατόπεδον +οι Τραπεζούντιοι, οίτινες και εδεξιώθησαν τους Έλληνας και δώρα +τους έδωκαν φιλοξενίας, βους και σίτον και οίνον, αφθονώτατα. + +Με κάθε τρόπον δε ενήργουν να τους εμπνεύσουν φιλικά αισθήματα +και υπέρ των γειτόνων των Κόλχων, των εις την πεδιάδα προ +πάντων κατοικούντων, αποτέλεσμα δε των ενεργειών των ήτο να +έλθουν και παρ' αυτών εις τους Έλληνας ως δώρα βόες. + +Μετά ταύτα δε ήρχισαν να προετοιμάζουν την θυσίαν, την οποίαν +είχαν ήδη προ πολλού τάξη ότι θα προσέφερον εις τους Θεούς επί +τη σωτηρία των. Προς τούτο δε τους ήλθαν ικανοί βόες, ίνα +θυσιασθούν, ως απόδοσις του τάμματος εκείνου, εις τον Δία τον +Σωτήρα και εις τον Ηρακλέα, προσφερόμενοι εις αυτούς διά το +μέχρις εδώ κατευόδιόν των. Και εν γένει όσα είχαν ήδη τάξη και +εις τους άλλους Θεούς προσέφεραν προθύμως. Ετέλεσαν δε και +γυμνικούς αγώνας εις το όρος, εις ο μέρος ακριβώς +εστρατοπέδευσαν. Εξέλεξαν δε Δρακόντιον τον Σπαρτιάτην, όστις +από παιδί είχε φύγη από την πατρίδα του, διότι χωρίς να θέλη +είχε φονεύση κάποιον συνομήλικόν του με μαχαίρι, διά να +φροντίση περί του μέρους, εις το οποίον θα έτρεχαν οι +αγωνιζόμενοι, και διά να αναλάβη εν γένει την προστασίαν των +αγώνων. + +Αφού δ' έγεινεν η θυσία, τα εκ των σφαγίων δέρματα παρέδωσαν +εις τον Δρακόντιον, (διά να χρησιμεύσουν ως βραβεία εις τους +νικητάς), και τον διέταξαν να τους οδηγήση εις το μέρος, το +οποίον προετοίμασε διά την διεξαγωγήν των αγώνων. Αλλ' ο +Δρακόντιος, δείξας ως τοιούτο τον λόφον, όπου έτυχαν ιστάμενοι, +είπεν: «Ο λόφος αυτός είναι το καλλίτερον στάδιον, όπου δύναταί +τις να τρέχη όπου θέλει». «Αλλά πώς» του απήντησαν «θα +ημπορέσουν να παλαίσουν οι αγωνισταί εις μέρος τόσον δασύ και +απότομον;». Εκείνος δε απήντησε: «(Τόσω το καλλίτερον). Αφού +εκείνος που θα πέφτη χάμω θα . . . δυσαρεστήται (θα πονή) +περισσότερον» (!) + +Ηγωνίζοντο δε δρόμον μεν απλούν παιδία, των οποίων τα πλείστα +ήσαν τέκνα αιχμαλώτων, δρόμον δε μακρόν άνω των εξήκοντα Κρητών +διέτρεξαν. Άλλοι δε ηγωνίσθησαν εις την πάλην και την πυγμήν +και το παγκράτιον, και ούτω απέβη το θέαμα παρά πολύ +ενδιαφέρον. Διότι πολλοί είχαν κατέλθη εις το στάδιον, ίνα +αγωνισθούν, και, επειδή (μεταξύ των άλλων) εθεώντο αυτούς κ' +εταίραι, πολλή περί την νίκην άμιλλα είχε προκληθή. + +Ηγωνίσθησαν δε και ίπποι, οι οποίοι έπρεπεν, αφού τρέξουν επί +της κατωφερείας του λόφου, φθάσουν μέχρι της παραλίας κ' +εκείθεν υποστρέψουν, να γυρίσουν και πάλιν άνω προς τον λόφον. +Και κάτω μεν (επί του σταδίου) ηγωνίζοντο κυλιόμενοι οι +αθληταί. Άνω δε, προς το μάλλον ανηφορικόν του όρους μέρους, +επροχώρουν οι ίπποι, μόλις δυνάμενοι να βαδίζουν. Οπότε και +μεγάλαι κραυγαί και γέλωτες και ξεφωνητά δυνατά προς +παρακίνησιν αυτών (καθ' όλον το στάδιον) ηκούοντο. + + + +ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΤΟΜΟΥ + + + +Σ Η Μ Ε I Ω Σ I Σ + + + +Εις την μετάφρασιν αυτήν, δι' ην επιθυμώ πας τις να γνωρίζη ότι +η χαρακτηριστικωτέρα της γραμμή είναι η &ευσυνειδησία& — ένα +και αυτή από τα «φιλολογικά θαύματα» του Τόπου μας — εις την +μετάφρασιν αυτήν ό,τι κυρίως λέγομεν «παρόραμα» διά τα μη +έχοντα καμμίαν σχέσιν με την Ζωήν ή με την μουσικήν ευφωνίαν +έργα δεν υπάρχει. Πρόκειται ή περί διορθώσεων μεταφραστικών του +συγγραφέως ή περί απαιτήσεων ευφωνικών της φράσεως. Όχι περί +τυπογραφικών αβλεψιών, από τας οποίας ελαχίστας θα ηδύνατό τις +ν' ανεύρη εις αυτήν, και ταύτας επουσιωδεστάτας. + +Έχομεν λοιπόν, πρώτον: παράλειψιν ευφωνικών ν εις λέξεις, ων +έπονται άλλαι αρχόμεναι από φωνήεν, ως π. χ. αντί ήτο, ήτον. +Έπειτα λέξεις, ας η ομιλία μας, προς το πνεύμα της οποίας, εφ' +όσον ήτο δυνατόν εις γλώσσαν συμβατικήν, προσανατολίσθη η +μετάφρασις, αλάφρωσε εδώ μεν από αυξήσεις, εκεί δε από +αναδιπλασιασμούς, αλλού δε από πολλούς και διαφόρους άλλους +πίνους, έπειτα λέξεις, λέγω, ως π. χ. &παρασκευασμένος& αντί +&παρεσκευασμένος,& ο αναγνώστης οφείλει να μη καταλογίση ως +«λάθη». + +Αλλ' υπάρχουν και περίοδοι, παράγραφοι, σελίδες πολλαχού +ολόκληροι εν τη μεταφράσει, απαιτούσαι κάποιαν αρχαιοπρεπή +πνοήν εις την σύνθεσιν ή δαμαζόμενοι από κάποιο διαφυγόν τον +συγγραφέα πνεύμα ύφους αρχαΐζοντος. Εις τα μέρη αυτά τα: +&παρασκευασμένος& και τα: &χωρίς& και τα: &λέγουν&, διά να +υπάρξη ομοιομορφία μεν εις το όλον, συνέπεια δε του όλου προς +τα μέρη, μεταβάλλονται εις: &παρεσκευασμένος&, εις &λέγουσιν&, +εις &άνευ& κ. λ. π. + +Εις άλλα πάλιν μέρη πρόκειται καθαρώς περί υστερογενών +διορθώσεων της μεταφράσεως επί το πιστότερον ή το ευφωνότερον. +Και εις άλλα τέλος, περί συμπληρώσεων αυτής διά διαφυγουσών τον +μεταφραστήν λέξεων ή φράσεων. Και τούτων και εκείνων ελαχίστων. + +Με τας όπισθεν, λοιπόν, σημειουμένας διορθώσεις δίδεται η +αρτιωτέρα της μεταφράσεως αυτής συμπλήρωσις, δεδομένου ότι ο +αναγνώστης — έχων υπ' όψει του και ότι η σημείωσίς μου αυτή +αναφέρεται και εις τα ενδεχόμενα «λάθη» του Β' τόμου — οφείλει +να διορθώνη προηγουμένως εις το κείμενον, προ πάσης αναγνώσεως +αυτού, όσα εις το τέλος εκάστου τόμου επανορθούνται, διά να έχη +ούτω πλήρη την εικόνα της, ην εσημείωσα άνω, ευσυνειδησίας εκ +της πολυπόνου εργασίας ταύτης, ήτις, με την πεποίθησιν ότι θα +χρησιμεύση ως το φρονηματωδέστερον Ελληνικόν ανάγνωσμα, +προσφέρεται μετά τιμών εις το Δημόσιον. + + +Δ Ι Ο Ρ Θ Ω Σ Ε Ι Σ + +{Έχουν ληφθεί υπ' όψη και διαγραφεί} + +&Σημ.& Παραλείπονται προσθήκαι ή αφαιρέσεις κομμάτων ή άλλων +σημείων στίξεως ως επουσιώδεις. Επίσης καί τινες εσφαλμένοι +συντάξεις του &να& ή &θα& με οριστικήν αντί με υποτακτικήν. + + +ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ +ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε. +ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 654.506 + + + +1) Νόμισμα χρυσούν, κοπέν υπό Δαρείου του Υστάσπου, εκ του +ονόματος του οποίου και ωνομάσθη. Καλείται και δαρεικός στατήρ. + +2) Εις την χώραν των Πισιδών. Ή άλλως Πισιδίαν καλουμένην. + +3) Μέτρον οδοιπορικόν ισοδυναμούν προς 30 στάδια. Η λέξις +περσική. + +{Σύμφωνα με την σημείωση 26, το στάδιον αποτελείται από 185 +μέτρα, άρα «ο ένας παρασάγγης» είναι 5,55 χιλιόμετρα}. + +4) Έκαστον πλέθρον ισοδυναμεί προς 1/6 του σταδίου. + +5) Δηλ. οι υπό τον Ξενίαν τον Παρράσιον εν τω Α' Κεφαλαίω +μνημονευθέντες τριακόσιοι. + +6) Έκαστος σίγλος =1 1/4 δραχμής. + +7) Είδος μέτρου Βαβυλωνιακού. + +8) Μέτρον Ελληνικόν. + +9) Χάλκινα των μηρών καλύμματα. + +10) Χαλκά καλύμματα του μετώπου και του στήθους. + +11) Το χωρίον δύναται να μεταφρασθή και ως εξής: «Ο δε Κλέαρχος +ηρώτα αν Θα γείνη η ειρήνη με μόνους τους άνδρας εκείνους του +Ελληνικού στρατού, οι οποίοι θ' απέλθουν (οδηγούμενοι) προς +προμήθειαν τροφών, διαρκούσης της ειρήνης μόνον μέχρι της +επιστροφής των, ή και με όλον τον Ελληνικόν στρατόν;». + +12) Η λογική του χωρίου αυτού, είναι σοφιστική. + +13) Το χωρίον αυτό ερμηνεύεται και ούτω: «. . θα ηδυνάμεθα να +παραταχθώμεν με τάξιν και φειδώ καθ' όσων εξ υμών θέλομεν να +πολεμώμεν;» + +14) Ή κατά λέξιν: «Και εκείνοι μεν πλησίον των οποίων +προσεπάθει να είναι πρώτος &(και καλύτερος)& εις την φιλίαν, +διαβάλλων μεταξύ των τους καλυτέρους εξ αυτών, διενοείτο ότι +πρέπει ν' αποκτήσουν &(εσκέπτετο ότι καλά και σώνει πρέπει ν' +αποκτήσουν)& την πανουργίαν ταύτην)». + +15) Θεμελιωτο0 της Κυρηναϊκής Σχολής. + +16) Είναι γνωστόν ότι ο Ξενοφών ήτο τότε μόλις 30 ετών. + +17) Ή άλλως: οι άνδρες μας και να πληγωθούν και ν' αποθάνουν +μαχόμενοι γνωρίζουν. + +18) Κατ' άλλην ερμηνείαν: «Όταν δε καταστήσετε (βάλετε μέσα εις +τας ψυχάς σας) τους αρχηγούς σας (το πνεύμα της αρχηγίας)». + +19) Ρητορικός τρόπος του λέγειν, διά να παραστήση ο Ξενοφών, +πόσον Θα ήτον επικίνδυνος διά τον βασιλέα η παραμονή των +Ελλήνων εις την χώραν του, πρόθυμον, διά ν' απαλλαγή αυτών, να +ενδώση και εις τας παραλογωτέρας ακόμη αξιώσεις των. + +20) Κατά την περί εκλείψεων κρατούσαν τότε δοξασίαν. + +21) Λίθον περιέχοντα τύπους κογχυλίων απολιθωμένα κογχύλια. + +22) Ανακόλουθον το χωρίον προς τα επόμενα. + +23)Το όλον σώμα των Ελλήνων απετέλει τετράπλευρον, ούτινος το +μεν πρόσθεν μέρος ωνομάζετο μέτωπον, το δ' όπισθεν ουρά, τα δε +πλάγια κέρατα. + +24) Το χωρίον είναι από τα μάλλον δυσερμήνευτα του Ξενοφώντος. +Έχων υπ' όψει τας εν τη εκδόσει του Πανταζίδου διαφόρους αυτού +ερμηνείας και διορθώσεις, ηκολούθησα, και όσον αφορά την +ερμηνείαν και όσον αφορά την διόρθωσιν, την μάλλον συνεπή και +λογικήν, αρμοζομένην δε πλειότερον προς την απλότητα του ύφους +του Ξενοφώντος. + +25) Το οποίον ήδη είχε φθάση εις τον δεύτερον λόφον. + +26) Ήτοι εις απόστασιν — προς 186 μέτρα το στάδιον — μέτρων +111,60. + +27) Είναι εκείνοι οίτινες είχαν προκαταλάβει την προεξοχήν του +όρους. («λόφον»). + +28) Διά την συχνοτάτην επανάληψιν της λέξεως σημαινούσης τα +προς συντήρησιν αναγκαία, την αφήνω ενίοτε αναπόδοτον. + +29) Ενιαχού ενόμισα κατάλληλο, να παραθέτω παρά τας αποδοθείσας +και τας αντιστοίχους εκ του κλασσικού κειμένου λέξεις. + +30) Περί της οποίας έγεινε λόγος εις το αμέσως προηγούμενον +Κεφάλαιον, από τον επιζήσαντα εκ των δύο του Ξενοφώντος οδηγών, +όταν ηρωτήθη εάν υπάρχει κανέν «δύσβατον» μέρος. + +31) Την εν τω κειμένω ονομαζομένην «υπερβολήν» η «έκβασιν», +δηλ. την κορυφογραμμήν του όρους, ην, αφού υπερβή τις, +κατέρχεται εις την άλλην αυτού πλευράν. Αύτη λέγεται και +«φανερά έκβασις», ήγον δε προς αυτήν δύο οδοί, η ανηφορική μεν +(«ορθία»), αλλ' ευρεία, ην εβάδισαν οι περί τον Χειρίσοφον, και +η εκ πλαγίου, η στενή μεν, αλλ' ομαλή, ην εβάδισαν οι εθελονταί +και οι οπισθοφύλακες μετά του Ξενοφώντος. + +32) Κατά παρέκτασιν της εννοίας του μέρους προς το όλον η +«φανερά έκβασις = διάβασις λέγεται και «φανερά οδός», το τέρμα +της οποίας απετέλει η «φανερά έκβασις». + +33) Ον ο Ξενοφών ονομάζει εδώ «μαστόν». + +34) Τούτον τον λόφον ονομάζει ο Ξενοφών «λόφον αντίπορον», ως +δι' πόρου — φάραγγος — ίσως — χωριζόμενον υπό του μαστού. + +35) Όχι ολίγαι των παρενθέσεων, όπως αυτή, είναι επεξηγηματικαί +φράσεων ή λέξεων του κειμένου. Τοιαύτας επεξηγήσεις έθεσεν +επίτηδες &παραπλεύρως της μεταφράσεως& ο μεταφραστής, διά να +παρουσιάζη εις τον αναγνώστην συνεχεστέραν την έννοιαν αυτών +προς την της μεταφράσεως. + +36) Τόσον εις το Κεφάλαιον αυτό, όσον και εις το δ' του Γ' +βιβλίου και εν γένει εις τα δυσκολώτερα χωρία της «Αναβάσεως» +είχα υπ' όψει μου και τας επ' αυτής ερμηνευτικάς σημειώσεις και +διορθώσεις του μακαρίτου Ι. Πανταζίδου, τηρών, εννοείται, +πάντοτε ακεραίαν, παρά τον προς εκείνας σεβασμόν, και την +προσωπικήν μου επ' αυτών γνώμην και αντίληψιν. Ομολογώ το +βοήθημα, αλλά και δεν αποκρύπτω την καθ' όλην την πολύμοχθον +μετάφρασιν αυτήν πρωτοβουλίαν μου. + +37) Φρονώ ότι από τον πρωτόγονον αυτόν τρόπον του συνθέτειν, +ομοίους του οποίου είναι απολύτως αδύνατον να νεωτεροποιήση +τις, δι' ο και αφήνω αυτούς ως έχουν, και κατά τον οποίον ως +μόνον συνδετικόν των προτάσεων χρησιμεύει ο δε, η σημερινή +σύνθεσις είναι ανωτέρα υπό πάσαν έποψιν. Η «απλότης», η τόσον +ευγενής και αρμονική εις την Σκέψιν, όσον και αν ήναι αύτη +σοβαρά δείγματα δε της οποίας εις τους λόγους και τα διαλογικά +μέρη των έργων του μας παρέχει αφθονώτατα ο Ξενοφών, αποτελούσα +εκεί το ευγενέστερον του κλασσικισμού στοιχείον, η απλότης αύτη +εις την περιγραφήν, την διήγησιν, τον μύθον και άλλα είδη του +λόγου, αντικειμενικά απολύτως, νομίζω ότι αποτελεί μάλλον +μειονέκτημα συγγραφικόν, του οποίου δεν ήτο και ο Ξενοφών +απηλλαγμένος. + +38) Και άλλος πρωτόγονος τρόπος του συνδέειν τας προτάσεις προς +αλλήλας διά του &και&. + +39) Του υπό τον Λύκιον. + +40) Εκείνων οίτινες ήσαν παρατεταγμένοι επί των υψωμάτων, +άνωθεν του ήδη διωκομένου βαρβαρικού ιππικού. + +41) Ως θα ελέγαμεν σήμερα: να παρατάξουν κατά παραγωγήν». + +42) Ο Ξενοφών είναι μόνος υπό έμπνευσιν σοβαρός «στρατιωτικός +συγγραφεύς» της Αρχαιότητος. Προκείμενου λοιπόν ν' αποδοθή και +η ελαχίστη στρατιωτική αυτού λεπτομέρεια σαφώς και επακριβώς, ο +Αναγνώστης θα διείδε βέβαια ότι πάσαν κατεβάλομεν προσοχήν όπως +δι' όσον το δυνατόν ακριβολογωτέρας και κυριολεκτικωτέρας +φράσεως και λέξεως αποδώσαμεν την έννοιαν του κειμένου. + +43) Ο Ξενοφών δεν είναι μόνον στρατηγός υπέροχος δι' όλης της +Καταβάσεως αυτής. Αλλά και άνθρωπος. Άνθρωπος, ον θα ενόμιζέ +τις ότι, 400 έτη προ Χριστού, είχε σφυρηλατήση η σφύρα της +χριστιανικής αγάπης εις το τέλειον. Τοιαύτην «υπέρ των +πεινώντων και των καμνόντων» μέριμναν, αμφιβάλλω αν θα ηδύναντο +να επιδείξουν πολλοί εκ των είτε εν ειρήνη, είτε εν πολέμω +στρατηγών του συγχρόνου χριστιανικού πολιτισμού. Ο Ξενοφών +δύναταί τις να είπη ότι είναι ένας εκ των εξανθρωπιστών +Χριστιανών των προ του Χριστιανισμού χρόνων προς αιωνίαν τιμήν +της αιωνίας Πατρίδος που τον γέννησε. + +44) Τας οποίας θα ελάμβαναν εξ άλλων χωρίων, αντί εκείνων τας +οποίας, κατηνάλωσαν. + +45) Εις μετάφρασιν, της οποίας η γλώσσα είναι συμβατική, η +δημοτική, εν τούτοις, ζητεί κάποτε, παρά τους όρους της +συμβάσεως, τα δικαιώματά της, εις μέρη προ πάντων, άτινα δεν +είναι δυνατόν άλλως ή δι' αυτής να μεταφρασθούν — όπως εδώ. + +46) Ή υπεδείκνυαν διά νευμάτων ό,τι εχρειάζοντο. + +47) Στρέφων δηλ. αυτήν δεξιά ή αριστερά, ώστε να βαδίζη +προηγουμένου του ενός κέρατος και τελευταίου ακολουθούντος του +ετέρου (ίδε: Ξενοφώντος Ανάβασιν εκ διορθώσεως και ερμηνείας Ι. +Πανταζίδου σελ. 818 σημ). + +48) Το χωρίον: «Και τι δει σε ιέναι και λιπείν την +οπισθοφυλακίαν;» μεταφράζεται κατά λέξιν: «Και τι σε αναγκάζει +(ή: Και διατί πρέπει) να μεταβής συ και να εγκαταλείψης την +οπισθοφυλακήν;» Αλλ' ο Ξενοφών είπεν ανωτέρω ότι είναι +διατεθειμένος να μεταβή με τους οπισθοφύλακάς του. Διά την +συνέπειαν λοιπόν του νοήματος μεταφράσαμεν ως ανωτέρω. + +49) Καθ' ων ήδη επήρχοντο οι πελτασταί και οι περί τον +Χειρίσοφον οπλίται. + +50) Ή: δεν απέχει από μας παρά ενάμισυ μόλις πλέθρον. + +51) Τα κατώτατα του Θώρακος, απολήγοντα εις δερματίνας λωρίδας, +ουχί σπανίως κεκαλυμμένας από ελάσματα μετάλλινα. + +52) Ή, κατ' άλλην ερμηνείαν: . . . όστις καθώς έλεγεν, είχεν +εξαγορασθή ως δούλος εν Αθήναις και όστις εβεβαίου ότι εγνώριζε +την γλώσσαν ανθρώπων τούτων. «Και αναμφιβόλως — προσέθηκεν — η +χώρα αύτη θα ήναι η πατρίς μου . . .» + +53) «Τάσσοντες δηλαδή τους 100 άνδρας του λόχου τον ένα μετά +τον άλλον και αφήνοντες διαλείμματα μεταξύ των λόχων». Ίδε +«Ξενοφ. Ανάβασιν εκ διορθώσεως και ερμηνείας I. Πανταζίδου• +σελ. 286 σημ. + +54) Ή θα καταστούν ισχυρότεροί μας οι πολέμιοι. + +55) Το κείμενον ελέγει: «ώσπερ τροπής γεγενημένης». Το δε +ξάνοιγμα της μεταφράσεώς του οφείλεται εις τον Πανταζίδην. + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Anabasis Volume 1, by Xenophon + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANABASIS VOLUME 1 *** + +***** This file should be named 39764-0.txt or 39764-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/9/7/6/39764/ + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org/license + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. |
